Εικονομαχία και η «Κυριακή της Ορθοδοξίας»
Γιώργος Στάμκος*
Η “Κυριακή της Ορθοδοξίας”, που γιορτάζεται σήμερα 20 Μαρτίου, είναι μια ξεχωριστή γιορτή για τον Ελληνορθόδοξο κόσμο, η οποία έχει όμως τη δική της “απαγορευμένη ιστορία” που είναι άγνωστη στους πολλούς...
Οι Αιρετικοί Παυλικιανοί και η Άγνωστη Ιστορία της Εικονομαχίας
Οι Παυλικιανοί ήταν φανατικά Εικονομάχοι και κατά την περίοδο του σκοτεινού κινήματος της Εικονομαχίας (8ος και 9ος μ.Χ. αιώνας) οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες που ήσαν Εικονομάχοι, συμμάχησαν μαζί τους, οι οποίοι και τους υποστήριξαν στον αγώνα τους κατά των Εικονολατρών. Η “άρνηση των εικόνων”, δηλαδή η “εικονοκλασία”, υπήρξε κεντρικό πρόβλημα της Αυτοκρατορίας, σε μια εποχή που οι ανεικονικοί Άραβες μουσουλμάνοι επέλαυναν. Ένας Σύριος στρατηγός, που έγινε κατόπιν Αυτοκράτορας με το όνομα Λέων Γ', και οι διάδοχοι του της λεγόμενης “συριακής δυναστείας”, καθώς ήταν “σαρακηνόφρων”, ήταν πεπεισμένος πως η λατρεία των εικόνων, αλλά και των αγίων, που προπαγανδίζονταν από τους μοναχούς, δεν ήταν παρά μια μορφή αναβίωσης της ειδωλολατρίας, η οποία ήταν κατά τα άλλα απαγορευμένη.
Οι Ορθόδοξοι πιστοί είχαν φτάσει στο σημείο να λατρεύουν όντως τις εικόνες, σχεδόν ως είδωλα, να τις ασπάζονται, να τις προσκυνούν, να κάνουν μετάνοιες και τάματα σ' αυτές, να πιστεύουν στις θεραπευτικές τους ιδιότητες πίνοντας ακόμη και σκόνη από το ξύλο και το χρώμα τους! Απαγόρευσε λοιπόν τις εικόνες την ίδια εποχή που έκανε το ίδιο και ο χαλίφης Ιζίδ (720-724 μ.Χ.), σε μια προσπάθεια ίσως να αποτρέψει το μαζικό εξισλαμισμό των ανεικονικών πληθυσμών (Μονοφυσίτες, Μανιχαίοι, Παυλικιανοί, Ιουδαϊζοντες κ.α.) των ανατολικών επαρχιών που είχαν περάσει πλέον υπό αραβική κατοχή. Ήταν δηλαδή μια αμυντική κίνηση, στρατηγικού χαρακτήρα, για την προστασία της Αυτοκρατορίας από την Αραβοϊσλαμική απειλή. Η εικονομαχική πολιτική, που ήταν εντελώς αντίθετη με την παράδοση του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, δημιουργήθηκε πιθανότατα για να συμφιλιώσει την Κωνσταντινούπολη με τους φτωχούς κι εξαθλιωμένους αγροτικούς πληθυσμούς της ανατολικής Μικράς Ασίας. Οι τελευταίοι ήταν επηρεασμένοι από τις θρησκευτικές πρακτικές και την πνευματική αυστηρότητα των πολυάριθμων ανεικονικών αιρέσεων των περιοχών τους, όπως οι Παυλικιανοί, οι Μανιχαίοι κ.α. κι επιζούσαν φτωχικά καλλιεργώντας τη λιγοστή γη τους και τώρα όφειλαν να την υπερασπιστούν από πάνω έναντι των Αράβων μουσουλμάνων επιδρομέων. Κατά μία έννοια η Εικονομαχία ήταν μια ριζική αλλαγή στην πολιτική της Αυτοκρατορίας, που υπαγορεύτηκε από την αναγκαιότητα. Επινοήθηκε για ν' αντιμετωπιστεί ο αραβικός κίνδυνος στην Ανατολή κι εξέλιπε όταν εξαφανίστηκε αυτός ο κίνδυνος.
Οι πνευματικές ρίζες της Εικονομαχίας
Οι πνευματικές ρίζες βέβαια της Εικονομαχίας θα μπορούσαν να εντοπιστούν στις προϋπάρχουσες δοξασίες των Μεσσαλιανών και στον δοκητισμό των διάφορων γνωστικών ομάδων της ανατολής, κλειδί των οποίων ήταν η λέξη “απερίγραπτον”. Όπως περιγράφει χαρακτηριστικά ο Τιμόθεος Κωνσταντινουπόλεως:“Λέγουσιν ότι τον άνθρωπον ον ανέλαβεν εκ της Μαρίας ο Κύριος, πότε μεν αυτόν εις πνεύμα μετέβαλλεν, πότε δέ εις σώμα, διότι αυτό το σώμα του Κυρίου απερίγραπτον ην, καθάπερ η θεία φύσις”. Αυτό το “απερίγραπτον” συνδέεται με το βασικό επιχείρημα των Εικονομάχων κατά των εικόνων, καθώς θεωρούσαν πως η ανθρώπινη φύση του Χριστού δεν μπορεί να περιγραφεί, γι’ αυτό και οι απεικόνισή της εκλαμβάνονταν ως ειδωλολατρεία. Όπως λέει και ο Reinhart Staats “μία από τις ρίζες της Εικονομαχίας βασίζεται στον μεσσαλιανικό μυστικισμό”.
Δεν ήταν όμως εύκολο να παρουσιαστεί η “άρνηση των εικόνων” στο λαό της Κωνσταντινούπολης απλά ως ένας νέος πολιτικός προσανατολισμός της Αυτοκρατορίας. Χρειαζόταν ένα κατάλληλο αφήγημα για να υποστηριχθεί αυτή η νέα πολιτική από τους Εικονομάχους Αυτοκράτορες. Και το αφήγημα αυτό ήταν η ταύτιση της Εικονολατρείας με την Ειδωλολατρεία. Ο Λέων Γ' πίστευε εξάλλου πως οι αλλεπάλληλες καταστροφές, που είχαν πλήξει τα τελευταία χρόνια την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (π.χ. οι Άραβες και οι Αβαροσλάβοι έφτασαν δύο φορές έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, το ηφαίστειο της Σαντορίνης εξερράγη ξαφνικά το 726 μ.Χ.) οφείλονταν σε κάποιο σφάλμα, σε κάποια “ύβρη” που έπρεπε να διορθωθεί, διότι ο Θεός φαινόταν πως τιμωρούσε τους Ελληνορθόδοξους. Για τον ίδιο το σφάλμα αυτό ήταν η “ειδωλολατρική” λατρεία των εικόνων, που έπρεπε διορθωθεί μέσω της Εικονομαχίας.Μάλιστα, σύμφωνα με τον Βίο του Στεφάνου του Νέου, ο ίδιος ο Αυτοκράτορας Λέων Γ', απευθύνοντας δημόσιο λόγο στο λαό της Κωνσταντινούπολης, κατηγόρησε ανοικτά τους Εικονολάτρες για ειδωλολατρεία. Κι επειδή η πλειονότητα του λαού, ακολουθώντας και τις ως τότε οδηγίες της Εκκλησίας, πίστευε στις εικόνες, βρέθηκε ξαφνικά κατηγορούμενο για αίρεση. Το γεγονός αυτό έγινε και η αιτία για να οδηγηθεί η Αυτοκρατορία σε νέες επικίνδυνες περιπέτειες, που την οδήγησαν σε εσωστρέφεια και σε αναδίπλωση, ευτυχώς όμως προσωρινή.
Με την απομάκρυνση των εικόνων από τις εκκλησίες, χάρη στην αποφασιστική συνδρομή του στρατού, οι Εικονομάχοι Αυτοκράτορες αντιδρούσαν, ανάμεσα στ' άλλα, και στην πνευματική κατάσταση της Εγγύς Ανατολής, δηλαδή στην άνοδο του Ισλάμ, που απαγόρευσε κάθε μορφή αναπαράστασης στα τζαμιά. Εξαιτίας της αυστηρά μονοθεϊστικής και εικονομαχικής του αντίληψης το Ισλάμ προσιδίαζε περισσότερο στις παλαιότερες μορφές πίστης ενός Γνωστικά και Ιουδαιοχριστιανικά προσχηματισμένου ανατολικού Χριστιανισμού, αντίθετα με τις παραστατικές αισθητικές μορφές λατρείας της Ορθοδοξίας, που είχε μεταλλάξει κι εγκολπώσει την αρχαία ελληνική αισθητική και τέχνη σ΄ ένα χριστιανικό πλαίσιο. Για την ελληνορθόδοξη πλειονότητα του πληθυσμού της Αυτοκρατορίας, που διέθετε ένα ελληνορωμαϊκό πολιτισμικό υπόβαθρο, υπήρξε μια εξοικείωση με την απεικόνιση των θεοτήτων και τις εικόνες.
Γι' αυτό στη βυζαντινή Ιταλία και στην Ελλάδα υπήρξε εξ αρχής μια αποφασιστική εχθρότητα προς την εικονομαχική πολιτική, που οι ανατολικής έμπνευσης προσανατολισμοί της, δεν ανταποκρίνονταν στις παραδόσεις και διαθέσεις των πληθυσμών τους. Δεν συνέβαινε όμως το ίδιο με τους πληθυσμούς της ανατολικής Μικράς Ασίας και της Μέσης Ανατολής γενικότερα, που είχαν αναπτύξει μια ανεικονική λατρεία, σαφέστατα επηρεασμένη από την Ιουδαϊκή πρακτική. Σύμφωνα με τη Βυζαντινολόγο Έφη Ράγια: “Η Εικονομαχία θεωρείται από πολλούς πρόδρομος της Μεταρρύθμισης στη Δύση. Ενώ όμως η Μεταρρύθμιση είχε κατεξοχήν πολιτικό χαρακτήρα, η Εικονομαχία ήταν στην πραγματικότητα συνέχεια των χριστολογικών εριδών και είχε θεωρητικό υπόβαθρο” (Ράγια Έφη,Η Εξάπλωση του Χριστιανισμού: Αιρέσεις στη Μικρά Ασία, Ιστορία της Μικράς Ασίας, τόμος Γ'. Τεγόπουλος Εκδόσεις, 2011 σελ. 92.).
Πρέπει να σημειωθεί πως το ζήτημα των εικόνων απασχόλησε την ίδια περίοδο και τη δυτική χριστιανική εκκλησία στη σημανική Σύνοδο που έλαβε χώρα το 794 μ.Χ. στη Φρανκφούρτη υπό τον Καρλομάγνο. Στη Σύνοδο αυτή συμμετείχαν εκκλησιαστικοί και κοσμικοί παράγοντες, ο Πάπας της Ρώμης έστειλε τους αντιπροσώπους του, και τα ζητήματα που ασχολήθηκαν ήταν πολλά, με σημαντικότερο τη λατρεία των εικόνων. Στη Σύνοδο της Φρανκφούρτης ακυρώθηκαν στην ουσία οι αποφάσεις της Δεύτερης Σύνοδου της Νίκαιας, όπου αποφασίστηκε η αποκατάσταση των εικόνων κι αυτή η απόφαση είχε επικυρωθεί από τον Πάπα της Ρώμης και έγινε δεκτή στην Κωνσταντινούπολη. Επιδεικνύοντας υπερβάλοντα ζήλο για τις εικόνες η Δεύτερη Σύνοδος της Νίκαιας αποκάλεσε τους αντιπάλους της, τους εχθρούς των εικόνων, όχι μόνον Εικονομάχους, αλλά και Μωαμεθανούς!
Παρ 'όλα αυτά στη Σύνοδο της Φρανκφούρτης αποφασίστηκε πως η λατρεία των εικόνων έπρεπε να απορριφθεί. Απορρίφθηκε η λατρεία, η επίδειξη ευλάβειας και η προσκύνηση των εικόνων. Οι Χριστιανοί της Εκκλησίας στη Δύση επίσης δεν έπρεπε να γονατίζουν, ν΄ανάβουν κεριά, να προσφέρουν θυμίαμα, ούτε να φιλούν άψυχες εικόνες, ακόμη και αν απεικόνιζαν την Παναγία με το θείο Βρέφος. Ωστόσο οι εικόνες επιτρέπονταν να υπάρχουν στις εκκλησίες ως στολίδια και ως μνημεία των ευσεβών ανδρών και των ευσεβών πράξεων τους. Επίσης αποφασίστηκε πως ο Θεός μπορούσε να λατρεύεται μόνο σε τρεις “ιερές” γλώσσες: Λατινικά, Ελληνικά και Εβραϊκά. Από την άλλη όμως επιβεβαιώθηκε πως “δεν υπάρχει καμία γλώσσα με την οποία δεν μπορεί κανείς να προσευχηθεί". Με άλλα λόγια για τις επίσημες τελετές επιτρέπονταν αποκλειστικά η χρήση των τριών “ιερών γλωσσών”, ενώ στο σπίτι τους μπορούσε ο κάθε πιστός να προσεύχεται στη δική του μητρική γλώσσα χωρίς να φοβάται πως δεν θα τον ακούσει ο Θεός. Αυτή η αντίφαση, όπως και η στροφή προς την ανεικονικότητα, της δυτικής Εκκλησίας, θα αποτελούσε τους επόμενους αιώνες στοιχείο προστριβών και αντιπαραθέσεων, ενώ θα συντελούσε με τον τρόπο της στην εμφάνιση της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης.
Παυλικιανοί: Η “άκρα Αριστερά” της Εικονομαχίας
Οι Εικονομάχοι στρατηγοί και Αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης, παρά τη βαθιά έχθρα των Ορθόδοξων μοναχών, κατάφεραν με τις προσπάθειες τους, την οργάνωση και τις μεταρρυθμίσεις τους, να διασώσουν μια σαθρή κατά τα άλλα Αυτοκρατορία από την Αραβοϊσλαμική απειλή. Η αποκαθήλωση των εικόνων φαίνεται πως ήταν ένα τίμημα που έπρεπε να πληρωθεί, για να σταματήσει η επέλαση των Αράβων στη Μικρά Ασία. Έτσι ψηφιδωτά και τοιχογραφίες καλύφθηκαν με κονίασμα, εικόνες καταστράφηκαν και όπου ήταν δυνατόν αντικαταστάθηκαν με παραστάσεις από τη Φύση, του Αμνού (σύμβολο του Χριστού) και του Σταυρού. Όπως σημειώνει ο Micha Brumlik στο βιβλίο του Οι Γνωστικοί: Το Όνειρο της Αυτολύτρωσης του Ανθρώπου (εκδόσεις Νήσος, 2006, σελ. 196): “Ένας εικονομαχικός Χριστιανισμός θα είχε σε μεγαλύτερο βαθμό την ευκαιρία να αποτρέψει την αποσκίρτιση των ταραγμένων ακριτικών περιοχών προς το Ισλάμ, οι οποίες κατοικούνταν από Ιουδαίους, Γνωστικές αιρέσεις και ίσως ακόμη κι από Μουσουλμάνους”.
Καθόλου παράξενο λοιπόν που οι Εικονομάχοι Αυτοκράτορες έτρεφαν ανοικτή συμπάθεια προς την ανεικονική αίρεση των Παυλικιανών. Ο Φώτιος μάλιστα αναφέρει πως οι Εικονομάχοι Αυτοκρατόρες υποβοηθούνταν ανοικτά στον αγώνα τους αυτόν από τους Παυλικιανούς και τους Αθίγγανους της Μικράς Ασίας, δημιουργώντας έτσι τις προϋποθέσεις για τις μετέπειτα διώξεις τους, στη Φρυγία και Λυκαονία, εκ μέρους των Εικονόφιλων Αυτοκρατόρων. Σε θρησκευτικό επίπεδο, το αιρετικό λαϊκό κίνημα των Παυλικιανών της Μικράς Ασίας αποτελούσε, κατά κάποιον τρόπο, την “άκρα Αριστερά των Εικονομάχων”. Γι’ αυτό και εξέφραζαν τον αντιφεουδαρχισμό και το μίσος των κατωτέρων κοινωνικών στρωμάτων της Μικράς Ασίας, των φτωχών αγροτών, προς τη βυζαντινή φεουδαρχία και αριστοκρατία και προς τον ανώτερο προνομιούχο κλήρο της Ορθόδοξης εκκλησίας, που επίσης κατείχε γαίες και τις διαβίβαζε κληρονομικά με τους τίτλους της. Όταν όμως η Βυζαντινή Αυτοκρατορία πέρασε και πάλι στην εικονολατρία, και οι εικόνες αναστηλώθηκαν οριστικά (Μάρτιος 843 μ.Χ., όποτε και ανακηρύχθηκε και η λεγόμενη Κυριακή της Ορθοδοξίας), οι Εικονομάχοι, ειδικά οι κληρικοί, στρατιωτικοί και δημόσιοι λειτουργοί, όχι μόνον έπεσαν σε δυσμένεια, αλλά λίγο έλειψε να τιμωρηθούν παραδειγματικά. Ωστόσο οι Αυτοκράτορες επιδίωξαν να διατηρήσουν την τάξη εντός των πόλεων κι απέφυγαν να επιδοθούν σε διώξεις Εικονομάχων Ορθοδόξων, αλλά αντίθετα φρόντισαν να στρέψουν την καταπιεσμένη οργή των Εικονόφιλων Ορθοδόξων εις βάρος των ανεικονικών αιρετικών των ανατολικών επαρχιών και ειδικά των Παυλικιανών. Οι διωγμοί τους ήταν τόσο φοβεροί, που προκάλεσαν ακόμη και την αντίδραση ενός φανατικά Εικονόφιλου, του Θεόδωρου Στουδίτη, ο οποίος διακήρυσσε πως ο νόμος της Εκκλησίας δεν καταδίκαζε κανέναν σε θάνατο για τις πεποιθήσεις του. Όμως αυτό συνέβαινε στην πραγματικότητα. Γι' αυτό και ο χρονογράφος Θεοφάνης, που δεν φημίζονταν για την ανεκτικότητά του, κατηγόρησε τον Θεόδωρο Στουδίτη για τη στάση του αυτή υποστηρίζοντας πως δεν είναι ανεπίτρεπτο να εκτελούνται οι αιρετικοί, αλλά αντίθετα πως έπρεπε να αντιμετωπίζονται ως ¨εχθροί του κράτους” και “εγκλήματίες”.
Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, με την ποικιλία των λαών και των εθνογλωσσικών ομάδων της, όσο συρρικνώνονταν εδαφικά, τόσο μετασχηματίζονταν σε μια Ελληνορθόδοξη (Ρωμαίικη) Αυτοκρατορία, με μια ενιαία παιδεία και κουλτούρα, αλλά και μια ανεπιεική και αδιάλλακτη στάση απέναντι σε λαούς και ομάδες, που είχαν διαφορετικά ιδεώδη και θρησκευτικές πεποιθήσεις. Η περιφρόνηση απέναντι στους Αρμένιους, παρά το γεγονός πως είχαν σημαντική θέση στην Αυτοκρατορία ήταν αδιαμφισβήτητη: “Οι Αρμένιοι θεωρούνται ασταθείς και άπιστοι. Η συμπεριφορά τους αμφίβολη” (De Administrando Imperio, σελ. 188.). Σε κάθε περίπτωση οι Αρμένιοι θεωρούνταν ανάξιοι εμπιστοσύνης: “το γαρ των Αρμενίων άστατον και πολυπλανές” (Ζέπος, Jus Craecoromanum I. Sel. 247). Υπήρχε όντως μια αμοιβαία καχυποψία ανάμεσα στην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας και στους πληθυσμούς των ανατολικών επαρχιών, όπως οι Αρμένιοι, η οποία δεν ήταν πάντοτε αποτέλεσμα των αιρετικών τους πεποιθήσεων. Στην ουσία η αντι-βυζαντινη κι αντι-ορθόδοξη στάση των κατοίκων των ανατολικών συνόρων ήταν αποτέλεσμα αποτυχίας της αυτοκρατορικής πολιτικής, που υπηρετούσε σχεδόν αποκλειστικά τα συμφέροντα της Κωνσταντινούπολης, της ανώτερης ιεραρχίας, των αριστοκρατών και των ισχυρών γαιοκτημόνων, και ενδιαφέρονταν ελάχιστα για τα συμφέροντα και τις ανησυχίες των επαρχιακών πληθυσμών και των ακριτών της ανατολικής Μικρά Ασίας (Σπύρος Βρυώνης, The Decline of Medieval Hellenism in Asia Minor and the Process of Islamization fron 11th through the 15th Century, Berkeley Los Angeles 1971).
Ακόμη πιο περιφρονητική και αδιάλλακτη ήταν και η στάση της Κωνσταντινούπολης απέναντι σε αιρετικές ομάδες ή εκείνες που κρίνονταν ως αιρετικές. “Η εξόντωση των Παυλικιανών και οι διώξεις κάθε μανιχαϊκής τάσης, που παίρνουν πολλές φορές τη μορφή ενός πραγματικού κυνηγητού μαγισσών, μου φαίνεται, ότι αποτελούν τις καλύτερες αποδείξεις”, παραδέχεται και η έγκριτη βυζαντινολόγος Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ στο βιβλίο της Η Πολιτική Ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (σελ. 61).
Αρχικά η Κωνσταντινούπολη προσπάθησε να μεταστρέψει, με επιχειρήματα και ιεραποστολές, τους Παυλικιανούς προς την Ορθοδοξία. Όταν οι προσπάθειες αυτές απέτυχαν η Αυτοκρατορία αναγκάστηκε να καταφύγει στα όπλα, στέλνοντας τις στρατιές της να συντρίψουν, σφαγιάσουν και να υποτάξουν τους αιρετικούς Παυλικιανούς, οι οποίοι ως αντίδραση αναγκάστηκαν να συμμαχήσουν με τους Άραβες Μουσουλμάνους και να στραφούν κατά της Κωνσταντινούπολης και της Ορθοδοξίας.
Σύμφωνα με τον Άραβα γεωγράφο Al Masoudi (896-956 μ.Χ.) “oι Παυλικιανοί (El-Beilakani στα Αραβικά) ακολουθούσαν την αίρεση του Παύλου από τα Σαμόσατα, που ήταν ένας από τους πρώτους Πατριάρχες της Αντιοχείας. Αυτός διακήρυξε ένα δόγμα που συνδύαζε από τη μία τον Χριστιανισμό κι από την άλλη τον Δυϊσμό και τη Μαγεία, που περιλάμβανε το σεβασμό και τη λατρεία όλων των φωτισμένων του τάγματός του”. Για τον ίδιο οι Beilaki (Παυλικιανοί) ήταν μια αίρεση, οι δοξασίες και τα δόγματα της οποίας περιελάμβαναν στοιχεία τόσο από τον Χριστιανισμό, όσο κι από τη Μαγεία. Η αλήθεια είναι πως το ίδιο πίστευαν και οι Ορθόδοξοι Βυζαντινοί διώκτες των Παυλικιανών, που τους αντιμετώπιζαν και ως αιρετικούς και ως μάγους, τρέφοντας απέναντί τους αισθήματα απέχθειας αλλά και φόβου.
Ο Παυλικιανισμός επιχειρήθηκε πρόσφατα να παρουσιαστεί ως ένα θρησκευτικό ελληνικό φαινόμενο “χωρίς ευδιάκριτες σχέσεις με ιδιαίτερες οικονομικές ή κοινωνικές καταστάσεις”(P. Lemerle). Κατά την άποψη όμως του Γάλλου Βυζαντινολόγου Andre Guillou κάτι τέτοιο “αντιβαίνει στη θεωρία κατά την οποία ο Παυλικιανισμός είναι μαζικό επαναστατικό κίνημα”. Διότι οι Παυλικιανοί πάνω απ' όλα απειλούσαν τη ρωμαϊκή Ευταξία, όπως αποκαλούνταν από τους Ρωμαίους Ορθόδοξους Χριστιανούς η καλή κοινωνική τάξη -για την οποία ήταν υπεύθυνη η Εξουσία και προσωπικά ο Αυτοκράτορας-, που θεμελιώθηκε στη γη από τον Θεό, και κανείς δεν μπορούσε να εξεγερθεί εναντίον της, χωρίς να πληρώσει ακριβό τίμημα. Ήταν δηλαδή μεσαιωνικοί αντιεξουσιαστές και αναρχικοί με κοσμολογικό και μεταφυσικό μανδύα. Οι Παυλικιανοί, όπως και άλλοι αιρετικοί της εποχής τους, εξέφραζαν, όχι απλά εθνικές, κοινωνικές και πολιτικές επιδιώξεις, αλλά και μια αποστροφή προς την ορθόδοξη ομογενοποίηση, από αντίδραση ίσως απέναντι στο ορθόδοξο δόγμα. Υποκινούνταν κι από τα αταβιστικά συναισθήματα της “ανατολικής ψυχής”, που απέρριπτε την ιεραρχία υποστηρίζοντας την αμεσότητα, και χωρίς “μεσάζοντες”, της επικοινωνίας του καθενός με τον Θεό, μέσω της προσωπικής άσκησης, προσευχής και μυστικής εμπειρίας, κάτι που υποστήριζαν και οι Γνωστικοί της αρχαιότητας.
Γιώργος Στάμκος, Η ΣΚΙΑ ΤΩΝ ΒΟΓΟΜΙΛΩΝ: Γνωστικισμός, Μανιχαϊκές Αιρέσεις των Βαλκανίων, Καθαροί και η Επίδραση του στο Δυτικό Πολιτισμό, 2016.
* Ο Γιώργος Στάμκος (Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.) είναι συγγραφέας και δημιουργός του περιοδικού Ζενίθ (www.zenithmag.wordpress.com).
Η “Κυριακή της Ορθοδοξίας”, που γιορτάζεται σήμερα 20 Μαρτίου, είναι μια ξεχωριστή γιορτή για τον Ελληνορθόδοξο κόσμο, η οποία έχει όμως τη δική της “απαγορευμένη ιστορία” που είναι άγνωστη στους πολλούς...
Οι Αιρετικοί Παυλικιανοί και η Άγνωστη Ιστορία της Εικονομαχίας
Οι Παυλικιανοί ήταν φανατικά Εικονομάχοι και κατά την περίοδο του σκοτεινού κινήματος της Εικονομαχίας (8ος και 9ος μ.Χ. αιώνας) οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες που ήσαν Εικονομάχοι, συμμάχησαν μαζί τους, οι οποίοι και τους υποστήριξαν στον αγώνα τους κατά των Εικονολατρών. Η “άρνηση των εικόνων”, δηλαδή η “εικονοκλασία”, υπήρξε κεντρικό πρόβλημα της Αυτοκρατορίας, σε μια εποχή που οι ανεικονικοί Άραβες μουσουλμάνοι επέλαυναν. Ένας Σύριος στρατηγός, που έγινε κατόπιν Αυτοκράτορας με το όνομα Λέων Γ', και οι διάδοχοι του της λεγόμενης “συριακής δυναστείας”, καθώς ήταν “σαρακηνόφρων”, ήταν πεπεισμένος πως η λατρεία των εικόνων, αλλά και των αγίων, που προπαγανδίζονταν από τους μοναχούς, δεν ήταν παρά μια μορφή αναβίωσης της ειδωλολατρίας, η οποία ήταν κατά τα άλλα απαγορευμένη.
Οι Ορθόδοξοι πιστοί είχαν φτάσει στο σημείο να λατρεύουν όντως τις εικόνες, σχεδόν ως είδωλα, να τις ασπάζονται, να τις προσκυνούν, να κάνουν μετάνοιες και τάματα σ' αυτές, να πιστεύουν στις θεραπευτικές τους ιδιότητες πίνοντας ακόμη και σκόνη από το ξύλο και το χρώμα τους! Απαγόρευσε λοιπόν τις εικόνες την ίδια εποχή που έκανε το ίδιο και ο χαλίφης Ιζίδ (720-724 μ.Χ.), σε μια προσπάθεια ίσως να αποτρέψει το μαζικό εξισλαμισμό των ανεικονικών πληθυσμών (Μονοφυσίτες, Μανιχαίοι, Παυλικιανοί, Ιουδαϊζοντες κ.α.) των ανατολικών επαρχιών που είχαν περάσει πλέον υπό αραβική κατοχή. Ήταν δηλαδή μια αμυντική κίνηση, στρατηγικού χαρακτήρα, για την προστασία της Αυτοκρατορίας από την Αραβοϊσλαμική απειλή. Η εικονομαχική πολιτική, που ήταν εντελώς αντίθετη με την παράδοση του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, δημιουργήθηκε πιθανότατα για να συμφιλιώσει την Κωνσταντινούπολη με τους φτωχούς κι εξαθλιωμένους αγροτικούς πληθυσμούς της ανατολικής Μικράς Ασίας. Οι τελευταίοι ήταν επηρεασμένοι από τις θρησκευτικές πρακτικές και την πνευματική αυστηρότητα των πολυάριθμων ανεικονικών αιρέσεων των περιοχών τους, όπως οι Παυλικιανοί, οι Μανιχαίοι κ.α. κι επιζούσαν φτωχικά καλλιεργώντας τη λιγοστή γη τους και τώρα όφειλαν να την υπερασπιστούν από πάνω έναντι των Αράβων μουσουλμάνων επιδρομέων. Κατά μία έννοια η Εικονομαχία ήταν μια ριζική αλλαγή στην πολιτική της Αυτοκρατορίας, που υπαγορεύτηκε από την αναγκαιότητα. Επινοήθηκε για ν' αντιμετωπιστεί ο αραβικός κίνδυνος στην Ανατολή κι εξέλιπε όταν εξαφανίστηκε αυτός ο κίνδυνος.
Οι πνευματικές ρίζες της Εικονομαχίας
Οι πνευματικές ρίζες βέβαια της Εικονομαχίας θα μπορούσαν να εντοπιστούν στις προϋπάρχουσες δοξασίες των Μεσσαλιανών και στον δοκητισμό των διάφορων γνωστικών ομάδων της ανατολής, κλειδί των οποίων ήταν η λέξη “απερίγραπτον”. Όπως περιγράφει χαρακτηριστικά ο Τιμόθεος Κωνσταντινουπόλεως:“Λέγουσιν ότι τον άνθρωπον ον ανέλαβεν εκ της Μαρίας ο Κύριος, πότε μεν αυτόν εις πνεύμα μετέβαλλεν, πότε δέ εις σώμα, διότι αυτό το σώμα του Κυρίου απερίγραπτον ην, καθάπερ η θεία φύσις”. Αυτό το “απερίγραπτον” συνδέεται με το βασικό επιχείρημα των Εικονομάχων κατά των εικόνων, καθώς θεωρούσαν πως η ανθρώπινη φύση του Χριστού δεν μπορεί να περιγραφεί, γι’ αυτό και οι απεικόνισή της εκλαμβάνονταν ως ειδωλολατρεία. Όπως λέει και ο Reinhart Staats “μία από τις ρίζες της Εικονομαχίας βασίζεται στον μεσσαλιανικό μυστικισμό”.
Δεν ήταν όμως εύκολο να παρουσιαστεί η “άρνηση των εικόνων” στο λαό της Κωνσταντινούπολης απλά ως ένας νέος πολιτικός προσανατολισμός της Αυτοκρατορίας. Χρειαζόταν ένα κατάλληλο αφήγημα για να υποστηριχθεί αυτή η νέα πολιτική από τους Εικονομάχους Αυτοκράτορες. Και το αφήγημα αυτό ήταν η ταύτιση της Εικονολατρείας με την Ειδωλολατρεία. Ο Λέων Γ' πίστευε εξάλλου πως οι αλλεπάλληλες καταστροφές, που είχαν πλήξει τα τελευταία χρόνια την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (π.χ. οι Άραβες και οι Αβαροσλάβοι έφτασαν δύο φορές έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, το ηφαίστειο της Σαντορίνης εξερράγη ξαφνικά το 726 μ.Χ.) οφείλονταν σε κάποιο σφάλμα, σε κάποια “ύβρη” που έπρεπε να διορθωθεί, διότι ο Θεός φαινόταν πως τιμωρούσε τους Ελληνορθόδοξους. Για τον ίδιο το σφάλμα αυτό ήταν η “ειδωλολατρική” λατρεία των εικόνων, που έπρεπε διορθωθεί μέσω της Εικονομαχίας.Μάλιστα, σύμφωνα με τον Βίο του Στεφάνου του Νέου, ο ίδιος ο Αυτοκράτορας Λέων Γ', απευθύνοντας δημόσιο λόγο στο λαό της Κωνσταντινούπολης, κατηγόρησε ανοικτά τους Εικονολάτρες για ειδωλολατρεία. Κι επειδή η πλειονότητα του λαού, ακολουθώντας και τις ως τότε οδηγίες της Εκκλησίας, πίστευε στις εικόνες, βρέθηκε ξαφνικά κατηγορούμενο για αίρεση. Το γεγονός αυτό έγινε και η αιτία για να οδηγηθεί η Αυτοκρατορία σε νέες επικίνδυνες περιπέτειες, που την οδήγησαν σε εσωστρέφεια και σε αναδίπλωση, ευτυχώς όμως προσωρινή.
Με την απομάκρυνση των εικόνων από τις εκκλησίες, χάρη στην αποφασιστική συνδρομή του στρατού, οι Εικονομάχοι Αυτοκράτορες αντιδρούσαν, ανάμεσα στ' άλλα, και στην πνευματική κατάσταση της Εγγύς Ανατολής, δηλαδή στην άνοδο του Ισλάμ, που απαγόρευσε κάθε μορφή αναπαράστασης στα τζαμιά. Εξαιτίας της αυστηρά μονοθεϊστικής και εικονομαχικής του αντίληψης το Ισλάμ προσιδίαζε περισσότερο στις παλαιότερες μορφές πίστης ενός Γνωστικά και Ιουδαιοχριστιανικά προσχηματισμένου ανατολικού Χριστιανισμού, αντίθετα με τις παραστατικές αισθητικές μορφές λατρείας της Ορθοδοξίας, που είχε μεταλλάξει κι εγκολπώσει την αρχαία ελληνική αισθητική και τέχνη σ΄ ένα χριστιανικό πλαίσιο. Για την ελληνορθόδοξη πλειονότητα του πληθυσμού της Αυτοκρατορίας, που διέθετε ένα ελληνορωμαϊκό πολιτισμικό υπόβαθρο, υπήρξε μια εξοικείωση με την απεικόνιση των θεοτήτων και τις εικόνες.
Γι' αυτό στη βυζαντινή Ιταλία και στην Ελλάδα υπήρξε εξ αρχής μια αποφασιστική εχθρότητα προς την εικονομαχική πολιτική, που οι ανατολικής έμπνευσης προσανατολισμοί της, δεν ανταποκρίνονταν στις παραδόσεις και διαθέσεις των πληθυσμών τους. Δεν συνέβαινε όμως το ίδιο με τους πληθυσμούς της ανατολικής Μικράς Ασίας και της Μέσης Ανατολής γενικότερα, που είχαν αναπτύξει μια ανεικονική λατρεία, σαφέστατα επηρεασμένη από την Ιουδαϊκή πρακτική. Σύμφωνα με τη Βυζαντινολόγο Έφη Ράγια: “Η Εικονομαχία θεωρείται από πολλούς πρόδρομος της Μεταρρύθμισης στη Δύση. Ενώ όμως η Μεταρρύθμιση είχε κατεξοχήν πολιτικό χαρακτήρα, η Εικονομαχία ήταν στην πραγματικότητα συνέχεια των χριστολογικών εριδών και είχε θεωρητικό υπόβαθρο” (Ράγια Έφη,Η Εξάπλωση του Χριστιανισμού: Αιρέσεις στη Μικρά Ασία, Ιστορία της Μικράς Ασίας, τόμος Γ'. Τεγόπουλος Εκδόσεις, 2011 σελ. 92.).
Πρέπει να σημειωθεί πως το ζήτημα των εικόνων απασχόλησε την ίδια περίοδο και τη δυτική χριστιανική εκκλησία στη σημανική Σύνοδο που έλαβε χώρα το 794 μ.Χ. στη Φρανκφούρτη υπό τον Καρλομάγνο. Στη Σύνοδο αυτή συμμετείχαν εκκλησιαστικοί και κοσμικοί παράγοντες, ο Πάπας της Ρώμης έστειλε τους αντιπροσώπους του, και τα ζητήματα που ασχολήθηκαν ήταν πολλά, με σημαντικότερο τη λατρεία των εικόνων. Στη Σύνοδο της Φρανκφούρτης ακυρώθηκαν στην ουσία οι αποφάσεις της Δεύτερης Σύνοδου της Νίκαιας, όπου αποφασίστηκε η αποκατάσταση των εικόνων κι αυτή η απόφαση είχε επικυρωθεί από τον Πάπα της Ρώμης και έγινε δεκτή στην Κωνσταντινούπολη. Επιδεικνύοντας υπερβάλοντα ζήλο για τις εικόνες η Δεύτερη Σύνοδος της Νίκαιας αποκάλεσε τους αντιπάλους της, τους εχθρούς των εικόνων, όχι μόνον Εικονομάχους, αλλά και Μωαμεθανούς!
Παρ 'όλα αυτά στη Σύνοδο της Φρανκφούρτης αποφασίστηκε πως η λατρεία των εικόνων έπρεπε να απορριφθεί. Απορρίφθηκε η λατρεία, η επίδειξη ευλάβειας και η προσκύνηση των εικόνων. Οι Χριστιανοί της Εκκλησίας στη Δύση επίσης δεν έπρεπε να γονατίζουν, ν΄ανάβουν κεριά, να προσφέρουν θυμίαμα, ούτε να φιλούν άψυχες εικόνες, ακόμη και αν απεικόνιζαν την Παναγία με το θείο Βρέφος. Ωστόσο οι εικόνες επιτρέπονταν να υπάρχουν στις εκκλησίες ως στολίδια και ως μνημεία των ευσεβών ανδρών και των ευσεβών πράξεων τους. Επίσης αποφασίστηκε πως ο Θεός μπορούσε να λατρεύεται μόνο σε τρεις “ιερές” γλώσσες: Λατινικά, Ελληνικά και Εβραϊκά. Από την άλλη όμως επιβεβαιώθηκε πως “δεν υπάρχει καμία γλώσσα με την οποία δεν μπορεί κανείς να προσευχηθεί". Με άλλα λόγια για τις επίσημες τελετές επιτρέπονταν αποκλειστικά η χρήση των τριών “ιερών γλωσσών”, ενώ στο σπίτι τους μπορούσε ο κάθε πιστός να προσεύχεται στη δική του μητρική γλώσσα χωρίς να φοβάται πως δεν θα τον ακούσει ο Θεός. Αυτή η αντίφαση, όπως και η στροφή προς την ανεικονικότητα, της δυτικής Εκκλησίας, θα αποτελούσε τους επόμενους αιώνες στοιχείο προστριβών και αντιπαραθέσεων, ενώ θα συντελούσε με τον τρόπο της στην εμφάνιση της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης.
Παυλικιανοί: Η “άκρα Αριστερά” της Εικονομαχίας
Οι Εικονομάχοι στρατηγοί και Αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης, παρά τη βαθιά έχθρα των Ορθόδοξων μοναχών, κατάφεραν με τις προσπάθειες τους, την οργάνωση και τις μεταρρυθμίσεις τους, να διασώσουν μια σαθρή κατά τα άλλα Αυτοκρατορία από την Αραβοϊσλαμική απειλή. Η αποκαθήλωση των εικόνων φαίνεται πως ήταν ένα τίμημα που έπρεπε να πληρωθεί, για να σταματήσει η επέλαση των Αράβων στη Μικρά Ασία. Έτσι ψηφιδωτά και τοιχογραφίες καλύφθηκαν με κονίασμα, εικόνες καταστράφηκαν και όπου ήταν δυνατόν αντικαταστάθηκαν με παραστάσεις από τη Φύση, του Αμνού (σύμβολο του Χριστού) και του Σταυρού. Όπως σημειώνει ο Micha Brumlik στο βιβλίο του Οι Γνωστικοί: Το Όνειρο της Αυτολύτρωσης του Ανθρώπου (εκδόσεις Νήσος, 2006, σελ. 196): “Ένας εικονομαχικός Χριστιανισμός θα είχε σε μεγαλύτερο βαθμό την ευκαιρία να αποτρέψει την αποσκίρτιση των ταραγμένων ακριτικών περιοχών προς το Ισλάμ, οι οποίες κατοικούνταν από Ιουδαίους, Γνωστικές αιρέσεις και ίσως ακόμη κι από Μουσουλμάνους”.
Καθόλου παράξενο λοιπόν που οι Εικονομάχοι Αυτοκράτορες έτρεφαν ανοικτή συμπάθεια προς την ανεικονική αίρεση των Παυλικιανών. Ο Φώτιος μάλιστα αναφέρει πως οι Εικονομάχοι Αυτοκρατόρες υποβοηθούνταν ανοικτά στον αγώνα τους αυτόν από τους Παυλικιανούς και τους Αθίγγανους της Μικράς Ασίας, δημιουργώντας έτσι τις προϋποθέσεις για τις μετέπειτα διώξεις τους, στη Φρυγία και Λυκαονία, εκ μέρους των Εικονόφιλων Αυτοκρατόρων. Σε θρησκευτικό επίπεδο, το αιρετικό λαϊκό κίνημα των Παυλικιανών της Μικράς Ασίας αποτελούσε, κατά κάποιον τρόπο, την “άκρα Αριστερά των Εικονομάχων”. Γι’ αυτό και εξέφραζαν τον αντιφεουδαρχισμό και το μίσος των κατωτέρων κοινωνικών στρωμάτων της Μικράς Ασίας, των φτωχών αγροτών, προς τη βυζαντινή φεουδαρχία και αριστοκρατία και προς τον ανώτερο προνομιούχο κλήρο της Ορθόδοξης εκκλησίας, που επίσης κατείχε γαίες και τις διαβίβαζε κληρονομικά με τους τίτλους της. Όταν όμως η Βυζαντινή Αυτοκρατορία πέρασε και πάλι στην εικονολατρία, και οι εικόνες αναστηλώθηκαν οριστικά (Μάρτιος 843 μ.Χ., όποτε και ανακηρύχθηκε και η λεγόμενη Κυριακή της Ορθοδοξίας), οι Εικονομάχοι, ειδικά οι κληρικοί, στρατιωτικοί και δημόσιοι λειτουργοί, όχι μόνον έπεσαν σε δυσμένεια, αλλά λίγο έλειψε να τιμωρηθούν παραδειγματικά. Ωστόσο οι Αυτοκράτορες επιδίωξαν να διατηρήσουν την τάξη εντός των πόλεων κι απέφυγαν να επιδοθούν σε διώξεις Εικονομάχων Ορθοδόξων, αλλά αντίθετα φρόντισαν να στρέψουν την καταπιεσμένη οργή των Εικονόφιλων Ορθοδόξων εις βάρος των ανεικονικών αιρετικών των ανατολικών επαρχιών και ειδικά των Παυλικιανών. Οι διωγμοί τους ήταν τόσο φοβεροί, που προκάλεσαν ακόμη και την αντίδραση ενός φανατικά Εικονόφιλου, του Θεόδωρου Στουδίτη, ο οποίος διακήρυσσε πως ο νόμος της Εκκλησίας δεν καταδίκαζε κανέναν σε θάνατο για τις πεποιθήσεις του. Όμως αυτό συνέβαινε στην πραγματικότητα. Γι' αυτό και ο χρονογράφος Θεοφάνης, που δεν φημίζονταν για την ανεκτικότητά του, κατηγόρησε τον Θεόδωρο Στουδίτη για τη στάση του αυτή υποστηρίζοντας πως δεν είναι ανεπίτρεπτο να εκτελούνται οι αιρετικοί, αλλά αντίθετα πως έπρεπε να αντιμετωπίζονται ως ¨εχθροί του κράτους” και “εγκλήματίες”.
Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, με την ποικιλία των λαών και των εθνογλωσσικών ομάδων της, όσο συρρικνώνονταν εδαφικά, τόσο μετασχηματίζονταν σε μια Ελληνορθόδοξη (Ρωμαίικη) Αυτοκρατορία, με μια ενιαία παιδεία και κουλτούρα, αλλά και μια ανεπιεική και αδιάλλακτη στάση απέναντι σε λαούς και ομάδες, που είχαν διαφορετικά ιδεώδη και θρησκευτικές πεποιθήσεις. Η περιφρόνηση απέναντι στους Αρμένιους, παρά το γεγονός πως είχαν σημαντική θέση στην Αυτοκρατορία ήταν αδιαμφισβήτητη: “Οι Αρμένιοι θεωρούνται ασταθείς και άπιστοι. Η συμπεριφορά τους αμφίβολη” (De Administrando Imperio, σελ. 188.). Σε κάθε περίπτωση οι Αρμένιοι θεωρούνταν ανάξιοι εμπιστοσύνης: “το γαρ των Αρμενίων άστατον και πολυπλανές” (Ζέπος, Jus Craecoromanum I. Sel. 247). Υπήρχε όντως μια αμοιβαία καχυποψία ανάμεσα στην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας και στους πληθυσμούς των ανατολικών επαρχιών, όπως οι Αρμένιοι, η οποία δεν ήταν πάντοτε αποτέλεσμα των αιρετικών τους πεποιθήσεων. Στην ουσία η αντι-βυζαντινη κι αντι-ορθόδοξη στάση των κατοίκων των ανατολικών συνόρων ήταν αποτέλεσμα αποτυχίας της αυτοκρατορικής πολιτικής, που υπηρετούσε σχεδόν αποκλειστικά τα συμφέροντα της Κωνσταντινούπολης, της ανώτερης ιεραρχίας, των αριστοκρατών και των ισχυρών γαιοκτημόνων, και ενδιαφέρονταν ελάχιστα για τα συμφέροντα και τις ανησυχίες των επαρχιακών πληθυσμών και των ακριτών της ανατολικής Μικρά Ασίας (Σπύρος Βρυώνης, The Decline of Medieval Hellenism in Asia Minor and the Process of Islamization fron 11th through the 15th Century, Berkeley Los Angeles 1971).
Ακόμη πιο περιφρονητική και αδιάλλακτη ήταν και η στάση της Κωνσταντινούπολης απέναντι σε αιρετικές ομάδες ή εκείνες που κρίνονταν ως αιρετικές. “Η εξόντωση των Παυλικιανών και οι διώξεις κάθε μανιχαϊκής τάσης, που παίρνουν πολλές φορές τη μορφή ενός πραγματικού κυνηγητού μαγισσών, μου φαίνεται, ότι αποτελούν τις καλύτερες αποδείξεις”, παραδέχεται και η έγκριτη βυζαντινολόγος Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ στο βιβλίο της Η Πολιτική Ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (σελ. 61).
Αρχικά η Κωνσταντινούπολη προσπάθησε να μεταστρέψει, με επιχειρήματα και ιεραποστολές, τους Παυλικιανούς προς την Ορθοδοξία. Όταν οι προσπάθειες αυτές απέτυχαν η Αυτοκρατορία αναγκάστηκε να καταφύγει στα όπλα, στέλνοντας τις στρατιές της να συντρίψουν, σφαγιάσουν και να υποτάξουν τους αιρετικούς Παυλικιανούς, οι οποίοι ως αντίδραση αναγκάστηκαν να συμμαχήσουν με τους Άραβες Μουσουλμάνους και να στραφούν κατά της Κωνσταντινούπολης και της Ορθοδοξίας.
Σύμφωνα με τον Άραβα γεωγράφο Al Masoudi (896-956 μ.Χ.) “oι Παυλικιανοί (El-Beilakani στα Αραβικά) ακολουθούσαν την αίρεση του Παύλου από τα Σαμόσατα, που ήταν ένας από τους πρώτους Πατριάρχες της Αντιοχείας. Αυτός διακήρυξε ένα δόγμα που συνδύαζε από τη μία τον Χριστιανισμό κι από την άλλη τον Δυϊσμό και τη Μαγεία, που περιλάμβανε το σεβασμό και τη λατρεία όλων των φωτισμένων του τάγματός του”. Για τον ίδιο οι Beilaki (Παυλικιανοί) ήταν μια αίρεση, οι δοξασίες και τα δόγματα της οποίας περιελάμβαναν στοιχεία τόσο από τον Χριστιανισμό, όσο κι από τη Μαγεία. Η αλήθεια είναι πως το ίδιο πίστευαν και οι Ορθόδοξοι Βυζαντινοί διώκτες των Παυλικιανών, που τους αντιμετώπιζαν και ως αιρετικούς και ως μάγους, τρέφοντας απέναντί τους αισθήματα απέχθειας αλλά και φόβου.
Ο Παυλικιανισμός επιχειρήθηκε πρόσφατα να παρουσιαστεί ως ένα θρησκευτικό ελληνικό φαινόμενο “χωρίς ευδιάκριτες σχέσεις με ιδιαίτερες οικονομικές ή κοινωνικές καταστάσεις”(P. Lemerle). Κατά την άποψη όμως του Γάλλου Βυζαντινολόγου Andre Guillou κάτι τέτοιο “αντιβαίνει στη θεωρία κατά την οποία ο Παυλικιανισμός είναι μαζικό επαναστατικό κίνημα”. Διότι οι Παυλικιανοί πάνω απ' όλα απειλούσαν τη ρωμαϊκή Ευταξία, όπως αποκαλούνταν από τους Ρωμαίους Ορθόδοξους Χριστιανούς η καλή κοινωνική τάξη -για την οποία ήταν υπεύθυνη η Εξουσία και προσωπικά ο Αυτοκράτορας-, που θεμελιώθηκε στη γη από τον Θεό, και κανείς δεν μπορούσε να εξεγερθεί εναντίον της, χωρίς να πληρώσει ακριβό τίμημα. Ήταν δηλαδή μεσαιωνικοί αντιεξουσιαστές και αναρχικοί με κοσμολογικό και μεταφυσικό μανδύα. Οι Παυλικιανοί, όπως και άλλοι αιρετικοί της εποχής τους, εξέφραζαν, όχι απλά εθνικές, κοινωνικές και πολιτικές επιδιώξεις, αλλά και μια αποστροφή προς την ορθόδοξη ομογενοποίηση, από αντίδραση ίσως απέναντι στο ορθόδοξο δόγμα. Υποκινούνταν κι από τα αταβιστικά συναισθήματα της “ανατολικής ψυχής”, που απέρριπτε την ιεραρχία υποστηρίζοντας την αμεσότητα, και χωρίς “μεσάζοντες”, της επικοινωνίας του καθενός με τον Θεό, μέσω της προσωπικής άσκησης, προσευχής και μυστικής εμπειρίας, κάτι που υποστήριζαν και οι Γνωστικοί της αρχαιότητας.
Γιώργος Στάμκος, Η ΣΚΙΑ ΤΩΝ ΒΟΓΟΜΙΛΩΝ: Γνωστικισμός, Μανιχαϊκές Αιρέσεις των Βαλκανίων, Καθαροί και η Επίδραση του στο Δυτικό Πολιτισμό, 2016.
* Ο Γιώργος Στάμκος (Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.) είναι συγγραφέας και δημιουργός του περιοδικού Ζενίθ (www.zenithmag.wordpress.com).
πηγή tvxs.gr