Μακρόνησος: Κολαστήριο και τάφος για 7.000 Έλληνες της Μικράς Ασίας

Γράφει ο Δημήτρης Σταυρόπουλος

Η Μακρόνησος είναι ένα «καταραμένο» νησί.

Έχει συνδέσει το όνομα της με την ταλαιπωρία, τον πόνο, τον βασανισμό και την στέρηση ελευθερίας σε χιλιάδες ανθρώπους.

Άνυδρη, ακατοίκητη, αφιλόξενη, σκληρή, πέρασε στην εθνική μνήμη, ως ένας μαρτυρικός τόπος εξορίας, που άφησε το μαύρο αποτύπωμα της στην σύγχρονη ιστορία.

Ωστόσο οι πρώτοι άνθρωποι που «γνώρισαν» τον εφιάλτη της Μακρονήσου, δεν ήταν οι αριστεροί της μεταξικής περιόδου και του Εμφυλίου.

Ήταν δυστυχισμένοι Έλληνες που έφτασαν κατατρεγμένοι μετά την μικρασιατική καταστροφή και πέρασαν από το λοιμοκαθαρτήριο του νησιού πριν ενταχθούν στην κοινωνία..

Επτά χιλιάδες από τους πρόσφυγες πέθαναν εκεί κάτω από άθλιες και απάνθρωπες συνθήκες, κάτι που η δεν γνωρίζουν οι περισσότεροι, η τα γεγονότα εκείνης της εποχής έχουν ξεχαστεί!

Η «απολύμανση» των προσφύγων από την Μικρά Ασία λοιπόν, ήταν ένα μέτρο που κρίθηκε υγειονομικά αναγκαίο από την ελληνική κυβέρνηση στις αρχές του 1920, προκειμένου ο γηγενής πληθυσμός να μην μολυνθεί από τις ασθένειες που πιθανόν να μετέφερε η αθρόα προσφυγική εισροή στη χώρα. 

ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΒΟΜΒΕΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ

Μετά την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου

 ξεκίνησε η σταδιακή εξόντωση των χριστιανικών πληθυσμών από τους Νεότουρκους του Μουσταφά Κεμάλ.

 Όσοι δεν σφαγιάστηκαν και δεν πέθαναν στα τάγματα εργασίας Αμελέ Ταμπουρού, πήραν τον δρόμο του ξεριζωμού.

 Παράλληλα, η Οκτωβριανή επανάσταση του 1917, δημιούργησε νέα προβλήματα στον ελληνικό πληθυσμό του Καυκάσου.

Η προσφυγική κρίση κορυφώθηκε με την Μικρασιατική Καταστροφή και επισφραγίστηκε με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, που προέβλεπε την αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών Ελλάδας-Τουρκίας.

 Εκατομμύρια χριστιανοί της Ανατολίας θα ανταλλάσσονταν με χιλιάδες μουσουλμάνους της Ελλάδας.

Από το 1919 και το ξέσπασμα του πρώτου προσφυγικού κύματος, οι συνθήκες μετακίνησης των κατατρεγμένων ήταν άθλιες.

 Οι άνθρωποι ξεριζώνονταν από τον τόπο τους, διένυαν δεκάδες χιλιόμετρα μέχρι να φτάσουν σε κάποιο λιμάνι, υποσιτίζονταν και ήταν εκτεθειμένοι σε κάθε λογής μολύνσεις και ασθένειες.

 Όσοι από αυτούς άντεχαν τις κακουχίες, στοιβάζονταν κατά χιλιάδες στα αμπάρια μικρών πλοίων, προκειμένου να έρθουν στην Ελλάδα.

Σε καράβια που υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν χωρούσαν πάνω από χίλιοι άνθρωποι, την εποχή εκείνη φορτώνονταν 3 και 4 χιλιάδες.

 Πέραν του ότι ο ένας βρισκόταν πάνω στον άλλο, υπήρχε και το θέμα των φυσικών αναγκών.

 Η υγειονομική βόμβα συμπληρωνόταν από τα νεκρά σώματα εκείνων που δεν άντεχαν, τα οποία οι συγγενείς δεν ήθελαν να αποχωριστούν.

Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα, το 1922 να φτάνουν στην Ελλάδα καθημερινά μέχρι και 8.000 πρόσφυγες.

Τον Ιούνιο του 1922, άνοιξε της πύλες της και η Μακρόνησος.

 Όπως εξηγεί  ο ιστορικός Βλάσσης Αγτζίδης, το μικρό νησί ήταν το απόλυτο «στρατόπεδο συγκέντρωσης».

 Ήταν το πιο άξενο και πιο άγονο μέρος της Ελλάδας και, παρόλο που απείχε μόλις 8 μίλια από την ακτή του Λαυρίου, κανείς δεν θα τολμούσε να κολυμπήσει για να φτάσει απέναντι.

Η δημιουργία λοιμοκαθαρτηρίων σε απομονωμένα μέρη ήρθε να ικανοποιήσει την λαϊκή απαίτηση οι «μολυσμένοι πρόσφυγες» να περνούν από καραντίνα και να «απολυμαίνονται» προτού αναμιχθούν με τους ντόπιους. 

Επίσημα, το σκεπτικό της ελληνικής κυβέρνησης ήταν τα μέρη αυτά να βοηθήσουν στην υγειονομική, αλλά και κοινωνική ενσωμάτωσή τους.

Ύστερα από την σύντομη καραντίνα στα απολυμαντήρια, θα έπαιρναν σφραγίδα εξόδου, κάτι σαν πιστοποίηση ότι ήταν ασφαλείς. Στην πράξη, δεν συνέβησαν όλα τόσο ιδανικά.

ΕΞΑΘΛΙΩΣΗ  ΑΡΡΩΣΤΙΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΜΟΡΙΕΣ

Στην ουσία, οι φιλανθρωπικοί οργανισμοί ήταν αυτοί που οργάνωσαν τη νοσηλεία, τη σίτιση και την στέγαση.

 Τυπικά, η παραμονή των προσφύγων στο νησί ξεκινούσε από τις 14 ημέρες και μπορεί να έφτανε μέχρι τις 40. 

Μαρτυρίες ωστόσο αναφέρουν ότι σε πολλές περιπτώσεις ο χρόνος παραμονής ξεπερνούσε ακόμα και τον ένα χρόνο.

Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά  ο Θεόφιλος Καστανίδης, τα πρώτα βήματα κατά την άφιξή τους στην Μακρόνησο ήταν δύο: κάψιμο των ρούχων και κόψιμο των μαλλιών.

 Υπήρξαν μάλιστα πολλές περιπτώσεις που το ολοκληρωτικό κούρεμα προκαλούσε νευρικό κλονισμό στις γυναίκες.

 Όντας ήδη εξαντλημένες ψυχικά και σωματικά, η βίαιη αφαίρεση του ύψιστου συμβόλου θηλυκότητας από πάνω τους -της μακριάς κόμης-, ήταν το τελειωτικό χτύπημα.

Και αυτή ήταν μόνο μία ήπια πρόγευση από την ισοπέδωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που θα ακολουθούσε.

 Οι συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων πάνω στο νησί ήταν άθλιες.

 Εγκαθίσταντο σε πρόχειρα αντίσκηνα, τα οποία ήταν οργανωμένα σε ζώνες.

 Η κατανομή γινόταν βάσει της περιοχής προέλευσης και των ασθενειών που έφερε ο καθένας.

 Τυπικά, για την διατροφή τους, τους αναλογούσαν 1.000 θερμίδες ημερησίως.

Το φαγητό όμως συχνά ήταν σκουληκιασμένο και το νερό ακάθαρτο.

Η μαρτυρία του Ιγνάτιου Ορφανίδη, πρόσφυγα από την Νίρβαινα του Πόντου, συγκλονίζει:

«Νερό δεν υπήρχε στάλα στο νησί.

 Μια μαούνα μάς έφερνε απ’ το Λαύριο νερό και εκείνο γλυφό και λιγοστό.

 Μας τάιζαν βρώμικα μακαρόνια, ελιές σκουληκιασμένες, χαλασμένες ρέγγες κι έπεσε τύφος. 

Και νερό πουθενά.

 Κάποτε έκανε τρεις μέρες η μαούνα να φέρει νερό.

 Λιποθυμούσε ο κόσμος από τη δίψα.

 Κάπου κάπου έρχονταν έμποροι με ιστιοφόρα και πουλούσαν λαθραία σε μας ψωμί.

 Σπείρα σωστή ήταν.

 Ένα ψωμί το πουλούσαν μια λύρα χρυσή, ένα δαχτυλίδι χρυσό, ένα ρολόι.

 Η διοίκηση της καραντίνας τα έβλεπε αυτά αλλά δεν μιλούσε, ούτε συνελάμβανε τους εγκληματίες εργολάβους τροφοδότες. 

Εκείνοι πλούτιζαν εις βάρος χιλιάδων ανθρώπων.

 Πάτησαν πάνω στα πτώματά τους».

Η κατάσταση αυτή, σε συνδυασμό με τον συνωστισμό και την διαρκή εισροή νέων προσφύγων είχε καταστροφικά αποτελέσματα.

 Οι ασθένειες που εμφανίζονταν μεταξύ των προσφύγων μεταδίδονταν ανεξέλεγκτα και αποκτούσαν επιδημικό χαρακτήρα.

 Το βρώμικο νερό και οι αρουραίοι επιδείνωναν περαιτέρω την κατάσταση.

 Πολλοί άνθρωποι υπέκυπταν στις κακουχίες από τις πρώτες κιόλας μέρες. 

Για κάποιους ο θάνατος ήταν αργός και βασανιστικός.

Κάποιοι επιβίωσαν της «καραντίνας» και σταδιακά μεταφέρθηκαν από τις αρχές στην Αττική.

 Άλλοι αποφάσισαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και να εξεγερθούν.

 Ορισμένοι τυχεροί μπόρεσαν να χρηματίσουν βαρκάρηδες για να περάσουν κρυφά απέναντι, στο Λαύριο.

ΕΡΙΧΝΑΝ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ ΣΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΑ

«Χιλιάδες πρόσφυγες. 

Χωρίς νερό. 

Χωρίς τροφή.

 Ευλογιά και τυφοειδής πυρετός μεταξύ των επιβατών», σημείωνε στο τηλεγράφημά του ο καπετάνιος του “Ιωνία”, του πλοίου που μετέφερε την Esther P. Lovejoy και λόγω θαλασσοταραχής είχε αγκυροβολήσει ανοιχτά της Μακρονήσου μια μέρα του Φεβρουαρίου 1923.

 Η Αμερικανίδα γιατρός προσθέτει ότι κάποιοι πρόσφυγες «σχεδόν είχαν χάσει τα λογικά τους από τις δοκιμασίες του ταξιδιού.

 Πολλών τα παιδιά είχαν πεθάνει και είχαν υποστεί το μαρτύριο να βλέπουν τα σωματάκια τους να πετιούνται στη θάλασσα και ύστερα να επιπλέουν γύρω από το καράβι…

Οι συνθήκες των προσφύγων δεν περιγράφονται. Άνθρωποι, συνήθως γυναικόπαιδα, χωρίς πατρίδα, απόκληροι όλου του κόσμου. 

Ανίκανοι να μιλήσουν ελληνικά.

 Τους μαζεύουν και τους οδηγούν από τόπο σε τόπο σαν τα ζώα.

 Τους ρίχνουν σε σκοτεινές τρύπες και τρώγλες.

 Δεν έχουν φαγητό, πετρέλαιο, νερό, σκεπάσματα και ρούχα. Είναι παγωμένοι, πεινασμένοι και άρρωστοι»

«Επί των 8.600 προσφύγων ήδη έχουσιν αποθάνη περί τους χιλίους διακοσίους εντός πεντήκοντα μόνον ημερών», γράφει η εφημερίδα Έθνος στις 21 Ιουλίου 1922.

 «Απεβιβάσθημεν εν Μακρονησίω (ακατοίκητον) όπου υπέστημεν αληθή Οδύσσειαν και όπου εύρον τον θάνατον σχεδόν το ήμισυ των προσφύγων», σημειώνει σε επιστολή του τον Ιανουάριο του 1923 ένας Πόντιος Μακρονησιώτης

«Από τους οκτώ χιλιάδες που έφερε το “Κίος” μείναμε στο τέλος δύο χιλιάδες.

 Οι άλλοι έξι χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν.

 Έπεσε αρρώστια και μας θέρισε», τονίζει ο Ιγνάτιος Ορφανίδης.

Οι μαρτυρίες για το θανατικό συγκλονίζουν, όπως η παρακάτω περιγραφή του Γ. Γιαλαμά για την ταφή των νεκρών:

 «Τα νεκρά κουφάρια χωρίς φέρετρα, χωρίς ατομικούς τάφους, μόνο με τον πένθιμο ήχο της καμπάνας και το μοιρολόι των μαυροφορεμένων γυναικών για συνοδό, μεταφέρονταν στην τελευταία ομαδική κατοικία τους.

 Κάθε νεκρό τον έβαζαν σε σακί και τον έριχναν μέσα σ’ ένα λάκκο βαθύ και συνεχόμενο (χαντάκι), ασβεστωμένο στη βάση και τα πλάγια και σκεπαζόταν με χώμα μπόλικο, αφού προηγουμένως η πάνω επιφάνεια του νεκρού ασβεστωνόταν καλά…»

Στη συλλογική μνήμη των Ελλήνων λοιπόν η Μακρόνησος έχει συνδεθεί με τη φρίκη και τον παραλογισμό της μεταπολεμικής εμφύλιας αντιπαράθεσης.

 Η “Μακρόνησος των προσφύγων” είναι μια σχεδόν αποσιωπημένη εποχή, που περιμένει να ενσωματωθεί στην ιστορική αφήγηση για το μαρτυρικό νησί.

Πληροφορίες

Κυριάκος Λυκουρίνος

Τελευταία τροποποίηση στις Κυριακή, 11/07/2021 - 20:13