Κάλπες με κερκόπορτα
ια επικίνδυνη τομή στην εκλογική νομοθεσία πέρασε ουσιαστικά απαρατήρητη
Μια εντυπωσιακή θεσμική τομή, που καταργεί σε σημαντικό βαθμό τη μυστικότητα της ψηφοφορίας επιτρέποντας τον έλεγχο της ψήφου του πιο ευάλωτου τμήματος του εκλογικού σώματος, εγκρίθηκε την τελευταία στιγμή από τη Βουλή δίχως την παραμικρή αντίδραση.
Αναφερόμαστε στο άρθρο 36 του Ν. 5043 «Ρυθμίσεις σχετικά με τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης α’ και β’ βαθμού - Διατάξεις για την ευζωία των ζώων συντροφιάς - Διατάξεις για το ανθρώπινο δυναμικό του δημοσίου τομέα - Λοιπές ρυθμίσεις του Υπουργείου Εσωτερικών και άλλες επείγουσες διατάξεις» που ψηφίστηκε τη Μεγάλη Τρίτη (11/4), στην τελευταία συνεδρίαση της Βουλής προτού αυτή κλείσει για τις διακοπές του Πάσχα και τις επικείμενες εκλογές. Αρθρο το οποίο εισάγει μια άκρως προβληματική εξαίρεση στoν υποχρεωτικά μυστικό χαρακτήρα της ψηφοφορίας για εκείνους ακριβώς τους συμπολίτες μας που αντικειμενικά υπόκεινται στην ισχυρότερη δυνατή σχέση εξάρτησης από το άμεσο προσωπικό και κοινωνικό τους περιβάλλον: τους «εκλογείς με αναπηρία και μειωμένη κινητικότητα» εν γένει. Κοινωνική κατηγορία το πρώτο σκέλος της οποίας αφορά σύμφωνα με την ΕΣΥΕ εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες, ενώ το δεύτερο θα μπορούσε δυνητικά να περιλάβει ένα απροσδιόριστο, αλλά οπωσδήποτε πολύ μεγάλο τμήμα του ηλικιωμένου πληθυσμού.
Οι εγγυήσεις της μυστικής ψηφοφορίας…
Ως γνωστόν, η εκλογική νομοθεσία επιβάλλει ρητά τη μυστικότητα της ψηφοφορίας, διασφαλίζοντας την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος δίχως επιτήρηση του εκλογέα, όχι μόνο από τις κρατικές αρχές αλλά κι από οποιοδήποτε άλλο άτομο, του στενού οικογενειακού ή φιλικού του περιβάλλοντος συμπεριλαμβανομένου. Οπως διαβάζουμε στην ισχύουσα κωδικοποίηση των σχετικών διατάξεων (Π.Δ. 26/2012), «ο εκλογέας οφείλει να αποσυρθεί στον ξεχωριστό χώρο με τρόπο να μην τον βλέπουν και εκεί κλείνει μυστικά το ψηφοδέλτιο της εκλογής του μέσα στον φάκελο που του έχει παραδοθεί […]. Απαγορεύεται στον εκλογέα να ρίξει το ψηφοδέλτιό του στην κάλπη […] αν ο εκλογέας δεν αποσύρθηκε πρώτα στον ξεχωριστό χώρο, όπως ορίζει η παρ. 2 του άρθρου αυτού» (άρθρο 83§2 και §4).
«Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έρχεται να κάνει μια μεγάλη παρέμβαση στο κράτος, στους ίδιους τους μηχανισμούς αναπαραγωγής της εξουσίας, για να μην ξανάρθει η Αριστερά σε καμία της μορφή» | Μάκης Βορίδης (21/8/2018, συνέντευξη στο «Ραδιόφωνο 24/7 στους 99,6»)
Η μόνη εξαίρεση που προβλέπεται, για τις περιπτώσεις ατόμων με αναπηρία ή άλλη σοβαρή αδυναμία, αφορά την πρακτική διευκόλυνσή τους από τον δικαστικό αντιπρόσωπο ή κάποιο μέλος της εφορευτικής επιτροπής που αυτός ορίζει: «Εκλογείς, που από σωματική αδυναμία δεν μπορούν να κάνουν τα πιο πάνω, έχουν το δικαίωμα για τον σκοπό αυτό να απευθυνθούν στον αντιπρόσωπο της δικαστικής αρχής ή σε μέλος της εφορευτικής επιτροπής, οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να τους βοηθήσουν» (όπ.π., άρθρο 83§3). Η ανάθεση αυτών των καθηκόντων στον δικαστικό αντιπρόσωπο υπαγορεύεται από την (ορθή) εκτίμηση πως αυτός έχει πρακτικά πολύ μικρότερες δυνατότητες να ασκήσει οποιαδήποτε πίεση πάνω στην επιλογή του ψηφοφόρου απ’ ό,τι το άμεσο περιβάλλον του (αυταρχικοί γονείς ή σύζυγοι, τέκνα που γηροκομούν αλλά και κάθε άλλο φυσικό πρόσωπο από το οποίο εξαρτάται η καθημερινότητα του επίμαχου εκλογέα).
Για ειδικότερες -και τεχνικά πιο δύσκολες- περιπτώσεις, επιμέρους ρυθμίσεις προέβλεπαν μέχρι σήμερα συγκεκριμένη διαδικασία άσκησης του εκλογικού δικαιώματος, φροντίζοντας πάντα για τη μέγιστη διαφύλαξη αυτής της μυστικότητας. Χαρακτηριστικό δείγμα, η σχετική εγκύκλιος 67/25.6.2019 του υπουργείου Εσωτερικών που ίσχυσε στις τελευταίες εκλογές:
«Οταν ο αντιπρόσωπος της δικαστικής αρχής διαπιστώνει ότι η πρόσβαση εκλογέα με κινητικές αναπηρίες στην αίθουσα ψηφοφορίας είναι αδύνατη, καλείται να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για την απρόσκοπτη άσκηση του εκλογικού του δικαιώματος και να διασφαλίσει ταυτόχρονα τη μυστικότητα και την ομαλή διεξαγωγή της ψηφοφορίας. Ως τέτοιο μέτρο θα μπορούσε να είναι η προσωπική μέριμνα του αντιπροσώπου της δικαστικής αρχής και ενός μέλους της εφορευτικής επιτροπής, που επιλέγεται, να παραδώσουν στον εκλογέα φάκελο με σφραγίδα και μονογραφή, καθώς και πλήρη σειρά ψηφοδελτίων, ώστε αυτός να αποσυρθεί σε κατάλληλο, προσιτό σ’ αυτόν, χώρο του ίδιου κτιριακού συγκροτήματος (π.χ. του ισογείου χώρου) για να ψηφίσει. Στη συνέχεια, ο εκλογέας παραδίδει τον κλειστό φάκελο με την ψήφο του στον αντιπρόσωπο της δικαστικής αρχής, και εκείνος τον ρίχνει στην κάλπη του εκλογικού τμήματος, στους εκλογικούς καταλόγους του οποίου είναι εγγεγραμμένος ο εκλογέας που ψήφισε. Επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια των δικαστικών αντιπροσώπων να αναζητήσουν και άλλες λύσεις, αρκεί να διασφαλισθεί η απρόσκοπτη άσκηση του εκλογικού δικαιώματος των εκλογέων αυτών».
Οι εγγυήσεις είναι εδώ σαφείς: απόσυρση του ψηφοφόρου σε συνθήκες απόλυτης ιδιωτικότητας (για να μη γίνει αντιληπτό τι ψήφισε), παράδοση κλειστού φακέλου και μεταφορά του τελευταίου στην κάλπη από δύο διαφορετικά πρόσωπα, για να εξαλειφθεί πρακτικά κάθε πιθανότητα λαθροχειρίας.
…και η «ανθρωπιστική» ακύρωσή τους
Ολα αυτά ανατρέπονται άρδην με το άρθρο 36 του Ν. 5043 που ψηφίστηκε στις 11 Απριλίου από τη Βουλή. Με αυτό προστίθεται στην υφιστάμενη εκλογική νομοθεσία μια επιπλέον παράγραφος (άρθρο 83§3Α), με τίτλο «χώρος υποδοχής και υποστήριξης εκλογέων με αναπηρία και μειωμένη κινητικότητα κατά τις βουλευτικές εκλογές».
Η καινούργια αυτή διάταξη ρυθμίζει κάποια τεχνικά ζητήματα της ψηφοφορίας της συγκεκριμένης κατηγορίας πολιτών (δημιουργία ειδικού χώρου ψηφοφορίας στο ισόγειο κ.λπ.), ταυτόχρονα όμως -στην υποπαράγραφο ε΄- καταργεί δυνητικά τη μυστικότητα της ψήφου αυτών ακριβώς των εκλογέων:
«Στον χώρο εντός του διαχωριστικού ψηφοφορίας για την επιλογή του ψηφοδελτίου, αποκλειστική πρόσβαση, εφόσον είναι αναγκαίο, εκτός από τον εκλογέα, έχουν: α) ο δικαστικός αντιπρόσωπος και β) τυχόν συνοδός του εκλογέα, με την ευθύνη και την παρουσία του δικαστικού αντιπροσώπου».
Κατά την παρουσίαση του επίμαχου νομοσχεδίου στη Βουλή, ο υπουργός Εσωτερικών Μάκης Βορίδης εμφάνισε αυτή την αλλαγή σαν ακόμη μια ουδέτερη τεχνική βελτίωση, δίχως ουσιαστικές πολιτικές επιπτώσεις: «Σχετικά με διατάξεις που έχουμε φέρει τώρα με την τροπολογία μας, όπως ο χώρος υποδοχής των ΑμΕΑ που αφορά ένα τμήμα των εκλογέων με αναπηρία και μειωμένη κινητικότητα, στην πραγματικότητα, κάνουμε ένα σημαντικό βήμα που δεν υπήρχε. Πλέον ο εκλογέας με αναπηρία θα προσέρχεται και θα έχει έναν χώρο, στον οποίο μπορεί να πάει και να περιμένει να έρθει ο δικαστικός αντιπρόσωπος και να του φέρει τα ψηφοδέλτια. Θα έχει παραβάν και έχει το δικαίωμα να μπει με τον συνοδό του μέσα. Επίσης, κάνουμε ρύθμιση για τους σκύλους που είναι συνοδείας ή οδηγοί. Δεν υπήρχαν αυτές οι ρυθμίσεις και δεν υπήρχαν αυτοί οι χώροι. Η πραγματικότητα είναι ότι, όπου δεν υπήρχε προσβασιμότητα, αυτό που θα γίνεται μέσα στον χώρο, γινόταν στον προαύλιο χώρο και, άρα, είναι μία σημαντική ρύθμιση».
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο βουλευτής της Ν.Δ. Ευστάθιος Κωνσταντινίδης έκανε κι αυτός λόγο για «μια σημαντική ρύθμιση, που αφορά στον χώρο υποδοχής και υποστήριξης εκλογέων με αναπηρία και μειωμένη κινητικότητα κατά τις βουλευτικές εκλογές, που εξασφαλίζει την καλύτερη δυνατή, δεδομένων των συνθηκών, προσβασιμότητα αυτών των ανθρώπων στην εκλογική διαδικασία. Δηλαδή, τους αντιμετωπίζει ισότιμα και τους παρέχει τη δυνατότητα έκφρασης του δημοκρατικού τους δικαιώματος». Η αντιπολίτευση, πάλι, όπως διαπιστώνουμε από τα πρακτικά, απέφυγε στο σύνολό της οποιαδήποτε αναφορά στη συγκεκριμένη ρύθμιση.
Δεν χρειάζεται, νομίζουμε, να εξηγήσουμε εδώ για ποιον λόγο η παρουσία στο παραβάν δεύτερου ατόμου, και δη από το στενό περιβάλλον ενός αντικειμενικά ευάλωτου ψηφοφόρου, συνιστά στην πραγματικότητα επικίνδυνη αντιδημοκρατική εκτροπή. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς πως η κατηγορία των «ατόμων με μειωμένη κινητικότητα» μπορεί να περιλάβει, εκτός από αναπήρους που μεταφέρονται από τους οικείους τους, τροφίμους ιδρυμάτων που θα ψηφίζουν εφεξής κάτω από το βλέμμα -και τον έλεγχο- υπαλλήλων της διεύθυνσης από την οποία εξαρτώνται άμεσα οι συνθήκες διαβίωσής τους, καθώς και χιλιάδες ηλικιωμένους τροφίμους οίκων ευγηρίας, οι προϊστάμενοι των οποίων (από διευθυντές δομών μέχρι μητροπολίτες) θα μπορούν στο εξής να ελέγχουν ασφυκτικά την ψήφο τους.
Για τις δυνατότητες εκλογικού καταναγκασμού που προσφέρει μια τέτοια ρύθμιση, αρκεί να θυμηθούμε τη φρικαλέα σκηνή που δημοσιοποίησε προ ημερών ο Αδωνις, με τον διευθυντή κάποιας ασφαλιστικής εταιρείας να ξεκαθαρίζει ενώπιόν του στους υπαλλήλους του πως οφείλουν να ψηφίσουν Ν.Δ. και μόνο Ν.Δ.: «Ο υπουργός τα λέει ήπια. Εγώ σας τα ’πα χθες πιο έντονα. Δεν υπάρχει επιλογή εδώ. Η δουλειά μας, η καθημερινότητά μας, το μέλλον μας -εγώ θα τα πω άλλη μια φορά- εξαρτάται πάρα μα πάρα πολύ από μία χώρα κυβερνημένη με μια σωστή κυβέρνηση. Ημασταν παρέα όταν ήταν κλειστές οι τράπεζες, παιδιά, και θυμόσαστε τι γινότανε […] Εγώ δεν θα σας α…, δεν είμαι τόσο δημοκρατικός σε αυτά τα πράγματα και σας το ’χω αποδείξει, είμαι όμως δίκαιος. Και επειδή είναι άδικο να την πληρώσουμε όλοι, γιατί κάποιοι έχετε αποφασίσει να επαναστατήσετε για τους χ-ψ λόγους, πρέπει να το συζητήσουμε».
Γνωρίζοντας ότι μιλούσε on camera, ο Αδωνις έσπευσε βέβαια να πάρει κάποιες (προσχηματικές;) αποστάσεις απ’ αυτή τη χοντροκομμένη επίδειξη εργοδοτικής αυθαιρεσίας, διευκρινίζοντας πως «ο καθένας ψηφίζει ό,τι θέλει» (και εισπράττοντας σε απάντηση τα αμήχανα ή ειρωνικά γέλια των συγκεντρωμένων)· έσπευσε όμως να αναρτήσει όλο αυτό το κήρυγμα στο τουίτερ, προσυπογράφοντας έμμεσα το περιεχόμενό του, για να ισχυριστεί αμήχανα μετά τη δημόσια κατακραυγή πως το αφεντικό της εταιρείας «στην πραγματικότητα κάνει πλάκα».
Στη συγκεκριμένη, βέβαια, περίπτωση ο εργοδοτικός φετφάς ισοδυναμούσε μονάχα με τρομοκρατική απαγόρευση κάθε πολιτικής ζύμωσης (πλην της νεοδημοκρατικής) στον χώρο εργασίας και εξαναγκασμό των αντιφρονούντων να αποσιωπήσουν την τυχόν αντίθετη επιλογή τους· πίσω από το παραβάν του εκλογικού κέντρου, οι υπάλληλοί του θα είναι στην πραγματικότητα ελεύθεροι να ψηφίσουν ό,τι γουστάρουν. Με τη «φιλάνθρωπη» όμως ρύθμιση που πέρασε στη ζούλα ο συνοδοιπόρος του Αδώνιδος από τον ΛΑΟΣ στη Ν.Δ., ο αντίστοιχος διευθυντής ενός οίκου ευγηρίας ή κέντρου φροντίδας ατόμων με ειδικές ανάγκες θα έχει τη δυνατότητα να ελέγξει πλήρως κατά πόσον οι τρόφιμοί του θα εκπληρώσουν μέχρι τέλους τις αντίστοιχες εντολές του. Μπορούμε δε να είμαστε κάτι παραπάνω από σίγουροι ότι η επίγνωση πως η καθημερινότητά τους εξαρτάται άμεσα από μια τέτοια συμμόρφωση θα οδηγήσει ουκ ολίγους ευάλωτους εκλογείς αυτών των κατηγοριών να απαιτήσουν φορτικά την παρουσία των συνοδών τους στο παραβάν τη στιγμή που ψηφίζουν.
Διεθνής νόρμα;
Αυτά όσον αφορά την τροπολογία που πέρασε στο ντούκου. Πώς μπορεί να εξηγηθεί όμως η αδράνεια ή αποδοχή αυτής της άκρως προβληματικής ρύθμισης από τα κόμματα της αντιπολίτευσης και δη της αξιωματικής; Τη στιγμή, μάλιστα, που οι αντιπολιτευτικός οίστρος αυτής της τελευταίας την οδηγεί ακόμη και σε φαιδρότητες, όπως η αναγόρευση σε κρούσμα «λευκής τρομοκρατίας» της απλής δημοσιοποίησης της πραγματικής οικονομικής κατάστασης ενός πολίτη, που ο ίδιος επέλεξε να την αναδείξει on camera, ως στοιχείο προεκλογικής προπαγάνδας;
Κατά πάσα πιθανότητα, βασικό αίτιο αυτής της σιωπής είναι η επίγνωση κάθε πολιτικού ότι, σε καιρούς πολιτικής ορθότητας όπως οι δικοί μας, οτιδήποτε μπορεί να χαρακτηριστεί σαν αμφισβήτηση της διεύρυνσης των δικαιωμάτων των αναπήρων, οσοδήποτε ψευδεπίγραφη κι αν είναι αυτή η τελευταία, επιδέχεται πολύ αποτελεσματική προπαγανδιστική αξιοποίηση από τον αντίπαλο· τα σχετικά παραδείγματα από το πρόσφατο παρελθόν είναι αρκετά γνωστά. Προς τι, λοιπόν, να ρισκάρει κανείς παρόμοιο διασυρμό, λίγες μάλιστα βδομάδες πριν από την ψηφοφορία;
Υπάρχει όμως και μια δεύτερη εξήγηση: η παρερμηνεία αντίστοιχων υποδείξεων διεθνών οργανισμών, έστω κι αν αυτοί δεν διακρίνονται ιδιαίτερα για την προσήλωσή τους στις δημοκρατικές αρχές. Το άρθρο 29 της σύμβασης του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία (2006), που μέχρι σήμερα δεν έχει κυρωθεί από την Ελλάδα, ζητά λ.χ. από τα συμβαλλόμενα κράτη όχι μόνο να «διασφαλίζουν ότι οι διαδικασίες ψηφοφορίας, οι εγκαταστάσεις και τα υλικά είναι κατάλληλες, προσβάσιμες και εύκολες στην κατανόηση και χρήση», πράγμα λογικό και αυτονόητο, αλλά και, «εγγυώμενα την ελεύθερη έκφραση της βούλησης των ατόμων με αναπηρίες, ως ψηφοφόρων, για τον σκοπό αυτό, όπου είναι απαραίτητο, μετά από αίτημά τους, να επιτρέπουν τη βοήθεια κατά την ψηφοφορία από ένα πρόσωπο της επιλογής τους».
Στο ίδιο μήκος κύματος, η πρόσφατη Εκθεση Πάτερ της Κομισιόν για «τα πραγματικά δικαιώματα ψήφου στις ευρωεκλογές των ατόμων με αναπηρίες» (20/3/2019) αποφαίνεται πως «όλοι οι ψηφοφόροι με αναπηρίες θα πρέπει να είναι ελεύθεροι να επιλέξουν το άτομο που θα τους βοηθήσει κατά τη διάρκεια των εκλογών στο εκλογικό κέντρο» (§6.2.18).
Δεν περιμένει βέβαια κανείς από έναν διεθνή οργανισμό με μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας την Κίνα, τη Ρωσία και τις ΗΠΑ (και, ως μη μόνιμα μέλη, ουκ ολίγες δικτατορίες) να ενδιαφερθεί ιδιαίτερα για την εγκυρότητα των εκλογών όπου γης, ούτε από τους γραφειοκράτες κάποιων υπερκρατικών δομών χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση να επιδείξουν αυξημένη ευαισθησία απέναντι στους καταναγκασμούς που προέρχονται από σχέσεις κυριαρχίας μεταξύ ιδιωτών. Πουθενά στα παραπάνω κείμενα δεν συστήνεται όμως ρητά η παρουσία «συνοδών» πίσω από το παραβάν τη στιγμή της ψηφοφορίας. Το ίδιο άρθρο της σύμβασης του ΟΗΕ τονίζει, απεναντίας, την ανάγκη να «προστατευθεί το δικαίωμα των ατόμων με αναπηρίες να ψηφίζουν με μυστική ψηφοφορία, χωρίς εκφοβισμό»· η έκθεση δε της Κομισιόν αναφέρεται παρεμπιπτόντως λίγο παρακάτω στις ενδεχόμενες «προσπάθειες να εξαναγκαστούν [οι ψηφοφόροι] να ψηφίσουν με συγκεκριμένο τρόπο, κάτι το οποίο είναι πολύ σημαντικό για τα άτομα με αναπηρία, τα οποία συχνά εξαρτώνται από τους φροντιστές» (§6.8.2).
Ερμηνεύοντας κατά το δοκούν αυτές τις υποδείξεις, η κυβέρνηση Μητσοτάκη προχώρησε μ’ άλλα λόγια μισό βήμα παραπέρα. Μισό μεν βήμα, με μεγάλες όμως συνέπειες. Με την κερκόπορτα της (μερικής, έστω) κατάργησης της μυστικότητας της ψήφου ήδη ανοιχτή, η σταδιακή φαλκίδευση των μεταπολιτευτικών εγγυήσεων για αδιάβλητες εκλογές έχει πια τεθεί εκ των πραγμάτων στην ημερήσια διάταξη του επιτελικού μας κράτους.
Πηγή: ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ