Το άδοξο τέλος των αγωνιστών ηρώων του 1821
Άρθρο του Χρήστου Καπούτση
Η επέτειος για τα 200 χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης είναι και μια ευκαιρία , όχι μόνο για να αναθεωρήσουμε (όπου πρέπει) την ιστορία, αλλά και για να θυμηθούμε πόσο «τίμησε» το ελληνικό κράτος τους ηρωικούς και ανιδιοτελείς αγωνιστές, όσο ήταν ακόμη εν ζωή, αυτούς που έδωσαν τα πάντα για την Ελευθερία και δεν κράτησαν τίποτα απολύτως για τον εαυτόν τους. Από τις βασικές αιτίας του «αλληλοφαγώματος» των ελλήνων αγωνιστών, είναι τα συμφέροντα των φατριών, οι εμφύλιες διαμάχες , η εξουσιολαγνεία, η μισαλλοδοξία, η απληστία κάποιων Καπεταναίων και πολιτικών που άσκησαν πολιτική και διπλωματική εξουσία και είδαν ως αντίπαλους τους και εχθρούς, τους συναγωνιστές τους, τις εμβληματικές μορφές του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Ας μην ξεχνάμε τον φρικτό Εμφύλιο της περιόδου 1823 – 1825 και ακόμη τις ολέθριες επιδράσεις του κομματισμού. Κατά τη διάρκεια της Επανάσταση και αργότερα , κυρίαρχος ήταν ο ρόλος τριών κομμάτων, το ρωσικό, το αγγλικό και το γαλλικό. Το Αγγλικό κόμμα , είχε Αρχηγό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Το κόμμα ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια της δεύτερης εθνοσυνέλευσης στο Άστρος το 1824. Στην εθνοσυνέλευση αυτή ιδρύθηκαν και οι βασικότεροι αντίπαλοί του, που ήταν το Γαλλικό κόμμα του Ιωάννη Κωλέττη και το Ρωσικό κόμμα του Ανδρέα Μεταξά. Οι τρεις μεγάλες δυνάμεις της εποχής ( Αγγλία, Ρωσία και Γαλλία) βοήθησαν τον αγώνα των ελλήνων σύμφωνα και ανάλογα και με τα δικά τους συμφέροντά. Το Αγγλικό κόμμα είχε απήχηση στους Φαναριώτες, νησιώτες και μικρή απήχηση στην Πελοπόννησο. Το Ρωσικό κόμμα λεγόταν και κόμμα των Ναπαίων, στήριζε τον Καποδίστρια, διατηρούσε επαφή με τη Ρωσική διπλωματική αποστολή και είχε μεγάλη υποστήριξη στην Πελοπόννησο. Επιφανείς υποστηρικτές του ρωσικού κόμματος ήταν και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Κίτσος Τζαβέλας, ο Νικηταράς και ο Ανδρέας Μεταξάς.
Είναι χρέος μας , με αφορμή την επέτειο των 200 ετών από την Επανάσταση, να μνημονεύσουμε και να ζητήσουμε, ως Πολιτεία, ως κράτος, ως νεοέλληνες, συγγνώμη, από όσους η τότε εξουσία αδίκησε, λοιδόρησε, φυλάκισε, βασάνισε και κάποιους άφησε να πεθάνουν από πείνα … Είναι δεκάδες τα παραδείγματα αγωνιστών, που περιφρόνησε και απαξίωσε τον αγώνα τους η εξουσία της εποχής (ντόπιοι και ξένοι) και θα αναφέρουμε μόνο κάποια από αυτά …
- Ο Νικήτας Σταματελόπουλος ή Νικηταράς ή Τουρκοφάγος (1784-1849) γεννήθηκε στη Νέδουσα (Μεγάλη Αναστάσοβα) ένα μικρό χωριό που βρίσκεται στους πρόποδες του Ταϋγέτου, 25 χλμ από την Καλαμάτα. Μετείχε σε όλες τις φάσεις του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων και υπήρξε έντιμος και ανιδιοτελής αγωνιστής. Βρισκόταν πάντα στην πρώτη γραμμή στο πλευρό του θείου του Θ. Κολοκοτρώνη. Η μάχη στα Δερβενάκια, γνωστή και ως η Σφαγή του Δράμαλη, είναι μία από τις σημαντικότερες μάχες που πραγματοποιήθηκαν κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Σε αυτή τη μάχη ο Νικηταράς, επέδειξε μεγάλο ηρωισμό και συνέβαλε αποφασιστικά στην νικηφόρα έκβασή της και οι συμμαχητές του τον τίμησαν με το προσωνύμιο «Τουρκοφάγος». Ο Νικηταράς πήρε μέρος σε πολλές ακόμη μάχες μέχρι που απελευθερώθηκε η χώρα. Επί Καποδίστρια και Όθωνα ανήκε στο κόμμα των Ναπαίων (Ρωσόφιλων). Η ελληνική κυβέρνηση, κατηγόρησε, αδίκως, τον Νικηταρά ότι συμμετείχε σε κίνημα ανατροπής του βασιλιά Όθωνα. Συνελήφθηκε, βασανίστηκε και το 1839 καταδικάστηκε, παρότι παντελώς αθώος και εξέτισε την ποινή του στις φυλακές της Αίγινας. Μετά την 2ετη έκτιση της ποινής του αποφυλακίστηκε σχεδόν τυφλός. Έζησε λίγα ακόμη χρόνια, χωρίς σύνταξη και πέθανε πάμφτωχος το 1849 στον Πειραιά. Ήταν μάλιστα τόσο φτωχός που κατάντησε ζητιάνος στα σοκάκια του Πειραιά. Μάλιστα, σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες, τον περιέπαιζαν οι «μάγκες» του Πειραιά. Του έβαζαν εμπόδια και επειδή ήταν τυφλός δεν τα έβλεπε σκόνταφτε και έπεφτε και οι «δράστες» γελούσαν με τον … Νικηταρά!
- Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1770 στο Ραμοβούνι Μεσσηνίας και απεβίωσε στις 4 Φεβρουαρίου 1843 στην Αθήνα), υπήρξε ο κορυφαίος αγωνιστής της ελληνικής εθνεγερσίας και συνέλαβε στο πανεθνικό ξεσήκωμα του σκλαβωμένου έθνους. Έλεγε , το εννοούσε και το προσυπέγραφε: «Ο Θεός υπέγραψε τη λευτεριά της Ελλάδος και δεν παίρνει πίσω την υπογραφή του». Και όμως, αυτή η μεγάλη μορφή της Ελληνικής Επανάστασης, υπήρξε θύμα πολιτικών αντιπάλων, φατριών, άνομων συμφερόντων και διαπλεκόμενων φορέων της εξουσίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ μαίνεται ο εμφύλιος στην Πελοπόννησο και η Επανάσταση «πνέει τα λοίσθια» , στις 13 Νοεμβρίου 1824, οι πολιτικοί αντίπαλοι του Κολοκοτρώνη δολοφόνησαν τον γιο του Πάνο. Μετά από αυτό το τραγικό συμβάν, ο Θ. Κολοκοτρώνης στις αρχές Δεκεμβρίου του 1824, παραδίδετε στους πολιτικούς του αντιπάλους, για να τερματιστεί ο εμφύλιος. Στις 6 Φεβρουαρίου 1825 φυλακίστηκε στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία της Ύδρας. Βέβαια, τον αποφυλάκισαν άρον-άρον λίγους μήνες μετά, επειδή ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ, όπως και έκανε! Έχει καταγραφεί το εξής περιστατικό: Κατά τη διάρκεια της δίκης του Κολοκοτρώνη, κάποιος μάρτυρας κατηγορίας ήταν πολύ λάβρος κατά του Γέρου του Μωριά. Τότε ο Κολοκοτρώνης γύρισε προς το Γραμματικό του και του είπε: «Ποιος είναι αυτός, δε θυμάμαι να τον έχω ευεργετήσει!». Όντως, η ιστορία αποδεικνύει ότι οι μεγαλύτεροι εχθροί γίνονται αυτοί που ευεργετούνται. Ο Θ. Κολοκοτρώνης υπήρξε ένθερμος υποστηριχτής του Ι. Καποδίστρια και μέλος του ρωσικού κόμματος. Ίσως και για αυτό, μετά την εκλογή του Όθωνα ως Βασιλιά και την εγκατάστασή του στην Ελλάδα (30 Ιανουαρίου 1832), έγινε στόχος συκοφαντιών και ραδιουργιών εκ μέρους των πολιτικών του αντιπάλων και των Βαυαρών. Έτσι ο Θ. Κολοκοτρώνης κατέληξε να κατηγορηθεί για εσχάτη προδοσία και να συλληφθεί (6 Σεπτεμβρίου 1833), μαζί με τον Πλαπούτα, τον Τζαβέλα, τον Νικηταρά και άλλους στρατιωτικούς ηγέτες με την κατηγορία ότι προετοίμαζαν συνομωσία εναντίον του ανήλικου βασιλιά Όθωνα. Ο Κολοκοτρώνης και ο Πλαπούτας καταδικάστηκαν σε θάνατο και φυλακίστηκαν στο Παλαμήδι. Ο Γέρος του Μωριά ήταν 64 ετών. Έντιμοι δικαστές ο Γ. Τερτσέτης μαζί με τον πρόεδρο του δικαστηρίου Αναστάσιο Πολυζωίδη, γνωρίζοντας πολύ καλά την αθωότητα των κατηγορουμένων, αρνήθηκαν να υπογράψουν την απόφαση καταδίκης τους σε θάνατο δια αποκεφαλισμού για εσχάτη προδοσία!! Λίγο αργότερα βέβαια η ποινή του μετατράπηκε σε εικοσαετή κάθειρξη από τον βασιλιά, με τον Κολοκοτρώνη να υποδέχεται τα νέα της μετατροπής της ποινής του ως εξής: «Θα γελάσω τον βασιλιά! Δεν θα ζήσω τόσους (χρόνους)!»…
- Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης γεννήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 1780 (ή 1782) στο Μαυρομάτι Καρδίτσας και ήταν καρπός της σχέσης του αρματολού Δημήτρη Καραΐσκου και της μοναχής Ζωής Ντιμισκή, Ηγετική μορφή της Ελληνικής Επανάστασης, που έδρασε κυρίως στη Ρούμελη (Στερεά Ελλάδα). Κατά τη διάρκεια του πρώτου εμφυλίου πολέμου, ο Μαυροκορδάτος κατηγορεί τον Γ. Καραϊσκάκη για πράξη εσχάτης προδοσίας και τον σύρει σε δίκη στο Αιτωλικό (1 Απριλίου 1824). Παρότι διαπιστώνεται η ανακρίβεια των κατηγοριών, ο Καραϊσκάκης θα αποστερηθεί όλων των αξιωμάτων του και θα αναγκασθεί να καταφύγει στο Καρπενήσι. Την ηθική εξόντωση του Καραϊσκάκη, πριν την φυσική του, προσπάθησαν να την πετύχουν με την καταδίκη του, ως εχθρό της πατρίδας! Η περίφημη δίκη παρωδία του Γ. Καραϊσκάκη έγινε στο Αιτωλικό στην εκκλησία της Παναγίας την 1 Απριλίου του 1824. Την περιγραφή της δίκης την έχουμε ολόκληρη από τα απομνημονεύματα του Κασομούλη . Στις 30 Μαρτίου του 1824 ο Μαυροκορδάτος διορίζει ανακριτική επιτροπή με πρόεδρο τον επίσκοπο Άρτας Πορφύριο και μεταξύ των δικαστών (κριτών) διορίζεται και ο 80χρονος Γαλάνης Μεγαπάνου, επιφανής πρόκριτος αγωνιστής, γνωστός του Γ. Καραϊσκάκη, που πρόσφερε πολλά στον αγώνα, αλλά είχε μιαν «αδυναμία» να έχει πολλές νεαρές ερωμένες ακόμη και σε μεγάλη ηλικία. Έτσι τη πρώτη Απριλίου ξεκίνησε αυτή η παράξενη δίκη μέσα στο Ιερό Ναό της Παναγίας του Αιτωλικού. Ο Κασομούλης μας περιγράφει με γλαφυρό τρόπο την δίκη – παρωδία.. . Ένας διάλογος που είναι σχετικός με την παροιμιώδη αθυροστομία του Καραϊσκάκη, που έκανε όλους τους συγκεντρωμένους να σκάσουν στα γέλια και ουσιαστικά διέλυσε μέσα σε γενική ευθυμία το δικαστήριο είναι χαρακτηριστικός της διαδικασίας, που δεν ολοκληρώθηκε, αλλά όμως ο Γ. Καραϊσκάκης καταδικάστηκε!
«Γ. Καραϊσκάκης: -Αν βάλετε θεμέλιο εις τα λόγια μου, εκατό ζωές να έχω δεν γλυτώνω, πλην ποτέ έργο δεν έκαμα.
Κριτής (Γαλάνης Μεγαπάνου): -Βρε, ηξεύρομεν Καραϊσκάκη όπου λέγεις όλο λόγια. Μα διατί να τα λέγης έτζι; (πρόστυχα).
Καραϊσκάκης: -Το έχω χούι, κυρ Πάνο.
Γ. Μεγαπάνου(Κριτής: -Μα γιατί να το έχεις αυτό το χούι, ενώ είσαι πενήντα χρονών;
Καραϊσκάκης: -Αμ δεν ημπορώ να το κόψω τώρα, κυρ Πάνο. Και συ, κυρ Πάνο μου, είσαι ογδόντα χρονών, μα το χούι δεν τ’ αφήνεις να γαμής και δε με ακούς.»
Την στιγμή που είπε αυτά ο Καραϊσκάκης μέσα στην εκκλησία , «εκτύπησαν τα γέλια όλοι και πήγαν και πολλοί να λιποθυμήσουν, καθώς κι εγώ ο ίδιος», γράφει ο Κασομούλης. Παρόλο που το δικαστήριο δεν ολοκλήρωσε ποτέ το έργο του, εντούτοις βγήκε καταδικαστική απόφαση για τον Καραϊσκάκη που ήταν ουσιαστικά μια διοικητική πράξη του Μαυροκορδάτου. Στην «Προκήρυξη των εγκλημάτων του Καραϊσκάκη», που την υπογράφουν ο Μαυροκορδάτος και οι περισσότεροι καπετάνιοι της Δυτικής Ελλάδας, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης αναφέρεται «ως επίβουλος της πατρίδος και προδότης»!!! Ωστόσο, τον Ιούλιο του 1826 διορίζεται αρχιστράτηγος της Ρούμελης, με πλήρη δικαιοδοσία. Η πρώτη του ενέργεια ήταν να ανακουφίσει τους πολιορκημένους της Ακρόπολης της Αθήνας. Στις 6 Αυγούστου του 1821 νικά τους Τούρκους στο Χαϊδάρι και θα επαναλάβει τη νίκη του δύο ημέρες αργότερα. Είναι χαρακτηριστικός ο διάλογος του Γ. Καραϊσκάκη με τον Κάρολος Φαβιέρος (ο πραγματικός και όχι ο λογοκριμένος), που ήταν Γάλλος φιλέλληνας στρατηγός και διοικητής του τακτικού στρατού της Ελλάδας κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Ο Κ. Φαβιέρος είχε μάθει και κάποιες ελληνικές λέξεις για να συνεννοείται με τους αγράμματους , αλλά εύψυχους, Έλληνες καπεταναίους. Στις 6 και 8 Αυγούστου 1826 γίνεται η Μάχη του Χαϊδαρίου. Είναι σε εξέλιξη η μάχη και οι Τούρκοι φαίνεται αρχικά να επικρατούν, ενώ Έλληνες και φιλέλληνες καταγράφουν σοβαρές απώλειες. Ο Κ. Φαβιέρος, έξαλλος για τις απώλειες μάχης απευθύνεται με έντονο ύφος στον Γ. Καραΐσκάκη και του λέει: «Ποιον ρωτήσατε Καπετάνιε εσείς οι Έλληνες, για να κάνετε πόλεμο και να τα βάλετε με την Οθωμανική Αυτοκρατορία;». Και ο Γ. Καραϊσκάκης, στο ίδιο οργίλο ύφος απαντά «τον μπούτζον μου» και εκεί έληξε ο «διάλογος». Τελικά χάρις στον ηρωισμό και του στρατηγικού σχεδίου του Γ. Καραϊσκάκη, οι Τούρκοι ηττήθηκαν. Ένα χρόνο αργότερα, στις 23 Απριλίου 1827 μία από τις σημαντικότερες μορφές της ελληνικής επανάστασης, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύμα, που δέχτηκε την προηγούμενη μέρα, ανήμερα της γιορτής του. Ο Γ. Καραϊσκάκης είχε μεταφέρει το στρατόπεδό του στο Κερατσίνι στα υψώματα του οποίου έχτισε «ταμπούρια» (μικρές οχυρώσεις), όπου επανειλημμένα δέχθηκε επιθέσεις των Τούρκων, ιδιαίτερα στις 4 Μαρτίου 1827. Το απόγευμα της 22ας Απριλίου ακούστηκαν πυροβολισμοί από ένα κρητικό οχύρωμα. Οι Κρητικοί προκαλούσαν τους Τούρκους και καθώς εκείνοι απαντούσαν, οι εχθροπραξίες γενικεύτηκαν. Ο Καραϊσκάκης, παρότι άρρωστος βαριά, έφτασε στον τόπο της συμπλοκής. Εκεί μια σφαίρα τον τραυμάτισε θανάσιμα στο υπογάστριο. Φήμες επιμένουν ότι δολοφονήθηκε συνεργία του Κίτζιου Τζαβέλα και Λάμπρου Βεΐκου, αφού «επληγώθη από το μέρος των Ελλήνων». Ο Γ. Καραϊσκάκης ετοιμοθάνατος είπε, ότι γνώριζε τον αίτιον και ότι, «αν ήθελε ζήση, ήθελε να τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον».
Υπάρχει και συνέχεια. Τα τρία ανήλικα ορφανά παιδιά τού Γ. Καραϊσκάκη με επιστολή τους της 2-10-1827 από τον Κάλαμο παρακαλούν τη «Σεβαστή Διοίκηση» να τους εξασφαλίσει τα προς το ζην, διότι δυστυχούν…
Διασώζεται η επιστολή που έστειλε ο Γ. Καραϊσκάκης στο Κιουταχή, λίγες μέρες πριν πεθάνει.
https://www.militaire.gr/wp-content/uploads/2021/03/karaiskakis-213x300.png 213w, https://www.militaire.gr/wp-content/uploads/2021/03/karaiskakis-726x1024.png 726w, https://www.militaire.gr/wp-content/uploads/2021/03/karaiskakis-768x1083.png 768w, https://www.militaire.gr/wp-content/uploads/2021/03/karaiskakis-696x981.png 696w, https://www.militaire.gr/wp-content/uploads/2021/03/karaiskakis-298x420.png 298w" sizes="(max-width: 830px) 100vw, 830px" style="box-sizing: border-box; border: 0px; max-width: 100%; height: auto; margin-top: 0px; display: block;">
- Γιάννης Μακρυγιάννης: Πρωταγωνίστησε στην επανάσταση, αλλά κυρίως στην λαϊκή εξέγερση στις 3 του Σεπτέμβρη για την παραχώρηση Συντάγματος από τον μονάρχη Όθωνα. Καταδικάστηκε σε θάνατο για εσχάτη προδοσία και έμεινε φυλακισμένος και σε απομόνωση επί τριετία (1851-1854). Πέθανε από τις κακουχίες αυτές το 1864 σε ηλικία 67 ετών. Έγραψε «Και λευτερωθήκαμεν από τους Τούρκους και σκλαβωθήκαμεν εις ανθρώπους κακορίζικους, όπου ήταν η ακαθαρσία της Ευρώπης.»
5. Ο Ανδρέας Λόντος (1786–1846) , καταγόταν από ισχυρή οικογένεια προυχόντων της Βοστίτσας και ήταν αρκετά εύπορος. Αξιοσημείωτη ήταν η μεγαλοδωρία του Λόντου κατά τον Αγώνα. Διέθετε όλα του τα υπάρχοντα χωρίς φειδώ. Κάποτε μάλιστα, που ο Οδυσσέας Ανδρούτσος του παρατήρησε «να κρατήσει και παραπίσω τα χρήματά του, για να μην ψωμοζητήσει το σπίτι του», ο Λόντος του απάντησε: « Πλούτη μου είναι η Πατρίδα ! Χωράφια μου είναι η Ελλάδα!» Στην κυβέρνηση του Α. Μεταξά, ο Α. Λόντος ανέλαβε το υπουργείο Στρατιωτικών και έγινε αντιπρόεδρος της Εθνικής Συνέλευσης για το Σύνταγμα του 1844. Στις εκλογές του 1845 εκλέχτηκε βουλευτής, αλλά με παρεμβάσεις των ανακτόρων και του Κωλέττη, έχασε την έδρα. Απογοητευμένος από την αχαριστία των τότε ιθυνόντων αποσύρθηκε από την πολιτική, ενώ «κατετρύχετο υπό της πενίας και εστερείτο και των αναγκαιοτάτων». Ο πλούσιος πρόκριτος των Καλαβρύτων Α. Λόντος , συμπρωταγωνιστής του Μακρυγιάννη στα γεγονότα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 για την παραχώρηση Συντάγματος, αυτοκτόνησε στις 27 Σεπτεμβρίου του 1846, σε ηλικία 62 ετών ‘’μη δυνάμενος να ανεχθεί την ένδεια του’’!
6. Μαντώ Μαυρογένους: Η πλούσια αρχόντισσα της Μυκόνου διέθεσε όλη της την περιουσία για τον μεγάλο Αγώνα. Πέθανε φτωχή και εγκαταλειμμένη από όλους σε ηλικία 44 ετών από τύφο στην Πάρο το 1840!
- Είναι συγκλονιστική η ιστορία ενός Προύχοντα των Σπετσών , ενός καραβοκύρη , του θρυλικού Λέκα Ματρόζου , που τα έδωσε όλα ,για τον Αγώνα . Όλα : Σπίτια , χρυσαφικά , καράβια και έγινε ένας από τους μπουρλοτιέρηδες , που γράψανε το έπος , του 1821 , μαζί με τον Κωνσταντή Κανάρη .
Μετά την απελευθέρωση ο Ματρόζος κατάντησε ζητιάνος. Σκέφθηκε , λοιπόν, να πάει στον Κανάρη, που ήταν Πρωθυπουργός και Υπουργός και να του ζητήσει οικονομική βοήθεια, να γλυτώσει από την πείνα .
Αυτόν, λοιπόν, τον Κανάρη, του οποίου τη ζωή είχε γλυτώσει κοντά στην Τένεδο, πήγε να συναντήσει στην Αθήνα ο ήρωας γερο-Ματρόζος, που ζούσε σεμνός και αφανής όλα τα χρόνια της ζωής του, μέχρι που η πείνα τον ανάγκασε να καταπιεί την υπερηφάνειά του και να ζητήσει βοήθεια. Στο Υπουργείο, δυστυχώς, του έκλεισε το δρόμο ένας άνθρωπος, που ευεργετημένος ασκούσε τη μικρή εξουσία του με υπεροψία.
Μπαίνοντας στο Υπουργείο ο γέρο-Ματρόζος, που είχε την όψη ζητιάνου, είπε στον υπασπιστή, που ήταν ντυμένος στα χρυσά.
– Θέλω να δω τον Κωνσταντή!
– Ποιόν Κωνσταντή; Τον ρώτησε εκείνος.
– Αυτόν… τον Ψαριανό!
Ο υπασπιστής εκνευρισμένος του απαντά:
– Δε λεν κανένα Ψαριανό, εδώ είν΄ Υπουργείο, να ζητιανέψεις πήγαινε μεσ΄ στο φτωχοκομείο.
Ο Ματρόζος τότε παλληκαρήσια του απάντησε:
– Αν οι ζητιάνοι σαν κι εμέ δεν έχυναν το αίμα, οι καπετάνιοι σαν κι έσέ δε θα φορούσαν στέμμα!
Την σκηνή κατάγραψε σε ένα έξοχο ποίημά του , ο ποιητής Γεώργιος Στρατήγης στο ομότιτλο ποίημά του «Ο Ματρόζος»
Παραθέτουμε ένα απόσπασμα του ποιήματος.
«Ένας Ματρόζος δεν μπορεί να κάνει το ζητιάνο,
μα να βαστάξω δεν μπορώ της πείνας τον καημό.
Κλαίω που αφήνω το νησί, θα πάω στην Αθήνα,
πριν πεθαμένο μ’ εύρετε μια μέρα από την πείνα…
Μου λεν, ο καπετάν Κωνσταντής, απ’ τα Ψαρά κει πέρα,
πως υπουργός εγίνηκε μεγάλος και τρανός,
κι αν θυμηθεί πως τη ζωή τού έσωσα μια μέρα
απ’ έξω από την Τένεδο, μπορούσε ο Ψαριανός
να κάνει τίποτε για με κι ίσως να δώσουν κάτι
σ’ εκείνον που ‘χε τάλαρα τη στέρνα του γεμάτη».
«Εδώ τι θέλεις, γέροντα;» ρωτά τον καπετάνο
στο υπουργείον εμπροστά κάποιος θαλασσινός
ντυμένος στα χρυσά. «Παιδί μου, είναι πάνω
ο Κωνσταντής;». «Ποιος Κωνσταντής;». «Αυτός… ο Ψαριανός».
«Δε λεν κανένα Ψαριανό, εδώ είναι Υπουργείο,
να ζητιανέψεις πήγαινε μες στο φτωχοκομείο!».
Ο γέρος ανασήκωσε το κάτασπρο κεφάλι
και τα μαλλιά του εσάλεψαν σαν χαίτη λιονταριού
και με σπιθόβολη ματιά μες απ’ τα στήθια βγάνει
με στεναγμό βαρύγνωμο φωνή παλληκαριού :
«Αν οι ζητιάνοι σαν κι εμέ δεν έχυναν το αίμα,
οι καπετάνοι σαν και σε δεν θα φορούσαν στέμμα!»
Πηγή: militaire.gr