Ποινικός Κώδικας / Σφοδρές αντιδράσεις για το αντιεπιστημονικό «τερατούργημα» του υπουργείου Δικαιοσύνης
Την αντίθεσή του με τις σαρωτικές αλλαγές στον Ποινικό Κωδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που προωθεί το υπουργείο Δικαιοσύνης, εκφράζει ο νομικός κόσμος της χώρας, προειδοποιώντας ότι καταργούν όλο το διεθνώς αναγνωρισμένο φιλελεύθερο ποινικό οικοδόμημα που ίσχυσε από το 1950.
Οι Ποινικοί Κώδικες τροποποιούνται για 7η φορά από το 2019 και μάλιστα χωρίς να ακολουθείται η προβλεπόμενη διαδικασία επιστημονικής νομοθετικής επεξεργασίας (π.χ. νομοπαρασκευαστική επιτροπή ποινικολόγων και άλλων ειδικών επιστημόνων, έκφραση γνώμης ειδικών επιστημόνων κ.λπ.).
Η αυστηροποίηση των ποινών αποτελεί τον βασικό άξονα του νομοσχεδίου για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας, παρόλο που από τα επιστημονικά και στατιστικά στοιχεία δεν προκύπτει αιτιώδης συσχέτιση μεταξύ της αυστηροποίησης των ποινών και μείωσης της εγκληματικότητας.
Σε ανακοίνωσή της, η Ελληνική Εταιρεία Μελέτης του Εγκλήματος και του Κοινωνικού Ελέγχου δηλώνει ότι παρακολουθεί με ιδιαίτερο προβληματισμό και ανησυχία τη νέα πρωτοβουλία του Υπουργείου Δικαιοσύνης για περαιτέρω τροποποιήσεις στους Ποινικούς Κώδικες, τις οποίες ήδη ειδικοί επιστήμονες, δικαστικοί λειτουργοί και επαγγελματίες νομικοί έχουν επικρίνει, χαρακτηρίζοντας το υπό διαβούλευση σχέδιο «τερατούργημα», συνέχεια της κυβερνητικής «μετωπικής επιδρομής» στο ουσιαστικό και το δικονομικό ποινικό δίκαιο, «νεο-τιμωρητικό» κήρυγμα που θα μετατρέψει τη χώρα σε «σωφρονιστική αποικία».
Συγκεκριμένα, η Ελληνική Εταιρεία Μελέτης του Εγκλήματος και του Κοινωνικού Ελέγχου αναφέρει:
Επιστημονικές εταιρείες ποινικολόγων αντιδρούν οργανώνοντας δημόσια εκδήλωση με το αποκαλυπτικό ερώτημα εάν η συγκεκριμένη νομοθετική πρωτοβουλία αποτελεί «αναμόρφωση ή παραμόρφωση του ποινικού συστήματος» και έξι μέλη του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων δηλώνουν ότι πρόκειται για «χαρακτηριστικό δείγμα αντιεπιστημονικού κειμένου που υπόκειται μόνο στην ανάγκη επικοινωνιακής πολιτικής» με νομοθετικές αλλαγές που δεν στοχεύουν «να βελτιώσουν την ποιότητα της ζωής των πολιτών αλλά να τους εντυπωσιάσουν».
Είναι χαρακτηριστικό των αντιλήψεων που διέπουν αυτήν την πρωτοβουλία ότι οι προτεινόμενες αλλαγές στον ΠΚ και τον ΚΠΔ δεν ακολούθησαν την προβλεπόμενη διαδικασία επιστημονικής νομοθετικής επεξεργασίας (π.χ. νομοπαρασκευαστική επιτροπή ποινικολόγων και άλλων ειδικών επιστημόνων, έκφραση γνώμης ειδικών επιστημόνων κ.λπ.), ενώ η ενδεχόμενη θέσπισή τους ανατρέπει συνολικά το πνεύμα και τις βασικές ρυθμίσεις των νέων κωδίκων που ψηφίστηκαν τον Ιούλιο του 2019.
Ίσως για πρώτη φορά στα τελευταία 50 χρόνια προωθούνται τέτοιου εύρους αλλαγές στους ΠΚ με μόνη αποκλειστική πρωτοβουλία και ευθύνη μετακλητών και μόνιμων υπαλλήλων του υπουργείου Δικαιοσύνης. Η εκτελεστική εξουσία φαίνεται ότι δεν έχει ανάγκη πλέον την επιστημονική τεκμηρίωση για την προώθηση ρυθμίσεων του πλέον κατασταλτικού θεσμικού εργαλείου ενός κράτους, δηλαδή της βασικής ποινικής νομοθεσίας, του ποινικού κώδικα και του κώδικα ποινικής δικονομίας.
Αντιθέτως, με χαρακτηριστική ευκολία και ελάχιστη περίσκεψη, προβαίνει σε συνεχείς και πρόχειρες νομοθετικές μεταβολές: οι Ποινικοί Κώδικες τροποποιούνται για 7η φορά από το 2019, γεγονός που δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου, νομολογιακές αντινομίες και συγχύσεις, καθιστώντας το ποινικό δίκαιο βασικό εργαλείο εξυπηρέτησης πολιτικών καιροσκοπισμών.
Τα κύρια επιχειρήματα των εμπνευστών της νομοθετικής πρωτοβουλίας, όπως αποτυπώνονται στην Αιτιολογική Έκθεσή του, προκαλούν απορίες.
Ενώ από τη μια πλευρά υποστηρίζεται ότι οι προωθούμενες ρυθμίσεις υπηρετούν την επιτάχυνση και ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης, την προστασία της οικογένειας, της ανηλικότητας και των θυμάτων που πλήττονται από συμπεριφορές ενδοοικογενειακής βίας και την πρόληψη και την καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, στη συνέχεια οι προτεινόμενες «βελτιωτικές παρεμβάσεις» διευρύνονται και αφορούν (πάντα σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση):
α) τροποποιήσεις του πεδίου της ποινολογίας, ενισχυτικές του εγκληματοπροληπτικού και του σωφρονιστικού χαρακτήρα της ποινής, με προτεραιότητα στην υλική έκτιση των στερητικών της ελευθερίας ποινών, που καθιστούν τη χρήση της φυλάκισης προτεραιότητα αντί έσχατη επιλογή της έννομης τάξης,
β) ρυθμίσεις προστατευτικές της ποινικής δικαιοσύνης από εκείνους που με καταχρηστική και παρελκυστική άσκηση των δικαιωμάτων τους απασχολούν ασκόπως (!!!) τους λειτουργούς της, εισάγοντας εμπόδια για την προσφυγή στη δικαιοσύνη και
γ) προβλέψεις επιταχυντικές της επεξεργασίας και της εκδίκασης των ποινικών υποθέσεων με την κατάργηση της ενδιάμεσης διαδικασίας και την ανάθεση της εκδίκασης πολλαπλάσιου αριθμού σοβαρότατων υποθέσεων σε δικαστήρια με μονομελή σύνθεση.
Παραδόξως, τα ανωτέρω συνδέονται με το κεντρικό αφήγημα στο οποίο αναζητούν έρεισμα οι προτεινόμενες αλλαγές, την ανάγκη μείωσης της μικρομεσαίας εγκληματικότητας. Κατά τους εμπνευστές του σχεδίου νόμου, αυτή θα επιτευχθεί μέσα από την αυστηροποίηση των ποινών, την επιτάχυνση των ποινικών διαδικασιών και τη συρρίκνωση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, που προκαλούν προσκόμματα στην ταχεία απονομή της δικαιοσύνης. Στην κατεύθυνση αυτή:
Ι. Όσον αφορά τον Ποινικό Κώδικα, με το προτεινόμενο σχέδιο νόμου:
α) Επέρχεται μια άνευ προηγουμένου απαξίωση θεμελιωδών αρχών του φιλελεύθερου ποινικού δικαίου, μέσω της κατάργησης των «αποχρώσεων» της ολοκλήρωσης και της βαρύτητας μιας αξιόποινης πράξης και της εξίσωσης της απόπειρας με τελεσμένο έγκλημα, της συνέργειας με την αυτουργία και της κατάργησης της διπλής μείωσης της ποινής σε περίπτωση συρροής ελαφρυντικών και κυρίως, μέσω της κατάργησης του ανασταλτικού αποτελέσματος της έφεσης σε ορισμένα εγκλήματα. Οι προτάσεις αυτές έρχονται έτσι σε αντίθεση με την αρχή της αναλογικότητας και το τεκμήριο αθωότητας και απομακρύνονται έμμεσα από το άδικο της πράξης, επαναφέροντας την αξιολόγηση της επικινδυνότητας του δράστη, δηλαδή καταργούν όχι μόνον τους άξονες που διέπουν τους κώδικες του 2019 αλλά και όλο το διεθνώς αναγνωρισμένο φιλελεύθερο ποινικό οικοδόμημα, που ίσχυσε στη χώρα από το 1950.
β) Τυποποιούνται νέες αξιόποινες πράξεις και διευρύνεται η αντικειμενική υπόσταση υπαρχόντων εγκλημάτων.
γ) Αυξάνονται τα ανώτατα όρια της ποινής πρόσκαιρης κάθειρξης από 15 σε 20 χρόνια.
δ) Επανέρχεται η απέλαση αλλοδαπού ως μέτρο ασφαλείας.
ε) Αυξάνονται τα ελάχιστα καιτα ανώτατα όρια της μειωμένης ποινής.
στ) Αυστηροποιούνται περαιτέρω οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της υφ’ όρον απόλυσης, συρρικνώνεται το πεδίο εφαρμογής της υφ΄ όρον αναστολής εκτέλεσης των ποινών και επανεισάγεται η κοινωνικά άδικη, εισπρακτικού χαρακτήρα ,μετατροπή των στερητικών της ελευθερίας ποινών σε χρηματικές.
ζ) Καταργείται η προϋπόθεση της βίας ή της απειλής της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας, που πρέπει να συντρέχουν για να εγκλειστεί ένας ανήλικος σε φυλακή -ειδικό κατάστημα κράτησης νέων- εφόσον πάντα έχει κλείσει τα 15 έτη της ηλικίας του και η πράξη είναι κακούργημα αν την έκανε ενήλικας. Άρα, το σχέδιο νόμου επαναφέρει τη φυλακή για τους εφήβους, ενώ είναι γνωστό και διεθνώς αποδεκτό, ότι κάθε επαφή ανηλίκου με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης επιφέρει μεγαλύτερα τραύματα από αυτά που προκάλεσε ο ανήλικος δράστης.
η) Εισάγεται, ως παρεπόμενη ποινή, η δήμευση της περιουσίας των δραστών (αυτουργών και συμμετόχων, ακόμη και από αμέλεια) εμπρησμού σε δάση που έχει συνέπεια τον θάνατο ή ευρείας έκτασης οικολογική καταστροφή, που οδηγεί στη φτωχοποίηση όχι μόνον του ίδιου του δράστη, ιδίως αγρότη, αλλά και των προσώπων που εξαρτώνται από αυτόν.
ΙΙ. Καταλυτικές είναι οι αλλαγές που προτείνονται και για τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Η κατ΄ουσίαν θέσπιση της δίκης με συνοπτικές διαδικασίες και μειωμένες εγγυήσεις είναι ο πραγματικός στόχος: η πρόβλεψη για την κατάργηση της «χρονοβόρας» διαδικασίας των δικαστικών συμβουλίων σε πληθώρα κακουργημάτων, η κατάργηση των Πενταμελών Εφετείων Κακουργημάτων και η αντικατάστασή τους με Τριμελή, η μετακύλιση του κύριου βάρους της εκδίκασης των πλημμελημάτων σε μονομελείς συνθέσεις, ο περιορισμός του δικαιώματος αναβολής και η επαναφορά του θεσμού της αυτόματης δικαστικής απέλασης των αλλοδαπών μετά την έκτιση της ποινής τους, αποτελούν ενδείξεις μιας ολοκληρωτικής τροπής του ποινικού δικονομικού δικαίου.
Τα πολυμελή δικαστήρια δεν θεσπίστηκαν χάριν παιδιάς αλλά ως εγγύηση για την πολύπλευρη αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού προς διαμόρφωση εμπεριστατωμένης δικαστικής κρίσης και για τα δικαιώματα των συμμετεχόντων στη δίκη, κυρίως του κατηγορουμένου.
ΙΙΙ. Εκτός όμως από τα παραπάνω, από πουθενά και ποτέ έως τώρα δεν έχει προκύψει σχέση ανάμεσα στην αυστηροποίηση των ποινικών κυρώσεων και την εξέλιξη της εγκληματικότητας. Αντίθετα, ξέρουμε ότι όσο ενισχύεται και αυστηροποιείται το σύστημα της ποινικής καταστολής, τόσο αυξάνεται και η εγκληματικότητα, ιδίως αν λάβουμε υπόψη ότι η φυλακή διεθνώς, με βάση τις εγκληματολογικές έρευνες, θεωρείται ένα πλαίσιο που ευνοεί την υποτροπή, την καλλιέργεια και την αναπαραγωγή της εγκληματικότητας, ιδίως της σοβαρής. Έτσι μια απλή ανάγνωση των στατιστικών δεδομένων της ΕΛ.ΑΣ., επιβεβαιώνει ότι τα τελευταία χρόνια καταγράφονται αυξητικές τάσεις στην τέλεση κακουργημάτων, παρά την αυστηροποίηση των ποινών που απειλούνται για πολλά από αυτά με τον ν. 4855/2021.
Συνοψίζοντας, οι τροποποιήσεις του ΠΚ και του ΚΠΔ πάσχουν ως προς την επιστημονική τους τεκμηρίωση και κατατείνουν στην εργαλειοποίηση του ποινικού δικαίου υπό το πρίσμα μιας τιμωρητικής ιδεολογίας. Ωστόσο, η τιμωρητικότητα, εκτός των άλλων, είναι πλήρως αναποτελεσματική και αυτό αφορά και τους λόγους που η αιτιολογική έκθεση επικαλείται για να τεκμηριώσει την ανάγκη των προωθούμενων τροποποιήσεων.
Δηλαδή με βάση τα ερευνητικά δεδομένα και τις θεωρητικές παραδοχές της Εγκληματολογίας και την πραγματικότητα που διαμορφώνεται ενώπιόν μας, τόσο η αιτιολογική έκθεση όσο και οι δηλώσεις των αρμοδίων δεν πείθουν για τη σκοπιμότητα των μεταρρυθμίσεων που εισηγούνται υπό το πρίσμα του φιλελεύθερου ποινικού δικαίου, που οφείλει να αποδέχεται και να προωθεί ένα σύγχρονο κράτος δικαίου.
Προκύπτει επομένως το ερώτημα τι ακριβώς εξυπηρετεί αυτό το σχέδιο νόμου. Πάντως την αντεγκληματική πολιτική δεν φαίνεται να την εξυπηρετεί.
Είναι γεγονός ότι στη χώρα μας παρατηρείται μία εντυπωσιακή ευχέρεια του νομοθέτη να αναδιαμορφώνει συνεχώς το πεδίο των κατασταλτικών ρυθμιστικών παρεμβάσεών του, ένας ποινικός πληθωρισμός που συμβαδίζει ταυτόχρονα με μία δυσκολία στην ανάληψη πολιτικής πρωτοβουλίας για την κανονιστική και θεσμική ρύθμιση στο πεδίο της πρόληψης, του κοινωνικού κράτους και της κοινωνικής προστασίας.
Όσο το κράτος αποσύρεται από το κοινωνικό πεδίο, τόσο η ρητορική της καταστολής και του ποινικού εγκλεισμού αυξάνεται ως το μόνο πεδίο νομιμοποίησης και προνομιακής λειτουργίας της κρατικού μηχανισμού. Αυτήν ακριβώς την πολιτική εκφράζει η υπό δημόσια διαβούλευση νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργείου Δικαιοσύνης.