Γιατί η παθητική μας στάση έναντι της τουρκικής επιθετικότητας έχει αρχίσει να γίνεται άκρως επικίνδυνη
Μέσα στον ορυμαγδό των θεμάτων που ανακύπτουν από την πανδημία και την ακρίβεια, υπάρχει και ένα άλλο θέμα το οποίο πιθανώς περνάει στην κοινή γνώμη στα ψιλά αν και μπορεί να είναι υψηλού συμβολισμού και υψηλής αξίας για ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του ελληνικού λαού.
Γράφει ο «στρατηγός Βελισάριος»
Αναφέρομαι στις ανιστόρητες, τοξικές και αναθεωρητικές απαιτήσεις των Τούρκων και ειδικότερα της κυβέρνησης του Ερντογάν.
Τις τελευταίες μέρες έχουμε δει έναν καταιγισμό δηλώσεων και αναφορών σε θέματα που δεν θα έπρεπε με κανέναν τρόπο να τα υποβαθμίζουμε. Μπορεί να είναι λεκτικές απειλές αλλά δεν μπορούμε να ξέρουμε που οδηγούν. Πιθανότατα αποτελούν ένα σχέδιο δημιουργίας αστάθειας και στρατηγικής ανασφάλειας στο εσωτερικό της χώρας μας, αλλά και στο εξωτερικό, στους συμμάχους μας με τη δημιουργία αμφιβολιών, ψευδεπίγραφης δικαιοσύνης και ψεύτικου κλίματος υποστήριξης .
Ενώ λοιπόν συμβαίνουν όλα αυτά από την πλευρά μας υπάρχουν πολύ χλιαρές αντιδράσεις αντί για μία συνεχιζόμενη μαζική διεθνή ενημέρωση και αποσαφήνιση των ελληνικών θέσεων μέσα από θεσμικά αλλά και ενημερωτικά (ΜΜΕ) κανάλια.
Επίσης υφίσταται μία διάσταση απόψεων -τουλάχιστον λεκτικά- μεταξύ Μαξίμου και Υπουργείου Εξωτερικών σε τοποθετήσεις και δηλώσεις. Κι αυτό δείχνει ιδιαίτερα από την πλευρά του Μάξιμου μία προσπάθεια συνέχισης του κατευνασμού, έλλειψη στρατηγικής, αιφνιδιασμό και ύπαρξη φοβικού συνδρόμου στην αντιπαράθεση με τους Τούρκους.
Είναι αλήθεια ότι παρόλο που υπάρχει διάχυτη η άποψη από όλες τις πλευρές ότι απαιτείται να υπάρξουν διερευνητικές συνομιλίες ( έστω και μέσω πίεσης) και στη συνέχεια έναρξη διαλόγου για την επίλυση του ενός και μοναδικού θέματος, αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση κάνει οτιδήποτε είναι δυνατόν για να θολώσει αυτή την τοποθέτηση και να αποπροσανατολίσει από τον μοναδικό αντικειμενικό σκοπό που θα έπρεπε να έχουμε σαν χώρα.
Βλέπουμε λοιπόν το Μαξίμου να μιλάει για αμοιβαίες υποχωρήσεις και για διαφορές… που μπορούν να επιλυθούν στο πλαίσιο που έγιναν οι συμφωνίες με Ιταλία και Αίγυπτο, ενώ το Υπουργείο Εξωτερικών κρατάει μία πιο καθαρή στάση προς την εθνική θέση και μιλάει για μία και μοναδική διαφορά.
΄Ολο αυτό το αλαλούμ όπως καταλαβαίνουμε δεν είναι προς το συμφέρον της χώρας.
Συγχρόνως ενώ συμβαίνουν όλα αυτά στο διπλωματικό επίπεδο, τις τελευταίες ημέρες υπάρχει μία σειρά παραβιάσεων και υπερπτήσεων πάνω από νησιά μας για τα οποία υπάρχει η γνωστή σταθερή αντίδραση που λαμβάνει χώρα τα τελευταία 30 χρόνια με τις παραβιάσεις και παραβάσεις του Εθνικού εναέριου χώρου από τα τουρκικά αεροπλάνα. Θα έπρεπε πλέον να υπάρχει πιεστικά μία αλλαγή στρατηγικής, επανακαθορισμός των αντικειμενικών σκοπών της αμυντικής στρατηγικής και του επιχειρησιακού δόγματος πού να συμβαδίζει με την αναβάθμιση της απειλής εκ μέρους της Τουρκίας όπως αυτή παρουσιάζεται το τελευταίο χρόνο.
Πλέον των παραπάνω αν και υπάρχει μία κινητικότητα σε θέματα επαφών και επισκέψεων αυτή γίνεται προφανώς χωρίς σχεδιασμό, λεπτομερή στρατηγική, διπλωματική αξιοποίηση- αξιολόγηση και πρόβλεψη και διαφαίνεται ότι είναι χωρίς αντίκρισμα διότι δεν γίνεται εκμετάλλευση των πραγματικά ζωτικών, κρίσιμων, περιφερειακών στοιχείων της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής καθώς και των πιέσεων που θα μπορούσε να ασκήσει σε διπλωματικό επίπεδο, έτσι ώστε να μπορέσει να επιτύχει κάποια θετικά αποτελέσματα.
Γενικότερα η κυβέρνηση αφενός παρακολουθεί, ουσιαστικά παθητικά, τις κινήσεις των Τούρκων και αφετέρου συνεχίζει να δημιουργεί με τον κατευνασμό συνθήκες «συνήθειας» στην Ελληνική κοινή γνώμη για τις τούρκικες επιθετικές ενέργειες. Κάτι το οποίο σε βάθος χρόνου γίνεται επιζήμιο για την Ελληνική αμυντική και διπλωματική αποτροπή, αλλά συγχρόνως δημιουργεί υποψίες ή πεποίθηση στη Διεθνή κοινή γνώμη (συμμάχους ή μη) για το κατά πόσο είναι δίκαιες οι θέσεις της χώρας σχετικά με τον τουρκικό αναθεωρητισμό (αυτό είναι το σχέδιο).