Σάμος: Με μια αγκαλιά στο θάνατο
Μαργαρίτα Ικαρίου
•
Η ανάσα κοφτή, γεμάτη σκόνη και τσιμέντο. Γύρω σκοτάδι και πόνος. Ακινησία. Φόβος θανάτου.
Απελπισία. Από αυτήν την ανημποριά που καταλαμβάνει τους ανθρώπους μπροστά στην
αναπόδραστη παραδοχή της θνητής τους φύσης...
Σειόταν το πάτωμα. Ο εγκέλαδος, σα φίδι, σερνόταν σφυρίζοντας απειλητικά και ρηγμάτωνε τα
φιδογυριστά του αποτυπώματα. Πίσω του άφηνε μόνο συντρίμμια και μπροστά του, τον τρόμο.
Δε θυμάμαι πόση ώρα κειτόμουν χωμένη μέσα στα συντρίμμια του σπιτιού μου. Θυμάμαι την
απόγνωση, την άφατη θλίψη που απλωνόταν σα μπλαβιά μελανιά στο κορμί μου, στη σκέψη
πως δεν θα ξανάβλεπα το παιδί μου. Πως δε θα μύριζα ξανά το λακκάκι στο λαιμό της, δε θα
χτένιζα ξανά τα μαλλιά της κι ούτε θα ζούσα τις μικρές της ανάσες, τις πεθυμιές και τα όνειρα, τις
αναζητήσεις και τις αμφισβητήσεις της. Θυμάμαι την απελπισία, σαν κατάλαβα πως μοναχή
πορευόμουν στο θάνατο, έχοντας μία μόνο μικρή ζωή που κι αυτήν δεν είχα προλάβει να τη
ζήσω...
Την ανάσα να κόβεται, τη γεύση του χώματος στο στόμα και τα ρουθούνια, τη θολούρα στο
μυαλό, το κλάμα που να κυλήσει δεν μπορούσε... Κι εκείνο το ανατριχιαστικό τρέμουλο, πότε
από τον θυμωμένο γαιοσείστη και πότε από το ίδιο μου το εγκλωβισμένο κορμί που
σπαρταρούσε για λίγο οξυγόνο!
Έζησα. Οι άνδρες της Πυροσβεστικής με εντόπισαν και με ανέσυραν από τα ερείπια του «έχειν»
μου. Που «έχειν» δεν ξανάγινε ποτέ, παρά τις βαρύγδουπες υποσχέσεις που -τότε, στο σεισμό
του 1999 στην Αθήνα- μοίραζαν αφειδώς οι κονομισάριοι κι οι κυβερνητικάριοι.
Σαν πήρα στην αγκαλιά μου το παιδί μου, ένιωσα πως είχα στη ζωή μια δεύτερη ευκαιρία. Και
την άρπαξα. Έφυγα για τη Σάμο με την απύθμενη προσμονή πως το νημάτινο κουβάρι της ζωής
μου, μπορούσε να ξανατυλιχτεί σε ένα γαλαζοπράσινο καρούλι και πως η ζωή που είχα φέρει
στον κόσμο, θα μεγάλωνε σε ένα περιβάλλον πιο ασφαλές... Λιγότερο απρόσωπο, λιγότερο
«επιθετικό» από τον κόσμο των μεγαλουπόλεων.
Τα δύο παιδιά της Σάμου, που αγκαλιασμένα αντάμωσαν χτες του Εγκέλαδου τα φθονερά
χτυπήματα, αυτήν τη δεύτερη ευκαιρία στη ζωή, δεν την είχαν. Καμία μοίρα, καμιά συγκυρία,
κανένας συνδυασμός συμπτώσεων ή λογαριθμικών εξισώσεων, δεν έχει ευθύνη για αυτήν την
απώλεια. Ούτε η αγάπη που τους οδήγησε να διαβούν μαζί εκείνα τα παλιά σκαλάκια λίγα μέτρα
πέρα από το σχολείο τους. Ούτε οι συμμαθητές τους που σα βουερό μελίσσι ξεχύνονταν ομοίως
στα γύρω δρομάκια.
Την πλήρη ευθύνη έχει ο εκάστοτε κρατικός μηχανισμός, που αφήνει τα ακριτικά νησιά να
ταξιδεύουν μεσοπέλαγα χωρίς πυξίδα. Που θυμάται τους ελέγχους στατικότητας των δημοσίων
κτιρίων (για τα ιδιωτικά, ούτε λόγος...) μόνον αφού θρηνήσουμε θύματα. Κι ύστερα, ξεχνά
σχέδια, προϋπολογισμούς, υποσχέσεις επί υποσχέσεων κι αφήνει την ελληνική περιφέρεια
αποδυναμωμένη και απογυμνωμένη από κατοίκους και πόρους. Γεμάτη παλιά σπίτια, κουφάρια
μιας εποχής που οι νησιώτες έμεναν στον τόπο τους, προσδοκώντας να τον κληροδοτήσουν
στα παιδιά τους. Και δε γινόταν «ξέφραγο αμπέλι» να το λυμαίνονται τα γκουβέρνα των μη
κυβερνητικών. Τότε, που δεν τους εκδίωκαν φοροεισπρακτικές πρακτικές, επιβαλλόμενα
πρόστιμα, δυσθεώρατες δαπάνες μεταφορικών και ελεγκτικά κλιμάκια στο μέσον της
κουτσουρεμένης «τουριστικής» (κατ ευφημισμόν) σεζόν. Τότε που η καλλιέργεια της γης,
συγκρατούσε το χώμα στο χωράφι και τα παιδιά στον τόπο τους. Και δεν άφηνε «κουφάρια»
μήτε ψυχές, μήτε κτίρια. Σαν αυτά που καταρρέουν διαρκώς, όπως άλλωστε και η νησιωτική
οικονομία.
Κατέρρευσαν, μαζί με τον παλιό τοίχο που σκέπασε τα εφηβικά κορμάκια, κι οι γονείς τους.
Απεγνωσμένα έψαχναν μέσα στον κόσμο, ρωτούσαν τους σκιαγμένους, ακουμπούσαν τους
καθημαγμένους που έτρεχαν στα ψηλώματα για να γλυτώσουν από το τσουνάμι.
Μήτε ο Άρης, ούτε κι η Κλαίρη θα ξαναδούν το λάγνο φως του πρωϊνού να χρυσαφώνει το
λιμένα Βαθέος. Στον αυλόγυρο του σχολείου, θα λείπει πάντα το φωτεινό τους χαμόγελο και των
ματιών τους η γλύκα. Τα πειράγματά τους δε θα χαρίσουν γέλιο στους συμμαθητές τους, ούτε οι
δάσκαλοι τάχα μου αυστηρά, μα θαυμάζοντας τη νεανική ορμή τους, θα τους επαναφέρουν στην
τάξη. Στα επόμενα γενέθλια δε θα σταθούν δίπλα-δίπλα να φωτογραφηθούν, με την ομορφιά
των νιάτων τους να ξεχύνεται σα δροσοσταλίδα. Και το φιλί τους, δε θα ναι το βάλσαμο στην
κούραση της μέρας για κείνους που τη ζωή τους πρόσφεραν-κι ο θάνατος της έκοψε το νήμα!
Δεν έχει πόνο πιο βαθύ και απώλεια πιο σκληρή, απ’ το να θάβει ο γονιός το σπλάχνο του.
Ράγισε η Σάμος, κόπηκε στα δύο. Μάτωσαν κι οι καρδιές των ανθρώπων που αυτό το
απρόσμενο και αναίτιο θανατικό, τους γεμίζει πόνο μα και οργή. Οργή για κείνους που αφήνουν
τους τόπους και τους ανθρώπους να πορεύονται μόνοι τους, αδιαφορώντας για παιδιά που
χάνονται, πριν καν να έχουν ζήσει!
Με μια αγκαλιά, διάβηκαν μαζί το τείχος του σκότους.
Κι όπως θα έλεγε ο Τάσος Λειβαδίτης
«Κι όταν πεθάνουμε, να μας θάψετε κοντά.
Για να μην τρέχουμε μέσα στην νύχτα
για να συναντηθούμε».
Αντίο...
https://www.efsyn.gr/
•
Η ανάσα κοφτή, γεμάτη σκόνη και τσιμέντο. Γύρω σκοτάδι και πόνος. Ακινησία. Φόβος θανάτου.
Απελπισία. Από αυτήν την ανημποριά που καταλαμβάνει τους ανθρώπους μπροστά στην
αναπόδραστη παραδοχή της θνητής τους φύσης...
Σειόταν το πάτωμα. Ο εγκέλαδος, σα φίδι, σερνόταν σφυρίζοντας απειλητικά και ρηγμάτωνε τα
φιδογυριστά του αποτυπώματα. Πίσω του άφηνε μόνο συντρίμμια και μπροστά του, τον τρόμο.
Δε θυμάμαι πόση ώρα κειτόμουν χωμένη μέσα στα συντρίμμια του σπιτιού μου. Θυμάμαι την
απόγνωση, την άφατη θλίψη που απλωνόταν σα μπλαβιά μελανιά στο κορμί μου, στη σκέψη
πως δεν θα ξανάβλεπα το παιδί μου. Πως δε θα μύριζα ξανά το λακκάκι στο λαιμό της, δε θα
χτένιζα ξανά τα μαλλιά της κι ούτε θα ζούσα τις μικρές της ανάσες, τις πεθυμιές και τα όνειρα, τις
αναζητήσεις και τις αμφισβητήσεις της. Θυμάμαι την απελπισία, σαν κατάλαβα πως μοναχή
πορευόμουν στο θάνατο, έχοντας μία μόνο μικρή ζωή που κι αυτήν δεν είχα προλάβει να τη
ζήσω...
Την ανάσα να κόβεται, τη γεύση του χώματος στο στόμα και τα ρουθούνια, τη θολούρα στο
μυαλό, το κλάμα που να κυλήσει δεν μπορούσε... Κι εκείνο το ανατριχιαστικό τρέμουλο, πότε
από τον θυμωμένο γαιοσείστη και πότε από το ίδιο μου το εγκλωβισμένο κορμί που
σπαρταρούσε για λίγο οξυγόνο!
Έζησα. Οι άνδρες της Πυροσβεστικής με εντόπισαν και με ανέσυραν από τα ερείπια του «έχειν»
μου. Που «έχειν» δεν ξανάγινε ποτέ, παρά τις βαρύγδουπες υποσχέσεις που -τότε, στο σεισμό
του 1999 στην Αθήνα- μοίραζαν αφειδώς οι κονομισάριοι κι οι κυβερνητικάριοι.
Σαν πήρα στην αγκαλιά μου το παιδί μου, ένιωσα πως είχα στη ζωή μια δεύτερη ευκαιρία. Και
την άρπαξα. Έφυγα για τη Σάμο με την απύθμενη προσμονή πως το νημάτινο κουβάρι της ζωής
μου, μπορούσε να ξανατυλιχτεί σε ένα γαλαζοπράσινο καρούλι και πως η ζωή που είχα φέρει
στον κόσμο, θα μεγάλωνε σε ένα περιβάλλον πιο ασφαλές... Λιγότερο απρόσωπο, λιγότερο
«επιθετικό» από τον κόσμο των μεγαλουπόλεων.
Τα δύο παιδιά της Σάμου, που αγκαλιασμένα αντάμωσαν χτες του Εγκέλαδου τα φθονερά
χτυπήματα, αυτήν τη δεύτερη ευκαιρία στη ζωή, δεν την είχαν. Καμία μοίρα, καμιά συγκυρία,
κανένας συνδυασμός συμπτώσεων ή λογαριθμικών εξισώσεων, δεν έχει ευθύνη για αυτήν την
απώλεια. Ούτε η αγάπη που τους οδήγησε να διαβούν μαζί εκείνα τα παλιά σκαλάκια λίγα μέτρα
πέρα από το σχολείο τους. Ούτε οι συμμαθητές τους που σα βουερό μελίσσι ξεχύνονταν ομοίως
στα γύρω δρομάκια.
Την πλήρη ευθύνη έχει ο εκάστοτε κρατικός μηχανισμός, που αφήνει τα ακριτικά νησιά να
ταξιδεύουν μεσοπέλαγα χωρίς πυξίδα. Που θυμάται τους ελέγχους στατικότητας των δημοσίων
κτιρίων (για τα ιδιωτικά, ούτε λόγος...) μόνον αφού θρηνήσουμε θύματα. Κι ύστερα, ξεχνά
σχέδια, προϋπολογισμούς, υποσχέσεις επί υποσχέσεων κι αφήνει την ελληνική περιφέρεια
αποδυναμωμένη και απογυμνωμένη από κατοίκους και πόρους. Γεμάτη παλιά σπίτια, κουφάρια
μιας εποχής που οι νησιώτες έμεναν στον τόπο τους, προσδοκώντας να τον κληροδοτήσουν
στα παιδιά τους. Και δε γινόταν «ξέφραγο αμπέλι» να το λυμαίνονται τα γκουβέρνα των μη
κυβερνητικών. Τότε, που δεν τους εκδίωκαν φοροεισπρακτικές πρακτικές, επιβαλλόμενα
πρόστιμα, δυσθεώρατες δαπάνες μεταφορικών και ελεγκτικά κλιμάκια στο μέσον της
κουτσουρεμένης «τουριστικής» (κατ ευφημισμόν) σεζόν. Τότε που η καλλιέργεια της γης,
συγκρατούσε το χώμα στο χωράφι και τα παιδιά στον τόπο τους. Και δεν άφηνε «κουφάρια»
μήτε ψυχές, μήτε κτίρια. Σαν αυτά που καταρρέουν διαρκώς, όπως άλλωστε και η νησιωτική
οικονομία.
Κατέρρευσαν, μαζί με τον παλιό τοίχο που σκέπασε τα εφηβικά κορμάκια, κι οι γονείς τους.
Απεγνωσμένα έψαχναν μέσα στον κόσμο, ρωτούσαν τους σκιαγμένους, ακουμπούσαν τους
καθημαγμένους που έτρεχαν στα ψηλώματα για να γλυτώσουν από το τσουνάμι.
Μήτε ο Άρης, ούτε κι η Κλαίρη θα ξαναδούν το λάγνο φως του πρωϊνού να χρυσαφώνει το
λιμένα Βαθέος. Στον αυλόγυρο του σχολείου, θα λείπει πάντα το φωτεινό τους χαμόγελο και των
ματιών τους η γλύκα. Τα πειράγματά τους δε θα χαρίσουν γέλιο στους συμμαθητές τους, ούτε οι
δάσκαλοι τάχα μου αυστηρά, μα θαυμάζοντας τη νεανική ορμή τους, θα τους επαναφέρουν στην
τάξη. Στα επόμενα γενέθλια δε θα σταθούν δίπλα-δίπλα να φωτογραφηθούν, με την ομορφιά
των νιάτων τους να ξεχύνεται σα δροσοσταλίδα. Και το φιλί τους, δε θα ναι το βάλσαμο στην
κούραση της μέρας για κείνους που τη ζωή τους πρόσφεραν-κι ο θάνατος της έκοψε το νήμα!
Δεν έχει πόνο πιο βαθύ και απώλεια πιο σκληρή, απ’ το να θάβει ο γονιός το σπλάχνο του.
Ράγισε η Σάμος, κόπηκε στα δύο. Μάτωσαν κι οι καρδιές των ανθρώπων που αυτό το
απρόσμενο και αναίτιο θανατικό, τους γεμίζει πόνο μα και οργή. Οργή για κείνους που αφήνουν
τους τόπους και τους ανθρώπους να πορεύονται μόνοι τους, αδιαφορώντας για παιδιά που
χάνονται, πριν καν να έχουν ζήσει!
Με μια αγκαλιά, διάβηκαν μαζί το τείχος του σκότους.
Κι όπως θα έλεγε ο Τάσος Λειβαδίτης
«Κι όταν πεθάνουμε, να μας θάψετε κοντά.
Για να μην τρέχουμε μέσα στην νύχτα
για να συναντηθούμε».
Αντίο...
https://www.efsyn.gr/