Ηλεκτρική ενέργεια: Μείωση τιμών κατά 55% σε σχέση με Δεκέμβριο, αλλά δε θα φανεί στους λογαριασμούς
Κοντά στο 20% διαμορφώνεται η μείωση των τιμών του ρεύματος στο Χρηματιστήριο Ενέργειας κατά το πρώτο μισό του Μαρτίου, ενώ σε σχέση με τον Δεκέμβριο η μείωση πλησιάζει το 55 %.
Η αποκλιμάκωση των τιμών χονδρικής αναμένεται να φανεί και στα τιμολόγια ρεύματος για τον Απρίλιο που θα ανακοινωθούν αύριο από τους προμηθευτές, χωρίς ωστόσο ουσιαστικές αλλαγές για τους καταναλωτές καθώς οι επιδοτήσεις ρεύματος έχουν περιοριστεί σημαντικά από την κυβέρνηση σε σχέση με την αρχή της ενεργειακής κρίσης. Ετσι οι τελικές τιμές θα παραμείνουν υψηλές για τα λαϊκά νοικοκυριά στα 15-16 λεπτά ανά κιλοβατώρα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Χρηματιστηρίου Ενέργειας η μέση τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας το Μάρτιο (μέχρι την περασμένη Παρασκευή) διαμορφώνεται στα 125,73 ευρώ ανά μεγαβατώρα έναντι 156,24 ευρώ το Φεβρουάριο (μείωση 19,5 %) και 276,89 ευρώ το Δεκέμβριο (μείωση 55 %).
Παράγοντες που οδήγησαν στην αποκλιμάκωση
Η αποκλιμάκωση των τιμών οφείλεται σε σειρά παραγόντων, όπως:
-Η αυξημένη συμμετοχή των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο ενεργειακό μείγμα, που πιέζει προς τα κάτω τις τιμές καθώς οι ΑΠΕ βγάζουν εκτός αγοράς τις ακριβότερες μονάδες παραγωγής σε συνδυασμό με την σχετικά χαμηλή, λόγω καιρικών συνθηκών, ζήτηση ενέργειας. Είναι χαρακτηριστικό ότι την περασμένη Δευτέρα και Τρίτη με τη συμμετοχή των ΑΠΕ κοντά στο 50% στην κάλυψη του φορτίου, το τμήμα χονδρικής υποχώρησε κάτω από τα 100 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
-Η υποχώρηση των διεθνών τιμών του φυσικού αερίου οι οποίες έπεσαν την περασμένη εβδομάδα κοντά στα 40 ευρώ ανά μεγαβατώρα ενώ κατά τη διάρκεια της κρίσης είχαν ξεπεράσει και τα 320 ευρώ.
Ο ήπιος χειμώνας, η εξασφάλιση των απαραίτητων ποσοτήτων φυσικού αερίου για την Ευρώπη μετά τη διακοπή του ρωσικού εφοδιασμού και η διατήρηση υψηλών αποθεμάτων στις αποθήκες φυσικού αερίου στο τέλος του χειμώνα είναι ορισμένες από τις αιτίες της πτώσης των διεθνών τιμών.
Καθώς μπαίνουμε στην άνοιξη και αν δεν υπάρξει άλλη απροσδόκητη εξέλιξη, η προσοχή των αγορών και των κυβερνήσεων στρέφεται στη διασφάλιση επάρκειας και κατά το δυνατόν στη συγκράτηση των τιμών τον επόμενο χειμώνα.