Έρευνα Eteron: Ο αθέατος κόσμος της εργασίας των νέων – Δεν βγάζουν τον μήνα
Η νέα έρευνα του Eteron που παρουσιάζουμε σήμερα εντάσσεται στο ερευνητικό πρόγραμμα “Youth Precarity”, το οποίο συνεχίζει την ερευνητική δουλειά του Ινστιτούτου σε σχέση με τη νέα γενιά και επικεντρώνεται στη θεματική της εργασιακής επισφάλειας.
Του Κώστα Γούση, συντονιστή του ερευνητικού προγράμματος του Eteron “Youth Precarity”
Πρόκειται για ποσοτική έρευνα που πραγματοποιήθηκε από την aboutpeople σε όλη τη χώρα τον Μάρτιο του 2024 σε δείγμα 626 ατόμων, ηλικίας 17 – 34 ετών, υπαλλήλων ιδιωτικού και δημόσιου τομέα και αυτοαπασχολούμενων με μπλοκάκι. Στην έρευνα περιλαμβάνονται νέοι και νέες που εργάζονται σε διαφορετικά καθεστώτα εργασίας (πλήρους, προσωρινής και μερικής απασχόλησης), όπως και περιορισμένος αριθμός νέων εργαζομένων με καθεστώς αδήλωτης εργασίας.
Τα ευρήματα της έρευνας είναι αποκαλυπτικά τόσο ως προς τις συνθήκες εργασίας των νέων, όσο και σε σχέση με τις επιδράσεις των εμπειριών εργασιακής επισφάλειας στην ταυτότητα, τις απόψεις και τις προσδοκίες τους.
Το σύνολο της έρευνας είναι ελεύθερα διαθέσιμο στην ιστοσελίδα του Eteron, περιλαμβάνοντας όλους τους σχετικούς πίνακες, καθώς και τη διαφοροποίηση των απαντήσεων σε καθένα από τα ερωτήματα, λαμβάνοντας υπόψη τις μεταβλητές του φύλου, της ηλικίας, του μορφωτικού επιπέδου, του εισοδήματος και των διαφορετικών καθεστώτων εργασίας.
Στην παρούσα έκθεση, θα ξεχωρίσουμε και θα σχολιάσουμε ορισμένα από τα κύρια ευρήματα χωρίζοντας την παρουσίαση σε δύο μέρη, καθένα από τα οποία επικεντρώνεται σε τρεις άξονες. Πιο ειδικά, τα ευρήματα ρίχνουν φως στις εξής θεματικές:
- Κόστος διαβίωσης, μηνιαίο εισόδημα και χρέη
- Παράλληλη απασχόληση, χρόνος εργασίας και υπερωρίες
- Δυσμενείς συμπεριφορές και κακομεταχείριση στο χώρο εργασίας
- Ιεραρχήσεις, συναισθήματα & προσδοκίες για την εργασία τους στο παρόν και το μέλλον
- Συνδικαλιστική συμμετοχή, απεργίες και άλλες μορφές συλλογικής δράσης
- Στάση απέναντι στην κυβέρνηση και τις κινητοποιήσεις της περιόδου
Α’ Μέρος: Οι συνθήκες εργασίας των νέων 17-34 ετών
1. Κόστος διαβίωσης, μηνιαίο εισόδημα και χρέη
1 στα 3 άτομα δυσκολεύονται αρκετά για να καλύψουν τις ανάγκες του μήνα και περιορίζονται στα απολύτως απαραίτητα. Για το 35,3% των νέων, ο μισθός φτάνει για τα βασικά έξοδα του μήνα αλλά δεν αποταμιεύουν. Μόλις το 16% των νέων απαντούν ότι καλύπτουν χωρίς πρόβλημα τις βασικές-βιοτικές ανάγκες κάθε μήνα και αποταμιεύουν. Τέλος, ένα 12,2% απαντούν ότι συχνά αναγκάζονται να δανειστούν χρήματα για να βγει ο μήνας.
Το μηνιαίο μηνιαίο εισόδημα κυμαίνεται μεταξύ 700 – 1000 ευρώ για το 35,5% των νέων εργαζομένων. Λιγότερα από 700 ευρώ λαμβάνει το μήνα 27,6%, ενώ το ποσοστό όσων το μηνιαίο εισόδημα ξεπερνά τα 1000 ευρώ ανέρχεται στο 29,3%.
Ένας επιπλέον παράγοντας που επηρεάζει με πολλαπλούς τρόπους τις ζωές των εργαζομένων – νέων και μη – είναι τα χρέη. Προκύπτει από τα στοιχεία της έρευνας ότι παρά το νεαρό της ηλικίας τους, το 22,1% των νέων εργαζομένων πληρώνουν μηνιαίες δόσεις για χρέη προς ΕΦΚΑ/εφορία/τράπεζες. Ένα επιπλέον 6% των νέων είχαν στο παρελθόν χρέη αλλά έχουν αποπληρώσει τις οφειλές τους.
Εστιάζοντας στις ηλικίες 25-34 ετών, παρατηρούμε ότι το ποσοστό είναι ακόμη μεγαλύτερο (26,2%). Μάλιστα, αν προσθέσουμε και όσους/ες δηλώνουν ότι είχαν στο παρελθόν χρέη αλλά έχουν αποπληρώσει τις οφειλές τους, απο τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει ότι 1 στα 3 άτομα της ηλικιακής αυτής ομάδας αντιμετωπίζει τώρα ή έχει αντιμετωπίσει στο παρελθόν πρόβλημα με χρέη.
1 ΣΤΑ 5 ΑΤΟΜΑ ΑΠΑΝΤΟΥΝ ΟΤΙ ΣΤΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΑ ΑΥΤΑ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΠΕΡΑ ΑΠ’ ΤΟ ΜΙΣΘΟ ΚΑΙ ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΠΟΡΟΙ, ΟΠΩΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΑΠΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ, ΕΙΣΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟ ΕΝΟΙΚΙΑ Κ.Α.).
2. Παράλληλη απασχόληση, χρόνος εργασίας και υπερωρίες
3 στα 8 άτομα κάνουν τώρα ή έκαναν στο παρελθόν δεύτερη ή και περισσότερες δουλειές παράλληλα με την κύρια απασχόληση (37,8%). Ιδιαίτερα στις ηλικίες 25-34 ετών το ποσοστό ανεβαίνει στο 41,3%, ενώ πρωτιά καταγράφουν όσοι και όσες κατέχουν μεταπτυχιακό/διδακτορικό δίπλωμα, όπου 1 στα 2 άτομα κάνουν τώρα ή έκαναν στο παρελθόν δεύτερη ή και περισσότερες δουλειές παράλληλα με την κύρια απασχόληση.
Σε σχέση με τον εργάσιμο χρόνο, το 35,9% των νέων δηλώνουν ότι εργάζονται πάνω από 40 ώρες την εβδομάδα, ποσοστό που ανεβαίνει στο 47,8% για τους ιδιωτικούς υπαλλήλους πλήρους απασχόλησης.
Το 52,8% των νέων απαντά ότι δεν τηρείται το ωράριο που προβλέπεται στη σύμβαση. Αξιοσημείωτο είναι ότι ως προς την υπέρβαση ωραρίου δεν εμφανίζονται διαφορές μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου τομέα.
Εκτεταμένο προκύπτει το φαινόμενο των απλήρωτων υπερωριών, καθώς καταγράφεται ένα ποσοστό νέων εργαζομένων της τάξης του 36,3% που ούτε αμείβονται ούτε παίρνουν ρεπό για τις υπερωρίες που κάνουν.
3. Δυσμενείς συμπεριφορές και κακομεταχείριση στο χώρο εργασίας
Εξετάζοντας ξεχωριστά τις απαντήσεις νέων γυναικών και νέων ανδρών για δυσμενείς συμπεριφορές και κακομεταχείριση που έχουν υποστεί στο πλαίσιο της εργασίας τα στοιχεία της έρευνας είναι αποκαλυπτικά:
Το 43,6% των νέων γυναικών θεωρούν το ρυθμό εργασίας εξουθενωτικό, ενώ το 28,5% έχουν υποστεί ψυχολογικό εκφοβισμό. Χρήζει ιδιαίτερης προσοχής το ποσοστό των νέων γυναικών που έχουν υποστεί σεξιστική συμπεριφορά (26%) και σεξουαλική παρενόχληση (12%) στο πλαίσιο της εργασίας. Τέλος, το 6% των νέων γυναικών δηλώνουν ότι έχουν υποστεί ρατσιστική συμπεριφορά
Αντίστοιχα, το 36,7% των νέων ανδρών θεωρούν το ρυθμό εργασίας εξουθενωτικό, ενώ το 19,8% έχουν υποστεί ψυχολογικό εκφοβισμό. Το 7,2% δηλώνουν ότι έχουν υποστεί ρατσιστική συμπεριφορά, το 3,8% σεξιστική συμπεριφορά και το 3,8% σεξουαλική παρενόχληση.
Αξιοσημείωτο είναι ότι στην πρώτη θέση όσων θεωρούν εξουθενωτικό το ρυθμό εργασίας τους βρίσκονται οι δημόσιοι υπάλληλοι.
Σχολιασμός ευρημάτων Α’ Μέρους
“Η επισφάλεια επικρατεί σήμερα παντού”
Με αυτή τη φράση ο Γάλλος κοινωνιολόγος Πιερ Μπουρντιέ αναφέρθηκε στην επισφάλεια (précarité) σε διάλεξή του το μακρινό 1997, διατυπώνοντας τη θέση ότι δεν πρόκειται για ένα παροδικό φαινόμενο στις εργασιακές σχέσεις, αλλά μορφή κυριαρχίας που χαρακτηρίζει την ιστορική περίοδο που διανύουμε. Και η φράση αυτή είναι νομίζω και η πιο ταιριαστή για να συνοψίσει τα συμπεράσματά μας σε σχέση με τις σημερινές συνθήκες εργασίας των νέων στην ελληνική περίπτωση.
Τα ευρήματα της έρευνας του Eteron επιβεβαιώνουν τη δυσκολία των νέων εργαζομένων να ανταπεξέλθουν με το μισθό τους στο κόστος διαβίωσης, με την κατάσταση να χειροτερεύει τόσο λόγω της στεγαστικής επισφάλειας όσο και της ακρίβειας που – και σε προηγούμενες έρευνες του Eteron – ιεραρχείται από τους νέους και τις νέες ως το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν.
Η έρευνα φέρνει στο φως και μια επιπλέον διάσταση που σχετίζεται με το χρέος των νέων εργαζομένων σε τράπεζες, εφορίες και ασφαλιστικά ταμεία, ζητήματα που υποεκπροσωπούνται στο δημόσιο διάλογο και οφείλουν να αναδειχθούν και να τεθούν στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης.
Η εκμετάλλευση μέσω του χρέους αποτελεί ένα διεθνές φαινόμενο με τις νεότερες ηλικίες να συσσωρεύουν χρέη λόγω φοιτητικών και στεγαστικών δανείων, πιστωτικών καρτών κ.α. Την τάση να ζούνε όλο και περισσότεροι άνθρωποι στο όριο του μη βιώσιμου χρέους υπογράμμισε στην πρόσφατη συνέντευξη που παραχώρησε στο Eteron ο Βρετανός οικονομολόγος Γκάι Στάντινγκ, σημειώνοντας χαρακτηριστικά: “Ένα ατύχημα, μια αρρώστια, ένα λάθος και κινδυνεύουν να βρεθούν στο δρόμο. Και αυτό δημιουργεί απίστευτο άγχος, ανασφάλεια, ψυχικές ασθένειες και θανάτους από απόγνωση.”
Τα ευρήματα της έρευνας για τον εργάσιμο χρόνο ανά εβδομάδα, την υπερωριακή απασχόληση, τις απλήρωτες υπερωρίες και την παράλληλη απασχόληση, αντανακλούν τη μεγάλη εργασιακή απορρύθμιση –για να δανειστώ τον τίτλο του βιβλίου του Γιάννη Κουζή και το επιχείρημά του περί ισοπέδωσης της εργασίας–, ιδίως την δεκαετία της κρίσης και των μνημονίων, και τη διαμόρφωση ενός νέου εργασιακού τοπίου µε κύρια χαρακτηριστικά την χαμηλά αμειβόμενη, ευέλικτη και επισφαλή εργασία. Σε αυτό το πλαίσιο, η επισφάλεια επικρατεί παντού, τόσο στον ιδιωτικό όσο και το δημόσιο τομέα, καθώς και σε όλα τα καθεστώτα εργασίας που περιλαμβάνονται στην έρευνα
Τη διάσταση της απορρύθμισης ανέδειξε και η έρευνα του Γιώργου Τσιώλη, ο οποίος στο βιβλίο του “Επισφαλείς βιογραφίες” καταγράφει εκδηλώσεις εργοδοτικού αυταρχισμού και αυθαιρεσίας, όπως η άσκηση λεκτικής και σωματικής βίας, απειλές, σεξουαλική παρενόχληση, καταστρατήγηση του ωραρίου εργασίας, μη έγκαιρη καταβολή των δεδουλευμένων, μη καταβολή μισθού κατά τις ημέρες ασθενείας, άρνηση χορήγησης νόμιμης άδειας κ.α.
Τα παραπάνω συνάδουν με τις απαντήσεις στην έρευνα του Eteron σχετικά με δυσμενείς και κακοποιητικές συμπεριφορές στο πλαίσιο της εργασίας και τα υψηλά ποσοστά όσων θεωρούν εξουθενωτικό το ρυθμό εργασίας ή έχουν υποστεί ψυχολογικό εκφοβισμό, σεξουαλική παρενόχληση, σεξιστική ή ρατσιστική συμπεριφορά. Τα ακόμη υψηλότερα ποσοστά που καταγράφονται στις απαντήσεις των γυναικών αναδεικνύουν τη μεγαλύτερη συχνότητα και το διαφορετικό τρόπο με τον οποίο οι γυναίκες έρχονται αντιμέτωπες με τον καθημερινό σεξισμό και τη σεξουαλική βία στο πλαίσιο της εργασίας τους, όπως και σε κάθε άλλη δραστηριότητα της ζωής τους.
Η μεταβλητή του φύλου ως παράμετρος διαφοροποίησης των απαντήσεων σχετικά με κακοποιητικές συμπεριφορές σχετίζεται με τις ανισότητες φύλου, οι οποίες όπως σημειώνει η Μαρία Καραμεσίνη, “αποτελούν δομικό στοιχείο των πατριαρχικών καπιταλιστικών κοινωνιών” και σχετίζονται, όπως εξηγεί, πρώτον, με τη μεγαλύτερη οικονομική και πολιτική ισχύ των ανδρών, δεύτερον, τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ανδρικής υπεροχής, που ταυτόχρονα υποτιμούν τις ικανότητες, την αξία της εργασίας και την κοινωνική συνεισφορά των γυναικών και, τρίτον, τις διακρίσεις κατά των γυναικών στην αγορά εργασίας και την υπερεκμετάλλευση της εργασίας τους από το κεφάλαιο.
Παράλληλα, για μια εμβάθυνση στο ζήτημα της εξουθένωσης των γυναικών, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη και την ανάλυση των έμφυλων ανισοτήτων στην απλήρωτη οικιακή εργασία φροντίδας, καθώς – όχι τυχαία – στον κυρίαρχο λόγο παραγνωρίζεται η εργασία της κοινωνικής αναπαραγωγής ως αναγκαία προϋπόθεση της μισθωτής εργασίας.
Επιπλέον και σε συνδυασμό με τα παραπάνω, τα ευρήματα για τη ρατσιστική συμπεριφορά στο πλαίσιο της εργασίας, αναδεικνύουν την ανάγκη τα υπό εξέταση κακοποιητικά φαινόμενα να σταματήσουν να αντιμετωπίζονται ως “μεμονωμένα περιστατικά” και να τα δούμε υπό το πρίσμα ενός εργασιακού τοπίου βασισμένου στο ευέλικτο πρότυπο και την κανονικοποίηση πρακτικών υπερεκμετάλλευσης και πολλαπλών καταπιέσεων λόγω του φύλου, της ηλικίας, της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής, του χρώματος, της θρησκείας, του σεξουαλικού προσανατολισμού και της ταυτότητας φύλου.
Με αυτή την έννοια, τα ευρήματα αποτελούν καμπάνα αφύπνισης και υπογραμμίζουν την ανάγκη να πέσει φως σε κακοποιητικές και αυταρχικές συμπεριφορές στο χώρο εργασίας που συχνά περιβάλλονται από ένα πέπλο σιωπής και συγκάλυψης.
Β’ Μέρος: Στάσεις, απόψεις και πρακτικές των νέων εργαζομένων
4. Ιεραρχήσεις, συναισθήματα και προσδοκίες για την εργασία τους στο παρόν και το μέλλον
Σε σχέση με τις ιεραρχήσεις των νέων για την εργασία τους στο μέλλον, στην πρώτη θέση βρίσκονται οι υψηλές αποδοχές με 42,6%. Ακολουθεί η σταθερότητα, ο ελεύθερος χρόνος και ο χαλαρός ρυθμός εργασίας, που ιεραρχείται από το 28,5% των νέων που συμμετείχαν στην έρευνα.
Πιο κάτω στις ιεραρχήσεις βρίσκεται το να συμβαδίζει το περιεχόμενο της εργασίας με τις προσωπικές τους αξίες (22,1%), η ευελιξία ως προς τον τρόπο, το χρόνο και τον τόπο και τον τρόπο απασχόλησης (21,7%), η επαγγελματική ανέλιξη (21,5%), η υγεία και ασφάλεια στην εργασία (20,8%), ενώ στην τελευταία θέση είναι η στροφή στο επιχειρείν (10,2%).
Είναι αξιοσημείωτο ότι η υγεία και η ασφάλεια στην εργασία τοποθετείται ψηλά ως δεύτερη πιο σημαντική ιεράρχηση μόνον από τους/τις ιδιωτικούς υπαλλήλους μερικής απασχόλησης (34,5%).
Σε ερώτηση για τα κυρίαρχα συναισθήματα που νιώθουν για την τωρινή εργασιακή τους κατάσταση, στις πρώτες θέσεις των απαντήσεων του συνολικού δείγματος προκύπτουν ζεύγη αμοιβαία αντίθετων συναισθημάτων, όπως ικανοποίηση (32,4%) και ανασφάλεια (27,6%), δημιουργικότητα (24,3%) και πλήξη/βαρεμάρα (24,1%), χαρά (15,9%) και απελπισία (15,5%).
Η μεταβλητή του φύλου είναι και σ’ αυτή την περίπτωση παράγοντας διαφοροποίησης των απαντήσεων, καθώς στις εργαζόμενες γυναίκες διατηρούνται μεν τα παραπάνω ζεύγη αλλά με διαφορετικό συσχετισμό μεταξύ αρνητικών και θετικών συναισθημάτων, με τα αρνητικά να υπερτερούν. Πιο ειδικά, στην πρώτη θέση στις απαντήσεις των νέων γυναικών είναι η ανασφάλεια (32,1%) και ακολουθεί η ικανοποίηση (28,2%), η πλήξη/βαρεμάρα (25,1%), η δημιουργικότητα (24%), η απελπισία (18,1%) και η χαρά (14,5%).
Παράλληλα, σε ερώτηση για το άγχος που νιώθουν για ζητήματα που σχετίζονται με τη δουλειά τους, το 52,9% των νέων ανδρών και το 64,3% των νέων γυναικών δηλώνουν αρκετά και πολύ αγχωμένοι/ες.
Σε σχέση με την τωρινή τους δουλειά, το 35,6% των νέων εργαζομένων θεωρούν ότι οι δεξιότητες τους είναι υψηλότερες απ’ αυτές που απαιτούνται για να κάνουν τη δουλειά τους, ποσοστό που φτάνει το 48,3% στους/ις κατόχους μεταπτυχιακού/διδακτορικού διπλώματος. Επιπλέον, το 30,9% των νέων δουλεύουν πάνω σε αντικείμενο άσχετο από αυτό που σπούδασαν.
Παράλληλα, 1 στα 4 άτομα θεωρεί ότι η τωρινή εργασία παρέχει ευκαιρίες επαγγελματικής ανάπτυξης. Απ’ την άλλη, το 18,9% των νέων δηλώνουν ότι έχουν βαλτώσει στη δουλειά τους και σκέφτονται να παραιτηθούν. Κι ένα επιπλέον 16,3% θεωρούν το εργασιακό τους περιβάλλον τοξικό αλλά δεν παραιτούνται γιατί φοβούνται την ανεργία. Στο μεταξύ, μόλις το 7,7% απαντούν ότι η τωρινή τους δουλειά αποτελεί εκπλήρωση των ονείρων τους.
Στρέφοντας την προσοχή στις προσδοκίες και τα μελλοντικά σχέδια, το 58,7% των νέων εκτιμούν ότι η προσωπική εργασιακή κατάσταση θα βελτιωθεί τα επόμενα δύο χρόνια. Το 59,4% θεωρούν ότι αυτό θα συμβεί μέσα από την απόκτηση νέων δεξιοτήτων και τη συνεχή μετεκπαίδευση και το 40,6% με την καλή δικτύωση και τις καλές γνωριμίες.
Το 27% προκρίνει την παραίτηση από την τωρινή και την αναζήτηση άλλης εργασίας, ενώ 1 στα 5 άτομα θεωρούν ότι η εργασιακή τους κατάσταση θα βελτιωθεί μέσα από τη συνδικαλιστική συμμετοχή και τη συλλογική διεκδίκηση.
Τέλος, σε σχέση με το πολυσυζητημένο brain drain, προκύπτουν από τα στοιχεία της έρευνας τα ακόλουθα: Το 37,3% των νέων 17-34 ετών σκέφτονται να φύγουν στο εξωτερικό για να αναζητήσουν καλύτερη θέση εργασίας (στη σχετική ερώτηση 14,4% απαντούν Ναι + 22,9% μάλλον ναι).
Στους/ις κατόχους μεταπτυχιακού/διδακτορικού το ποσοστό όσων σκέφτονται να φύγουν καταγράφεται στο 36,8% (21,2% Ναι + 15,6% μάλλον ναι). Επιπλέον, σχεδόν 1 στα 10 άτομα με μεταπτυχιακό/ διδακτορικό δίπλωμα σκέφτονται να μείνουν στην Ελλάδα και να αναζητήσουν εξ αποστάσεως εργασία στο εξωτερικό.
Είναι, δε, αξιοσημείωτο ότι στις ηλικίες 17 – 24 ετών το ποσοστό όσων σκέφτονται να φύγουν στο εξωτερικό ανεβαίνει στο 44,4%.
5. Συνδικαλιστική συμμετοχή, απεργίες και άλλες μορφές συλλογικής δράσης
Όπως είδαμε και παραπάνω, 1 στους 5 νέους/ες 17-34 ετών θεωρούν ότι η προσωπική εργασιακή τους κατάσταση θα βελτιωθεί μέσα από τη συνδικαλιστική συμμετοχή και τη συλλογική διεκδίκηση (20,2%). Την εικόνα εμπλουτίζουν τα παρακάτω ευρήματα:
Το 15,8% δηλώνει ότι είναι μέλος σε σωματείο/συνδικάτο/σύλλογο εργαζομένων, ενώ το 81,1% απαντά αρνητικά. Τα υψηλότερα ποσοστά συνδικαλιστικής συμμετοχής καταγράφονται στους/ις κατόχους μεταπτυχιακού/διδακτορικού (28%) και τους/ις δημοσίους υπαλλήλους (32%).
Επιχειρώντας να εμβαθύνουμε στη θεματική αυτή, παραθέσαμε στο ερωτηματολόγιο μια σειρά από πιθανούς λόγους για τη μη συνδικαλιστική δραστηριοποίηση με δυνατότητα επιλογής μέχρι δύο απ’ αυτούς τους λόγους. Στην πρώτη θέση ξεχωρίζει η έλλειψη χρόνου, συγκεντρώνοντας το 29,9% των απαντήσεων. Δεύτερη δημοφιλέστερη είναι η απάντηση “Δεν έχει νόημα, τίποτα δεν θα αλλάξει” που συγκεντρώνει το 26,1% των απαντήσεων. Ακολούθως, 1 στα 4 άτομα δηλώνουν ότι δε συμμετέχουν γιατί δεν εμπιστεύονται τους συνδικαλιστές/ριες, ενώ το 23% των νέων δηλώνουν άγνοια για το αν δραστηριοποιείται σωματείου στον κλάδο ή χώρο δουλειάς τους.
Παράλληλα, το 64,4% των νέων εργαζομένων συμφωνούν ή μάλλον συμφωνούν με την άποψη ότι “χωρίς ισχυρά συνδικάτα/σωματεία δεν υπάρχουν καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας”. Ακόμη μεγαλύτερα είναι τα ποσοστά συμφωνίας των νέων εργαζομένων με την άποψη ότι “το δικαίωμα στην απεργία είναι ιερό”, καθώς φτάνουν στο 80,6%. Ιδίως στην ηλικιακή κατηγορία 25 – 34 ετών η αποδοχή της άποψης αυτής φτάνει στο 85,6%.
Σε σχέση με τη συμμετοχή τους σε συλλογικές δράσεις, προκύπτει ότι το 19,3% έχει εμπειρία συμμετοχής σε απεργία/στάση εργασίας και το 22,5% έχει συμμετάσχει σε συγκεντρώσεις/διαδηλώσεις/διαμαρτυρίες για εργασιακά ζητήματα. Ακόμη μεγαλύτερο είναι το ποσοστό των νέων εργαζομένων που έχουν συμμετάσχει σε συγκεντρώσεις/διαδηλώσεις/διαμαρτυρίες για άλλα ζητήματα (29,5%). Παράλληλα, το 27,1% έχει εμπειρία διαδικτυακού ακτιβισμού, όπως χρήση κάποιου hashtag / κατάργηση κάποιας εφαρμογής / υπογραφή κάποιου κειμένου). Την πρωτιά σε όλες τις μορφές συμμετοχής (πλην του διαδικτυακού ακτιβισμού όπου είναι στη δεύτερη θέση) έχουν οι κάτοχοι μεταπτυχιακού/διδακτορικού.
Τέλος, το ποσοστό των νέων εργαζομένων που δηλώνουν ότι εμπιστεύονται πολύ/αρκετά τους/τις συναδέλφους/ισσες για ζητήματα που σχετίζονται με τη δουλειά ανέρχεται στο 58,5%.
6.Στάση απέναντι στην κυβέρνηση και τις κινητοποιήσεις της περιόδου
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα ευρήματα για την πολιτική της κυβέρνησης στα εργασιακά, καθώς και τις κινητοποιήσεις της περιόδου.
Στην κλίμακα 0 – 5 όπου 0 = απόλυτα δυσαρεστημένος/η και 5 = απόλυτα ικανοποιημένος/η, οι νεότερες ηλικίες των εργαζομένων εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους απέναντι στην κυβέρνηση με τον μέσο όρο των απαντήσεων να διαμορφώνεται στο 1,9, ενώ 1 στα 4 άτομα δηλώνουν απόλυτα δυσαρεστημένα.
Παράλληλα, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας πλειοψηφική και κλιμακούμενη είναι η υποστήριξη των νέων εργαζομένων στις κινητοποιήσεις τους πρώτους δύο μήνες του 2024. Χαρακτηριστικά, το 61,3% συμφωνούν/μάλλον συμφωνούν με τις κινητοποιήσεις ενάντια στην ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων, το 74,1% με τις αγροτικές κινητοποιήσεις και το 83,2% με την απεργία που κήρυξαν στις 28 Φεβρουαρίου Εργατικά Κέντρα, πρωτοβάθμια σωματεία και η ΑΔΕΔΥ και συνδέθηκε με τις διαδηλώσεις για δικαιοσύνη για τα θύματα των Τεμπών ένα χρόνο αργότερα.
Ακόμη μεγαλύτερη είναι η υποστήριξη των προαναφερθέντων κινητοποιήσεων από τις νέες εργαζόμενες με τα αντίστοιχα ποσοστά να ανέρχονται στο 67%, το 75,7% και το 85,7% αντίστοιχα.
Σχολιασμός ευρημάτων Β’ Μέρους
Εξατομίκευση των όρων εργασίας και συλλογικές αντιστάσεις απέναντι στην εργασιακή επισφάλεια: Στάσεις, τάσεις και αντιφάσεις
Το ότι στην προμετωπίδα των ιεραρχήσεων των νέων για την εργασία τους στο μέλλον βρίσκονται τα ζητήματα του μισθού, του ελεύθερου χρόνου και του χαλαρού ρυθμού εργασίας, αποτελεί εύρημα που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής. Είναι γεγονός ότι δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς μια μετασχηματιστική πολιτική ατζέντα προς όφελος της μισθωτής εργασίας που να μη θέτει στο επίκεντρο τους αξιοπρεπείς μισθούς, τη σταθερή εργασία και τη ριζική μείωση του χρόνου εργασίας.
Στο θεμελιακό ζήτημα του χρόνου είναι αφιερωμένο το νέο βιβλίο του Γκάι Στάντινγκ το οποίο κυκλοφόρησε το φθινόπωρο του 2023 και τιτλοφορείται: “Η πολιτική του χρόνου: Αποκτώντας τον έλεγχο στην εποχή της αβεβαιότητας“. Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε τόνισε ότι ο χρόνος είναι – μαζί με την υγεία – το πιο ζωτικό αγαθό που έχουμε. Κι εκεί, συνεχίζει ο Στάντινγκ, εδράζεται η επιθυμία των επισφαλώς εργαζομένων “να ρίξουν λίγο τους ρυθμούς τους, να αισθανθούν ότι έχουν έλεγχο του χρόνου τους και ότι μπορούν να τον χρησιμοποιούν με τρόπους που δεν υπόκεινται στις επιταγές του κεφαλαίου ή του κράτους”.
Πριν προχωρήσουμε στις προσδοκίες των νέων για την εργασιακή τους κατάσταση στο μέλλον, υπογραμμίζουμε το ανησυχητικό εύρημα ότι η προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων δεν βρίσκεται ψηλά στις ιεραρχήσεις των νεότερων ηλικιών, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη τη ραγδαία αύξηση των εργατικών ατυχημάτων, με 179 νεκρούς και 287 σοβαρά τραυματίες για το 2023 σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ.
Οι νέοι και οι νέες εκτιμούν στην πλειονότητά τους ότι θα βελτιωθεί η εργασιακή τους κατάσταση μέσα στα επόμενα δύο χρόνια. Την προσδοκώμενη βελτίωση τη συνδέουν, όμως, κυρίως με την απόκτηση νέων δεξιοτήτων, τη συνεχή μετεκπαίδευση, την καλή δικτύωση και τις καλές γνωριμίες. Τα ευρήματα αυτά συνάδουν με το νέο τύπο εργαζομένου στον οποίο αναφέρεται ο Τσιώλης στην έρευνά του, όσους και όσες δηλαδή “προσπαθούν να παραμένουν διαρκώς επιλέξιμοι στην αγορά εργασίας μέσω της διαρκούς κίνησης και ενεργοποίησης∙ μέσω της ικανότητάς τους να διατηρούν το επαγγελματικό τους προφίλ ελκυστικό και ανταλλάξιμο στην αγορά εργασίας”. Σε αυτό το πλαίσιο, οι εργαζόμενοι/ες καλούνται να λειτουργούν ως επιχειρηματίες του εαυτού τους και, ιδίως στη «δημιουργική οικονομία» αυτό περνάει μέσα από την οικοδόμηση φήμης και δικτύων, “με τους κανόνες της αγοράς να επιβάλλουν μία συνεχή διαδικασία self-marketing”, όπως εύστοχα το διατυπώνει η Χριστίνα Καρακιουλάφη κάνοντας λόγο για οικονομίες φήμης (reputation economy) και δικτύωσης.
Η επιταγή για συνεχή “προσαρμοστικότητα” στις ανάγκες της αγοράς με ατομικούς όρους συνεπάγεται δυσανάλογα βάρη και έχει και τις αντίστοιχες συνέπειες στη συνείδηση των νέων εργαζομένων που τείνουν να θεωρούν ως δεδομένη συνθήκη την πλήρη εξατομίκευση των όρων εργασίας, την ευελιξία, την κινητικότητα και τον γενικευμένο ανταγωνισμό. Παράλληλα, το κυνήγι δεξιοτήτων, η συνεχής μετεκπαίδευση και η οικοδόμηση δικτύων συνδέονται με την όξυνση της υπερβολικής εργασίας και επίδοσης, που καταλήγουν να γίνουν αυτοεκμετάλλευση, φαινόμενο το οποίο πραγματεύεται ο Μπιούνγκ-τσουλ Χαν στο έργο του Η κοινωνία της κόπωσης. Σύμφωνα με τον Τσιώλη ως αυτοεκμετάλλευση ορίζουμε την “εκούσια αποδοχή εκμεταλλευτικών όρων και εξαρτήσεων προκειμένου ο εργαζόμενος να εμπλουτίσει το βιογραφικό του ή να εξασφαλίσει μια υπόσχεση μελλοντικής εργασίας”. Στη συνθήκη αυτή, συνεχίζει ο ίδιος, “ετερόκλητες εργασιακές εμπειρίες, νέα καθήκοντα και απαιτήσεις, ακόμη και δοκιμασίες αντιμετωπίζονται ως μαθησιακές προκλήσεις που εξελίσσουν τον εργαζόμενο”.
Τα παραπάνω θα μπορούσαμε να τα συνοψίσουμε ως το “φαύλο κύκλο της επισφάλειας”: Ενώ ιεραρχούν ψηλά τον ελεύθερο χρόνο και το χαλαρό ρυθμό εργασίας, καλούνται να υποβάλουν τον εαυτό τους σε εθελοντική εξάντληση στο παρόν με την υπόσχεση της βελτίωσης της εργασιακής τους κατάστασης στο μέλλον. Αυτό το παρόν διαιωνίζεται με τη μελλοντική υπόσχεση της καλυτέρευσης να λειτουργεί ως κίνητρο για την αυτοπαγίδευση στο φαύλο κύκλο. Υπάρχει άραγε τρόπος να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος;
Κάνοντας την παραδοχή ότι ο μισθός και ο χρόνος εργασίας είναι ζητήματα συσχετισμού δύναμης, σε καθοριστικό κρίκο κάθε ενδεχόμενης απάντησης αναδεικνύονται τα συλλογικά εργασιακά δικαιώματα, η συνδικαλιστική δράση και ευρύτερα οι συλλογικές δράσεις.
Αν και το ζήτημα της μέτρησης της συνδικαλιστικής πυκνότητας απαιτεί συστηματική προσέγγιση και η παρούσα έρευνα μπορεί μόνον να αποτυπώσει μια τάση που χρήζει περαιτέρω επεξεργασίας, αποτελεί κοινή παραδοχή ότι η Ελλάδα ακολουθεί τη γενική τάση μείωσης της συνδικαλιστικής πυκνότητας πανευρωπαϊκά. Παρόλα αυτά, υπάρχουν τα τελευταία χρόνια καταγράφεται, αφενός, η μαζικοποίηση μιας σειράς πρωτοβάθμιων σωματείων από την είσοδο νέων εργαζομένων και αφετέρου η έντονη υποστήριξη των νέων σε αποφασιστικούς και συχνά νικηφόρους αγώνες συνδικάτων, όπως για παράδειγμα ο αγώνας των εργαζομένων στην e-food την περίοδο της πανδημίας.
Επομένως, αναδεικνύεται μια αντιφατική συνύπαρξη, απ’ τη μια, τάσεων προσαρμογής με ατομικούς όρους στους κανόνες της αγοράς και, απ’ την άλλη, τάσεων που προκρίνουν τις συλλογικές αντιστάσεις και τη συνδικαλιστική συμμετοχή. Κι ενώ αναμφίβολα οι τάσεις προσαρμογής υπερτερούν αποτυπώνοντας τον γενικότερο αρνητικό συσχετισμό δύναμης για τον κόσμο της εργασίας, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις σε σχέση με δυνατότητες πιθανής αντιστροφής της κατάστασης στις νεότερες ηλικίες.
Πρώτον, καταγράφεται δυσαρέσκεια των νέων για την πολιτική της κυβέρνησης στα εργασιακά. Ιδιαίτερα μεγάλη είναι η υποστήριξη των νέων εργαζομένων σε φοιτητικές, αγροτικές και εργατικές κινητοποιήσεις, καθώς και σε δράσεις για δικαιοσύνη για τα θύματα των Τεμπών. Επιπλέον, προκύπτει – όπως και σε προηγούμενες έρευνες – εξοικείωση των νέων με κινηματικά ρεπερτόρια δράσης (απεργίες, διαδηλώσεις κτλ.), με τα ποσοστά συμμετοχής να κυμαίνονται μεταξύ 20 – 30%.
Στην ίδια κατεύθυνση, το γεγονός ότι 8 στα 10 άτομα θεωρούν ιερό το δικαίωμα στην απεργία – στην παρούσα αλλά και σε προηγούμενες έρευνες του Eteron όπου είχε τεθεί το ίδιο ερώτημα – έχει βαρύνουσα σημασία σε μια περίοδο που αποδυναμώνονται τα συνδικάτα, περιστέλλονται τα συλλογικά εργασιακά δικαιώματα και ποινικοποιείται η απεργιακή δράση. Εξίσου σημαντικό είναι το εύρημα ότι σχεδόν 2 στα 3 άτομα συνδέουν τις καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας με την ύπαρξη ισχυρών συνδικάτων/σωματείων. Πόσο μάλλον όταν, όπως είδαμε, οι υψηλές αποδοχές αποτελεί τη δημοφιλέστερη απάντηση στις ιεραρχήσεις των νέων για την εργασία τους στο μέλλον.
Τέλος, σε πείσμα των κανόνων της αγοράς και την προώθηση του ανταγωνισμού όλων εναντίον όλων, στην έρευνα του Eteron εντοπίζεται κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ των εργαζομένων για ζητήματα που σχετίζονται με τη δουλειά. Το στοιχείο αυτό εντοπίζεται και στην έρευνα του Τσιώλη, όταν αναφέρεται σε “πρακτικές αλληλεγγύης και αλληλοϋποστήριξης των εργαζομένων, που αποσκοπούν στο να αντιπαρέλθουν τους δυσμενείς εργασιακούς όρους και να αμυνθούν απέναντι στις άδικες και καταπιεστικές συμπεριφορές”. Όπως σημειώνει, αυτές οι πρακτικές δείχνουν τη δυνατότητα να διεκδικήσουν οι εργαζόμενοι/ες “μια ηθική της φροντίδας, την οποία αντιπαραβάλλουν στην εξουσιαστική λογική της εργοδοσίας”.
Απ’ την άλλη, οι λόγοι μη συμμετοχής στα σωματεία είναι ερμηνευτικό κλειδί για τις στάσεις απέναντι στην επισφάλεια, ιδίως όταν 8 στα 10 άτομα έχουν απαντήσει στην έρευνα ότι δεν συμμετέχουν σε σωματείο/συνδικάτο/σύλλογο εργαζομένων. Σύμφωνα με τα ευρήματα, στη συζήτηση για την εν δυνάμει στροφή των νέων στα συνδικάτα, χρειάζεται να ληφθεί σοβαρά υπόψη το ζήτημα της έλλειψης χρόνου για συνδικαλιστική δραστηριοποίηση, η δυσπιστία των νέων για τους συνδικαλιστές/ριες και η άγνοια ή και αδιαφορία για το αν υπάρχει σωματείο στον κλάδο και χώρο δουλειάς.
Τελευταίος, αλλά καθοριστικός παράγοντας, η πεποίθηση ότι δεν έχει νόημα [η συνδικαλιστική συμμετοχή], καθώς τίποτα δεν θα αλλάξει. Η πεποίθηση αυτή, η δεύτερη δημοφιλέστερη απάντηση των νέων χωρίς συνδικαλιστική συμμετοχή, καταδεικνύει τη σημαντική επίδραση του δόγματος “δεν υπάρχει εναλλακτική”, του ατομικισμού και άλλων βασικών πυλώνων της κυρίαρχης ιδεολογίας. Εδώ εδράζεται η διαιώνιση του φαύλου κύκλου της επισφάλειας και η εμπέδωση μιας κατάστασης ανημπόριας σε σχέση με συλλογικές διεξόδους και εναλλακτικές. Φαινόμενο που εύστοχα έχει περιγραφεί από τον Μαρκ Φίσερ ως “αναστοχαστική ανικανότητα” (reflexive impotence), εκείνων που “ξέρουν ότι τα πράγματα είναι άσχημα, αλλά ακόμα περισσότερο ξέρουν ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα γι’ αυτό. Αυτή η «γνώση», όμως, αυτός ο αναστοχασμός, δεν αποτελεί παθητική παρατήρηση μιας ήδη υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Είναι μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία.”
Νομίζω ότι θα ήταν σοβαρό λάθος αν υποτιμηθεί αυτή η τελευταία διάσταση σε απόπειρες συστηματικής διερεύνησης των συλλογικών αντιστάσεων απέναντι στην επισφάλεια, της απουσίας τους, καθώς και των ευρύτερων επιδράσεων των εμπειριών εργασιακής επισφάλειας στην ταυτότητα, τις απόψεις και τις προσδοκίες των νέων.
Επίλογος
Συνολικά, τα ευρήματα αναδεικνύουν πτυχές και διαστάσεις της καθημερινότητας των νέων εργαζομένων που υποεκπροσωπούνται στο δημόσιο διάλογο.
Ο παραπάνω σχολιασμός των έξι θεματικών που αναδείχθηκαν στο πρώτο και δεύτερο μέρος φιλοδοξούμε να αποτελέσει την αρχή ενός ευρύτερου διαλόγου πάνω στα ευρήματα και τη σημασία τους, θεωρώντας ότι κάθε έρευνα είναι ανοιχτή σε διαφορετικές ερμηνείες.
Στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος του Eteron “Youth Precarity” θα φιλοξενήσουμε σχόλια και αναλύσεις για την έρευνα και θα επιχειρήσουμε να εμβαθύνουμε σε ζητήματα που θίξαμε παραπάνω, καθώς και να αναδείξουμε επιπλέον ζητήματα.
Επιπλέον, και μεταξύ άλλων, το επόμενο διάστημα θα δημοσιευτεί από το Eteron report ερευνητικής ομάδας με ανάλυση πρόσφατων στοιχείων από την πλέον περιεκτική και πλούσια διαθέσιμη βάση δεδομένων, την Ελληνική Έρευνα Εργατικού Δυναμικού, η οποία διενεργείται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ). Παράλληλα, θα συνεχιστούν οι εκπομπές “On Precarity”, σειρά vidcast συζητήσεων με συγγραφείς βιβλίων γύρω από την εργασιακή επισφάλεια συμβάλλοντας στη θεωρητική τεκμηρίωση και το διαμοιρασμό της γνώσης.