Στην Κολομβία του Κυριάκου Μητσοτάκη
Οταν δολοφονείται ένας δημοσιογράφος μέρα μεσημέρι η μοναδική αστυνομική πλευρά του θέματος πρέπει να είναι η διαλεύκανση της δολοφονίας. Αρνούμαι συνειδητά να μπω στη σεναριολογία για το ποιος μπορεί να είναι ο δολοφόνος και κυρίως στην ανήθικη διαδικασία που αναζητά «πόσο μπλεγμένος ήταν ο δημοσιογράφος».
Επί των ημερών του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, τον Ιούλιο του 2010, δολοφονήθηκε ο Σωκράτης Γκιόλιας. Επί ημερών του Χρυσοχοΐδη πριν από μερικούς μήνες έγινε απόπειρα δολοφονίας του Στέφανου Χίου. Και επί ημερών του Χρυσοχοΐδη δολοφονήθηκε το μεσημέρι της περασμένης Παρασκευής ο Γιώργος Καραϊβάζ.
Δεν με αφορούν και δεν πρέπει να αφορούν κανέναν πολίτη οι προσπάθειες που γίνονται για να ενοχοποιηθεί ο νεκρός ή να δικαιολογηθεί η φρικιαστική πράξη. Οπως είχα γράψει όταν έγινε απόπειρα εναντίον του Χίου: «Αν σήµερα σιωπήσουμε επειδή ο Χίος είναι αυτός που είναι, αν αποδεχτούμε ότι το βεβαρυμένο παρελθόν του είναι η εξήγηση και η δικαιολογία για μια δολοφονία, τότε ανοίγει ο δρόμος για να δολοφονείται ο κάθε ανεπιθύμητος ή ενοχλητικός δημοσιογράφος. Απλώς το σύστημα θα έχει ως μοναδική διεκπεραιωτική υποχρέωση να ενοχοποιήσει όσο πρέπει αυτόν που θα εξοντώσει και η κοινωνία θα είναι θεατής και θα αποδέχεται».
Οταν δολοφονείται ένας δημοσιογράφος σημαίνει ότι το παρακράτος έχει επιβληθεί στο κράτος ή, ακόμη χειρότερα, ότι συμβαδίζουν. Ο πρωθυπουργός της χώρας και φυσικά ο κονκισταδόρος του Μιχάλης Χρυσοχοΐδης έχουν ακέραια την ευθύνη, γιατί μετατρέπουν τη χώρα σε Κολομβία της Μεσογείου την ώρα που επικαλούνται τον νόμο και την τάξη για να δέρνουν πολίτες. Το βαρύ έγκλημα όχι μόνο λειτουργεί όσο βασανίζονται νεαροί στη ΓΑΔΑ για να συμμορφωθούν, αλλά πυροβολεί ανεμπόδιστα δημοσιογράφους. Η βαρύτητα της δολοφονίας ενός δημοσιογράφου δεν σχετίζεται με ανωτερότητα του επαγγελματικού είδους της δημοσιογραφίας. Είναι απλώς η παραδοχή ότι τίποτε δεν ελέγχεται και κανένας δεν φοβάται.
Ο νόμος και η τάξη τους είναι σφιχταγκαλιασμένα με τις υπόγειες διαδρομές που συνδέουν το ποινικό έγκλημα και τη μαφία, με τους αρμούς της εξουσίας. Οταν δολοφονήθηκε ο Σωκράτης Γκιόλιας εφευρέθηκε μια «σέχτα». Ισως σήμερα δημιουργηθεί κάτι άλλο. Η ουσία είναι ότι οι δημοσιογράφοι αποτιμώνται ως αναλώσιμοι στο πλαίσιο μιας διαδικασίας που αντιμετωπίζει τη δημοσιογραφία ως ενοχλητική και περιττή.
Βρισκόμαστε στον πάτο του βαρελιού, αν και το πρώτο που μου έρχεται ως διατύπωση είναι ότι βρισκόμαστε πια στον πάτο του φέρετρου. Η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα στην οποία έγινε δολοφονία δημοσιογράφου είναι η Μάλτα, όταν ανατίναξαν τη συνάδελφο Δάφνη Γκαλιζία. Οι δολοφόνοι όμως συνελήφθησαν και η κυβέρνηση έπεσε. Στην Ελλάδα, όπου μεθοδεύσεις εναντίον των δημοσιογράφων ξεκινάνε από την προσπάθεια φίμωσης, τις διώξεις και τη δολοφονία χαρακτήρων, για να αφεθούν τελικώς σε χέρια πιστολέρο, οι δράστες είναι αθέατοι και ασύλληπτοι.
Θα βγουν δεκάδες αυτές τις μέρες να καταδικάσουν τη δολοφονία ως έσχατη και φρικτή τιμωρία, αλλά οι περισσότεροι από αυτούς αποδέχονται ότι πρέπει να υπάρχει τιμωρία των δημοσιογράφων με άλλα μέσα.
Δημιουργούν κάθε μέρα στην κοινωνία την κουλτούρα ότι οι δημοσιογράφοι πρέπει να φοράνε γραβάτες και να αντιγράφουν επιτυχώς τα δελτία Τύπου των επιθυμιών τους. Η πραγματική δημοσιογραφία χαρακτηρίζεται ανεπιθύμητη και εχθρική. Η λογική αυτή είναι που στην έσχατη έκφρασή της πυροβολεί δημοσιογράφους. Αν μετατρέπεις τον δημοσιογράφο από υπερασπιστή της κοινωνίας σε μισητό εχθρό, τότε το αν κάποιοι θα επιλέξουν συμβόλαιο θανάτου για να τιμωρήσουν είναι θέμα χρόνου.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν ευθύνεται μόνο για την εχθρότητα που δημιουργεί εναντίον όσων δημοσιογράφων δεν γουστάρει. Είναι υπεύθυνος γιατί η χώρα έχει γίνει Κολομβία. Τα οικονομικά συμφέροντα εφορμούν με μεθόδους μαφίας στην κοινωνία. Μαφιόζοι και τοκογλύφοι αναλαμβάνουν διαγωνισμούς για την πανδημία. Εγκληματίες τριγυρνάνε με μηχανήματα και παρακολουθούν τηλέφωνα δημοσιογράφων, ενώ μια ιδιόμορφη Κόζα Νόστρα επιχειρεί να στραγγαλίσει οικονομικά ανεξάρτητες δημοσιογραφικές φωνές. Εχει μετατρέψει τους βουλευτές του σε κυνηγούς κεφαλών πολιτικών αντιπάλων μέσω προανακριτικών. Αυτή η επικίνδυνη πραγματικότητα παγιώνεται ως καθημερινότητα και κανονικότητα.
Η δολοφονία του Καραϊβάζ αποκαλύπτει με τον πιο άθλιο τρόπο πώς λειτουργεί το σύστημα. Τα μέσα ενημέρωσης δεν αφιέρωσαν παρά ελάχιστο χρόνο για τη δολοφονία του συναδέλφου τους. Οπως και στις προηγούμενες περιπτώσεις του Γκιόλια και του Χίου, έχει επιλεγεί η τακτική της ψιθυρολογίας εναντίον του θύματος. Μα αν το θύμα ήταν «μπλεγμένο» και γι’ αυτό δολοφονήθηκε, τότε είναι ακόμη πιο αναγκαίο τα μέσα ενημέρωσης να αποκαλύψουν την αλήθεια. Ο Γιώργος Καραϊβάζ είχε ο ίδιος περιγράψει τις σχέσεις του με διάφορους περίεργους τύπους, ενώ φωτογράφιζε εχθρούς στον χώρο της νύχτας και της αστυνομίας. Δεν ακούγεται κουβέντα για όλα αυτά. Επικρατεί σιωπή, στην οποία οι ψίθυροι ακούγονται σαν κραυγές.
Τι έγινε λοιπόν; Σκοτώθηκε δημοσιογράφος και οι δημοσιογράφοι θεωρούν για κάποιο λόγο δικαιολογημένο αυτό που έγινε; Δεν θυμώνουν; Δεν φοβούνται; Θα αφήσουν απλώς τη ζωή να προσπεράσει το νεκρό σώμα του συναδέλφου τους; Θα αρκεστούν στους ψιθύρους; Δεν επιθυμούν την αλήθεια; Δεν νιώθουν απειλή;
Οταν σκοτώνονται δημοσιογράφοι μέρα μεσημέρι η εγκληματικότητα εκτός από βαρύτητα αποκτά και οσμή. Οταν σκοτώνονται δημοσιογράφοι και δεν τους σκοτώνει κάποιος τρελός η δημοκρατία έχει σαπίσει και οι άνθρωποι γύρω της καλούνται να ζήσουν με την αποφορά. Είναι ο έσχατος ευτελισμός της νομιμότητας. Και μάλλον ο δολοφόνος ξέρει ότι δεν κινδυνεύει όπως πρέπει να κινδυνεύει όποιος πυροβολώντας τον δημοσιογράφο κινητοποιεί εκείνους που θέλουν να διαλευκάνουν το έγκλημα.
Οταν δολοφονείται δημοσιογράφος δεν έχουμε έγκλημα, έχουμε πιστοποίηση μιας επικίνδυνης πραγματικότητας.
ΥΓ.: Επειδή ρωτάνε αναγνώστες μετά τη δολοφονία του Καραϊβάζ αν το Documento, στο οποίο εργάζονται 100 άνθρωποι, οι οποίοι μάλιστα έχουν δεχτεί απειλές, φρουρείται, η απάντηση είναι «όχι». Οι αστυνομικοί δεν φτάνουν, πρέπει να φρουρήσουν τον Μένιο Φουρθιώτη και την εφημερίδα του.
Πηγή: documentonews.gr