Φωτιά στο Μάτι: Πού βρίσκεται δικαστικά η υπόθεση, τρία χρόνια μετά
Τρία χρόνια από την τραγωδία στο Μάτι και η δικογραφία βρίσκεται πλέον στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, το οποίο θα αποφανθεί αν και ποιοι κατηγορούμενοι θα παραπεμφθούν σε δίκη για τις ενέργειες και παραλείψεις τους που στοίχισαν τη ζωή σε 102 ανθρώπους.
Απόγευμα του Ιουλίου. Ζέστη, ήλιος και ένας δυνατός άνεμος φυσά στην Αττική. Οι περισσότεροι ονειρεύονται ταξίδια και καλοκαιρινές διακοπές. Σε μία εβδομάδα έμπαινε ο Αύγουστος και όλοι προετοιμάζονταν, αν δεν είχαν ήδη φύγει, για τις ημέρες ξεκούρασης που έπονταν.
Ωστόσο, η πραγματικότητα ήρθε να συντρίψει όχι μόνο αυτά τα όνειρα, αλλά και άλλα πολύ μεγαλύτερα, και στη θέση τους να έρθει η τραγωδία, ο θρήνος και ο πανικός.
Είναι 23 Ιουλίου του 2018 και η Ανατολική Αττική - αν όχι ολόκληρη η χώρα- πρόκειται να βιώσει μία από τις σημαντικότερες καταστροφές του τόπου με τη φωτιά στο Μάτι.
Η αρχή του δράματος, που θα ολοκληρωθεί με 102 συμπολίτες μας να χάνουν τη ζωή τους εξαιτίας της πύρινης λαίλαπας, τοποθετείται στο Νταού Πεντέλης, όταν ένας 65χρονος άνδρας αποφασίζει παρά τις απαγορευτικές καιρικές συνθήκες, να καθαρίσει τα ξερά χόρτα. Σχεδόν αυτόματα, μερικές σπίθες δραπετεύουν και αρχίζουν να απλώνονται στο δάσος και με τους ανέμους, στρέφεται προς τον οικισμό του Νέου Βουτζά.
Μέσα σε λίγα λεπτά, η φωτιά έχει κατακάψει στρέμματα ολόκληρα και συνεχίζει να σπέρνει την καταστροφή μέχρι και αφού πέσει ο ήλιος. Η ενημέρωση σχεδόν ανύπαρκτη για τους κατοίκους της περιοχής, οι οποίοι ασύντακτα και αυτοβούλως προσπαθούν να ξεφύγουν από τις φλόγες που καταστρέφουν σπίτια, αυτοκίνητα και ό,τι άλλο βρεθεί στο διάβα τους.
Άλλοι θα προσπαθήσουν να διαφύγουν με τα αυτοκίνητά τους, άλλοι θα τρέξουν στην παραλία, με την ελπίδα ότι η φωτιά δεν θα κατέβει τόσο χαμηλά ή έστω το θαλασσινό νερό, θα τους σώσει. Σε αυτή τη μέγιστη τραγωδία, 102 άνθρωποι δεν θα τα καταφέρουν. Βρέφη, παιδιά, ηλικιωμένοι αλλά και νέοι θα δουν τις δυνάμεις τους να τους εγκαταλείπουν.
Πίσω τους θα μείνει μόνο ο όλεθρος. Μία γυναίκα έχασε το γιο της και μια φίλη της, μέσα στη θάλασσα, ύστερα από 5 ώρες κολύμπι. Αν και ήλπιζαν ότι κάποιος θα του περισυλλέξει κάτι τέτοιο άργησε υπερβολικά πολύ. «Μετά από δύο ώρες, η φίλη μου είπε «…να πεις στα παιδιά μου ότι τα αγαπώ» και αφού με απομάκρυνε κατέληξε. Οι συνθήκες στη θάλασσα καθ’ όλη τη διάρκεια ήταν δυσμενείς με έντονο κυματισμό και ρεύματα. Μετά από περίπου μία ώρα από το θάνατο της φίλης μου, ο γιος μου άρχισε να παραπονιέται για έντονη δυσφορία, κράμπες και ότι δεν έβλεπε, ενώ κάποιες στιγμές μου έλεγε “δεν θα αντέξω μαμά”, ενώ λίγο αργότερα κατέληξε στα χέρια μου», περιέγραψε. Η μάρτυρας κατέθεσε ότι «περίπου στις 18:15 που φύγαμε από το σπίτι, η φίλη μου επικοινώνησε με το Δήμο Ραφήνας όπου κάποιος που σήκωσε το τηλέφωνο, πιθανόν υπάλληλος, της είπε: «Δεν γνωρίζουμε κάτι, εμείς μαζεύουμε και εγκαταλείπουμε».
Αιτήματα για διερεύνηση κακουργήματος
Χιλιάδες αντίστοιχες προσωπικές ιστορίες περιλαμβάνονται στις πάνω από 400.000 σελίδες δικογραφίας, που έχει συγκεντρώσει ο 6ος τακτικός ανακριτής, Αθαν. Μαρνέρης, ο οποίος ερεύνησε τις ευθύνες για αυτή την εθνική τραγωδία. Συνολικά τρία αιτήματα κατέθεσε ο ανακριτής ζητώντας την αναβάθμιση της υπόθεσης, με την άσκηση συμπληρωματικής ποινικής δίωξης σε βάρος δέκα ατόμων για το κακούργημα της θανατηφόρας έκθεσης σε κίνδυνο. Όπως υποστήριζε, υπήρχαν κατηγορούμενοι στους οποίους θα έπρεπε να αποδοθεί και κακουργηματικού χαρακτήρα αδίκημα, πλην αυτά της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή και της σωματικής βλάβης, που είναι πλημμελήματα.
Ισάριθμες όμως, ήταν και οι απορριπτικές κρίσεις της Εισαγγελίας Αθηνών, με το σκεπτικό ότι δεν έχουν προκύψει μεταγενέστερα της αρχικής πλημμεληματικής δίωξης στοιχεία ικανά για τη θεμελίωση κακουργηματικής κατηγορίας. Ωστόσο, ο δικαστικός λειτουργός εμμένει ακόμα και σήμερα ότι ορισμένοι κατηγορούμενοι θα έπρεπε να δικαστούν και για την πράξη της έκθεσης, όπως τονίζει και στη διάταξή του προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, το οποίο είναι το αρμόδιο όργανο για να κρίνει αν και ποιοί κατηγορούμενοι θα καθίσουν στο εδώλιο για την φονική πυρκαγιά.
“Με ενέργειες και παραλείψεις τους, ήτοι με τη μη διάθεση όλων των εναέριων μέσων και επίγειων μέσων, την έλλειψη παντελούς πρόνοιας για απομάκρυνση των πολιτών και τη χαρακτηριστική κωλυσιεργία τους όσον αφορά τη διάσωση αυτών, μετέφεραν τα θύματα της καταστροφικής φωτιάς στον Ν. Βουτζά, στο Μάτι και στο Κόκκινο Λιμανάκι από μια σχετικά ασφαλή θέση (καθώς ναι μεν είχε ξεσπάσει πυρκαγιά στην περιοχή, ωστόσο αυτή τις πρώτες κρίσιμες ώρες ήταν δυνατό να αντιμετωπιστεί με αποτελεσματικότητα) σε μια ανασφαλή θέση, καθώς άφησαν τη φωτιά να καταστεί ανεξέλεγκτη, με αποτέλεσμα τα θύματα να μην μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους, αλλά και να μην αναμένεται πλέον με ασφάλεια πιθανότητα βοήθειας απ’ έξω για την αποτροπή του κινδύνου, και με αυτόν τον τρόπο εξέθεσαν σε κίνδυνο τη ζωή και την υγεία των ατόμων που βρίσκονταν στην περιοχή”, θα αναφέρει χαρακτηριστικά σε σχετικό πόρισμα που αριθμεί 97 σελίδες.
Ύστερα από περίπου τρία χρόνια ερευνών, ο ανακριτής Μαρνέρης έχει καταγράψει αναλυτικά την εκτίμηση του γύρω από τους υπαίτιους της τραγωδία. Στη διάταξή του, αναφέρεται σε συγκάλυψη της πραγματικής εικόνας, σε ανύπαρκτα μέτρα προστασίας και ανύπαρκτα επίγεια μέσα, ακόμα και σε καθυστερημένες εντολές των κεντρικών που θα έδιναν κάποιο προβάδισμα απέναντι στον πύρινο εχθρό.
“Καμία σημασία στην πυρκαγιά”
“Η στάση των αρμοδίων δείχνει ότι δεν έδωσαν ουσιαστικά καμία σημασία στην πυρκαγιά και την άφησαν να πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις αδιαφορώντας παράλληλα εντελώς για την απομάκρυνση των πολιτών” επισημαίνει ο δικαστικός λειτουργών, ενώ σε άλλο σημείο υποστηρίζει ότι “η αδιαφορία που επιδείχθηκε συναρτώμενη με την αυξημένη ευθύνη των υπαιτίων συνιστά ενδεχόμενο δόλο επίτασης του κινδύνου, στον οποίο βρίσκονταν οι πολίτες, οι οποίοι σε περίπτωση πυρκαγιάς σε κατοικημένη περιοχή εξαρτώνται φυσικά άμεσα κυρίως από την Πυροσβεστική Υπηρεσία και όχι, π.χ., από τον δήμαρχο ή την Αστυνομία, που προφανώς έχουν ευθύνη, αλλά κατώτερου βαθμού και σημασίας. Αυτό το γνώριζαν οι αρμόδιοι και παρ’ όλα αυτά αδιαφόρησαν επιδεικτικά και παρακολουθούσαν αμέτοχοι επί της ουσίας τις εξελίξεις σε Νταού Πεντέλης – Νέο Βουτζά – Μάτι ωσάν τον Ξέρξη, όταν παρακολουθούσε τη ναυμαχία της Σαλαμίνας από τον χρυσό του θρόνο στο όρος Αιγάλεω”.
Ο Αθ. Μαρνέρης δεν σταματά εκεί, αλλά μιλά και για συγκάλυψη των όσων πραγματικά λάμβαναν χώρα στο πεδίο της μάχης. “Από τις απομαγνητοφωνήσεις του καταγραφικού της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας προέκυψε ότι ο Νικόλας Τόσκας (τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης) και όσοι παρευρίσκονταν στο Εθνικό Συντονιστικό Κέντρο γνώριζαν για την ύπαρξη νεκρών, τουλάχιστον από την ώρα 18.36. Έτσι, τόσο κατά τον χρόνο άφιξης του τότε πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στο ΕΣΚΕ (μετά τις 23.00) όσο και κατά τη διάρκεια της φερόμενης ενημέρωσης του Πρωθυπουργού από τον Ματθαιόπουλο (τότε υπαρχηγό της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας) και τα λοιπά στελέχη του ΕΣΚΕ ήταν γνωστό σε όλους τους αρμοδίους ότι στο Μάτι και στον Ν. Βουτζά υπήρχε μεγάλος αριθμός νεκρών” επισημαίνει ο ανακριτής.
Στο έγγραφο σημειώνεται επίσης, ότι:
- υπήρξε ολιγωρία από την πλευρά της Πυροσβαστικής “όχι μόνο κατά τον πρώτο κρίσιμο χρόνο της πυρκαγιάς, αλλά και στη συνέχεια, όταν είχε πλέον κατευθυνθεί προς κατοικημένες περιοχές”, εξηγώντας ότι τα πυροσβεστικά οχήματα ουσιαστικά δεν επαρκούσαν ούτε για την κατάσβεση αλλά ούτε και για τη διάσωση των πολιτών
- μία ώρα μετά την πρώτη ενημέρωση “η περιοχή παραμένει χωρίς εναέριες δυνάμεις, με ανεπαρκείς επίγειες δυνάμεις και χωρίς εναέριο συντονισμό, ενώ κατευθύνεται σε κατοικημένους οικισμούς” και
- “εάν μέχρι τις 17.30 το ΕΣΚΕ είχε αντιδράσει άμεσα στέλνοντας τρία εναέρια μέσα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να στείλει όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, η πυρκαγιά είναι πολύ πιθανό αν όχι να είχε κατασβηστεί, τουλάχιστον να είχε ελεγχθεί”.