Το γράμμα μιας αντιδικτατορικής αγωνίστριας στον Γιάννη Κάτρη
Στο βιβλίο του Γ. Κάτρη «Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα, 1960-1970» εκδ. Παπαζήση, στις σελίδες 142-167 υπάρχει το γράμμα της αντιδικτατορικής αγωνίστριας που έμεινε γνωστή με το ψευδώνυμο Ηλέκτρα Παππά. Το έστειλε στον Γιάννη Κάτρη εν μέσω της Χούντας.
Προειδοποίηση περιεχομένου: Αστυνομικά βασανιστήρια, έμφυλη βία.
Με γνώμονα την ιστορική μνήμη δημοσιεύουμε μέρη το γράμμα μιας αντιδικτατορικής αγωνίστριας, που έμεινε γνωστή με το ψευδώνυμο «Ηλέκτρα Παππά» στον Γιάννη Κάτρη.
Σκοπός να αναδείξουμε το απάνθρωπο πρόσωπο της Χούντας, τα βασανιστήρια και την παντελή έλλειψη οποιουδήποτε δικαιώματος.
Αποτελεί ένα μικρό ευχαριστώ προς τους αγωνιστές για την ελεύθερη χώρα που μας παρέδωσαν.
Αναδημοσιεύοντας ένα μέρος του 3ου κεφαλαίου σας ζητάμε να αναζητήσετε το βιβλίο αυτό στα βιβλιοπωλεία, καθώς αξίζει να υπάρχει σε κάθε βιβλιοθήκη.
Ποιος ήταν ο αγωνιστής-δημοσιογράφος Γιάννης Κάτρης
Ο Γιάννης Κάτρης, κορυφαίο στέλεχος της ελληνικής δημοσιογραφίας, γεννήθηκε στο Άργος, μεγάλωσε στην Πάτρα και από το 1940 έμεινε στην Αθήνα. Στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940-41 πήρε μέρος σαν απλός στρατιώτης, τραυματίστηκε και παρασημοφορήθηκε, ζώντας από κοντά την έξαρση της νίκης, αλλά και την προδοσία της συνθηκολόγησης. Στην Κατοχή πήρε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση και δούλεψε στον παράνομο Τύπο. Για τις αταλάντευτες δημοκρατικές αντιφασιστικές αρχές του υπέστη πολλές διώξεις, ενώ στον Εμφύλιο Πόλεμο για πέντε χρόνια δοκίμασε τις πιο απάνθρωπες εμπειρίες από το κολαστήριο της Μακρονήσου και τις "πειθαρχημένες διαβιώσεις" της Ικαρίας και του Αϊ-Στράτη.
Μόλις έγινε το απριλιανό πραξικόπημα, διέφυγε στο εξωτερικό και έζησε τέσσερα χρόνια στις ΗΠΑ και τρία στην Αγγλία. Στην περίοδο της αναγκαστικής αυτοεξορίας του έγραψε το βιβλίο "Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα, 1960-1970", τη σημαντικότερη ίσως μελέτη για τα πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα που οδήγησαν στη γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα και στην εκδήλωση της απριλιανής χούντας.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1971 στα ελληνικά (Δυτική Ευρώπη) και στα αγγλικά (Αμερική, Καναδάς). Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε το 1974. Στις 2 Φεβρουαρίου 1976, κι ενώ έχει επέλθει η Μεταπολίτευση, ο Γιάννης Κάτρης και ο εκδότης του Βίκτωρ Παπαζήσης θα δικαστούν στο Α΄Τριμελές Πλημμελειοδικείο για "περιύβριση Αρχής", επειδή στο βιβλίο καταγγέλλονται τα βασανιστήρια και οι βασανιστές της Γενικής Ασφάλειας στη διάρκεια της δικτατορίας. Η σχετική διαδικασία ανακινήθηκε από τον υπουργό Δημοσίας Τάξεως Σόλωνα Γκίκα. Μαζί με τη δίωξη των υπευθύνων, συγγραφέα και εκδότη, θα ζητηθεί και η κατάσχεση του βιβλίου διότι υπάρχει "κίνδυνος" να δημιουργηθούν για το Αστυνομικό Σώμα "εσφαλμέναι και βλαπτικαί εντυπώσεις"! Μάρτυρες κατηγορίας θα καταθέσουν οι βασανιστές και φύλακες της Χούντας Καραπαναγιώτης, Μπάμπαλης, Λάμπρου και άλλοι γνωστοί χαμαιλέοντες του Παπαδόπουλου και του Ιωαννίδη. Ο τίτλος του επόμενου δίτομου έργου του, "Ο προδομένος λαός - Το χρονικό μιας πενταετίας (1975-1980)", που εκδόθηκε το 1979, αποδίδει απόλυτα το πνεύμα της εποχής.
(Από το επίσημο βιογραφικό του σημείωμα)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η ΜΠΑΛΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΦΡΙΚΗΣ
—«Εσείς που μέσα μπαίνετε αφήστε κάθε ελπίδα».
(Από την «Κόλαση» του Ντάντε)
Κατά το τέλος Ιουνίου 1969 πήρα από την Ελλάδα το παρακάτω γράμμα, χωρίς υπογραφή:
«Θέλω να ελπίζω ότι ένα άλλο γράμμα μου με πολλές πυκνογραμμένες σελίδες, που έστειλα μέσω Γενεύης σήμερα, θα φθάσει τελικά στα χέρια σας. Δεν ετόλμησα να το εμπιστευτώ στο ταχυδρομείο. Ένας φίλος που έφευγε για την Ελβετία δέχτηκε να το πάρει. Ξηλώσαμε μαζί τον πάτο της βαλίτσας του, απλώσαμε τα χαρτιά με συμμετρία για να μην εξέχει τίποτε και τον ξαναράψαμε με προσοχή. Στο αεροδρόμιο, από μακρυά, παρακολουθούσα τον έλεγχο του τελωνείου. Όταν η βαλίτσα πέρασε — χωρίς να την ανοίξουν — άφησα να βγει βαθειά η κρατημένη μου ανάσα. Και από την εξέδρα του αεροδρομίου, την εξέδρα με τα δακρυσμένα μάτια, είδα σε λίγο το ατσαλένιο πουλί να ξεκολλάει από την ελληνική γη και μουγκρίζοντας ν' αφήνει τον αέρα της σκλαβιάς. Εγώ γύριζα πίσω στη μοίρα μου. Αλλά το γράμμα τώρα θα περνάει τα σύνορα και θα πετάει μακρυά από το κλουβί του φόβου, σε χώρες ελεύθερες.
Δεν έχει καμιά λογοτεχνική αξίωση το φτωχό μου γράμμα. Λέει όμως την αλήθεια και μόνο την αλήθεια. Και απευθύνεται στις ζεστές καρδιές όλου του κόσμου με την πονεμένη κραυγή: Κάνετε ό,τι μπορείτε σεις οι ελεύθεροι για μας τους σκλάβους. Κάντε κάτι...».
Το γράμμα με τις πολλές πυκνογραμμένες σελίδες ήρθε από τη Γενεύη λίγες ημέρες αργότερα. Και διαβάζοντάς το ανατρίχιαζα σε κάθε σελίδα, σε κάθε γραμμή. Οι λιτές φράσεις, οι απλές σκέψεις, έκαιγαν σαν πυρωμένο σίδερο. Αισθάνομαι το ιερό χρέος να το παραθέσω ακέραιο — χωρίς καμιά αφαίρεση ή προσθήκη — σ' αυτό το βιβλίο.
Οι μόνες διορθώσεις που έκρινα ότι έπρεπε να κάνω — και έκανα — είναι ένα ονοματεπώνυμο και μια διεύθυνση. Μη έχοντας το δικαίωμα να εκθέσω σε κίνδυνο μια ξένη ζωή άλλαξα το όνομα και (μια διεύθυνση κατοικίας) του προσώπου που έγραψε το γράμμα. Τίποτ' άλλο.
22 Νοέμβρη 1967
Δεν μένω πια σπίτι μου, στο όμορφο διαμέρισμα της οδού Χάρητος. Μια νύχτα, τον περασμένο μήνα χτύπησε δυνατά η πόρτα μου. Κατάλαβα… Από καιρό είχα καταστρώσει το σχέδιο διαφυγής. Έτσι, ενώ αγωνίζονταν να σπάσουν την πόρτα εγώ κατέβηκα από την είσοδο της υπηρεσίας στο ισόγειο και πηδώντας ένα τοίχο δυόμιση μέτρα ύψος βρέθηκα στη νυχτερινή ερημιά του πίσω δρόμου. Είχα μια διεύθυνση για καταφύγιο σε ώρα μεγάλης ανάγκης.
Βαδίζοντας με μεγάλη προφύλαξη από τους πιο σκοτεινούς δρόμους μπόρεσα να φτάσω…
Τώρα είμαι παράνομη. Μένω στο υπόγειο μιας φτωχής γειτονιάς. Με κομμένα και αλλαγμένα στο χρώμα μαλλιά, φορώντας γυαλιά, έχω αλλάξει μορφή και δουλεύω στον μυστικό, τον αλογόκριτο τύπο. Εκτελώ καθήκοντα «συνδέσμου» για την εφημερίδα του Πατριωτικού Μετώπου. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να πηγαίνω, με ακρίβεια δευτερολέπτου, σε πολλά σημεία της Αθήνας και να μαζεύω χειρόγραφα. Χρησιμοποιώ ένα ποδήλατο που στο τιμόνι έχει ένα καλαθάκι. Στο σημείο της συναντήσεως αφήνω το ποδήλατο στο πεζοδρόμιο και κυττάζω κάποια βιτρίνα. Ο άνθρωπος με τα χειρόγραφα περνάει ξυστά από το πεζοδρόμιο, αφήνει το φάκελο στο καλαθάκι του ποδηλάτου και φεύγει. Όταν τελειώσω τη συγκέντρωση των χειρογράφων συναντώ σε κάποιο σημείο ενός δρόμου, που κάθε φορά αλλάζει, το βοηθό του αρχισυντάκτη και με αστραπιαία ταχύτητα παραδίνω το πολύτιμο υλικό. Ο κίνδυνος παραμονεύει κάθε στιγμή. Αλλά όταν καμαρώνεις την τυπωμένη παράνομη εφημερίδα και ξέρεις ότι θα πάει σε δέκα χιλιάδες σπίτια και θα διαβαστεί από πολύ περισσότερο κόσμο η ικανοποίηση που αισθάνεσαι δεν διώχνει, βέβαια, τον κίνδυνο, αλλά διώχνει το φόβο του
κινδύνου. Ας είναι…
Εδώ και λίγες μέρες ένας που δούλευε στα «μαγνητόφωνα» πιάστηκε. Και με ειδοποίησαν να τον αντικαταστήσω. Να πώς γινόταν η δουλειά με τα μαγνητόφωνα: Νοικιάζαμε ένα τρίκυκλο για μεταφορές και το σταθμεύαμε σ’ ένα πολυσύχναστο μέρος. Μέσα στο τρίκυκλο υπήρχε ένα κιβώτιο με το μαγνητόφωνο και το μεγάφωνο. Όταν ο οδηγός απομακρυνθεί σε απόσταση ασφαλείας, το ρυθμισμένο μαγνητόφωνο αρχίζει να
λειτουργεί. Ώσπου να ειδοποιηθεί και να καταφθάσει η αστυνομία τα συνθήματα της αντιστάσεως τα έχουν ακούσει χιλιάδες άνθρωποι.
Αισθάνθηκα υπερήφανη που το ντεπούτο μου στην καινούργια δουλειά σημείωσε επιτυχία. Ήταν γύρω στις οκτώ το βράδυ στην πλατεία Συντάγματος. Πήχτρα ο κόσμος. Ξαφνικά άρχισε να ξεχύνεται η απαγορευμένη θεία μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Το τραγούδι της Φαραντούρη έλεγε:
«Σώπα, όπου νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες. Αυτό το χώμα κανείς δεν μπορεί να μας το πάρει».
Ο κόσμος ανατριχιάζει. Εγώ κλαίω. Η μουσική και το τραγούδι σταματάνε.
Και μια ζεστή φωνή, παλλόμενη από συγκίνηση, ακούγεται: «Σας μιλάει το Πατριωτικό Μέτωπο. Ο φασισμός θα συντριβεί. Η Δημοκρατία θ’ αναστηθεί…». Η φωνή είναι γνωστή. Είναι του Μίκη, γραμμένη σε
μαγνητοταινία. Ο Θεοδωράκης βρίσκεται στα νύχια της Χούντας, αλλά η φωνή του είναι ελεύθερη.
Από τον κρυψώνα μου είδα τα λεφούσια της αστυνομίας νάρχονται. Καιρός να φύγω…
Οσμίζομαι ότι πλησιάζει και η δική μου ώρα. Δεν μπορώ να διατηρηθώ περισσότερο στην παρανομία. Ένα ρίγος στη σπονδυλική στήλη με παραλύει. Το πρωί, ενώ από το παραθυράκι του υπόγειου έκανα την καθημερινή κατόπτευση του δρόμου, είδα στο απέναντι πεζοδρόμιο μια φάτσα που το ένστικτο μου λέει
ότι είναι ύποπτη. Κοιτούσε δήθεν χαζά τη βιτρίνα στο αντικρυνό μαγαζάκι.
Από καιρό σε καιρό βημάτιζε στο πεζοδρόμιο και περιεργαζότανε τα διάφορα σπιτάκια της γειτονιάς. Έπειτα από μια ώρα εξακολουθούσε να είναι στο ίδιο μέρος. Δεν έχω πια καμιά αμφιβολία. Έχουν φαίνεται επισημάνει την ακτίνα του σπιτιού, αλλά όχι το ίδιο το σπίτι. Δεν πήγα στη «δουλειά» μου εκείνη την ημέρα. Μπόρεσα όμως να ειδοποιήσω την οργάνωση. Στις δυο το μεσημέρι διαπίστωσα από το παρατηρητήριό μου αλλαγή φρουράς. Μια καινούργια φάτσα κατέφθασε, αντάλλαξε ένα νεύμα με τον πρωινό και πήρε τη θέση του. Αυτός κοιτάζει επίμονα το σπίτι μου. Ο κλοιός σφίγγεται. Ξέρω ότι η ώρα μου πλησιάζει και όμως δεν μπορώ να
κάνω τίποτε. Τώρα οι πολιορκητές είναι τρεις και καλύπτουν εκ περιτροπής ολόκληρο το εικοσιτετράωρο. Είμαι σαν το ανήμπορο ζώο που το έχουν ζώσει τα άγρια σκυλιά…
Οι προμήθειές μου σε τρόφιμα έχουν τελειώσει…
22 Νοεμβρίου:
Σήμερα ξύπνησα πεινασμένη. Από την κλειδαρότρυπα βλέπω ότι έξω από την πόρτα μου είναι δυο μπουκάλια γάλα. Δεν ανοίγω όμως να τα πάρω. Η τακτική μου είναι να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι λείπω από το σπίτι. Η πείνα είναι προτιμότερη από… Στη σκέψη αυτή αισθάνομαι να κουλουριάζεται πάνω μου ένα φίδι και να με σφίγγει, να με σφίγγει… Τη νύχτα, στις ελάχιστες ώρες που κοιμήθηκα ονειρεύτηκα το Μανώλη. Είμαστε μαζί, αγαπημένοι, σε κάποιο άγνωστο κάτασπρο νησί. Τον φιλούσα, με χάιδευε. Ξύπνησα τη στιγμή που ένα γλυκό σύννεφο τύλιγε την ψυχή μου. Ήταν το τελευταίο χαρούμενο όνειρο της ζωής μου. Από δω και πέρα θα ζω συντροφευμένη με τους αχώριστους εφιάλτες μου.
23 Νοεμβρίου 1967
Αποφάσισα να φύγω και ό,τι θέλει ας γίνει. Τα προβλήματα ήσαν δυο: πώς θα διαφύγω και πού θα πάω. Να βγω από την κεντρική πόρτα αποκλείεται. Θάπεφτα στο στόμα του λύκου. Θα επιχειρήσω να βρω διέξοδο από πίσω. Όπως στην οδό Χάρητος. Ως προς το πού να πάω, αν ξέφευγα, η οργάνωση μου είχε πει από καιρό ότι δεν υπήρχε διαθέσιμη στέγη. Δεν έμενε παρά το πατρικό μου σπίτι. Αλλά δεν θα με αναζητούσαν πρώτα απ’ όλα εκεί; Δεν είχα όμως άλλη εκλογή. Ετοιμάσθηκα, έθαψα τις σημειώσεις μου στον κρυψώνα και στις τέσσαρες το πρωί ξεκίνησα. Το σκοτάδι έξω ήταν πηχτό. Πέρασα από το πλυσταριό και ανέβηκα στο διάδρομο του ισόγειου, που συνδέεται με τον πίσω δρόμο μ’ ένα παραθυράκι. Το άνοιξα και πέρασα τα πόδια μου.
Γλιστρώντας πέρασε και το κεφάλι μου. Όταν τα πόδια ακούμπησαν στο πεζοδρόμιο κι έκανα να σηκωθώ το αριστερό μου αυτί αισθάνθηκε την κρύα επαφή με την κάννη ενός περιστρόφου. Τέσσερα χέρια με άρπαξαν.
Κάποιος μου έχωσε στο στόμα ένα μαντήλι. Ο άλλος πειθάρχησε τα χέρια μου σε σιδερένια βραχιόλια. Ακούστηκε το κλικ της χειροπέδης. Σηκωτή με κουβάλησαν στο τζιπ που ήταν κρυμμένο στη γωνία του δρόμου. Ξεκίνησε.
Ήμουνα, στα νύχια των θηρίων. Η σκέψη μου, με μια πυρετική υπερένταση, δούλευε στο ίδιο μοτίβο: «Ήρθε η ώρα σου. Πρέπει ν’ αντέξεις. Ξέχασε τα ονόματα που ξέρεις. Το πολύ να πεθάνεις. Πρέπει, πρέπει, πρέπει..».
Να την η Μπουμπουλίνας. Φτάσαμε. Το καφετί κτίριο. Άλλοτε υπουργείο Εργασίας. Σήμερα η έδρα της Γενικής Ασφαλείας Αθηνών. Το τζιπ σταματάει μπροστά στην κεντρική είσοδο. Με σπρώχνουν μέσα. Η ώρα κοντεύει τέσσαρες και μισή, αλλά η κίνηση μέσα στο κτίριο δείχνει σα νάναι μέρα. Η Μπουμπουλίνας δουλεύει ασταμάτητα ολόκληρο το 24ωρο. Ένα σωρό κόσμος ανεβαίνει και κατεβαίνει τις σκάλες… Όλοι νέοι, οι περισσότεροι αρτίστικα ντυμένοι, κρατάνε στα χέρια βιβλία. Ο αέρας που έχουνε, η άνεση που κινούνται, δείχνουν ότι βρίσκονται στο σπίτι τους. Δεν είναι κρατούμενοι. Είναι χαφιέδες της Ασφάλειας, που προσπαθούνε να μοιάζουνε με φοιτητές. Το καθεστώς των συνταγματαρχών τους προσέλαβε κατά χιλιάδες. Είναι έκτακτοι υπάλληλοι και πληρώνονται όχι με μισθό, αλλά με το «κεφάλι». Κάθε επιτυχής κατάδοση που θα οδηγήσει στη σύλληψη ενός «εχθρού» πληρώνεται με 500 δραχμές. Για τα ελληνικά μέτρα είναι ένα γερό μεροκάματο. Καθώς με ανέβαζαν στο τέταρτο η κίνηση δυναμώνει. Πόρτες ανοίγουν και κλείνουν βιαστικά, ένα σωρό γραφιάδες, ανακριτές, δήμιοι.
Τα τηλέφωνα κουδουνίζουν, οι γραφομηχανές δουλεύουν, τα ραδιόφωνα στη διαπασών, μοτοσικλέτες με τις μηχανές αναμμένες. Ένα πανδαιμόνιο. Ο μηχανισμός του εγκλήματος δουλεύει σκληρά.
Στο τέταρτο, δυο μεγάλα χολ και συνέχεια τα κελιά. Τα ξεχωρίζεις από μια τρύπα που έχει το καθένα στο ύψος κανονικού άντρα, του φρουρού. Με πέταξαν μέσα σ’ ένα απ’ αυτά. Έπειτα από τα εκτυφλωτικά φώτα των διαδρόμων το πηχτό σκοτάδι του κελιού ηρέμησε τα τεντωμένα νεύρα μου. Οι χειροπέδες με τα χέρια στριμμένα στην πλάτη με πονούσαν. Το μαντήλι στο στόμα μ’ έπνιγε.
Κουλουριάστηκα στο τσιμεντένιο πάτωμα κι έκλεισα τα μάτια. Από το χολ έφταναν στο κελί μου παράξενοι θόρυβοι. Ανασηκώθηκα και πλησίασα στην τρύπα του φρουρού. Είχε γυρισμένες τις πλάτες του. Μπόρεσα και είδα την πρώτη φρικτή εικόνα της Μπουμπουλίνας. Δυο – δυο οι βασανιστές κουβαλούσαν μέσα σε κουβέρτες σακατεμένα παλικάρια. Από την εσωτερική σκάλα τους ανέβαζαν στην ταράτσα. Ένας πήγαινε μόνος του. Περπατούσε δύσκολα με τα τέσσερα. Οι συνοδοί τον κλωτσούσαν για να βιαστεί. Κάποια στιγμή γύρισε το πρόσωπο προς τη μεριά του. Θεέ μου, αυτός είναι ο Γληνός, τον ξέρω. Είχε πιαστεί πριν από ένα μήνα. Κι ακόμη τον βασανίζουν.
Αυτοί που ανέβαιναν το Γολγοθά της ταράτσας διασταυρώθηκαν στη σκάλα μ’ έναν άλλον που τον κατέβαζαν. Το κεφάλι του εξέχει από την κουβέρτα κι είναι πεσμένο, δείχνει άψυχο. Προλαβαίνω να τον δω. Είναι ο Παπαζής, ένας λεβέντης ως εκεί πάνω. Μοιάζει με πληγωμένο περήφανο αετό που τα γεράκια έχουν πέσει πάνω του και τον κατασπαράζουν. Όχι, δεν μπορώ ν’ αντέξω εγώ η φτωχιά, αδύναμη γυναίκα.
Και όμως πρέπει… Ξαναγύρισα στη γωνιά μου. Έτρεμα ολόκληρη. Κάποια στιγμή με πήρε ο ύπνος. Ήταν μέρα όταν ανοίγοντας τα μάτια μου αντίκρισα μπροστά μου το ψυχρό κι αγέλαστο πρόσωπο του Καραπαναγιώτη. Στεκότανε ορθός, ακίνητος, με γυάλινα πράσινα μάτια, και με κοιτούσε: «Εγώ είμαι ο Καραπαναγιώτης», είπε με ήρεμη φωνή, ζυγιάζοντας κάθε λέξη. «Μ’ έχεις ακουστά;» Κράτησα την αναπνοή μου για να μην φαίνεται η ταραχή μου κι έδειξα ότι το μαντήλι στο στόμα μ’ εμπόδιζε ν’ απαντήσω. Άπλωσε το χέρι του και το τράβηξε. «Ναι», είπα.
—Τι άλλο έχεις ακούσει για μένα;
—Ότι είσαι βασανιστής.
—Ποιος στο είπε αυτό;
—Το ξέρει όλη η Αθήνα.
—Ποιος συγκεκριμένος άνθρωπος στο είπε;
Πολύ γρήγορα είχαμε φθάσει στο κρίσιμο σημείο. Ονόματα λοιπόν ήθελε. Και άρχιζε το παιγνίδι με ανοιχτά χαρτιά. Αν ήθελα να πολεμήσω έπρεπε να κάνω κι εγώ το ίδιο. Συγκέντρωσα όση αυτοκυριαρχία μπορούσα να δείξω ότι έχω, στύλωσα τα μάτια μου περιφρονητικά απάνω του και είπα: «Άκουσε, Καραπαναγιώτη, είμαι έτοιμη για όλα. Δεν σε φοβάμαι».
Στα ψυχρά πράσινα μάτια άστραψε μια κόκκινη φλογίτσα.
Το θηρίο ήταν έτοιμο να χιμήξει. Είδα το χέρι του να χουφτώνει το περίστροφο που κρεμότανε από τη ζώνη του. Τον άκουσα να λέει: «Αυτό που είπες τώρα δεν θα το λες αύριο».
Από το στόμα μου βγήκε η κοφτή απάντηση:
«Οι άντρες που απειλούν δεμένες γυναίκες δεν είναι άντρες». Τον προκαλούσα με την κρυφή ελπίδα να χάσει την αυτοκυριαρχία του και να με πυροβολήσει. Ήταν το μικρότερο κακό που μπορούσε να μου συμβεί.
Έχασε την αυτοκυριαρχία του, αλλά δεν πυροβόλησε. «Θα τα ξαναπούμε», μου σφύριξε φεύγοντας. Και πρόσθεσε: «Και πολύ σύντομα».
Έτρεμα ολόκληρη. Ήξερα όμως ότι τον πρώτο γύρο της πρώτης μέρας μου στη Μπουμπουλίνα δεν τον είχε κερδίσει ο Καραπαναγιώτης.
25 Νοεμβρίου
Χθες βράδυ στις οκτώ με ανέβασαν στην ταράτσα. Ήρθαν δυο στο κελί μου και μου είπαν να τους ακολουθήσω. Περάσαμε στο διάδρομο, το χολ, και μπροστά ο ένας, στη μέση εγώ και από πίσω ο άλλος, ανεβήκαμε την εσωτερική σκάλα. Ο ένας έφυγε. Ρούφηξα με ηδονή τον καθαρό αέρα και αγωνιζόμουνα να συγκρατήσω την καρδιά μου που πήγαινε να σπάσει. Ο φρουρός μου αμίλητος. Περιεργάστηκα την ταράτσα. Μια συνηθισμένη μεγάλη ταράτσα. Στο βάθος το συνηθισμένο επίσης πλυσταριό. Στη μέση του πλυσταριού ένας πάγκος με σκοινιά λυμένα στις δυο άκρες του. Στη γωνιά πεταμένα δυο – τρία ρόπαλα σπασμένα. Ένα ντουλάπι ανοιχτό και μέσα κρεμασμένοι βούρδουλες από σύρμα. Δυο σιδερένιοι σωλήνες λυγισμένοι. Πιο κει ένα βαρέλι άδειο. Τότε δεν ήξερα ακόμη τον προορισμό του. Τώρα τον ξέρω.
Καθώς το χτυπάει κάποιος αλλοιώνεται και πολλαπλασιάζεται και η πιο σπαρακτική κραυγή. Η μοτοσικλέτα είναι για να σκεπάζει τις φωνές. Το βαρέλι για να δυναμώνει τον τρόμο. Στη σειρά 3-4 ντους για τους λιποθυμισμένους. Στη συνέχεια του πλυσταριού υπάρχει ένα πολύ μικρό δωμάτιο. Στον τοίχο το άνοιγμα μιας τρύπας. Ίσα – ίσα για να χωράει ένα ανθρώπινο σώμα. Αυτή η τρύπα φτάνει ως το υπόγειο. Δεν την χρησιμοποιούν συχνά αυτήν την τρύπα. Είναι ένα είδος χαριστικής βολής. Πότε – πότε, όταν το θύμα δεν δίνει τα ονόματα που του ζητάνε και έχουν εξαντλήσει όλα τα μαρτύρια, τότε το τοποθετούν μέσα στην τρύπα, με το κεφάλι προς τα μέσα. Δεν το σπρώχνουν όμως. Γιατί, όπως είπαν και σε μένα, «εμείς δεν είμαστε φονιάδες σαν και σας». Αλλά τι συμβαίνει; Το παλικάρι ή το κορίτσι που βάζουν στην τρύπα, χάνει τις αισθήσεις του και το βάρος του σώματος κάνει μόνο του τη βουτιά του θανάτου. Καμιά φορά μένει σφηνωμένο ως την άλλη μέρα. Αλλά είναι άψυχο. Τότε κάποιος το σπρώχνει και πέφτει σα βολίδα στο υπόγειο. Μεταφέρεται στο νεκροτομείο με την ένδειξη:
«Αυτόχειρ αγνώστων στοιχείων». Η τρύπα είναι πάλι ελεύθερη…
Βήματα ακούστηκαν στη σκάλα. Η καρδιά μου χτύπησε δυνατά. Μπροστά μου πάλι τα γυάλινα μάτια του Καραπαναγιώτη.
Έδιωξε το φρουρό, με άρπαξε από το λαιμό και αμίλητος μ’ εκσφενδόνισε στον τοίχο. Το κεφάλι μου χτύπησε, κλονίστηκα κι έπεσα μπρούμυτα με τα χέρια δεμένα πίσω. Αγωνιζόμουνα να κρατήσω τις αισθήσεις μου. Μερικές σταγόνες αίμα κύλησαν από το μέτωπο στα μάτια. Έβλεπα θαμπά κόκκινα τα πόδια του Καραπαναγιώτη, το τσιμεντένιο πάτωμα πιτσιλισμένο από το αίμα του κεφαλιού μου, τα σπασμένα μπαμπού. Στο βάθος η ανταύγεια από τα φώτα της νυχτερινής Αθήνας… Ήθελα να σηκωθώ, αλλά δεν τα κατάφερα. Ο Καραπαναγιώτης έσκυψε και με σήκωσε τραβώντας με από τα δεμένα χέρια.
Τότε ένοιωσα τον πρώτο δυνατό πόνο. Δάγκωσα τα χείλια μου για να μη φωνάξω. Έτσι κρεμασμένη με πήγε κάτω από ένα ντους και άνοιξε τη βρύση.
Το νερό ξέπλυνε το αίμα και ξεκαθάρισε τα μάτια μου. Με κάθησε στον πάγκο. Εκείνη την ώρα μπήκαν στο πλυσταριό άλλοι τρεις. Από περιγραφές γνώρισα τον Μπάμπαλη και το Σπανό. Ο τρίτος ήταν καινούργιος. Με έριξαν ανάσκελα και μ’ έδεσαν στον πάγκο. Τα χέρια με τις χειροπέδες στην πλάτη πονούσαν. Τα μάτια ξανακοκκίνισαν από το αίμα του κεφαλιού. Χτυπούσαν με λύσσα και οι τρεις. Από το λαιμό και κάτω οι βουρδουλιές έπεφταν με ρυθμό. Όταν ο ένας βούρδουλας υψωνότανε ο άλλος έπεφτε. Ανάπνεα δύσκολα.
Αυτό κράτησε σχεδόν μισή ώρα. Κάθε δέκα λεπτά περίπου ο καθένας σταματούσε εκ περιτροπής για να ξεκουραστεί. Τώρα όλα χόρευαν μπροστά μου. Οι βούρδουλες που ανεβοκατέβαιναν, τα γυάλινα μάτια του Καραπαναγιώτη, πιο κει αυτός που ανανέωνε τις δυνάμεις του παίρνοντας βαθιές εισπνοές για να ξαναρχίσει, στο βάθος η φωτισμένη Αθήνα, όλα τώρα μπερδεύονταν σ’ ένα πυρρίχιο χορό του μυαλού. Ας έχανα τουλάχιστον για λίγο τις αισθήσεις μου. Ακόμη κι ο Χριστός είπε: «παρελθέτω…». Θεέ μου παντοδύναμε, βοήθησέ με ν’ ανθέξω. Βοήθησέ με να πεθάνω.
Τώρα ξεκουραζόταν ο Καραπαναγιώτης. Άναψε ένα τσιγάρο. Τράβηξε δυο – τρεις ρουφηξιές και πλησίασε. Με το τσιγάρο στο στόμα σήκωσε τα μανίκια του πουκάμισού του. Οι άλλοι σταμάτησαν. Ο Καραπαναγιώτης έλυσε τα σκοινιά των ποδιών. Έπειτα με αργές κινήσεις σήκωσε τη φούστα μου ψηλά. Τράβηξε ακόμη μια δυνατή ρουφηξιά από το τσιγάρο του, τίναξε τη στάχτη του και το έσβησε στο μηρό μου, πάνω από την κάλτσα. Έβγαλα ένα ουρλιαχτό πόνου και ένοιωσα να βυθίζομαι στο χάος. Τότε χτύπησε κάποιος το βαρέλι και ο ήχος της κολάσεως με ξαναγύρισε στον κόσμο των ανθρώπων. Ο Καραπαναγιώτης πίεζε ακόμη το τσιγάρο πάνω στην καμένη σάρκα για να σβήσει και την τελευταία μικρή κάφτρα. Όταν τέλειωσε είπε: «Δεν προτιμάς
να πάμε στο γραφείο;». Η φωνή μου δεν έβγαινε. Με πολλή προσπάθεια ψιθύρισα: «Κτήνος».
Με ξανάδεσαν και άρχισαν να με χτυπάνε πάλι.
Κάθε φορά που έβλεπα τον βούρδουλα υψωμένο παρακαλούσα το Θεό να μην πιέσει πάνω στο καμένο σημείο του ποδιού. Οι παρακλήσεις μου δεν εισακούονταν όλες τις φορές. Ο πόνος με βύθιζε ξανά στο χάος. Ίσως να πέθαινα και να λυτρωνόμουνα από τα χέρια τους. Ναι, σίγουρα πέθαινα…
Μανώλη, μάνα, πατέρα, συγχωρείστε με. Σας αγαπάω όλους. Αγαπάω τον κόσμο όλο…
26 Νοεμβρίου
Δεν είμαι σίγουρη αν είναι 26 ή 27 ή και 25 Νοεμβρίου. Είμαι σίγουρη ότι είναι νύχτα. Το καταλαβαίνω από το πηχτό σκοτάδι του κελιού. Αναπνέω δύσκολα. Και σε κάθε εισπνοή πονάω σα να με σουβλίζουνε και να με καίνε μαζί. Είμαι όμως ζωντανή. Ακούω στους διαδρόμους και στη σκάλα το πήγαινε-έλα. Η ταράτσα δεν σταματάει ποτέ.
Το κλειδί στριφογύρισε στην κλειδαριά. Στο άνοιγμα της πόρτας φάνηκε η σωματώδης σκιά. Ο Καραπαναγιώτης. «Έχεις να πεις τίποτα;» ρώτησε. «Ναι, είπα. Ότι είσαι ένας φονιάς». Χύμηξε. Το πληγιασμένο κορμί δεν αισθανότανε τα χτυπήματα, τις κλωτσιές. Ευχαριστώ, Παναγιά μου, θ’ αντέξω… Μανιασμένος με τράβηξε από τις χειροπέδες.
Δυο με τύλιξαν σε κουβέρτα και μ’ ανέβασαν. Κατ’ ευθείαν μ’ έδεσαν στον πάγκο. Ο Καραπαναγιώτης είπε: «Φωνάξτε το γιατρό της υπηρεσίας». Σε λίγα λεπτά ο γιατρός ανέβηκε. Ένα ήρεμο πρόσωπο εξοικειωμένο με την ταράτσα. «Για κύτταξε, κύριε Κιούπη, αντέχει ακόμη; Μας κάνει πολύ τη δύσκολη». Ο γιατρός κύριος Νικόλαος Κιούπης έβγαλε το στηθοσκόπιο και με εξέτασε. Ευσυνείδητα γνωμάτευσε: «Αντέχει ακόμη. Αλλά όχι για πολύ». Ο Καραπαναγιώτης είπε: «Καλά, γιατρέ. Αλλά μη φεύγεις, σε παρακαλώ».
Μ’ έλυσαν από τον πάγκο. Μήπως φοβήθηκαν ότι θα πεθάνω; Δεν ήταν αυτό. Ο Καραπαναγιώτης με σήκωσε από τις χειροπέδες και πλησιάζοντας τον τοίχο με κρέμασε από έναν γάντζο. Ο πόνος τρύπησε το μυαλό. Έγειρα το κεφάλι και με το κάψιμο της πρώτης βουρδουλιάς ο κόσμος μέσα μου έσβησε.
Συνήλθα εισπνέοντας ένα μπαμπάκι με κάτι σαν αιθέρα, που είχε βάλει στη μύτη του ο γιατρός. «Ένα όνομα και πας σπίτι σου», είπε ο Καραπαναγιώτης. Το ψιθύρισμά μου είχε τον τόνο της άγριας ικεσίας:
«Σκοτώστε με».
—Για αφήστε μένα, είπε μια φωνή. Το μόνο που πρόσεξα καθώς πλησίαζε ήταν ότι είχε βλογιοκομμένο πρόσωπο. Έκανε μια κίνηση και μούσκισε το μπούστο. Έπιασε τον αριστερό μαστό και τον έστυψε με όλη του τη δύναμη. Η σιχασιά ήταν δυνατότερη από τον πόνο.
Άφησε το μαστό και άναψε ένα σπίρτο. Η φλογίτσα έδειξε μερικές σταγόνες ιδρώτα γύρω στα σημάδια της βλογιάς. Αλλά η φλογίτσα πλησίαζε. Το κτήνος είχε καρφώσει τα μάτια του στα δικά μου, ηδονιζόμενο προκαταβολικά με τις αντιδράσεις μου. Η φλογίτσα άγγιξε τη ρόγα. Τσίριξε η καμένη σάρκα.
Το σπίρτο πήγαινε γύρω – γύρω στη ρόγα ώσπου έσβησε.
Βογγητά σφαγμένου ζώου έβγαιναν από μέσα μου. Ο θάνατος δεν έρχεται όταν τον αποζητάς. Ευτυχώς που έρχεται πότε – πότε το λιποθύμισμα και μαζί και η φευγαλέα λησμονιά της φρίκης.
Γρήγορα με ξαναζωντάνεψαν. Τώρα οπόνος, ένας άγνωστος πόνος, έρχεται από τα νύχια. Θεέ μου, θα πω ονόματα, δεν έχω άλλη δύναμη μέσα μου. Ο τρίτος βασανιστής, ενώ είχα χάσει τις αισθήσεις μου, θέλοντας να με ξυπνήσει είχε πάρει μια καρφίτσα, κατέβασε τις κάλτσες μου και έμπηξε την καρφίτσα στη σάρκα κάτω από τα νύχια. Η καρφίτσα έμπαινε όλο και πιο βαθιά. Τα μάτια μου θάμπωναν ξανά. Κύριε γιατρέ, κύριε Κιούπη, δεν θα πεις το «όχι άλλο»;
Αλλά ο κύριος Κιούπης είχε φύγει. Ο Καραπαναγιώτης, πιο έμπειρος και από γιατρός, σταμάτησε τον άνθρωπο με την καρφίτσα. «Φτάνει, του είπε. Έχει έγκαυμα δευτέρου βαθμού. Δεν της κάνω το χατήρι να πεθάνει. Η δουλειά πρέπει να γίνεται όμορφα και πολιτισμένα, χωρίς ζοριλίκια»…
8 Δεκεμβρίου
Είμαι στο κελί μου δυο μέρες τώρα χωρίς να μ’ αγγίξει κανείς, χωρίς να με πάνε στην ταράτσα. Πονάω παντού και καίω από τον πυρετό. Αλλά το κελλί είναι η βάση της Μπουμπουλίνας. Συντροφευμένη από τον πόνο και τον πυρετό — θα πιστέψετε; — αισθάνομαι όμορφα. Άντεξα ως τώρα. Έχω κι άλλη συντροφιά. Το φρουρό μου από το έξω μέρος της πόρτας. Αλλάζει κάθε τέσσερες ώρες. Έχω δει μόνον αυτόν που έχει βάρδια 10-2 την ημέρα. Χτες μου έδωσε από την τρύπα ένα κομμάτι ψωμί και ένα πλαστικό δοχείο με νερό. Συμπαθητική ουδέτερη φυσιογνωμία. Την ώρα που μούδινε ψωμί και νερό ξεθάρρεψα και τον ρώτησα: «Ανεβαίνεις και συ στην ταράτσα;». «Όχι», είπε. «Δεν έχω υπηρεσία στις ανακρίσεις». Και αφού κοίταξε δεξιά –
αριστερά πρόσθεσε σιγά μ’ έναν αταίριαστο στη Μπουμπουλίνας ανθρώπινο τόνο: «Όλοι μιλάνε για σας. Έχετε ψυχή». Μου γύρισε την πλάτη και ξαναπήρε το απρόσωπο ύφος.
9 Δεκεμβρίου
Ούτε τη νύχτα που πέρασε με θυμήθηκαν. Είναι άραγε καλό σημάδι; Ή προετοιμάζουν κάτι; Και τι;
10 Δεκεμβρίου
Στις 9 το πρωί σήμερα με πήγαν χωρίς χειροπέδες, κρατώντας με από τις μασχάλες, στο γραφείο του κυρίου Λάμπρου. Είναι διευθυντής, αρχηγός των «ανακριτικών» ομάδων της Μπουμπουλίνας. Αργότερα έμαθα ότι έχει σπουδάσει στην Αμερική σε σχολή ψυχολογικού πολέμου. Μου φέρθηκε ευγενικά. Μου πρόσφερε καρέκλα. Έπειτα μου μίλησε για τον πατέρα μου, έναν αξιοσέβαστο, όπως τον χαρακτήρισε, παράγοντα της οικονομικής ζωής της χώρας. Πώς έμπλεξα με τους εχθρούς της πατρίδος; Αλλά ποτέ δεν είναι αργά. Και προσφέρεται, ο ίδιος, για να προστατεύσει την εθνική υπόληψη της οικογένειάς μου, να με βοηθήσει, παραβιάζοντας ακόμη και το καθήκον του, ώστε να επαναφερθώ στους κόλπους της υγιούς κοινωνίας. Βέβαια,
μερικοί υπάλληλοι της Γενικής Ασφαλείας, από υπερβάλλοντα ζήλο, συμπεριφέρονται καμιά φορά με ανάρμοστον τρόπον προς τους κρατουμένους, αλλά το κάνουν για να τους επαναφέρουν εις την εθνικήν οδόν, δηλαδή για το καλό τους! «Εγώ όμως δεν τα εγκρίνω αυτά».
Τα λόγια του μου προκαλούσαν ναυτία.
«Εγώ δεν θα σας ζητήσω ονόματα, συνέχισε. Μόνο μια απλή δήλωση. Έτσι για να υπάρχει στο φάκελό σας και να μην σας ξαναενοχλήσει ποτέ κανένας».
Άνοιξε ένα συρτάρι, πήρε ένα τυπωμένο χαρτί και μου το έδωσε.
«Διάβασέ το με την ησυχία σου, είπε. Και μόλις το υπογράψεις είσαι ελεύθερη».
Το χαρτί έγραφε: «Βαθύτατα συγκεκινημένη από την στοργικήν μεταχείρισιν της οποίας έτυχον κατά την κράτησίν μου και από το πατρικόν ενδιαφέρον των Αρχών Ασφαλείας προς εμέ την παραπλανηθείσαν εκφράζω την βαθυτάτην μου ευγνωμοσύνην και δηλώ ότι εφεξής θέλω προσφέρει και την τελευταίαν ρανίδα του αίματός μου υπέρ της Εθνικής Στρατιωτικής Κυβερνήσεως, η οποία αγωνίζεται διά την πραγματικήν Δημοκρατίαν».
12 Δεκεμβρίου
Από χθες τη νύχτα είμαι ένας χαμένος άνθρωπος. Θυμάμαι αυτή τη φράση της Νέλλης και τώρα τη νοιώθω να τυλίγει εμένα την ίδια. Όχι, δεν υπέγραψα την δήλωση του Λάμπρου. Ούτε έδωσα ονόματα. Αλλά ωστόσο είμαι ένας χαμένος άνθρωπος. Άμα σας διηγηθώ τι μου συνέβη θα με καταλάβετε. Πιο καλά θα με νοιώσουν όσες γυναίκες διαβάσουν το γράμμα μου.
Από το απόγευμα διαισθανόμουνα ότι η νύχτα αυτή θα ήταν κρίσιμη για όλη μου τη ζωή. Χωρίς να έχω καμιά ένδειξη, ήξερα από μια νευρική υπερευαισθησία ότι στις οκτώ θα ξανάβλεπα την ταράτσα. Στις οκτώ παρά τέταρτο η αγωνία μου είχε φθάσει στο ζενίθ. Ακόμη κι ο μόνιμος πόνος του κορμιού είχε παραμεριστεί από το τέντωμα των νεύρων. Μυριζόμουνα έναν απροσδιόριστο κίνδυνο, που μπροστά του ο φυσικός πόνος έσβηνε. Στις 8 παρά ένα λεπτό μούρθε να βάλω τις φωνές ή να χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο. Μετά τις οκτώ κατέρρευσα. Φαντάζομαι ότι κάτι ανάλογο θα αισθάνεται ο κατάδικος που οδηγείται στην ηλεκτρική καρέκλα και τη στιγμή που ο δήμιος πάει να πατήσει το κουμπί ειδοποιείται ότι η εκτέλεση αναβάλλεται. Γιατί κι εγώ
ήξερα ότι για αναβολή επρόκειτο. Το αργότερο ως αύριο.
Στις εννέα άνοιξε η πόρτα. Ο Καραπαναγιώτης. «Τι έκανες με το χαρτί που σούδωσε ο κύριος διοικητής;» ρώτησε. Από τη σιωπή μου κατάλαβε. Ανεβήκαμε. Με υποβάσταζε ο Κραβαρίτης. Άλλοι δυο, φρεσκοξυρισμένοι, προχωρούσαν μπροστά. Ο Καραπαναγιώτης από πίσω. Ένας από τους αγνώστους βλαστημούσε γιατί είχε εισιτήριο για το θέατρο και δεν προλάβαινε. Η ταράτσα η ίδια, όπως την είχα αφήσει πριν έξη μέρες. Ωραία η θέα του Λυκαβητού. Και η Ακρόπολη φωτισμένη. Όλη η Αθήνα είναι όμορφη και φαντάζει ακόμη πιο όμορφη όταν την ατενίζεις ψηλά από το κολαστήριο της ταράτσας. Σπίτια φωτισμένα και μέσα ζούνε άνθρωποι. Άντρες που γυρίζουν από τις δουλειές τους, γυναίκες που μαγειρεύουν, ζευγάρια που καυγαδίζουν γι’ ασήμαντες εγωιστικές αφορμές. Παιδιά που διαβάζουν για το αυριανό σχολείο.
Κάποια κοπελίτσα παίζει πιάνο. Τη φαντάζομαι να τεντώνει τα χεράκια της να πιάσει τις οκτάβες. Κοντά στο κολαστήριο μια μαιευτική κλινική. Κάποια ξεγεννάει δύσκολα. Ακούγονται οι δυνατές φωνές της. Καινούργιες ζωές έρχονται στον κόσμο. Και δεν ξέρουν ότι γεννιούνται πλάι στη ζούγκλα, ότι ο κόσμος όλο και πάει να ξαναγίνει μια απέραντη ζούγκλα… Ήσυχοι, καλοί άνθρωποι, που σας λένε η σπονδυλική στήλη της κοινωνίας, δεν είμαι παρά μια ανήμπορη γυναίκα και τα θεριά γύρω ακονίζουν τα δόντια τους έτοιμα να χυμήξουν. Αν δεν ξυπνήσετε θα χιμήξουν και στις δικές σας γυναίκες και στα δικά σας παιδιά…
Χίμηξαν και οι τέσσερες μαζί.
Αυτός που ήταν πίσω μου, έτσι όπως είχαν σχηματίσει κύκλο γύρω μου, μούδωσε μια δυνατή κλωτσιά στο κάτω μέρος της πλάτης. Έχασα την ισορροπία μου και κλονίστηκα. Προτού πέσω ο μπροστινός με κλώτσησε στο πρόσωπο. Καθώς ταλαντευόμουνα ο πλαϊνός με χτύπησε με γροθιά στο στομάχι και ενώ έβγαινε από μέσα μου ακατάσχετος εμετός εξακολουθούσε το κυκλικό παιγνίδι της μπάλας. Κάποιος αστόχησε και κυλίστηκα χάμω. Τότε το παιγνίδι άλλαξε. Ο Καραπαναγιώτης πήδησε στην κοιλιά μου. Ο Κραβαρίτης έκανε το ίδιο πάνω στο καμένο στήθος. Ένας τρίτος έβαλε το πόδι του στο λαιμό μου και τον πίεζε. Η αναπνοή μου σταμάτησε. Να, ο θάνατος επί τέλους έρχεται να με λυτρώσει. Όχι. Το πόδι τραβήχτηκε από το λαιμό. Τέσσερα χέρια με σήκωσαν και με πέταξαν στον πάγκο. Μου έβγαλαν όλα τα ρούχα. Θεόγυμνη, μ’ έδεσαν σφιχτά. Ο Καραπαναγιώτης έσκυψε και έφερε τα σκοινιά στα σημεία που να πιέζουν τις πληγές της καμένης ρόγας του αριστερού στήθους και του δεξιού μηρού. «Θα πάθεις κι άλλα χειρότερα», είπε. Στο χέρι σου είναι να γλυτώσεις». Δεν είχα δύναμη να μιλήσω. Η φωνή δεν έβγαινε. Με υπεράνθρωπη προσπάθεια έδωσα στο
στόμα το σχήμα που παίρνει όταν θέλει να φτύσει. Αλλά δεν βγήκε παρά ένα μικρό κομματάκι ματωμένο σάλιο που κόλλησε στο δεξί του μάγουλο. Ένα γερό χαστούκι με επανέφερε στην τάξη.
«Ρε σεις, είπε ο Καραπαναγιώτης στρεφόμενος στους άλλους, θέλει κανείς να τη γλεντήσει; Παίρνω γω την ευθύνη».
Το βλέμμα μου πήγε διαδοχικά και στους τέσσαρες. Περιεργάζονταν το γυμνό μου κορμί, όχι όμως σαν πραγματικοί αρσενικοί. Ο Καραπαναγιώτης απομακρύνθηκε προς το κεφαλόσκαλο κι έμπηξε μια φωνή: «Ρε Φώτη, τσακίσου κι έλα απάνω». Πέρασαν ένα-δυο λεπτά νεκρικής σιγής. Ακούγονταν οι φωνές της γυναίκας που γεννούσε στο διπλανό μαιευτήριο. Κάποιο κοντινό ραδιόφωνο μετέδιδε ότι «ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός εύρεν ικανοποιητικάς τας συνθήκας διαβιώσεως των κρατουμένων εν Ελλάδι». Ο Κραβαρίτης γελούσε δυνατά…
Από το κεφαλόσκαλο πρόβαλε η ζωώδης μορφή του Φώτη. Κοντός και πλατύς σαν παλαιστής με γαμψή μύτη. Το μισό χείλος ήταν κομμένο και άφηνε να φαίνονται δυο χρυσά δόντια. Η έκφρασή του δεν είχε τίποτα το ανθρώπινο. Το βλέμμα του έπεσε λαίμαργο πάνω στο γυμνό γυναικείο κορμί.
«Κοίτα, ρε Φώτη, τι μεζέ έχω για σένα. Φύτεψέ της ένα Φωτάκι να θυμάται την ταράτσα σ’ όλη της τη ζωή».
Ένας μορφασμός που πρέπει να σήμαινε γέλιο και χαρά διέστειλε την απαίσια μορφή. Χωρίς να πει τίποτε πέταξε το σακάκι του και ξεκουμπώθηκε μπροστά. Μισοπεθαμένη από φόβο και πόνο μπόρεσα να φωνάξω: «κτηνάνθρωποι, δεν φοβάστε το Θεό;». Ο Φώτης ξαναγέλασε. Ο Κραβαρίτης πήρε ένα κομμάτι σφουγγαρόπανο και μου τόχωσε στο στόμα. Τώρα οι τέσσερεις θεατές ήταν πολύ κοντά. Ο Φώτης έπεσε πάνω μου. Είδε όμως ότι τα πόδια μου ήταν δεμένα και δεν μπορούσε να τ’ ανοίξει. Μουγκρίζοντας για το εμπόδιο ανασηκώθηκε και μισόγυμνος έλυσε τα σχοινιά. Έκλεισα τα μάτια μου τη στιγμή που μου σήκωσε τα πόδια, αλλά τα ξανάνοιξα από τον οξύ πόνο καθώς με ξέσκιζε εισορμώντας μέσα μου. Ένας δεύτερος οξύτερος πόνος ήρθε όταν τα χρυσά δόντια του μπήχτηκαν βαθιά στο πληγωμένο αριστερό στήθος. Με παίδεψε πολλή ώρα. Κάθε φορά που τελείωνε το μουγκρητό ικανοποιήσεως του γουρουνιού σκέπαζε τις κραυγές από το μαιευτήριο. Ο χορός των βασανιστών σκυμμένος πάνω μου φώναζε: «Μπράβο, Φώτη… Κι άλλο…».
Όταν αποκαμωμένος τραβήχτηκε τα ελεύθερα πόδια μου σε μια υπέρτατη προσπάθεια εκτινάξεως του έδωσαν μια τρομερή κλωτσιά στο πρόσωπο. Κλονίστηκε για μια στιγμή, το μάτι του θόλωσε και είδα στα τεράστια χέρια του, καθώς τα άπλωνε προς το λαιμό μου, την έκφραση του στραγγαλιστή. Οι άλλοι πάλεψαν σκληρά για να τον συγκρατήσουν. Σηκωτό τον πέταξαν από τη σκάλα…
23 Ιανουαρίου 1968
Είμαι πάλι στο δικό μου σπίτι της οδού Χάρητος. Με άφησαν ελεύθερη την άλλη μέρα των Χριστουγέννων. Τη φοβερή εκείνη νύχτα της 12 Δεκεμβρίου με κουβάλησαν με μια κουβέρτα από την ταράτσα όχι στο κελί μου, αλλά σ’ ένα από τα απομονωτήρια του υπογείου. Εκεί που καταλήγει η τρύπα του θανάτου από το πλυσταριό. Εδώ ο αέρας είναι λίγος, η ατμόσφαιρα πνιγερή.
Το πάτωμα δεν έχει τσιμέντο.
Όταν με άδειασαν από την κουβέρτα στο κελί το γυμνό πληγιασμένο κορμί μου ανακατεύθηκε με τη γλύτσα και τα πεταμένα ρούχα μου. Ήταν λάσπη που μύριζε αίμα και ακαθαρσίες. Το μάκρος του κελιού μόλις έπαιρνε το σώμα μου αν είχα διπλωμένα τα πόδια.
Ήμουνα όμως χωρίς χειροπέδες κι έτσι μπόρεσα να ντυθώ, να κρατάω τη μύτη μου και ν’ αναπνέω με το στόμα. Στα πρώτα δέκα λεφτά, παρά τους πόνους, την αιμορραγία και την εξάντληση, στεκόμουνα ορθή. Αυτή η βρώμικη λάσπη μου έφερνε εμετό. Και ο εμετός γινότανε το επίστρωμα της λάσπης. Δεν άντεξα για πολύ. Έπεσα κάτω και παραδόθηκα άνευ όρων στη λάσπη και στους εμετούς. Έζησα εκεί ως τις 26 Δεκεμβρίου. Αλλά δεν με βασάνισαν άλλο.
Και δεν ξαναείδα ούτε τον Καραπαναγιώτη, ούτε τους άλλους, ούτε το βιαστή μου.
Στις 26 το μεσημέρι ένας αστυφύλακας με στολή με πήγε στο γραφείο του Λάμπρου. Μέσα στο γραφείο αντίκρισα τον πατέρα μου.
Κράτησα τους λυγμούς μου. Δεν ήθελα να δώσω ικανοποίηση στον κύριο διοικητή που στεκότανε όρθιος. Ο πατέρας μπροστά στο φάντασμα που έβλεπε είχε καταρρεύσει.
«Είσαι ελεύθερη», είπε ψυχρά ο Λάμπρου.
Και νάμαι πάλι από τη φρίκη της Μπουμπουλίνας στη θαλπωρή και στις ανέσεις του πατρικού σπιτιού.
Η μητέρα ήταν ακόμη στην κλινική. Είχε πάθει καρδιακή προσβολή την ημέρα που έμαθε ότι μ’ έπιασαν. Ο πατέρας είπε ότι ήταν θαύμα που σώθηκε. Σε τρεις μέρες γύρισε σπίτι. Εμένα με εξέτασε συμβούλιο γιατρών και με υπέβαλε σε πολύπλευρη συστηματική θεραπεία. Το κάψιμο του μηρού έχει αφήσει μια βαθειά ούλη. Πιο αποκρουστική είναι η πληγή του στήθους. Είχε αρχίσει μόλυνση και χρειάστηκε να εγχειριστώ. Μου κόψανε το μισό στήθος. Ο αριστερός ώμος είχε υποστεί εξάρθρωση από το κρέμασμα. Ένα σπασμένο πλευρό μπήκε σε νάρθηκα. Έχω συνεχείς ιλίγγους και μου κάνουν ηλεκτροθεραπεία.
Υπάρχει όμως και κάτι ακόμη πιο φοβερό και αγιάτρευτο. Σήμερα το πρωί βεβαιώθηκα οριστικά ότι είμαι έγκυος. Έχω μέσα στα σπλάχνα μου το σπόρο της απαίσιας εκείνης νύχτας.
Πηγή: 2020mag.gr