Ο Απρίλιος των οβολών
γράφει ο Κώστας Καναβούρης
Από τη μια ο ήχος της Μεγάλης Εβδομάδας του πένθους που θα είναι παρών από Μ.Δευτέρα : «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας». Από τη μια το μυστηριακό ύδωρ της ύπαρξης, αυτού του μίσχου που κρέμεται μέσα στο χάος. Κι από την άλλη να αντηχεί ο Διονύσιος Σολωμός στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους»: «Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα, / Χύνονται μες την άβυσσο την μοσχοβολισμένη (...)» Από τον Άδωνι μέχρι τον Χριστό ο ίδιος Απρίλιος που έρχεται και ξανάρχεται, «Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας/ Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές», για να μην ξεχάσουμε και τον T.S.Eliot από την «Έρημη Χώρα», κυρίως όμως για να μην ξεχάσουμε και τον άλλο στίχο το φοβερό από το ίδιο ποίημα: «Μέσα σε μια φούχτα σκόνη θα σου δείξω τον φόβο» (μετ. Γ. Σεφέρης). Αυτό λέω πως είναι ο Απρίλιος: ένα νερό που κρέμεται πάνω από την άβυσσο, υγραίνοντας τη γη και το φόβο. Ένα νερό που κάνει το φόβο παρηγορητικό και την απαντοχή τού επέκεινα μια ακόμα εκδοχή της εφικτής ουτοπίας. Εκείνης της ουτοπίας που δεν συντηρεί απλώς την ουτοπία αλλά την πραγματώνει αναλαμβάνοντας τις ευθύνες του πένθους για ό,τι χάθηκε και προετοιμάζοντας το κουράγιο για το πένθος που μέλλεται.
Ταραξικάρδιος μήνας κάθε φορά ο Απρίλιος. Ο μήνας όπου η γη αναδεύεται και ξανασυμβαίνει από την αρχή, κρεμασμένη πάντοτε από τα νερά της, που ανοίγουν δρόμο για να βλαστήσει ο κάτω κόσμος, ν' ανοίξει και να αναστηθεί. Πώς να μην λουλουδίσει το παν; Πώς να μην εγκαταλείψει η Περσεφόνη τον κάτω κόσμο; Πώς να μη φύγει από τον μαύρο τάφο ο Ιησούς, σ' αυτό τον μήνα που η ζωή ανασταίνεται μαζί με το πένθος της; Που τόσο γρήγορα περνά και πηγαίνει στα ύδατα απ' όπου κρέμεται η γη, δηλαδή από τα ύδατα της Στυγός. Δηλαδή από τα ύδατα του φόβου που τρέμει ταυτοχρόνως από την θύμηση του εξ' άπαντος χαμένου και από την αγωνία του τραυματικού θαύματος που είναι το αέναο παιχνίδι της χρήσεως απείρου ως μιας και μόνης στιγμής, αλλά και το αντίθετο. Στις δύο όψεις δηλαδή ενός νομίσματος απ' όπου συμπεραίνεται το διαρκές ίδιο του όντος, μπροστά στο οποίο ασθενούν και χάνονται οι όποιοι κερματισμοί επιβολής, στρέβλωσης και αποχθόνιας αίρεσης περί τα πράγματα.
Δεν είναι τυχαίος ένας πανάρχαιος μύθος που επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας σε κάποια χωριά της Μακεδονίας: την ώρα της περιφοράς του Επιταφίου, οι άνθρωποι βγαίνουν στα μπαλκόνια και τα παράθυρα κρατώντας όχι μόνο κεριά, αλλά και πιατάκια με ανθισμένες φακές. Ένα πανέμορφο ίχνος ανθήσεως που γρήγορα κορυφώνει την ομορφιά του και το ίδιο γρήγορα μαραίνεται. Είναι οι κήποι του Άδωνι.
Άκου λοιπόν τώρα: το ύδωρ των δακρύων απ' όπου κρέμεται η γη, διέτρησε τον χρόνο κι έφτασε ως τις μέρες μας. Έφτασε ώς εδώ ο Άδωνις. Και υπάρχει μέσα στο άνθος μιας τροφής. Με άλλα λόγια, στο πένθος μέσα σε μια ζωή που ανοίγεται και μας λέει ότι ζούμε από την ομορφιά. Ότι η τροφή μας, οι Βιβλικοί «όμφακες», είναι η ομορφιά. Αυτή περιφέρουμε μέσα στον Απρίλιο, αυτήν ακολουθούμε κηδεύοντάς την κάθε φορά σ' ένα πένθος που ευωδιάζει. Την ομορφιά που μας ζει πεθαίνοντας και θα μας ζήσει μέχρι το τέλος του κόσμου. Που όλο αναβάλλεται κάθε φορά που έρχεται ο Απρίλιος. Και είναι σαν ψέμα. Γι' αυτό, νομίζω, ότι λέμε ψέματα κάθε πρώτη Απριλίου: για να αναβάλουμε την αλήθεια που μας υπενθυμίζει ο μήνας αυτός μέσα στη σκοτεινή χαρά του. Που την άγγιξε ματώνοντας τα δάχτυλα και τα σωθικά του τα αξεδίψαστα και τα ανειρήνευτα («Τα σπλάχνα μου και η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν») καταπίνοντας σκληρότατα τις ευωδιές ο Διονύσιος Σολωμός, όταν έγραφε: «Έστησ' ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,/ Κι η φύσις ηύρε την καλή και την γλυκιά της ώρα (...)» Είναι ακριβώς η ώρα που οι πολιορκημένοι στο Μεσολόγγι πεθαίνουν κάθε στιγμή πολλές φορές. Λιμοκτονούν. Τρέφονται με τα υπολείμματα της ομορφιάς. Τρώνε τους αρουραίους της ελευθερίας. Κι απ' έξω ο Απρίλιος «που δεν κάτεχε από πολέμους και τέτοια» όπως λέει και ο Οδυσσέας Ελύτης για έναν άλλο καταχείμωνο πόλεμο μιας ομορφιάς με παγωμένα πόδια, μιας ομορφιάς με κρύσταλλα αντί για μάτια, που επέστρεφαν στον φασισμό το ουράνιο τόξο των θυμάτων του.
Αλήθεια, πού πήγε και κρύφτηκε εκείνος ο Απρίλιος Χειμώνας; Πού πηγαίνει και πού κρύβεται το ερώτημα, το μαύρο ερώτημα μιας ζωής που ανασκαλεύει τις οκνές ρίζες χειμωνιάτικων χειμώνων της παραίτησης; Και ποιος θα απαντήσει στο καίριο ερώτημα μιας ζωής που κατεσφάγη; «Πού πέταξε τ' αγόρι μου, πού πήγε, πού μ' αφήνει» γράφει ο Γιάννης Ρίτσος στον «Επιτάφιο». Πού; Εδώ κανένας Απρίλιος. Δεν απαντάει. Αλλά δεν υπάρχει σιωπή. Υπάρχει τριγμός. Τρέμει και τρίζει ο Απρίλιος καθώς ανασηκώνεται και είναι φόβος και είναι ελπίδα και είναι νερό και είναι ο οβολός που περνάει τον Έρωτα από την μια όχθη στην άλλη. Ο Απρίλιος, λοιπόν, είναι ο περατάρης.
Άρα ο μήνας που λάμνει. Ο μήνας, πάει να πει, που πάει κι όλο πηγαίνει. Κι έχω μια ας την πούμε εντύπωση ή αίσθηση καλύτερα, πως καθώς λάμνει ο Απρίλιος, όταν κανένας δεν τον βλέπει, ρίχνει τους οβολούς μέσα στο νερό. Στο νερό απ' όπου κρέμεται η γη. Και ύστερα φεύγει.
πηγή : avgi.gr
Από τη μια ο ήχος της Μεγάλης Εβδομάδας του πένθους που θα είναι παρών από Μ.Δευτέρα : «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας». Από τη μια το μυστηριακό ύδωρ της ύπαρξης, αυτού του μίσχου που κρέμεται μέσα στο χάος. Κι από την άλλη να αντηχεί ο Διονύσιος Σολωμός στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους»: «Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα, / Χύνονται μες την άβυσσο την μοσχοβολισμένη (...)» Από τον Άδωνι μέχρι τον Χριστό ο ίδιος Απρίλιος που έρχεται και ξανάρχεται, «Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας/ Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές», για να μην ξεχάσουμε και τον T.S.Eliot από την «Έρημη Χώρα», κυρίως όμως για να μην ξεχάσουμε και τον άλλο στίχο το φοβερό από το ίδιο ποίημα: «Μέσα σε μια φούχτα σκόνη θα σου δείξω τον φόβο» (μετ. Γ. Σεφέρης). Αυτό λέω πως είναι ο Απρίλιος: ένα νερό που κρέμεται πάνω από την άβυσσο, υγραίνοντας τη γη και το φόβο. Ένα νερό που κάνει το φόβο παρηγορητικό και την απαντοχή τού επέκεινα μια ακόμα εκδοχή της εφικτής ουτοπίας. Εκείνης της ουτοπίας που δεν συντηρεί απλώς την ουτοπία αλλά την πραγματώνει αναλαμβάνοντας τις ευθύνες του πένθους για ό,τι χάθηκε και προετοιμάζοντας το κουράγιο για το πένθος που μέλλεται.
Ταραξικάρδιος μήνας κάθε φορά ο Απρίλιος. Ο μήνας όπου η γη αναδεύεται και ξανασυμβαίνει από την αρχή, κρεμασμένη πάντοτε από τα νερά της, που ανοίγουν δρόμο για να βλαστήσει ο κάτω κόσμος, ν' ανοίξει και να αναστηθεί. Πώς να μην λουλουδίσει το παν; Πώς να μην εγκαταλείψει η Περσεφόνη τον κάτω κόσμο; Πώς να μη φύγει από τον μαύρο τάφο ο Ιησούς, σ' αυτό τον μήνα που η ζωή ανασταίνεται μαζί με το πένθος της; Που τόσο γρήγορα περνά και πηγαίνει στα ύδατα απ' όπου κρέμεται η γη, δηλαδή από τα ύδατα της Στυγός. Δηλαδή από τα ύδατα του φόβου που τρέμει ταυτοχρόνως από την θύμηση του εξ' άπαντος χαμένου και από την αγωνία του τραυματικού θαύματος που είναι το αέναο παιχνίδι της χρήσεως απείρου ως μιας και μόνης στιγμής, αλλά και το αντίθετο. Στις δύο όψεις δηλαδή ενός νομίσματος απ' όπου συμπεραίνεται το διαρκές ίδιο του όντος, μπροστά στο οποίο ασθενούν και χάνονται οι όποιοι κερματισμοί επιβολής, στρέβλωσης και αποχθόνιας αίρεσης περί τα πράγματα.
Δεν είναι τυχαίος ένας πανάρχαιος μύθος που επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας σε κάποια χωριά της Μακεδονίας: την ώρα της περιφοράς του Επιταφίου, οι άνθρωποι βγαίνουν στα μπαλκόνια και τα παράθυρα κρατώντας όχι μόνο κεριά, αλλά και πιατάκια με ανθισμένες φακές. Ένα πανέμορφο ίχνος ανθήσεως που γρήγορα κορυφώνει την ομορφιά του και το ίδιο γρήγορα μαραίνεται. Είναι οι κήποι του Άδωνι.
Άκου λοιπόν τώρα: το ύδωρ των δακρύων απ' όπου κρέμεται η γη, διέτρησε τον χρόνο κι έφτασε ως τις μέρες μας. Έφτασε ώς εδώ ο Άδωνις. Και υπάρχει μέσα στο άνθος μιας τροφής. Με άλλα λόγια, στο πένθος μέσα σε μια ζωή που ανοίγεται και μας λέει ότι ζούμε από την ομορφιά. Ότι η τροφή μας, οι Βιβλικοί «όμφακες», είναι η ομορφιά. Αυτή περιφέρουμε μέσα στον Απρίλιο, αυτήν ακολουθούμε κηδεύοντάς την κάθε φορά σ' ένα πένθος που ευωδιάζει. Την ομορφιά που μας ζει πεθαίνοντας και θα μας ζήσει μέχρι το τέλος του κόσμου. Που όλο αναβάλλεται κάθε φορά που έρχεται ο Απρίλιος. Και είναι σαν ψέμα. Γι' αυτό, νομίζω, ότι λέμε ψέματα κάθε πρώτη Απριλίου: για να αναβάλουμε την αλήθεια που μας υπενθυμίζει ο μήνας αυτός μέσα στη σκοτεινή χαρά του. Που την άγγιξε ματώνοντας τα δάχτυλα και τα σωθικά του τα αξεδίψαστα και τα ανειρήνευτα («Τα σπλάχνα μου και η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν») καταπίνοντας σκληρότατα τις ευωδιές ο Διονύσιος Σολωμός, όταν έγραφε: «Έστησ' ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,/ Κι η φύσις ηύρε την καλή και την γλυκιά της ώρα (...)» Είναι ακριβώς η ώρα που οι πολιορκημένοι στο Μεσολόγγι πεθαίνουν κάθε στιγμή πολλές φορές. Λιμοκτονούν. Τρέφονται με τα υπολείμματα της ομορφιάς. Τρώνε τους αρουραίους της ελευθερίας. Κι απ' έξω ο Απρίλιος «που δεν κάτεχε από πολέμους και τέτοια» όπως λέει και ο Οδυσσέας Ελύτης για έναν άλλο καταχείμωνο πόλεμο μιας ομορφιάς με παγωμένα πόδια, μιας ομορφιάς με κρύσταλλα αντί για μάτια, που επέστρεφαν στον φασισμό το ουράνιο τόξο των θυμάτων του.
Αλήθεια, πού πήγε και κρύφτηκε εκείνος ο Απρίλιος Χειμώνας; Πού πηγαίνει και πού κρύβεται το ερώτημα, το μαύρο ερώτημα μιας ζωής που ανασκαλεύει τις οκνές ρίζες χειμωνιάτικων χειμώνων της παραίτησης; Και ποιος θα απαντήσει στο καίριο ερώτημα μιας ζωής που κατεσφάγη; «Πού πέταξε τ' αγόρι μου, πού πήγε, πού μ' αφήνει» γράφει ο Γιάννης Ρίτσος στον «Επιτάφιο». Πού; Εδώ κανένας Απρίλιος. Δεν απαντάει. Αλλά δεν υπάρχει σιωπή. Υπάρχει τριγμός. Τρέμει και τρίζει ο Απρίλιος καθώς ανασηκώνεται και είναι φόβος και είναι ελπίδα και είναι νερό και είναι ο οβολός που περνάει τον Έρωτα από την μια όχθη στην άλλη. Ο Απρίλιος, λοιπόν, είναι ο περατάρης.
Άρα ο μήνας που λάμνει. Ο μήνας, πάει να πει, που πάει κι όλο πηγαίνει. Κι έχω μια ας την πούμε εντύπωση ή αίσθηση καλύτερα, πως καθώς λάμνει ο Απρίλιος, όταν κανένας δεν τον βλέπει, ρίχνει τους οβολούς μέσα στο νερό. Στο νερό απ' όπου κρέμεται η γη. Και ύστερα φεύγει.
πηγή : avgi.gr