Η θεωρία του φόβου και η διάλυση των δημόσιων νοσοκομείων
του Θωμά Σίδερη
Τα δημόσια ιατρεία πόνου που λειτουργούν στα πανεπιστημιακά νοσοκομεία και σε άλλες μονάδες του πάλαι ποτέ ΕΣΥ προσφέρουν ανεκτίμητο έργο. Όχι μόνο τώρα, που η ανθρωπιστική κρίση διατρέχει σχεδόν ολόκληρο το σώμα της ελληνικής κοινωνίας, αλλά ανέκαθεν. Από εκείνη τη στιγμή που κάποιοι εμπνευσμένοι γιατροί προσέφεραν απλόχερα την αποκτηθείσα γνώση τους, χωρίς κανένα υλικό αντάλλαγμα, δουλεύοντας ακούραστα και με πάθος.
Σε ένα τέτοιο ιατρείο πόνου κατέφυγα και εγώ κάποτε, ύστερα από μια πολύχρονη περιπλάνηση στα μεγαλύτερα δημόσια νοσοκομεία της Αθήνας, για ένα πρόβλημα στη μέση – ένα πρόβλημα που ταλαιπωρεί πολλούς και τους επηρεάζει σημαντικά στην καθημερινότητά τους.
Στην περιπλάνησή μου λοιπόν αυτή στα δημόσια νοσοκομεία άκουγα διαρκώς την ίδια φράση. «Πρέπει να χειρουργηθείς άμεσα». Η φράση αυτή συνοδευόταν και από μια άλλη: «Αν δε χειρουργηθείς σε δυο εβδομάδες, σε είκοσι μέρες, σε έναν μήνα –το διάστημα ποίκιλε αναλόγως τον γιατρό, αλλά δεν έχει και πολλή σημασία- θα μείνεις παράλυτος». Οι διευθυντές των δημόσιων νοσοκομείων που επισκεπτόμουν, έκαναν διάγνωση πάνω στον φόβο. Ο φόβος έχει θεμελιώσει, άλλωστε, πολλές θεωρίες. Το μόνο που άλλαζε ήταν τα χρήματα που μου ζητούσαν για να με χειρουργήσουν. Η ταρίφα ξεκινούσε από τα 2.500 ευρώ και έφτανε αισίως στα 9.000 ευρώ.
Το ποσό των 9.000 ευρώ μού το ζήτησε γιατρός που εργάζεται σε στρατιωτικό νοσοκομείο της Αθήνας. Μου εξήγησε ότι πρόκειται για μια περίπλοκη χειρουργική επέμβαση και αφού μου ανέλυσε τη μέθοδο της μικροδισκεκτομής, μου είπε ότι μπορούσε να με χειρουργήσει ακόμα και την επόμενη εβδομάδα, αρκεί να έβρισκα κάποιο μέσο για να με έβαζε στο στρατιωτικό νοσοκομείο και αρκεί βέβαια να του κατέβαλα το ποσό που μου ζήτησε. Μετά από διαπραγμάτευση 15 λεπτών, το ποσό κατέβηκε στα 7.500 ευρώ και στο τέλος πλήρωσα 150 ευρώ επίσκεψη στο απογευματινό ιατρείο του –δε θυμάμαι καν αν μου έδωσε απόδειξη. Τα 150 ευρώ τα έδωσα για να δει τη μαγνητική τομογραφία που του είχα πάει αλλά και για την ανάλυση του κοστολογίου της επέμβασης. Στο τέλος μού είπε ότι αν δεν χειρουργηθώ, την επόμενη φορά θα πάω στο ιατρείο του με καροτσάκι.
Όταν τέλειωσε το βασανιστήριο της ιατρικής επίσκεψης – διαπραγμάτευσης και βγήκαμε έξω, ανέπνευσα επιτέλους καθαρό αέρα. Καθώς περπατούσαμε στο φαρδύ πεζοδρόμιο της Βασιλίσσης Σοφίας, έξω από το Μέγαρο Μουσικής, η γυναίκα μου γύρισε και μου είπε: «Επιτέλους, παρ’ το απόφαση και κάνε την επέμβαση». Η θεωρία του φόβου είχε βρει πρόθυμους ακροατές.
Εφτά χρόνια αργότερα και με τη βοήθεια του ιατρείου πόνου ενός μεγάλου νοσοκομείου της Αθήνας η προοπτική της επέμβασης μοιάζει με κακό όνειρο.
Χθες λοιπόν επισκέφτηκα το ιατρείο πόνου για τη συνταγογράφηση κάποιων φαρμάκων. Περίμενα να μιλήσω με την καθηγήτρια αναισθησιολογίας. Ήρθε αργά το μεσημέρι, είχε κάποια χειρουργεία και σε λίγο έπρεπε να πάει στο αμφιθέατρο για να μιλήσει στους φοιτητές της. Είχαμε μια σύντομη κουβέντα στο διάδρομο. Ήταν πολύ απογοητευμένη. Μου μίλησε για όλα αυτά που πλέον έχουν αποτυπωθεί στο πετσί μας: για τις τρομαχτικές ελλείψεις σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, για την ανεπάρκεια του νοσοκομειακού υλικού, για τα φακελάκια που ζητάνε οι συνάδελφοί της από τους ασθενείς για να τους χειρουργήσουν. «Αν δεν υπάρχει “επιστημονικό ενδιαφέρον”, δεν μπαίνουν στο χειρουργείο», μου είπε, εξηγώντας μου με τα δάχτυλά της την έννοια του “επιστημονικού ενδιαφέροντος”, που σε απλά ελληνικά μεταφράζεται σε φακελάκι. Στο τέλος γύρισε και μου είπε: «Έλα στη θέση μου. Σε λίγο έχω μάθημα. Τι να πω σε αυτά τα παιδιά που ονειρεύονται την επιστήμη τους;»
Έφυγε αμίλητη και εγώ επέστρεψα στο ιατρείο για να πάρω την ιατρική συνταγή. Ξαφνικά, και ενώ έξω είχε ξεσπάσει μια δυνατή μαγιάτικη καταιγίδα, τα νερά άρχισαν να μπαίνουν ορμητικά από την οροφή στο ιατρείο πόνου. Χρειάστηκαν ελάχιστα δευτερόλεπτα για να πλημμυρίσει. Στο τέλος άρχισαν να πέφτουν και τα κομμάτια της ψευδοροφής.
Δεν ξέρω τι έχει στο μυαλό του ο υπουργός υγείας, δεν ξέρω ακόμα και για πόσο τα ιατρεία πόνου – μια ζεστή φωλιά για χιλιάδες καρκινοπαθείς- θα μένουν ανοιχτά. Για ένα πράγμα όμως είμαι σίγουρος: Καμιά νεροποντή δεν πρόκειται να σβήσει τη φλόγα των γιατρών που τα έστησαν.
υ.γ. Καθώς περίμενα την καθηγήτρια ιατρικής στο διάδρομο, είδα μια ασθενή του ιατρείου πόνου να πέφτει στην αγκαλιά μιας εθελόντριας γιατρού και να κλαίει με αναφιλητά. «Συγχώρεσέ με», της είπε στο τέλος. «Δεν μπορώ να κλάψω στα σπίτι, μπροστά στα παιδιά μου, και ήθελα κάπου να ξεσπάσω»
Τα δημόσια ιατρεία πόνου που λειτουργούν στα πανεπιστημιακά νοσοκομεία και σε άλλες μονάδες του πάλαι ποτέ ΕΣΥ προσφέρουν ανεκτίμητο έργο. Όχι μόνο τώρα, που η ανθρωπιστική κρίση διατρέχει σχεδόν ολόκληρο το σώμα της ελληνικής κοινωνίας, αλλά ανέκαθεν. Από εκείνη τη στιγμή που κάποιοι εμπνευσμένοι γιατροί προσέφεραν απλόχερα την αποκτηθείσα γνώση τους, χωρίς κανένα υλικό αντάλλαγμα, δουλεύοντας ακούραστα και με πάθος.
Σε ένα τέτοιο ιατρείο πόνου κατέφυγα και εγώ κάποτε, ύστερα από μια πολύχρονη περιπλάνηση στα μεγαλύτερα δημόσια νοσοκομεία της Αθήνας, για ένα πρόβλημα στη μέση – ένα πρόβλημα που ταλαιπωρεί πολλούς και τους επηρεάζει σημαντικά στην καθημερινότητά τους.
Στην περιπλάνησή μου λοιπόν αυτή στα δημόσια νοσοκομεία άκουγα διαρκώς την ίδια φράση. «Πρέπει να χειρουργηθείς άμεσα». Η φράση αυτή συνοδευόταν και από μια άλλη: «Αν δε χειρουργηθείς σε δυο εβδομάδες, σε είκοσι μέρες, σε έναν μήνα –το διάστημα ποίκιλε αναλόγως τον γιατρό, αλλά δεν έχει και πολλή σημασία- θα μείνεις παράλυτος». Οι διευθυντές των δημόσιων νοσοκομείων που επισκεπτόμουν, έκαναν διάγνωση πάνω στον φόβο. Ο φόβος έχει θεμελιώσει, άλλωστε, πολλές θεωρίες. Το μόνο που άλλαζε ήταν τα χρήματα που μου ζητούσαν για να με χειρουργήσουν. Η ταρίφα ξεκινούσε από τα 2.500 ευρώ και έφτανε αισίως στα 9.000 ευρώ.
Το ποσό των 9.000 ευρώ μού το ζήτησε γιατρός που εργάζεται σε στρατιωτικό νοσοκομείο της Αθήνας. Μου εξήγησε ότι πρόκειται για μια περίπλοκη χειρουργική επέμβαση και αφού μου ανέλυσε τη μέθοδο της μικροδισκεκτομής, μου είπε ότι μπορούσε να με χειρουργήσει ακόμα και την επόμενη εβδομάδα, αρκεί να έβρισκα κάποιο μέσο για να με έβαζε στο στρατιωτικό νοσοκομείο και αρκεί βέβαια να του κατέβαλα το ποσό που μου ζήτησε. Μετά από διαπραγμάτευση 15 λεπτών, το ποσό κατέβηκε στα 7.500 ευρώ και στο τέλος πλήρωσα 150 ευρώ επίσκεψη στο απογευματινό ιατρείο του –δε θυμάμαι καν αν μου έδωσε απόδειξη. Τα 150 ευρώ τα έδωσα για να δει τη μαγνητική τομογραφία που του είχα πάει αλλά και για την ανάλυση του κοστολογίου της επέμβασης. Στο τέλος μού είπε ότι αν δεν χειρουργηθώ, την επόμενη φορά θα πάω στο ιατρείο του με καροτσάκι.
Όταν τέλειωσε το βασανιστήριο της ιατρικής επίσκεψης – διαπραγμάτευσης και βγήκαμε έξω, ανέπνευσα επιτέλους καθαρό αέρα. Καθώς περπατούσαμε στο φαρδύ πεζοδρόμιο της Βασιλίσσης Σοφίας, έξω από το Μέγαρο Μουσικής, η γυναίκα μου γύρισε και μου είπε: «Επιτέλους, παρ’ το απόφαση και κάνε την επέμβαση». Η θεωρία του φόβου είχε βρει πρόθυμους ακροατές.
Εφτά χρόνια αργότερα και με τη βοήθεια του ιατρείου πόνου ενός μεγάλου νοσοκομείου της Αθήνας η προοπτική της επέμβασης μοιάζει με κακό όνειρο.
Χθες λοιπόν επισκέφτηκα το ιατρείο πόνου για τη συνταγογράφηση κάποιων φαρμάκων. Περίμενα να μιλήσω με την καθηγήτρια αναισθησιολογίας. Ήρθε αργά το μεσημέρι, είχε κάποια χειρουργεία και σε λίγο έπρεπε να πάει στο αμφιθέατρο για να μιλήσει στους φοιτητές της. Είχαμε μια σύντομη κουβέντα στο διάδρομο. Ήταν πολύ απογοητευμένη. Μου μίλησε για όλα αυτά που πλέον έχουν αποτυπωθεί στο πετσί μας: για τις τρομαχτικές ελλείψεις σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, για την ανεπάρκεια του νοσοκομειακού υλικού, για τα φακελάκια που ζητάνε οι συνάδελφοί της από τους ασθενείς για να τους χειρουργήσουν. «Αν δεν υπάρχει “επιστημονικό ενδιαφέρον”, δεν μπαίνουν στο χειρουργείο», μου είπε, εξηγώντας μου με τα δάχτυλά της την έννοια του “επιστημονικού ενδιαφέροντος”, που σε απλά ελληνικά μεταφράζεται σε φακελάκι. Στο τέλος γύρισε και μου είπε: «Έλα στη θέση μου. Σε λίγο έχω μάθημα. Τι να πω σε αυτά τα παιδιά που ονειρεύονται την επιστήμη τους;»
Έφυγε αμίλητη και εγώ επέστρεψα στο ιατρείο για να πάρω την ιατρική συνταγή. Ξαφνικά, και ενώ έξω είχε ξεσπάσει μια δυνατή μαγιάτικη καταιγίδα, τα νερά άρχισαν να μπαίνουν ορμητικά από την οροφή στο ιατρείο πόνου. Χρειάστηκαν ελάχιστα δευτερόλεπτα για να πλημμυρίσει. Στο τέλος άρχισαν να πέφτουν και τα κομμάτια της ψευδοροφής.
Δεν ξέρω τι έχει στο μυαλό του ο υπουργός υγείας, δεν ξέρω ακόμα και για πόσο τα ιατρεία πόνου – μια ζεστή φωλιά για χιλιάδες καρκινοπαθείς- θα μένουν ανοιχτά. Για ένα πράγμα όμως είμαι σίγουρος: Καμιά νεροποντή δεν πρόκειται να σβήσει τη φλόγα των γιατρών που τα έστησαν.
υ.γ. Καθώς περίμενα την καθηγήτρια ιατρικής στο διάδρομο, είδα μια ασθενή του ιατρείου πόνου να πέφτει στην αγκαλιά μιας εθελόντριας γιατρού και να κλαίει με αναφιλητά. «Συγχώρεσέ με», της είπε στο τέλος. «Δεν μπορώ να κλάψω στα σπίτι, μπροστά στα παιδιά μου, και ήθελα κάπου να ξεσπάσω»