Φορολογία ακίνητης περιουσίας, χαράτσια και ΕΝ.Φ.Ι.Α.

Ενδιαφέρουσα ανάλυση για τον ΕΝΦΙΑ.



 

Του Γιάννη Δουλφή, Οικονομολόγου*

Βασική πτυχή της «μνημονιακής» πολιτικής αποτέλεσαν και αποτελούν οι νέοι δημευτικού χαρακτήρα φόροι στην ακίνητη περιουσία, τα λεγόμενα χαράτσια.

Είναι μια σχεδιασμένη πολιτική που αποσκοπεί στη βίαιη ανακατανομή της διάσπαρτης γαιοκτησίας και της ακίνητης περιουσίας και της συγκεντροποίησής της σε «λίγα, ισχυρά, χέρια» – για να «εκσυγχρονισθούμε» υποτίθεται, εναρμονιζόμενοι με τα ισχύοντα στην «Ευρώπη» (όπως ισχυρίζεται ψευδώς η κυρίαρχη προπαγάνδα) – με τη λεηλασία που θα ακολουθήσει, από την αδυναμία καταβολής των τεράστιων ποσών από πηγή που δεν αποτελεί εισόδημα και μάλιστα από τα χειμαζόμενα – από τις τερατώδεις εισοδηματικές περικοπές της ίδιας πολιτικής – χαμηλά και μεσαία κοινωνικά στρώματα.

Όσοι λοιπόν συμπολίτες μας δεν κινδυνεύουν από τις τράπεζες λόγω χρεών να χάσουν τα ακίνητά τους, έρχεται το «στοργικό» κράτος να διορθώσει την «αδικία» με την επιβολή αυτών των φόρων στην ακίνητη περιουσία.

Η πρώτη επιβολή τους που έγινε με το Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε. ως εκβιαστικό εισπρακτικό μέσο πίεσης, αλλά και εμπέδωσης και αποδοχής, συνεχίστηκε για ακόμη ένα έτος με το Ε.Ε.Τ.Α. για να μονιμοποιηθεί πλέον μετά την κατάλληλη προετοιμασία των φορολογικών μηχανισμών στον ΕΝ.Φ.Ι.Α.

Ουσιαστικά πρόκειται για μια βαρύτατη φορολογία, όχι στην «περιουσία» αλλά σε κάθε ακίνητο χωριστά που αποτελεί ένα υψηλό με τα σημερινά δεδομένα, μίσθωμα στις κατοικίες των πολιτών.

Η ίδια η ιδιόκτητη κατοικία πλέον ουσιαστικά δημεύεται παραμένοντας σε ένα πρώτο στάδιο στην τυπική κυριότητα του κατόχου, με την καταβολή ενοικίου στο κράτος και στους δανειστές του, ενώ για ακίνητα που είναι μισθωμένα, το μίσθωμα παραχωρείται ουσιαστικά στο κράτος. Για δε ακίνητα που παραμένουν κενά η επιβάρυνση αυτή είναι αδιανόητη.

Για δε ακίνητα που ανήκουν σε φυσικά πρόσωπα, έχουν δε αποκτηθεί με τραπεζικό δανεισμό, άρα η κυριότητα του ακινήτου βρίσκεται υπό αίρεση μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για ένα κεφαλικό φόρο σε όσους έχουν στην κυριότητά τους ακίνητα.

Πρόκειται για ένα ημι-φεουδαρχικού χαρακτήρα μέτρο που αποτελεί βασική συνιστώσα του νέου καπιταλιστικού μοντέλου. Προϊόντος του χρόνου και με την εξάντληση των χρηματικών διαθεσίμων της μεγάλης πλειονότητας των νοικοκυριών, κυρίως των λαϊκών, με τις παντοειδείς εισοδηματικές περικοπές αλλά και κάθε είδους φορολογικές επιβαρύνσεις, έρχεται και η τυπική υφαρπαγή της ακίνητης περιουσίας μέσω των διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης των φορολογικών αρχών, αλλά και των τραπεζών.

Η κατάσταση αυτή συνέβαλε τα μέγιστα στην κατάρρευση της αξίας των ακινήτων, ενώ το σύστημα αντικειμενικών αξιών που διατηρήθηκε στα προηγούμενα υψηλά πλέον επίπεδα λειτουργεί στην ίδια κατεύθυνση της υπερφορολόγησης και απαξίωσης των ακινήτων με βάση πλασματικές εξωπραγματικές αξίες.

Ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. ήρθε να συστηματοποιήσει και να μονιμοποιήσει αυτή τη φορολογία δημευτικού χαρακτήρα, έτσι ώστε σταδιακά η κυριότητα των ακινήτων, μέσα από το σύστημα της σταδιακής δήμευσης να περιέλθει στα χέρια μιας καπιταλιστικής ολιχαρχίας με τη συγκεντροποίηση της.

Πέραν τούτου υπάρχει στο νέο σύστημα και μια πρόσθετη επιβάρυνση για την ακίνητη περιουσία πάνω από ένα όριο συνολικής ακίνητης περιουσίας – ενσωματώνοντας τους παλαιούς φόρους (Φ.Α.Π., Φ.Μ.Α.Π. κλπ) πάντα βάσει των εξωπραγματικών αντικειμενικών αξιών.

Πέραν της κυβερνητικής «μνημονιακής» πολιτικής της φορολογίας των ακινήτων (και των στόχων που υπηρετεί όπως επισημάνθηκε) χωρίς την αποκόμιση εισοδήματος και η αριστερά στη χώρα μας είναι θιασώτης της φορολόγησης της ακίνητης περιουσίας γενικά, ως πτυχή της λεγόμενης «φορολόγησης του πλούτου» και όπως φαίνεται, υπό το βάρος αυτής της γενικής αρχής, παραγνωρίζονται οι ιδιαιτερότητες και η συγκεκριμένη κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στη χώρα μας στην αγορά ακινήτων και τη διασπορά της ακίνητης περιουσίας μεταξύ του πληθυσμού, που προέκυψε από ιστορικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς και ψυχολογικούς λόγους, με αποτέλεσμα η εκπόνηση συγκεκριμένης ριζοσπαστικής και ρηξικέλευθης εναλλακτικής πολιτικής στον τομέα αυτό και η αγωνιστική διεκδίκησή της να μην αποτελεί άμεση προτεραιότητα, αν οι ηγετικοί κύκλοι μεγάλης μερίδας της («αξιωματική αντιπολίτευση» και κατά φαντασία προς το παρόν τουλάχιστον μέλλουσα κυβέρνηση – ΣΥΡΙΖΑ) δεν αποδέχονται κιόλας το υφιστάμενο πλαίσιο για λόγους «δημοσιονομικού ρεαλισμού».

Το πρώτο ερώτημα που προκύπτει είναι αν κάθε μορφή «πλούτου», συμπεριλαμβανομένης της ακίνητης περιουσίας (ή κυρίως μάλλον αυτής) πρέπει να φορολογηθεί με μια έκτακτη ή μόνιμη φορολογία. Δηλαδή, αν για παράδειγμα, κατοικίες που απέκτησαν τα εργατικά και λαϊκά στρώματα (ή και τα μεσαία εισοδηματικά στρώματα) από το μόχθο τους που φορολογήθηκε, θα πρέπει να υποβάλλεται εκ νέου σε φορολογία, ανεξαρτήτως αποκόμισης απ’ αυτά εισοδήματος. Ή αν π.χ. κάποιο πατρογονικό ακίνητο στο χωριό που κληρονομήθηκε από γενιά σε γενιά και πλήρωσε τους ανάλογους φόρους κληρονομιάς.

Μέχρι πριν λίγα χρόνια οι έλληνες επένδυαν μεγάλο μέρος των αποταμιεύσεων στην απόκτηση ιδιόκτητης κατοικίας, για να γλυτώσουν από την έξωση που θα τους έκανε ο ιδιοκτήτης, μετά από την απαίτηση παράλογων ενοικίων που αδυνατούσαν να πληρώσουν, με τη συνδρομή και των λογικών σχετικά επιτοκίων που διαμόρφωναν δόσεις στεγαστικών δανείων για όσους δεν είχαν επαρκείς αποταμιεύσεις και επέλεγαν ένα στεγαστικό δάνειο που διαμόρφωνε δόση μικρότερη από το ενοίκιο.

Σήμερα έρχεται το κράτος – αν δεν είναι οι τράπεζες – να τους επιβάλει ένα υψηλό ενοίκιο για την ιδιόκτητη πλέον αυτή κατοικία τους και να τους απειλήσει με δήμευση και έξωση από την υπό αμφισβήτηση «ιδιόκτητη» κατοικία τους.

Επίσης θα πρέπει να τονισθεί ότι η συνολική επιβάρυνση των ακινήτων και της οικοδομικής δραστηριότητας από πολλαπλούς φόρους, δημιουργεί υπέρμετρη επιβάρυνση σε σχέση με άλλες μορφές «πλούτου» στη χώρα μας εδώ και πολλά χρόνια (φόροι μεταβίβασης, κληρονομιάς, ακίνητης περιουσίας, μισθωμάτων, υπέρ τρίτων φόρων κλπ).

Το δεύτερο επίμαχο σημείο, αν υποθέσουμε ότι η φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας ανεξαρτήτως αποκόμισης απ’ αυτά εισοδήματος είναι αποδεκτή, είναι ποιος θα είναι ένας δίκαιος τρόπος φορολόγησης που θα επιβαρύνει ανάλογα με τη φοροδοτική ικανότητα των ατόμων και το ύψος και την αξία αυτής.

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να γίνει αποδεκτή τουλάχιστον από όσες πόλιτικές δυνάμεις δηλώνουν «αντιμνημονιακές» όχι με την έννοια του ψευδεπίγραφου «επερχόμενου τέλους των μνημονίων» αλλά της αντιστροφής των επιπτώσεών τους η άνευ όρων κατάργηση των «χαρατσιών» (ΕΕΤΗΔΕ, ΕΕΤΑ, ΕΝΦΙΑ) από τα ακίνητα σε όλους ανεξαιρέτως τους ιδιοκτήτες ακινήτων και μάλιστα με αναδρομικό χαρακτήρα, απαλλάσσοντας εκείνους που ακόμη οφείλουν, και με την εύρεση τρόπων επιστροφής σε δύσκολες δημοσιονομικές συνθήκες σε όσους τα έχουν εξοφλήσει για λόγους δικαιοσύνης.

Ως προς την αξία της ακίνητης περιουσίας που ενδεχομένως θα έπρεπε να φορολογηθεί με μια προοδευτική φορολογική κλίμακα, οπωσδήποτε θα πρέπει να υφίσταται ένα αφορολόγητο όριο που οπωσδήποτε δεν θεωρείται ιδιωτικός κεφαλαιακός «πλούτος», αλλά αξία χρήσης, το οποίο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη παραμέτρους της πραγματικής κατάστασης στην ακίνητη περιουσία.

Επειδή η φορολόγηση με βάση τις αντικειμενικές αξίες είναι εξωπραγματική, είτε θα πρέπει το αφορολόγητο αυτό όριο να είναι πολύ υψηλό, ώστε να διορθώνει την πλασματικότητα των αντικειμενικών αξιών, είτε η καθιέρωση ενός νέου συστήματος αντικειμενικών αξιών που θα ξεκινά από τις τρέχουσες αγοραίες αξίες των ακινήτων.

Αν υποθέσουμε ότι η εκπόνηση και καθιέρωση ενός ρεαλιστικού με τα σημερινά δεδομένα σύστημα αντικειμενικών αξιών απαιτεί χρόνο, και λάβουμε υπόψη τη σωρευτική απώλεια της αξίας των ακινήτων από το 2008 κατά τουλάχιστον 50% κατά μέσο όρο, τότε το αφορολόγητο όριο πρέπει να είναι τουλάχιστον 1.000.000,00 ευρώ.

Δεύτερον για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των ακινήτων θα πρέπει να αφαιρείται από την αξία τους, το εκάστοτε υπόλοιπο οφειλής από στεγαστικό δάνειο κάθε συγκεκριμένου ακινήτου. Από εκεί και πάνω θα πρέπει να εφαρμοσθεί μια προοδευτική κλίμακα φορολόγησης.

Δεύτερο θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η φοροδοτική ικανότητα των ιδιοκτητών ακινήτων, ώστε να μην εξαναγκάζονται στην άνευ όρων εκποίηση και επιτείνουν την κατάρρευση της κτηματαγοράς. Έτσι θα πρέπει να καθοριστεί και ένα εισοδηματικό όριο κάτω του οποίου, οι κάτοχοι ακίνητης περιουσίας θα εξαιρούνται του φόρου.

Επίσης σ’ αυτά τα πλαίσια θα πρέπει να εξορθολογισθεί η φορολόγηση των μισθωμάτων.

Θα πρέπει να εξετασθεί ειδικά η φορολόγηση ακίνητης περιουσίας εταιριών, εξωχώριων επιχειρήσεων και άλλων περιπτώσεων εξαιρέσεων ή φοροαποφυγής της μεγάλης ιδιοκτησίας και μάλιστα με αναδρομικό χαρακτήρα και με θέσπιση κατάλληλων κοινωνικών και αναπτυξιακών κριτηρίων.

Δεν θίχθηκε καθόλου το κριτήριο της μηδενικής ανταποδοτικότας της μορφής αυτής φορολόγησης αφού διοχετεύεται στην αποπληρωμή του κρατικού χρέους στους ξένους τοκογλύφους δανειστές, που φρόντισαν επιμελώς για τη διόγκωσή του εν ονόματι της απομείωσής του.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Για να μην έχουμε αμφιβολίες ως προς τους πραγματικούς εμπνευστές και ουσιαστικούς νομοθέτες αυτού του ανοσιουργήματος να επισημάνουμε εδώ ότι, ενώ γίνεται διαχωρισμός εμπραγμάτων δικαιωμάτων μεταξύ ψιλών κυρίων και επικαρπωτών για τους υπόχρεους προς φορολόγηση, δεν προβλέπεται κάτι αντίστοιχο και για τους ενυπόθηκους δανειστές, ώστε να καταβάλουν και αυτοί το μερίδιο που τους αναλογεί στην πλήρη κυριότητα των ακινήτων, ενώ για όσους το υπερψήφισαν και τώρα κάνουν τις «μωρές παρθένες» να θυμίσουμε πέραν των άλλων τις έντονες φήμες που κυκλοφορούσαν την περίοδο εκείνη για τις χρηματικές απολαβές που τους ανέμεναν ως αντάλλαγμα για τα δύο νομοσχέδια του εξοντωτικού αυτού φόρου επί των ακινήτων και για την απελευθέρωση των πλειστηριασμών λόγω καθυστερημένων οφειλών στις τράπεζες.

Γιάννης Δουλφής – Οικονομολόγος

Μέλος της Πρωτοβουλίας "Πλειστηριασμοί-Stop"

 

Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 14/06/2013 - 23:54