Αχιλλέας Κούμπος
Τους τελευταίους 18 μήνες δεχόμαστε έναν καταιγισμό από δεδομένα (δημοσιεύσεις εργασιών, βιβλίων, άρθρων ή συζητήσεων), που είναι ανθρωπίνως αδύνατον να τα διαχειριστούμε ώστε να καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα. Αυτό που συνήθως ακολουθεί ύστερα από έναν τέτοιο καταιγισμό είναι είτε να δείξουμε εμπιστοσύνη σε άλλους είτε στον εαυτό μας ή να μην εμπιστευτούμε κανέναν. Ακόμη κι αν τα δεδομένα είναι αξιόπιστα, που συνήθως δεν είναι, δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι κατέχουμε κάποιου είδους γνώση, γιατί δεδομένα χωρίς εξηγητική και προβλεπτική δύναμη είναι μόνο νεκρή στατιστική.
Ας δούμε μερικά από αυτά. Αν κάνουμε ένα τυφλό τεστ Covid-19, η πιθανότητα να βγει θετικό είναι 3,5% (ΕΟΔΥ 19-9-21). Αν το τεστ βγει θετικό, η πιθανότητα να πεθάνουμε είναι 2,2% (θετικά 630.484, θάνατοι 14.446 – ΕΟΔΥ 19-9-21). Αν έχουμε σοβαρή πνευμονία από Covid-19 και χρειαστεί να νοσηλευτούμε σε ΜΕΘ ελληνικού νοσοκομείου, η πιθανότητα να πεθάνουμε εντός της ΜΕΘ είναι 68%. Ομως τι ακριβώς μας λένε; Μάλλον ελάχιστα. Κι αυτό γιατί η στατιστική είναι η μαθηματική και απολύτως στατική διαπραγμάτευση ενός συνεχώς μεταβαλλόμενου κόσμου. Για να αποκτήσουν νόημα τα δεδομένα οφείλουμε να απαντήσουμε σε πολλές και δύσκολες ερωτήσεις, όπως: ποιος τα συλλέγει, πώς τα συλλέγει, ποιος χρηματοδοτεί την έρευνα, ποια στατιστική μέθοδος χρησιμοποιήθηκε και γιατί, πόσο αξιόπιστα είναι τα τεστ, τι ηλικίας είναι οι ασθενείς και οι νεκροί και τι προβλήματα είχαν, αν εφαρμόστηκαν κριτήρια εισαγωγής και αποκλεισμού από τις ΜΕΘ κ.ά.
Ακόμη κι αν απαντηθούν αυτές οι ερωτήσεις, έχουμε να αντιμετωπίσουμε και μεγάλες θεωρητικές δυσκολίες που αφορούν την επιστημονική έρευνα, όπως τη γνωσιακή μεροληψία (cognitive bias). Γνωσιακή μεροληψία είναι το συστηματικό λάθος της σκέψης όταν προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε πληροφορίες και να λάβουμε αποφάσεις. Το λάθος δεν οφείλεται σε απλή άγνοια ή εξαπάτηση, όπως συχνά αναφέρεται, αλλά στις ιδιαίτερες αξίες και προτιμήσεις ή στην κοινωνική μας θέση. Φυσικά, η μεροληψία δεν αφορά μόνο τους «αμόρφωτους και ανεγκέφαλους» πολίτες, όπως τους χαρακτήρισε συνάδελφός μου, αλλά και μορφωμένους και εξαιρετικά «εγκεφαλικούς» ειδικούς. Κι αυτό γιατί η γνωσιακή μεροληψία δεν κάνει διακρίσεις σε επιστήμονες και μη, με αποτέλεσμα πατερναλιστικά μοντέλα υγείας να εμφιλοχωρούν στην ιατρική, όπου τα ισχυρά μοντέλα αυθεντίας εξουσιάζουν τα λιγότερο δυνατά (βλέπε καθηγητές Ιατρικής στα media).
Μια σοβαρή απάντηση σε αυτήν τη μεροληπτική ιατρική είναι η φεμινιστική επιστημολογία (feminist epistemology). Θεωρεί ότι ηθικές και πολιτικές αξίες διαμορφώνουν τις επιστημονικές πρακτικές και την ερμηνεία των δεδομένων και πως για να αποφύγουμε το πρόβλημα της μεροληπτικής γνώσης οφείλουμε να ενσωματώνουμε διαφορετικές απόψεις της επιστημονικής αξιολόγησης. Με άλλα λόγια, να εφαρμόσουμε έναν επιστημονικό πλουραλισμό λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα, απ’ όπου κι αν προέρχονται, και να κριθούν από ανεξάρτητους φορείς. Σήμερα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: οι απόψεις που δεν συμφωνούν με το ιατρικό ιερατείο αποκλείονται συστηματικά, απαξιώνονται, λοιδορούνται ή τιμωρούνται, με συνέπεια η ιατρική να χάνει τα οφέλη του επιστημονικού πλουραλισμού και να καθηλώνεται σε μονολιθικού τύπου πρακτικές, οδηγώντας ολόκληρες κοινωνίες στη φτώχεια, στον διχασμό και στην απώλεια της υγείας. Επιπλέον, η έννοια της αντικειμενικής γνώσης, κυρίως αυτό που ονομάζουμε ακαδημαϊκή γνώση, προέρχεται από άτομα και φορείς που έχουν τοποθετηθεί με τέτοιον τρόπο ώστε να κινούνται ανάμεσα σε όλα τα είδη κρίσιμων θέσεων και σε όλα τα είδη διεξαγόμενης έρευνας. Και το χειρότερο όλων, να κρίνουν οι ίδιοι τα αποτελέσματα των ερευνών που διεξάγουν. Αυτό σημαίνει ότι η γνώση που παράγεται εξαρτάται απόλυτα από τη θέση και τις απόψεις αυτού που την παράγει. Αρα η αντικειμενικότητα μιας έρευνας είναι υπόλογη στην υποκειμενικότητα αυτού που τη διενεργεί, πράγμα εντελώς παράλογο.
Η μετάβαση από τα δεδομένα στη γνώση είναι εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα. Σήμερα, αντιθέτως, βλέπουμε πλήθος ιατρικών πρωτοκόλλων (μιας χρήσης) να προτείνουν απλοϊκές λύσεις για μια πολύπλοκη ιατρική πραγματικότητα. Μέτρα όπως «αποστάσεις», «καραντίνα», «μάσκες» ή «σωτήρια εμβόλια» δεν θα έπρεπε να είναι δεσμευτικά προτού κατανοήσουμε και ερμηνεύσουμε όχι μόνο τι δεδομένα συλλέξαμε και σε τι βαθμό γνώσης φτάσαμε, αλλά και σε τι πολιτισμικό και κοινωνικό πλαίσιο ζούμε. Είναι άλλο πράγμα να βάζεις σε καραντίνα τα πλούσια περίχωρα της Οξφόρδης και άλλο μια φαβέλα στη Βραζιλία. Είναι άλλο πράγμα να κάνεις ένα εμβόλιο σε ένα εύρωστο παιδί της Δύσης και άλλο σε ένα παιδί που λιμοκτονεί στην Υεμένη.
Η αδιαλλαξία των ιατρικών δεδομένων (hard facts) μετατρέπει την ιατρική σε πολιτική, με βάσιμο κίνδυνο να απαξιωθεί στα μάτια των πολιτών και να χαθεί το βασικό της στήριγμα: η εμπιστοσύνη τους. Δεν είναι τυχαίο ότι οι διαδοχικές παλινωδίες και οι συντριπτικές ήττες των πρωτοκόλλων ανοίγουν τον δρόμο για τη μονιμοποίηση της ιατρικής αναξιοπιστίας. Η τυποποίηση της ιατρικής μέσω μηχανιστικών ιατρικών πρωτοκόλλων και η πίεση εφαρμογής τους από την κυρίαρχη πολιτική εξουσία μέσω αφανών ή εξόφθαλμων κατασταλτικών μέσων μετατρέπουν την ιατρική επιστήμη σε γραφειοκρατική μηχανή που παράγει συνεχώς νέες οδηγίες υγείας, που συνθλίβει την καθημερινότητα και την αυθόρμητη χαρά που μπορεί να μας δώσει η ζωή. Αν πράγματι η πολιτική είναι η τέχνη της διακυβέρνησης, δεν πρέπει να αφήσουμε την ιατρική να γίνει η τέχνη της επιστημονικής γραφειοκρατίας. Ενας επιστημονικός πλουραλισμός μπορεί να ενδυναμώσει όχι μόνο την ελευθερία της κριτικής σκέψης και την κατάκτηση της πολυπόθητης γνώσης, αλλά και την υγεία όλων μας.