Τα μυρωδικά χέρια της απελπισίας
γράφει ο Κώστας Καναβούρης
Πριν από δύο περίπου χρόνια σ’ ένα δρόμο κοντινό στο σπίτι μου, καθώς περπατούσα μέσα στον σιωπηλό ορυμαγδό μικρομάγαζων θλιπτικά σκοτεινών (παρ’ ότι από τον συγκεκριμένο δρόμο ουδέποτε πέρασαν διαδηλώσεις που είναι υπεύθυνες για την καταστροφή του λιανεμπόριου), καθώς περπατούσα λοιπόν, είδα μια καινούργια επιγραφή: «Ανθούλα. Φαγητό για το σπίτι»… και λοιπά επεξηγηματικά. Χαμογέλασα. Μου φάνηκε πολύ τρυφερό το υποκοριστικό: Ανθούλα. Αυτό το υποκοριστικό ήταν το κεφάλαιό της. Μια Ανθούλα. Και αφού ήταν Ανθούλα, σίγουρα – ο καθένας το ξέρει – θα μαγείρευε καλά. Σπιτικά. Έτσι έλεγε η επιγραφή. Καλά υλικά συνεπώς και χέρι που χαϊδεύει το φαγητό (το φαγητό χρειάζεται χάδι έλεγε η μάνα μου). Τι άλλο να ζητήσεις από ένα φαγητό που σου το φέρνουνε και στο σπίτι. Απλά πράγματα. Όσο απλό πράγμα και η ελπίδα αυτής της τρυφερής Ανθούλας που την φαντάστηκα χρόνια και χρόνια πάνω από τους ατμούς και τις οσμές να παλεύει και να μη βλέπει καν τη ζωή να περνάει μπροστά της. Όχι γιατί είναι τυφλή αλλά γιατί δεν προλαβαίνει ∙ κι αυτό είναι ακόμα πιο σκληρό: να ξέρεις ότι η ζωή περνάει κι εσύ να μην προλαβαίνεις περνώντας τη ζωή σου με αντίδωρο το ξένο φαγητό. Περνώντας τη ζωή σου μέσα στη πείνα για ζωή. Η Ανθούλα. Ώσπου το πράγμα πάει στο μη παρέκει. Και τότε τι κάνεις; Μαζεύεις τα ράκη της απελπισίας σου, ξοδεύεις τη μικρή σερμαγιά σου και καταθέτεις αυτό το τρυφερό όνομα βορά στην απελπισία των άλλων και στην αδηφαγία των καθεστώτων αριθμών. Η τρυφερή, απελπισμένη, απροστάτευτη και εκ των προτέρων ηττημένη Ανθούλα. Φαγητό για το σπίτι. Εκλεκτά υλικά απελπισίας, ανυπέρβλητες συνταγές λύπης, εξαίσιες γεύσεις δακρύων, μυστικά καρυκεύματα ματαιώσεων. Παράδοση κατ’ οίκον.
Ούτε έξι μήνες δεν άντεξε η Ανθούλα.
Απόμεινε μονάχα η επιγραφή του μαγαζιού να διαλαλεί μιαν ανεπίδοτη τρυφερότητα και μιαν άχρηστη απελπισία.
Λοιπόν – λέω – είναι έγκλημα να απελπίζονται έτσι οι άνθρωποι. Αυτή η Ανθούλα που αντί να ρίχνει αλάτι στο φαγητό, ρίχνει αλάτι στις πληγές της. Τι να κάνει άραγε; Πού ζει; Πώς ζει; Δεν είναι εκεί έξω. Τέτοιος μίσχος που ακόμα και την απελπισία την κάνει υποκοριστική, ποτέ δεν είναι εκεί έξω. Τέτοια εξαίσια μικρή χειρονομία που εξαλλάσσεται «με το λουρί στο σβέρκο» σε περίπτωση του «απείρως επιχειρείν» που θα έλεγε και ο απίθανος Ράμφος, ποτέ δεν είναι εκεί έξω. Είναι εκεί πίσω. Και ακόμα χειρότερα: είναι εκεί πίσω παντού. Δηλαδή ακόμα πιο πίσω.
Το ξέρω γιατί έψαξα παντού. Δεν τη βρήκα πουθενά! Στο τέλος έψαξα και στην τελευταία συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ. Έψαξα σε όλες τις Πλατφόρμες, τις Κινήσεις, τις Παρατάξεις. Πουθενά δεν βρήκα την τρυφερή επίγευση από τα χέρια τα μυρωδικά της Ανθούλας με το σκοτεινό της μαγαζί που είναι ίδιο με σκοτεινό μυαλό και αόμματη ψυχή. Ειλικρινά έψαξα πολύ. Ακόμα και μέσα στις προσθαφαιρέσεις των απόψεων. Ακόμα και πίσω από τις κουρτίνες των καταμετρήσεων. Πουθενά. Ώσπου κατάλαβα ότι δεν υπάρχει «εκεί πίσω». Όλοι ήταν μπροστά. Ή μάλλον, εμπρός.
Μικρό μοχθηρό αφήγημα των καταμετρήσεων
Πριν από δύο περίπου χρόνια σ’ ένα δρόμο κοντινό στο σπίτι μου, καθώς περπατούσα μέσα στον σιωπηλό ορυμαγδό μικρομάγαζων θλιπτικά σκοτεινών (παρ’ ότι από τον συγκεκριμένο δρόμο ουδέποτε πέρασαν διαδηλώσεις που είναι υπεύθυνες για την καταστροφή του λιανεμπόριου), καθώς περπατούσα λοιπόν, είδα μια καινούργια επιγραφή: «Ανθούλα. Φαγητό για το σπίτι»… και λοιπά επεξηγηματικά. Χαμογέλασα. Μου φάνηκε πολύ τρυφερό το υποκοριστικό: Ανθούλα. Αυτό το υποκοριστικό ήταν το κεφάλαιό της. Μια Ανθούλα. Και αφού ήταν Ανθούλα, σίγουρα – ο καθένας το ξέρει – θα μαγείρευε καλά. Σπιτικά. Έτσι έλεγε η επιγραφή. Καλά υλικά συνεπώς και χέρι που χαϊδεύει το φαγητό (το φαγητό χρειάζεται χάδι έλεγε η μάνα μου). Τι άλλο να ζητήσεις από ένα φαγητό που σου το φέρνουνε και στο σπίτι. Απλά πράγματα. Όσο απλό πράγμα και η ελπίδα αυτής της τρυφερής Ανθούλας που την φαντάστηκα χρόνια και χρόνια πάνω από τους ατμούς και τις οσμές να παλεύει και να μη βλέπει καν τη ζωή να περνάει μπροστά της. Όχι γιατί είναι τυφλή αλλά γιατί δεν προλαβαίνει ∙ κι αυτό είναι ακόμα πιο σκληρό: να ξέρεις ότι η ζωή περνάει κι εσύ να μην προλαβαίνεις περνώντας τη ζωή σου με αντίδωρο το ξένο φαγητό. Περνώντας τη ζωή σου μέσα στη πείνα για ζωή. Η Ανθούλα. Ώσπου το πράγμα πάει στο μη παρέκει. Και τότε τι κάνεις; Μαζεύεις τα ράκη της απελπισίας σου, ξοδεύεις τη μικρή σερμαγιά σου και καταθέτεις αυτό το τρυφερό όνομα βορά στην απελπισία των άλλων και στην αδηφαγία των καθεστώτων αριθμών. Η τρυφερή, απελπισμένη, απροστάτευτη και εκ των προτέρων ηττημένη Ανθούλα. Φαγητό για το σπίτι. Εκλεκτά υλικά απελπισίας, ανυπέρβλητες συνταγές λύπης, εξαίσιες γεύσεις δακρύων, μυστικά καρυκεύματα ματαιώσεων. Παράδοση κατ’ οίκον.
Ούτε έξι μήνες δεν άντεξε η Ανθούλα.
Απόμεινε μονάχα η επιγραφή του μαγαζιού να διαλαλεί μιαν ανεπίδοτη τρυφερότητα και μιαν άχρηστη απελπισία.
Λοιπόν – λέω – είναι έγκλημα να απελπίζονται έτσι οι άνθρωποι. Αυτή η Ανθούλα που αντί να ρίχνει αλάτι στο φαγητό, ρίχνει αλάτι στις πληγές της. Τι να κάνει άραγε; Πού ζει; Πώς ζει; Δεν είναι εκεί έξω. Τέτοιος μίσχος που ακόμα και την απελπισία την κάνει υποκοριστική, ποτέ δεν είναι εκεί έξω. Τέτοια εξαίσια μικρή χειρονομία που εξαλλάσσεται «με το λουρί στο σβέρκο» σε περίπτωση του «απείρως επιχειρείν» που θα έλεγε και ο απίθανος Ράμφος, ποτέ δεν είναι εκεί έξω. Είναι εκεί πίσω. Και ακόμα χειρότερα: είναι εκεί πίσω παντού. Δηλαδή ακόμα πιο πίσω.
Το ξέρω γιατί έψαξα παντού. Δεν τη βρήκα πουθενά! Στο τέλος έψαξα και στην τελευταία συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ. Έψαξα σε όλες τις Πλατφόρμες, τις Κινήσεις, τις Παρατάξεις. Πουθενά δεν βρήκα την τρυφερή επίγευση από τα χέρια τα μυρωδικά της Ανθούλας με το σκοτεινό της μαγαζί που είναι ίδιο με σκοτεινό μυαλό και αόμματη ψυχή. Ειλικρινά έψαξα πολύ. Ακόμα και μέσα στις προσθαφαιρέσεις των απόψεων. Ακόμα και πίσω από τις κουρτίνες των καταμετρήσεων. Πουθενά. Ώσπου κατάλαβα ότι δεν υπάρχει «εκεί πίσω». Όλοι ήταν μπροστά. Ή μάλλον, εμπρός.
πηγή: artinews.gr