Η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη
22 Μάϊου 1963
Κλεάνθης Γρίβας
«Σήμερα, ένα σύμφυρμα κλεφτών, βιαστών, δοσίλογων και κάθε είδους κακοποιών, εμφανίζεται ως προστάτης κοινωνικών καθεστώτων, ως φύλακας ιερών και οσίων και ως Κέρβερος του νόμου και της τάξης»
Εισαγγελέας Παύλος Δελαπόρτας
Από την απελευθέρωσή της μέχρι την Μεταπολίτευση, η Θεσσαλονίκη, αναδείχθηκε σε αδιαμφισβήτητη πρωτεύουσα των πολιτικών δολοφονιών και των οξύτερων ταξικών συγκρούσεων, κυρίως εξαιτίας της καθαρότητας που είχε η ταξική της διαστρωμάτωση.
Όλες οι πολιτικές δολοφονίες που έγιναν στη Θεσσαλονίκη ήταν προϊόν της συνεργασίας της κρατικής εξουσίας με τον υπόκοσμο, από την οποία γεννήθηκε το παρακράτος, ένας ιδιότυπος "θεσμός" που δραστηριοποιείται πέραν των ορίων της νομιμότητας (με καθοδηγητικά όργανα που απαρτίζονται από κρατικούς αξιωματούχους και εκτελεστικά όργανα που στρατολογούνται από τον υπόκοσμο), και λειτουργεί ως εγγυητής της υφιστάμενης εξουσιαστικής τάξης πραγμάτων.
Η ιστορία κινείται σε δύο επίπεδα: Ενα εμφανές, που το βλέπουν και το ζουν όλοι, και ένα αφανές, γνωστό σε λίγους μυημένους που κινούν τα νήματα της πολιτικής ζωής. Στα αφανές της επίπεδο, η ελληνική ιστορία των δύο πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών σφραγίστηκε ανεξίτηλα από δύο πολιτικές δολοφονίες: Τη δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ στις 8 Μαΐου 1948 και τη δολοφονία του Έλληνα βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη στις 22 Μαΐου 1963.
Η δολοφονία του Πολκ σηματοδότησε την αρχή μιας διεργασίας που οδήγησε στην εμπέδωση της αμερικανοκρατίας και του μετεμφυλιακού κράτους του τρόμου στην Ελλάδα. Η δολοφονία του Λαμπράκη σήμανε την έναρξη της διαδικασίας του ξεφτίσματος αυτού του καθεστώτος υποτέλειας και καταπίεσης.
Η δολοφονία του Πολκ διέγραψε το πολιτικό κλίμα μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε η πρώτη μεταπολεμική γενιά και η δολοφονία του Λαμπράκη προσδιόρισε την πολιτική της ενηλικίωση.
Στις 22 Μαΐου 1963, ο Γρηγόρης Λαμπράκης, 51 ετών, υφηγητής της ιατρικής, βαλκανιονίκης, μαχητικός ειρηνιστής και ανεξάρτητος βουλευτής της Αριστεράς, δολοφονήθηκε στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, με την εναρμονισμένη δράση του κράτους, του παρακράτους και του υποκόσμου.
Κατά τις 100 ώρες του ψυχορραγήματος του Γρηγόρη Λαμπράκη στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, ο ελληνικός λαός ξεπέρασε τους φόβους που του καλλιεργούσε μεθοδικά επί 15 χρόνια η συνδυασμένη δράση των ορατών συνταγματικών και των αόρατων εξω-συνταγματικών κέντρων εξουσίας: Της αμερικανικής πρεσβείας, του υποτελούς «ελληνικού» κράτους και του παρακράτους.
Εκείνες τις ώρες, που βιώθηκαν ως «στιγμή της αλήθειας», η ελληνική κοινωνία συνειδητοποίησε ότι μπορούσε να διεκδικήσει κάποια στοιχειώδη δικαιώματα στη ζωή και την ελευθερία, ενάντια στο πολύμορφο πλέγμα των αμερικανοκρατούμενων θεσμών και μηχανισμών που επιδίωκαν να την καθηλώσουν στο ρόλο μιας τριτοκοσμικής αποικίας. Κάτω από την επίδραση αυτής της συλλογικής συνειδητοποίησης, ήταν φανερό ότι οποιαδήποτε τρομοκρατική δράση του κράτους και του παρακράτους, θα αναβίωνε γεγονότα παρόμοια μ’ αυτά του Μάη του 1936.
Η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη πυροδότησε εσωτερικές πολιτικές διεργασίες που καθιστούσαν αδύνατη τη συνέχιση της ύπαρξης του ιδιότυπου ημιφασιστικού αυταρχικού μετεμφυλιακού κράτους της Δεξιάς, το οποίο εξασφάλιζε την αποικιακό έλεγχο της χώρας από τις ΗΠΑ. Μέσω αυτών των διεργασιών, η ελληνική κοινωνία διεκδίκησε το ξεπέρασμα των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου (που της επέβαλαν οι «προστάτες» της) και τον εκδημοκρατισμό της. Και η Ουάσινγκτον απάντησε με την καταφυγή στην ανοικτή στρατιωτική δικτατορία, δοκιμάζοντας το «Χιλιανό μοντέλο» σε μια ευρωπαϊκή χώρα, έξι χρόνια πριν το εφαρμόσει στη Χιλή, με απείρως πιο βάρβαρο και θηριώδες τρόπο.
Οι πρωταγωνιστές του κράτους και του παρακράτους που δολοφόνησαν τον Γρηγόρη Λαμπράκη, είχαν δύο κοινά χαρακτηριστικά που καθόριζαν το βαθμό της ομοιότητας και της αλληλεξάρτησής τους:
1) Όλοι τους σχεδόν είχαν σταδιοδρομήσει στο κλίμα του δοσιλογισμού: Είχαν υπηρετήσει τους κατακτητές και διασώθηκαν από τις ποινικές και ηθικές συνέπειες της προδοσίας τους μόνο χάρη στο γεγονός ότι με ευθύνη των ξένων δυνάμεων και του ελληνικού πολιτικού κόσμου, η Ελλάδα σύρθηκε σ’ ένα ανθρωποβόρο εμφύλιο πόλεμο, από τον οποίο αναδείχθηκε η αμερικανοκρατία ως κυρίαρχο στοιχείο στο διακανονισμό των υποθέσεων του τόπου. Κι’ αυτό είχε ως αποτέλεσμα, να είναι «δικαιωμένο» αφ’ εαυτού, οτιδήποτε γινόταν στο όνομα του «αντικομουνισμού».
2) Όλοι τους είχαν αναγάγει την εθνικοφροσύνη σε χρυσοφόρα δραστηριότητα, η οποία τους επέτρεπε να μεταμορφώνουν το προδοτικό και δοσιλογικό παρελθόν τους σε ύψιστη εθνική «προσφορά» και -μέσω του επαγγελματικού αντικομουνισμού- να διασφαλίζουν τα προς το ζην και να μετέχουν στη νομή της εξουσίας σε διάφορα επίπεδα.
Όπως επισήμανε ο αείμνηστος εισαγγελέας Παύλος Δελαπόρτας, κατά την αγόρευσή του στη δίκη των δολοφόνων του Λαμπράκη, το Δεκέμβριο 1966:
«Οι μηχανισμοί που δολοφόνησαν τον Λαμπράκη, αποτελούνται «από κατάλοιπα υποπροϊόντων του Χίτλερ, από γιγαντοκύτταρα δοσιλογικής λευχαιμίας... από κακοποιούς διαφόρων βαθμών και ειδών, από ιδεολογικούς σκηνίτες και από άλλους φτωχούς διαβόλους... Από τέτοια κοινωνικά βυθοκορήματα αναμενόταν βοήθεια και σ’ αυτά θα αναθέτονταν σε ώρα κρίσης, η ενίσχυση των Σωμάτων Ασφαλείας και η μεγάλη και άγια υπόθεση «της υπερασπίσεως της Πατρίδος και του Ελληνοχριστιανικού Πολιτισμού παντού, πάντοτε και δι’ όλων των μέσων», κατά τους σκοπούς της οργάνωσης του Γιοσμά που αναγράφονται πίσω από την ταυτότητα του Γκοτζαμάνη... Σήμερα, εδώ, ένα σύμφυρμα κλεφτών, βιαστών, δοσίλογων και κάθε είδους κακοποιών, εμφανίζεται (προς εθνοκαπηλεία και ανομολόγητους ιδιοτελείς σκοπούς) ως προστάτης κοινωνικών καθεστώτων, ως φύλακας ιερών και οσίων και ως Κέρβερος του νόμου και της τάξης. Τι άλλο έπρεπε να περιμένει κανείς απ’ αυτό πλην του ότι θα εξελισσόταν σε κακοήθη νεοπλασία της κοινωνίας;»
Mετά τον πόλεμο και την αναπόφευκτη κατάρρευση της παραδοσιακής αποικιοκρατίας, η ανατέλλουσα αμερικανική νέο-αποικιοκρατία, προκειμένου να επιβάλλει και να εμπεδώσει την κυριαρχία της στη ζώνη της επιρροής της, έπρεπε:
1) Nα εξουδετερώσει τα λαϊκά στρώματα που είχαν χειραφετηθεί μέσα από την εμπειρία της συμμετοχής τους στην Αντίσταση.
2) Nα διαμορφώσει ένα νέο στρώμα ντόπιων αποικιακών διαχειριστών, πράγμα που προϋπέθετε την παλινόρθωση της παλιάς πολιτικής τάξης (που η Αντίσταση είχε βάλει στο περιθώριο), τη χρησιμοποίηση των δυνάμεων που είχαν συνεργαστεί με τους κατακτητές και τη συνεργασία με τον υπόκοσμο.
Στην κατεύθυνση αυτή, μεθοδεύτηκε η συνεργασία των μυστικών υπηρεσιών και του οργανωμένου εγκλήματος, που οι δραστηριότητές τους αλληλο-επικαλύπτονται στ' όνομα της αντιμετώπισης του «κομμουνιστικού κινδύνου». Κι αυτό συντέλεσε στον αμοιβαίο μετασχηματισμό τους:
Μέσα απ’ αυτή τη συνεργασία, το οργανωμένο έγκλημα, πολιτικοποιείται διαμέσου της εξυπηρέτησης πολιτικών στόχων που του τίθενται από τις μυστικές υπηρεσίες (όπως το σπάσιμο των απεργιών, οι βιαιότητες σε βάρος της αριστεράς και η διάπραξη πολιτικών δολοφονιών), και οι μυστικές υπηρεσίες, εγκληματοποιούνται, χρησιμοποιώντας τα μέσα του οργανωμένου εγκλήματος.
Όπως συνέβη κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο σε όλες τις εξαρτημένες χώρες, έτσι και στην Ελλάδα (που πέρασε εν μια νυκτί από την Αγγλοκρατία στην Αμερικανοκρατία), η νέα τάξη πραγμάτων οργανώθηκε έχοντας ως πυρήνα της την αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα, γύρω από την οποία ενεργοποιούνταν οι δοτές εξουσίες των Ανακτόρων, της κυβέρνησης (Αλέξανδρος Παπάγος, Κωνσταντίνος Καραμανλής), του κρατικού μηχανισμού, των ενόπλων δυνάμεων, των σωμάτων ασφαλείας, της οικονομίας, της δικαιοσύνης, των μυστικών υπηρεσιών, των παρακρατικών συμμοριών και του υπόκοσμου.
Όλο αυτό το πλέγμα της εξάρτησης και της ανομίας, θρυμματίστηκε στις 22 Μαΐου 1963, με την άνανδρη δολοφονία του ανεξάρτητου βουλευτή της αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη από το σκοτεινό μηχανισμό που συγκροτούσαν τα «κοινωνικά βυθοκορήματα», η ηγεσία των ενόπλων βραχιόνων του κράτους (χωροφυλακή, αστυνομία, ΚΥΠ, ΛΟΚ) και οι επαγγελματίες φονιάδες της «Επιχείρησης Stay Behind» της CIA, που εξειδικεύτηκε στα καθ’ ημάς ως “Επιχείρηση Κόκκινη Προβιά”.
Κλεάνθης Γρίβας