«Αλληλεγγύη, ρε παιδιά, γιατί χανόμαστε…»
Ο αναγνώστης της «Εφ.Συν.» Παναγιώτης Κολέλης διηγείται τις δραματικές στιγμές που έζησε στο υπόγειο πάρκινγκ ενός σούπερ μάρκετ που πλημμύρισε με την πρώτη νεροποντή που έπληξε την Αττική το απόγευμα της Παρασκευής. H μαρτυρία του είναι συγκλονιστική για την Ελλάδα του 2014.Βγαίνουμε έξω το πρωϊ και δεν ξέρουμε αν θα γυρίσουμε στα σπίτια μας.
Η μαρτυρία είναι αναδημοσίευση απο το efsyn.gr
Είχαμε μόλις τελειώσει με το μεσημεριανό μας φαγητό και αποφασίσαμε να πάμε στο σούπερ μάρκετ για να ψωνίσουμε. Μπήκαμε στο αμάξι εγώ, η μητέρα μου και η κοπέλα μου. Έξω έβρεχε, αλλά αυτός δεν είναι λόγος για να αναβάλεις τις δουλειές σου. Δεν είναι λόγος για οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα. Συνεπώς ούτε για την Ελλάδα, που θέλει να κοσμεί το χάρτη της Ευρώπης.
Η Ελλάδα, όμως, είναι μόνο κατ’ επίφασιν ευρωπαϊκή χώρα. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια χώρα γεμάτη αγκυλώσεις και γραφειοκρατικά στερεότυπα. Πρόκειται για μια χώρα που δεν ξέρει ούτε κατά διάνοια τι θα πει κράτος πρόνοιας και κοινωνικοί θεσμοί…
Φτάσαμε στο σούπερ μάρκετ, παρκάραμε στο υπόγειο πάρκινγκ και ανεβήκαμε από το ασανσέρ επάνω. Καθώς ψωνίζαμε, όμως, η βροχή όλο και δυνάμωνε. Το νερό στους δρόμους γινόταν όλο και πιο ορμητικό. Προς στιγμήν ανησυχήσαμε. Αφήσαμε τα ψώνια και κατεβήκαμε πάλι στο πάρκινγκ. Θα πηγαίναμε στο σπίτι μας προτού η κατάσταση στους δρόμους φτάσει στο απροχώρητο. Θα πηγαίναμε στο σπίτι μας για να γλιτώσουμε απ’ το μποτιλιάρισμα. Τελικά, όμως, αντί να «παλεύουμε» με τα υπόλοιπα αμάξια στο δρόμο, φτάσαμε να «παλεύουμε» για τη ζωή μας…
Όταν κατεβήκαμε στο υπόγειο πάρκινγκ, το νερό κάλυπτε ήδη τα παπούτσια μας. Χωρίς να τρομοκρατηθούμε, προχωρήσαμε με προσοχή μέχρι το αμάξι μας. Μπήκαμε μέσα και εγώ έβαλα μπροστά τη μηχανή. Ηρεμήσαμε. Τίποτα δεν μπορούσε να μας πειράξει τώρα. Τίποτα;
Προχωρήσαμε ανάμεσα από σταματημένα αυτοκίνητα και φτάσαμε μια ανάσα απ’ την μπάρα απεγκλωβισμού μας απ’ το υπόγειο πάρκινγκ. Δίπλα και μπροστά μας υπήρχαν και άλλα αμάξια, που έκαναν τιτάνιες προσπάθειες να γλιτώσουν απ’ αυτήν τη «φαρσοκωμωδία». Δεν μπορούσαμε ακόμα να συνειδητοποιήσουμε πως η ζωή μας κινδύνευε. Δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε πως θα πνιγόμασταν μέσα στο πάρκινγκ ενός σούπερ μάρκετ…
Ξαφνικά, το αυτοκίνητο άρχισε να μπάζει νερά. Βγήκαμε βιαστικά από μέσα και σταθήκαμε σε ένα μικρό υπερυψωμένο πεζουλάκι. Νομίσαμε προς στιγμή πως θα ήμασταν προστατευμένοι απ’ τον ορμητικό χείμαρρο. Νομίσαμε πως οι άνθρωποι από το σούπερ μάρκετ θα μας γλίτωναν απ’ αυτό το μαρτύριο. Γι’ αυτό και περιμέναμε. Δεν μπορούσε ολόκληρο σούπερ μάρκετ να αδιαφορήσει για τις ζωές εφτά ανθρώπων. Δεν μπορούσε ολόκληρο σούπερ μάρκετ να μην έχει υποδομές για τη γρήγορη απάντληση των υδάτων.
Εδώ, βέβαια, θα μου πείτε ολόκληρη Ελλάδα και δεν έχει προνοήσει για τέτοιες κατασκευές. Ή μάλλον έχει προνοήσει μόνο για τις πλούσιες περιοχές, αυτές των τηλεοπτικών αστέρων και των πολιτικών δημαγωγών. Οι υπόλοιποι, οι φτωχοί, οι μεροκαματιάρηδες να πάνε στον διάολο. Σωστά, κύριε Σαμαρά και κύριε Βενιζέλο;
Η στάθμη του νερού συνέχισε να αυξάνεται. Τώρα το νερό κόντευε να φτάσει στη μέση μας. Δεν είχαμε επιλογές. Έπρεπε να κάνουμε κάτι, έστω και ασυναίσθητα, έστω και χωρίς καθαρό μυαλό. Θα πνιγόμασταν. Μόλις τώρα αρχίσαμε να το συνειδητοποιούμε…
Πιαστήκαμε απ’ τα χέρια και φτιάξαμε μία ανθρώπινη αλυσίδα. Αρχίσαμε, λοιπόν, αργά αλλά σταθερά να ανεβαίνουμε προς την κορυφή. Εγώ κρατούσα την κοπέλα μου, που αυτή με τη σειρά της κρατούσε τη μητέρα μου. Με υπερπροσπάθεια και δύναμη ψυχής ανεβαίναμε. Λίγα βήματα ακόμα και το μαρτύριό μας θα έφτανε στο τέλος του. Λίγα μόνο αναθεματισμένα βήματα έμεναν γαμώτο…
Είδα τη μητέρα μου να γλιστράει και να χάνεται μέσα στην άμορφη μάζα από νερά και αυτοκίνητα. Όλα είχαν τελειώσει. Τη μητέρα μου τη θεωρούσα ήδη νεκρή. Μία πενηντάχρονη, χωρίς ιδιαίτερες σωματικές δυνάμεις και χωρίς να ξέρει να κολυμπάει, ήταν καταδικασμένη εκεί μέσα. Ήταν καταδικασμένη να πεθάνει από ένα ανάλγητο κράτος που ενεργεί χωρίς σκοπό και προτεραιότητες. Ήταν καταδικασμένη να πεθάνει. Τελεία…
Εγώ και η κοπέλα μου βρισκόμασταν σε κατάσταση πανικού. Έτρεξα μέσα στο σούπερ μάρκετ και ζήτησα βοήθεια. Λίγοι ήταν, όμως, αυτοί που έτρεξαν να βοηθήσουν. Λίγοι, και ως επί το πλείστον άνθρωποι που είχαν πάει κι αυτοί για να κάνουν τα ψώνια τους.
Εγώ δεν μπορούσα με τίποτα να συνέλθω. Έκλαιγα και χτυπούσα με δύναμη ό,τι πράγματα έβρισκα μπροστά μου. Είχα χάσει κάθε ελπίδα. Ακόμα και η γενναία πράξη του Γιώργου, ενός γυμναστή που έτυχε να βρίσκεται μαζί μας στην ανθρώπινη αλυσίδα, έδειχνε στα μάτια μου μάταιη και περιττή.
Ο Γιώργος, μόλις είδε τη μητέρα μου να χάνεται μέσα στο χείμαρρο, μπήκε με αυτοθυσία ξανά μέσα στα νερά και έψαξε να τη βρει. Το ύψος του νερού είχε περάσει ήδη το ένα μέτρο και η προσπάθειά του έμοιαζε με σκέτη αυτοκτονία. Όταν μετά από μισή ώρα τον είδαμε να ξεπροβάλλει με τη μητέρα μου παραμάσχαλα, πήρα μια βαθιά ανάσα. Δεν ήξερα ακόμα αν ανέπνεε. Ήξερα μόνο πως ήταν εκεί και περίμενε ένα ζεστό φιλί μου.
Τα επόμενα λεπτά η καρδιά μου προσπαθούσε να έλθει ξανά στη θέση της. Ήμασταν όλοι ζωντανοί. Αυτό είχε μόνο σημασία τώρα…
Οι ώρες που ακολούθησαν ήταν μαρτυρικές. Είδα υπεύθυνους του σούπερ μάρκετ να μην αποδέχονται τις ευθύνες τους. Είδα δημοσιογράφους να προσπαθούν να καπηλευθούν τον πόνο και τη στενοχώρια του άλλου. Είδα και πολιτικό, που με μισοκακόμοιρο ύφος προσπαθούσε να μας πείσει πως συναισθάνεται τον πανικό μας. Είδα πολλά και αηδίασα με αυτή τη χώρα.
Μόνο ένα πράγμα κρατάω: την αλληλεγγύη. Αυτό πρέπει να το βάλουμε καλά όλοι μέσα στο κεφάλι μας. Δεν θυμάμαι ποιος το έχει πει, αλλά «η αλληλεξάρτηση είναι μεγαλύτερη δύναμη απ’ την ανεξαρτησία».
Εμείς κάτω στο υπόγειο βοηθήσαμε ο ένας τον άλλον. Και ύστερα, με τεράστιο κίνδυνο της ζωής του, ένα παλικάρι που έχει και μία μικρή κόρη 15 χρόνων, έσωσε μία γυναίκα που σήμερα θα ήταν νεκρή.
Ακούτε όλοι εσείς οι θυμόσοφοι πολιτικοί της αστικής νομενκλατούρας; Μια γυναίκα θα ήταν νεκρή επειδή δεν έχετε προνοήσει να φτιάξετε αντιπλημμυρικά έργα. Μια γυναίκα θα ήταν νεκρή επειδή το μόνο που σας ενδιαφέρει είναι τα μικροπολιτικά σας συμφέροντα.
Το ότι δεν θρηνήσαμε θύματα οφείλεται ξεκάθαρα στην αυτοθυσία του Γιώργου, που έχει παρεμπιπτόντως και το όνομα του πατέρα μου που έφυγε απ’ τη ζωή πριν από τέσσερις μήνες.
Αλληλεγγύη, ρε παιδιά, γιατί χανόμαστε.
Παναγιώτης Κολέλης
25 Οκτωβρίου 2014