Ιστορίες προσφύγων: «Ήθελα να γίνω δικηγόρος, αλλά απαγόρευσαν ακόμη και τα Νομικά»
«Οι βομβαρδισμοί, οι μάχες, οι σκοτωμοί ήταν μέρος της καθημερινότητάς μας. Αλλά αυτός ο πόλεμος δεν ήταν τίποτα μπροστά στον τρόμο που απλώθηκε όταν η περιοχή έπεσε στα χέρια του Ισλαμικού Κράτους. Κατάργησαν όλα τα μαθήματα που αντιτίθενται στα πιστεύω τους: φιλοσοφία, χημεία, μαθηματικά.
Προγραμμένα είναι και τα Νομικά γιατί σύμφωνα με την ακραία ιδεολογία τους οι δικηγόροι είναι άχρηστοι και αντιισλαμιστές αφού μόνο οι θρησκευτικοί δικαστές μπορεί να αποφαίνονται στη βάση της φανατικής τους ερμηνείας του Κορανίου: σε καταδικάζουν συνοπτικά και σου κόβουν το κεφάλι. Το πανεπιστήμιό μου είναι σε ζώνη που δεν ελέγχει το Ισλαμικό Κράτος και για να πηγαίνω εκεί ρίσκαρα καθημερινά τη ζωή μου.
Αν πας από τον κανονικό δρόμο περνάς από τα φυλάκιά τους και πρέπει να απολογείσαι – γιατί φεύγεις, πού και γιατί πας, πότε θα γυρίσεις. Για να αποφύγεις τον έλεγχο πρέπει να κάνεις μια διαδρομή ωρών και να βρεθείς στην πρώτη γραμμή των μαχών. Ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο και σύντομα αναγκάστηκα να σταματήσω τις σπουδές μου».
Ο Αχμάντ μιλά χωρίς να παίρνει ανάσα, με το πάθος όσων στερήθηκαν επί μακρόν την ελευθερία του λόγου και συνήθισαν τόσο την απειλή ώστε φοβούνται πως δεν θα προλάβουν να καταθέσουν την μαρτυρία τους για όσα βίωσαν:
«Επέβαλαν σε όλους τους άντρες να αφήσουν μακριά γένια αλλά να ξυρίζουν το μουστάκι, να φορούν φαρδιά παντελόνια, να μην γελάνε, πίνουν ή καπνίζουν… Απαγόρευσαν στα κορίτσια το σχολείο. Οι γυναίκες κυκλοφορούν σπάνια στους δρόμους – πάντα συνοδεία ενός άντρα κηδεμόνα – και είναι καλυμμένες στα μαύρα από την κορφή ως τα νύχια.
Ελέγχουν τα πάντα στη ζωή σου: τι τρως, τι πίνεις, τι λες, πώς περπατάς, πού πας. Θρησκευτική αστυνομία περιπολεί στους δρόμους και σε συλλαμβάνει για το τίποτα. Σε έναν έλεγχο μου βρήκαν τσιγάρα: μου έκλεισαν τα μάτια με ένα πανί, με μαστίγωσαν 16 φορές και με έκλεισαν σε ένα κελί για 15 μέρες υποχρεώνοντάς με να διαβάζω ξανά και ξανά αποσπάσματα του Κορανίου. Την άλλη φορά θα είμαστε αμείλικτοι, με προειδοποίησαν. Αυτό που με πονά περισσότερο είναι πως δεν μπορείς να αντιδράσεις ή να αντισταθείς γιατί είσαι μόνιμα υπό την απειλή ενός όπλου. Ποιος αντέχει μια τέτοια ζωή απόλυτου τρόμου;»
Ήταν τότε που αποφάσισε να φύγει. Βρήκε έναν διακινητή που με 600 δολάρια τον πέρασε στην Τουρκία έπειτα από δυόμιση μέρες τρομακτικής διαδρομής για να αποφύγουν τα φυλάκια. Έφτασε στην Αλικαρνασσό και με άλλα 2.000 ευρώ – όλες τις οικονομίες της οικογένειάς του – πέρασε με μια μικρή βάρκα κι άλλους 22 Σύρους πρόσφυγες στην Κω. Όταν τους έπιασε καιρός και νόμισε ότι θα πνιγούν, σκεφτόταν παίρνοντας κουράγιο: «Στη θάλασσα κινδυνεύεις μια φορά: ή τα καταφέρνεις ή χάνεσαι. Στη Συρία ο θάνατος παραμονεύει κάθε στιγμή».
Τώρα η αγωνία του είναι να συνεχίσει το ταξίδι, να φτάσει στην Γερμανία όπου έχει συγγενείς, να κάνει αίτημα ασύλου και να μπορέσει να φέρει τους γονείς και τον αδελφό του που κινδυνεύουν θανάσιμα. «Ξέρω ότι μπορεί να περπατώ επί ενάμιση – δύο μήνες για να φτάσω στον προορισμό μου. Αλλά αξίζει το ρίσκο να περάσω όλα αυτά τα σύνορα. Γιατί είναι ο μόνος τρόπος να συνεχίσω τις σπουδές μου, να γίνω ένας καλός δικηγόρος, να έχω ζωή και μέλλον».
Προγραμμένα είναι και τα Νομικά γιατί σύμφωνα με την ακραία ιδεολογία τους οι δικηγόροι είναι άχρηστοι και αντιισλαμιστές αφού μόνο οι θρησκευτικοί δικαστές μπορεί να αποφαίνονται στη βάση της φανατικής τους ερμηνείας του Κορανίου: σε καταδικάζουν συνοπτικά και σου κόβουν το κεφάλι. Το πανεπιστήμιό μου είναι σε ζώνη που δεν ελέγχει το Ισλαμικό Κράτος και για να πηγαίνω εκεί ρίσκαρα καθημερινά τη ζωή μου.
Αν πας από τον κανονικό δρόμο περνάς από τα φυλάκιά τους και πρέπει να απολογείσαι – γιατί φεύγεις, πού και γιατί πας, πότε θα γυρίσεις. Για να αποφύγεις τον έλεγχο πρέπει να κάνεις μια διαδρομή ωρών και να βρεθείς στην πρώτη γραμμή των μαχών. Ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο και σύντομα αναγκάστηκα να σταματήσω τις σπουδές μου».
Ο Αχμάντ μιλά χωρίς να παίρνει ανάσα, με το πάθος όσων στερήθηκαν επί μακρόν την ελευθερία του λόγου και συνήθισαν τόσο την απειλή ώστε φοβούνται πως δεν θα προλάβουν να καταθέσουν την μαρτυρία τους για όσα βίωσαν:
«Επέβαλαν σε όλους τους άντρες να αφήσουν μακριά γένια αλλά να ξυρίζουν το μουστάκι, να φορούν φαρδιά παντελόνια, να μην γελάνε, πίνουν ή καπνίζουν… Απαγόρευσαν στα κορίτσια το σχολείο. Οι γυναίκες κυκλοφορούν σπάνια στους δρόμους – πάντα συνοδεία ενός άντρα κηδεμόνα – και είναι καλυμμένες στα μαύρα από την κορφή ως τα νύχια.
Ελέγχουν τα πάντα στη ζωή σου: τι τρως, τι πίνεις, τι λες, πώς περπατάς, πού πας. Θρησκευτική αστυνομία περιπολεί στους δρόμους και σε συλλαμβάνει για το τίποτα. Σε έναν έλεγχο μου βρήκαν τσιγάρα: μου έκλεισαν τα μάτια με ένα πανί, με μαστίγωσαν 16 φορές και με έκλεισαν σε ένα κελί για 15 μέρες υποχρεώνοντάς με να διαβάζω ξανά και ξανά αποσπάσματα του Κορανίου. Την άλλη φορά θα είμαστε αμείλικτοι, με προειδοποίησαν. Αυτό που με πονά περισσότερο είναι πως δεν μπορείς να αντιδράσεις ή να αντισταθείς γιατί είσαι μόνιμα υπό την απειλή ενός όπλου. Ποιος αντέχει μια τέτοια ζωή απόλυτου τρόμου;»
Ήταν τότε που αποφάσισε να φύγει. Βρήκε έναν διακινητή που με 600 δολάρια τον πέρασε στην Τουρκία έπειτα από δυόμιση μέρες τρομακτικής διαδρομής για να αποφύγουν τα φυλάκια. Έφτασε στην Αλικαρνασσό και με άλλα 2.000 ευρώ – όλες τις οικονομίες της οικογένειάς του – πέρασε με μια μικρή βάρκα κι άλλους 22 Σύρους πρόσφυγες στην Κω. Όταν τους έπιασε καιρός και νόμισε ότι θα πνιγούν, σκεφτόταν παίρνοντας κουράγιο: «Στη θάλασσα κινδυνεύεις μια φορά: ή τα καταφέρνεις ή χάνεσαι. Στη Συρία ο θάνατος παραμονεύει κάθε στιγμή».
Τώρα η αγωνία του είναι να συνεχίσει το ταξίδι, να φτάσει στην Γερμανία όπου έχει συγγενείς, να κάνει αίτημα ασύλου και να μπορέσει να φέρει τους γονείς και τον αδελφό του που κινδυνεύουν θανάσιμα. «Ξέρω ότι μπορεί να περπατώ επί ενάμιση – δύο μήνες για να φτάσω στον προορισμό μου. Αλλά αξίζει το ρίσκο να περάσω όλα αυτά τα σύνορα. Γιατί είναι ο μόνος τρόπος να συνεχίσω τις σπουδές μου, να γίνω ένας καλός δικηγόρος, να έχω ζωή και μέλλον».