«Θυμάμαι το διαζύγιο των γονιών μου και τρέμω το νομοσχέδιο Τσιάρα» | Μαρινίκη Αλεβιζοπούλου
Αυτό που θα ακολουθήσει μου είναι επώδυνο. Αποφάσισα ωστόσο μετά από πολλή σκέψη να προχωρήσω σε μια εξομολόγηση, όχι από τη θέση της μητέρας αλλά από τη θέση του πρώην παιδιού.
Έχω υπάρξει παιδί ενός τρομακτικά συγκρουσιακού διαζυγίου. Οι γονείς μου σύρθηκαν και με έσυραν στα δικαστήρια για χρόνια. Πολλά χρόνια. Για την ακρίβεια πέρασα την πρώιμη εφηβεία μου μέχρι και τα πρώτα μου ενήλικα χρόνια σε αίθουσες δικαστηρίων και γραφεία δικαστών.
Ο πατέρας μου ήταν ένας πολλαπλά κακοποιητικός πατέρας. Μέρος αυτής της κακοποίησης, ήταν και σωματική. Χτυπούσε τη μητέρα μου και εμάς, τα παιδιά του.
Η μητέρα μου είχε πάψει να εργάζεται και ασχολήθηκε με το μεγάλωμά μας. Της ήταν, όπως καταλαβαίνετε, πολύ δύσκολο το να φύγει από αυτόν τον γάμο. Τα λεφτά τα έφερνε εκείνος. Εκείνη, ως πρώην ξεναγός, είχε βγει από την αγορά εργασίας, είχε χάσει όλες της τις επαφές με τα γραφεία, δεν την θυμόταν κανείς, παρ’ ότι μιλάει τέσσερις ξένες γλώσσες και έχει δύο πτυχία.
Τότε τα πράγματα ήταν αρκετά διαφορετικά σε σχέση με το σήμερα. Δεν είχε την επιλογή κάποιου ξενώνα για κακοποιημένες γυναίκες και παιδιά. Δεν ξέρω κι αν θα το επέλεγε, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν μας βοήθησε κανείς.
Άρχισε να μεθοδεύει την έξοδο βγαίνοντας και πάλι στην αγορά εργασίας. Την οριστική απόφαση την πήρε μετά από ένα βράδυ άγριου καυγά. Ήμουν πια 13 ετών και μπορούσα να βάλω το σώμα μου μπροστά για να την προστατεύσω. Ούρλιαζα. Πήγα μαζί της στο αστυνομικό τμήμα αφήνοντας πίσω την μικρότερη αδελφή μου. Την αφήσαμε μαζί του. Ακόμα έχω τύψεις γι’ αυτό.
Στο τμήμα μας είπαν να γυρίσουμε πίσω και να προσπαθήσει να τα βρει μαζί του. Θα του τηλεφωνούσαν, είπαν, για να τον συνετίσουν. Επιστρέψαμε. Μόνες. Αυτός έφυγε κατόπιν συμβουλής του δικηγόρου του, φοβούμενος το αυτόφωρο. Όχι ότι ασχολήθηκε κανείς βέβαια μαζί του.
Την επόμενη μέρα έδινα εξετάσεις. Πάτωσα. Δεν ξαναγυρίσαμε σε εκείνο το σπίτι. Δεν είχαμε δεκάρα. Μου τηλεφώνησε κάποια στιγμή η θεία μου, αδελφή του πατέρα μου και γυναίκα του δικηγόρου του. Της είπα ότι δεν έχουμε να φάμε. Μου απάντησε ότι πλήγωσα τον πατέρα μου με τα λόγια και τις πράξεις μου. Ότι με αγαπάει αλλά είναι κάπως νευρικός.
Άφησε απλήρωτα τα δίδακτρα των σχολείων μας. Πηγαίναμε στο Αρσάκειο. Κάποια ψυχολόγος του σχολείου με είδε μια φορά. Κάλεσαν και τη μητέρα μου. Δεν ξέρω τι έγινε μετά. Μάλλον τίποτα αν κρίνω από το αποτέλεσμα. Ένας θείος μου προσφέρθηκε να πληρώνει το σχολείο για την αδελφή μου. Ήταν μικρότερη και κρίναμε ότι θα ήταν καταστροφικό για εκείνη να χάσει και το σχολικό της περιβάλλον.
Πήγα στο δημόσιο της νέας μας γειτονιάς. Έμεινα από απουσίες. Ο γυμνασιάρχης έδωσε ένα χαρτί στον πατέρα μου το οποίο στη συνέχεια εκείνος χρησιμοποίησε μαζί με κάποια άλλα «ενοχοποιητικά στοιχεία» σε δικαστήριο, ισχυριζόμενος ότι η μητέρα μου ασκεί πλημμελώς την επιμέλειά μου και ζητώντας να με πάρει.
Τότε άρχισα να γράφω. Θυμάμαι εκείνο το πρώτο μου κείμενο. Ήταν μια ωδή στην αυτοκτονία. Υποστήριζα ότι θα αυτοκτονούσα αν βρισκόμουν στο σπίτι του πατέρα μου. Δεν το έδειξα ποτέ στη μητέρα μου. Είχε ξαναζητήσει την επιμέλεια μας - στην αρχή ζητούσε και τις δυο μας. Θυμάμαι να σερνόμαστε στο γραφείο κάποιου δικαστή. Έπρεπε να πούμε τα πάντα αλλά γρήγορα γιατί «δεν ακούνε πολλά, δεν έχουν χρόνο». Έξω από το γραφείο βρίσκονταν οι δυο αδελφές του πατέρα μου για να μας ασκήσουν ψυχολογική πίεση. Κλάψαμε και οι δυο πολύ εκείνη τη μέρα. Τα καταφέραμε όμως. Δεν μας πήρε.
Τώρα ζητούσε εμένα. Το μαύρο πρόβατο, αυτή που δημιουργούσε προβλήματα στο Αρσάκειο, που έμεινε στο δημόσιο στην ίδια τάξη. Η Γ’ Γυμνασίου δεν επαναλαμβάνεται. Δίνεις μέχρι να περάσεις. Έδωσα τον Σεπτέμβρη όλα τα μαθήματα και έμεινα μαθηματικά, φυσική, χημεία και βιολογία. Ξανάδωσα τον Φεβρουάριο και πέρασα. Μαζί με το φροντιστήριο ξεκίνησα να δουλεύω και σε μια καφετέρια. Ήθελα να έχω χαρτζιλίκι, χωρίς να την επιβαρύνω. Αυτό ήταν ακόμα ένα «ενοχοποιητικό στοιχείο» κατά την άποψη του πατέρα μου που ακόμα δεν έδινε διατροφή. «Δουλεύει σε καφέ- μπαρ. Τι θα γίνει; Πουτάνα; Σαν την πουτάνα τη μάνα της;».
Σ’ αυτό το δικαστήριο δεν έκλαψα. Και πάλι όμως τα κατάφερα. Δεν με πήρε. Παρ’ ότι ζήτησε δυο φορές την επιμέλειά μου, τον έβλεπα μόνο στα δικαστήρια. Αυτός ο άνθρωπος που ήθελε τόσο πολύ την επιμέλειά μας δεν ήρθε να μας δει ούτε μία φορά. Για την ακρίβεια εμφανίστηκε μία φορά. Τη συνάντηση την κανόνισαν οι δικηγόροι. Η μητέρα μου μας είπε ότι έπρεπε να πάμε. Την μίσησα γι’ αυτό. Πώς είναι δυνατόν να με στέλνει σ’ αυτόν. «Πρέπει να πάτε, κορίτσια. Διαφορετικά θα ισχυριστεί ότι εμποδίζω την επικοινωνία σας μαζί του εγώ». «Να την εμποδίσεις» της απάντησα. «Μαρινίκη, θα μπλέξουμε κι άλλο. Σας ορκίζομαι ότι αν συμβεί οτιδήποτε, θα είμαι εκεί σε πέντε λεπτά. Αν σας πειράξει βγείτε στον δρόμο κι αρχίστε να φωνάζετε για βοήθεια. Προσπαθείστε να βρείτε κάποια μεγάλη γυναίκα και πείτε της να σας φέρει στον σταθμό. Εγώ θα μείνω εδώ και θα περιμένω».
Το ραντεβού δόθηκε στην Κηφισιά. Επέμενε να μας πάει στα μαγαζιά να ψωνίσουμε κάτι που θέλουμε πολύ. Η αδελφή μου ήθελε κάτι μποτάκια. Της τα πήρε. Εγώ δεν πήρα τίποτα. Αργότερα, εμφανίστηκε σε κάποιο δικαστήριο με την απόδειξη από αυτά τα κωλομποτάκια. Ήταν η απόδειξη ότι νοιάζεται για εμάς. Θυμάμαι να ζητάω από τη μητέρα μου να το αποκρύψουμε αυτό από την αδελφή μου. Τα ήθελε τόσο πολύ εκείνα τα μποτάκια.
Και κάποια κοινωνική λειτουργός είχε έρθει στο σπίτι. Δεν θυμάμαι πολλά, εισαγγελέας πρέπει να την έστειλε. Μετά από μακρύ και δαπανηρό αγώνα καταφέραμε να λάβουμε διατροφή. Είχαμε την τύχη να εργάζεται σε δημόσιο νοσοκομείο και έτσι τουλάχιστον την αμοιβή του δεν μπορούσε να την κρύψει. Έτσι λοιπόν, κάθε μήνα η μητέρα μου πήγαινε στο λογιστήριο του νοσοκομείου επιδεικνύοντας τη δικαστική απόφαση και έπαιρνε το ποσό που μας είχε επιδικαστεί. Με την περιουσία τα πράγματα ήταν πολύ δυσκολότερα και ακόμα πιο δαπανηρά, αλλά ας μην σας κουράσω άλλο με τις λεπτομέρειες της προσωπικής μου ζωής.
Αυτά και άλλα πολλά συνέβησαν με τον παλιό νόμο, τον νόμο του ‘83. Αυτόν που η μια πλευρά ονομάζει «παιδοκεντρικό» και η άλλη «ξεπερασμένο».
Σήμερα κοντεύω τα 40. Έχω ένα δικό μου παιδί πια όπως ανέφερα και στην αρχή και προσπαθώ πολύ για ένα διαφορετικό παράδειγμα γονεϊκότητας. Κάνω ψυχοθεραπεία, παρακολουθήσαμε σεμινάρια γονεϊκότητας με τον άντρα μου, διαβάζουμε, συμμετέχουμε σε ομάδες γονέων στο facebook. Είμαστε συνοδοιπόροι σε αυτό το ταξίδι. Και πιστεύω βαθιά πως ακόμα κι αν τα φέρει ο κόσμος τούμπα και χωρίσουμε μια μέρα, θα βάλουμε τα δυνατά μας ώστε να προφυλάξουμε το παιδί μας από ένα συγκρουσιακό διαζύγιο, να μην περάσει ποτέ αυτά που πέρασα εγώ.
Το προσωπικό μου βίωμα στον δικό μου γάμο όμως, το ότι εγώ δεν αντιμετωπίζω έναν κακοποιητικό σύζυγο, έναν αδιάφορο ή/ και εκδικητικό πατέρα του παιδιού μου, δεν επιτρέπω να θολώσει ούτε τη μνήμη ούτε την κρίση μου.
Σε μια γυναικεία συνέλευση που πραγματοποιήθηκε πριν λίγες ημέρες και στην οποία αποφασίστηκε μεταξύ άλλων και μια συγκέντρωση διαμαρτυρίας ενάντια στο νομοσχέδιο Τσιάρα, κόντεψαν να με πιάσουν τα κλάματα όταν τους είπα ότι δεν αντέχω να σκέφτομαι τον παιδικό μου εαυτό αντιμέτωπο με το ενδεχόμενο να με εξανάγκαζε ο νόμος να περνάω έστω και μισό λεπτό με αυτόν τον άνθρωπο. Όχι το ⅓ ή το ½ του χρόνου μου που προβλέπει το νομοσχέδιο.
Δεν αντέχω να αναλογίζομαι τι θα είχε συμβεί σε εμένα, την αδελφή μου και τη μητέρα μου αν ένας δικαστής αποφαινόταν ότι οφείλουμε να τον έχουμε στη ζωή μας μέχρι την οριστική καταδίκη του ως κακοποιητικού γονέα και συζύγου. Ότι η μητέρα μου θα έπρεπε να τον ενημερώνει για κάθε λεπτομέρεια της καθημερινότητάς μας. Ότι θα έπρεπε να είμαι γλυκομίλητη με τις αδελφές του αλλά και τον θείο μου και δικηγόρο του, καθώς διαφορετικά θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να αφαιρεθεί η γονική μέριμνα από τη μητέρα μου. Γιατί και αυτό το προβλέπει ο νέος νόμος. Αν κατάφερναν δηλαδή να πείσουν έναν δικαστή ότι τα αισθήματά μου για την οικογένειά του και τον ίδιο είναι υποκινούμενα από τη μητέρα μου, αυτή θα ήταν η ποινή προς τον «αποξενωτή» γονέα. Προς την «αποξενώτρια» για να χρησιμοποιήσω με μεγαλύτερη ακρίβεια την ορολογία του λόμπι των «ενεργών μπαμπάδων».
Ξέρω ότι παρά την εξαιρετικά έντονη δημόσια συζήτηση γύρω από το νομοσχέδιο, εξακολουθούν να υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι όσες και όσοι στεκόμαστε απέναντι στο νομοσχέδιο, δεν είμαστε και κάποιου είδους εχθροί της αξίας της συνεπιμέλειας.. Δεν ισχύει. Η συνεπιμέλεια είναι σωστή ως αρχή. Επίσης δεν ξέρω πόσες και πόσοι γνωρίζουν ότι αυτή η δυνατότητα και δίνεται ήδη από το υπάρχον νομικό πλαίσιο αλλά και εφαρμόζεται.
Η ειδοποιός διαφορά είναι ότι η συνεπιμέλεια προϋποθέτει συναινετικά διαζύγια. Όχι τα συγκρουσιακά, σαν αυτό τον δικών μου γονιών. Το νομοσχέδιο Τσιάρα, αυτό που προσπαθεί να επιβάλει είναι η εξαναγκαστική συνεπιμέλεια στα συγκρουσιακά διαζύγια.
Αυτοί που το στηρίζουν αποκρύπτουν σκόπιμα τη διαφορά ανάμεσα στα δύο. Μιλούν για «αποξενώτριες» γενικά και αόριστα που χρησιμοποιούν το παιδί εργαλειακά για να εκδικηθούν τους πρώην τους. Αν υπάρχουν και τέτοιες; Ασφαλώς. Και η απάντηση εδώ ποια είναι; Να θεσπίσουμε έναν νόμο που όχι μόνο θα εργαλειοποιεί αλλά θα φτάνει να επαναθυματοποιεί όλα τα παιδιά ανεξαιρέτως προσωπικής ιστορίας, ηλικίας και αναγκών για να τιμωρήσουμε αυτές τις «αποξενώτριες»; Είστε με τα καλά σας;
Θα φτιάξουμε έναν νόμο που θα στέλνει παιδιά στους κακοποιητές τους, επειδή δεν είναι όλοι οι μπαμπάδες κακοποιητικοί; Και με αυτά τα παιδιά τι θα γίνει; Ποιος θα τα προστατεύσει;
Είμαι σε θέση να το απαντήσω και αυτό. Κανείς.
Και είμαι σε θέση να το απαντήσω γιατί εκτός από τα προσωπικά μου βιώματα, σήμερα είμαι και δημοσιογράφος. Και με την δημοσιογραφική και ερευνητική ομάδα στην οποία ανήκω, πραγματοποιούμε μια έρευνα σε βάθος από το καλοκαίρι του ‘18 αναφορικά με το καθεστώς παιδικής προστασίας στη χώρα. Και ξέρω ότι το λεγόμενο «σύστημα παιδικής προστασίας» στη χώρα μας είναι ένας αχταρμάς από υποστελεχωμένες υπηρεσίες που δεν συνομιλούν. Ότι ένα παιδί μπορεί να φτάσει να επανάλαβει έως και 14 φορές την ιστορία κακοποίησής του σε διάφορα στάδια της δικαστικής διερεύνησης γιατί ο φιλόδοξος υπουργός δικαιοσύνης αρνείται να υλοποιήσει ψηφισμένο νόμο για τη σύσταση και λειτουργία των λεγόμενων «σπιτιών του παιδιού». Των φιλικών δηλαδή προς το κακοποιημένο παιδί χώρων, όπου θα δίνει μία και μοναδική συνέντευξη και δεν θα θυματοποιείται ξανά και ξανά από το ίδιο το σύστημα που κατ’ ευφημισμό υπάρχει για να το προστατεύει.
Είμαι σε θέση να το γνωρίζω γιατί μαζί με τους συναδέλφους μου στάθηκα απέναντι από την αξιωματικό και ψυχολόγο του τμήματος προστασίας ανηλίκων στη ΓΑΔΑ και την άκουσα με τα ίδια μου τα αφτιά να λέει ότι εδώ είναι Ελλάδα, δεν είναι Σουηδία για να λειτουργούμε σπίτια του παιδιού. Ότι το παιδί πρέπει να σέρνεται στη ΓΑΔΑ «για να καταλαβαίνει ότι τα πράγματα είναι σοβαρά». Γιατί «για να εκδικηθούν τους πρώην τους βάζουν τα παιδιά να λένε ότι κακοποιήθηκαν». Όλες; Πολλές; Πόσες; Αδιάφορο.
Θα μπορούσα να γράφω για μέρες. Σταματάω όμως εδώ. Πιστεύω ότι αυτό που υποστηρίζω το εξήγησα επαρκώς με διάφορους τρόπους. Δεν έχω αυταπάτες για τον υπουργό που κατέβασε αυτό το εκτρωματικό νομοσχέδιο. Έχω μια απεύθυνση προς όλες και όλους τους υπόλοιπους βουλευτές και βουλεύτριες του ελληνικού κοινοβουλίου: σας ικετεύω, μην το αφήσετε να περάσει! Μην εκθέσετε σε κίνδυνο με ακόμα έναν κακό νόμο άλλα παιδιά. Σταματήστε το!
Πηγή: tvxs.gr