Τα λασπόνερα των Πρεσπών. Του Γιώργου Παπασίμου
H υπογραφή της συμφωνίας Αθήνας- Σκοπίων με επίσπευση της Κυβέρνησης, προφανώς κάτω από την ισχυρή πίεση ΗΠΑ και Γερμανίας, εξ’ ού και τα διθυραμβικά άρθρα, κυρίως του γερμανικού Τύπου, παρά τις επικοινωνιακές προσπάθειες να εμφανιστεί ότι λύνεται ένα εθνικό θέμα, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να μετριάσει την θλίψη, αλλά και την αγωνία της πλειοψηφίας του λαού μας.
Και αυτό γιατί η συμφωνία αυτή με την οποία η Ελλάδα αναγνωρίζει «μακεδονικό έθνος» και «μακεδονική γλώσσα», πέραν των άλλων ζητημάτων, όπως αυτό της σύνθετης ονομασίας, τις ασαφείς ρυθμίσεις για τα εμπορικά σήματα, το πλαίσιο διαπραγμάτευσης της ιστορίας μας, εάν ειδωθεί με απόλυτη αντικειμενικότητα και ψυχραιμία, αποτελεί μια «πληγή» στα «πλευρά» της χώρας, που ανά πάσα στιγμή στο μέλλον μπορεί να αιμορραγήσει.Η ιστορική αναδρομή της δημιουργίας του «Μακεδονικού προβλήματος», που ξεκινά το 1878 (Συνθήκη Αγίου Στεφάνου), ως στόχος της, τότε, αυτοκρατορικής Ρωσίας, να δημιουργηθεί η «Μεγάλη Βουλγαρία», που θα καταλάμβανε ολόκληρη την σημερινή ελληνική Μακεδονία, για την υλοποίηση του ονείρου της να εξέρχεται στα θερμά νερά της Μεσογείου.
Στην συνέχεια, οι διαφοροποιήσεις αυτού, αρχής γενομένης από την «Επανάσταση του Ίλιντεν» από Βούλγαρους κομιτατζήδες (είναι αυτοί που θεωρούνται «εθνικοί ήρωες των Σκοπίων», τους οποίους μνημόνευσε στο διάγγελμά του ο Ζάεφ) με αρχικό στόχο την ένωση όλης της ευρύτερης γεωγραφικής Μακεδονίας με την Βουλγαρία και στην συνέχεια, την αυτονομία αυτής ως ανεξάρτητο Κράτος με πρωτεύουσα την Θεσσαλονίκη, καταδεικνύει το τεράστιο εθνικό λάθος να αναγνωρίσει η Ελλάδα «μακεδονική εθνότητα».
Αυτό, δηλαδή, που ήταν ο διακαής πόθος επί ενάμισι σχεδόν αιώνα του βουλγαρικού εθνικισμού (κανείς δεν πρέπει να ξεχνά, ότι το σκοπιανό κόμμα του VMRO, το οποίο ομιλεί ευθέως περί «Μεγάλης Μακεδονίας», υπήρξε «δημιούργημα» της Σόφιας). Με την συμφωνία, που υπογράφηκε στις Πρέσπες, η Ελλάδα αναγνωρίζει ουσιαστικά, με βάση τις σημερινές παγκόσμιες διεθνείς σχέσεις και συνθήκες στα Σκόπια, μισό Κράτος (Βόρεια Μακεδονία, με την εντύπωση της πλειονότητας στον πλανήτη, ότι υπάρχει και «Νότια Μακεδονία») και ένα ολόκληρο έθνος, το «μακεδονικό».
Πρόκειται για «εκρηκτικό» συνδυασμό για την Ελλάδα στο μέλλον, τόσο για τα άμεσα γεωπολιτικά της συμφέροντα στην περιοχή, όσο και ως «κληρονόμου» της λαμπρής ιστορίας των αρχαίων Μακεδόνων. Και αυτό γιατί από τη στιγμή, που αναγνωρίζουμε ότι οι πολίτες των Σκοπίων είναι «Μακεδόνες», τότε η χώρα τους είναι η «Μακεδονία», εάν δε, οι «Μακεδόνες», είναι οι κάτοικοι της «Βόρειας Μακεδονίας», τότε τους λείπει η «Νότια Μακεδονία».
Ψευδές, αλλά υπαρκτό ιδεολόγημα
Έτσι το προβαλλόμενο επιχείρημα, ότι η συμφωνία αυτή θα βάλει τέλος στους αλυτρωτισμούς, δεν αντέχει σε λογική αξιολόγηση, αφού ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει, επικυρώνεται, δηλαδή, ο αλυτρωτισμός των Σκοπίων με την «σφραγίδα» μάλιστα του Ελληνικού Κράτους.Γι’ αυτόν τον λόγο, η άποψη ότι, αφού είχαν ήδη, αναγνωρισθεί τα Σκόπια ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας» από πάρα πολλά Κράτη στον κόσμο, η σύνθετη ονομασία «Βόρεια Μακεδονία» είναι προς το συμφέρον της χώρας, καθίσταται χωρίς σοβαρή βασιμότητα. Διότι, αφενός μόνο η Ελλάδα έχει το δικαίωμα να τους δώσει τίτλους «μακεδονικής» εθνικής ταυτότητας, αφετέρου, μόνο με την έγκριση της Ελλάδος θα μπορούσαν να ενταχθούν στους διεθνείς Οργανισμούς, που επιθυμούν (ΝΑΤΟ, Ε.Ε.), ακόμα και στην περίπτωση που το τελευταίο κρατίδιο στον πλανήτη τα αναγνώριζε ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Έτσι, η συμφωνία αυτή είναι κάκιστη για εθνικά μας συμφέροντα κυρίως για τον λόγο ότι επικυρώνει τον «Μακεδονισμό», που είναι η επιτομή του αλυτρωτισμού. Πρόκειται για το ψευδές, αλλά υπαρκτό ιδεολόγημα, που διακινείται όλα αυτά τα χρόνια από διάφορες δυνάμεις εντός και εκτός των Σκοπίων, περί δήθεν «διαμελισμένης Μακεδονικής Πατρίδας», που αποτελείται από την «Μακεδονία του Αιγαίου», που είναι υπό ελληνική κατοχή, την «Μακεδονία του Πιρίν», υπό βουλγαρική κατοχή και την «Μακεδονία του Βαρδάρη» (Σκόπια), που είναι το μόνο τμήμα, που κατάφερε να ελευθερωθεί και να γίνει Κράτος!
Το όνομα είναι η ψυχή μας
Έτσι, αυτό που αποτελούσε την εθνική γραμμή της Ελλάδος και ανέδειξε με εύγλωττο τρόπο ο αείμνηστος Ανδρέας Παπανδρέου, με την περίφημη φράση του «Το όνομα είναι η ψυχή μας», έρχεται να το ακυρώσει η παρούσα συμφωνία, προσδίδοντας πλήρη νομιμότητα στις μακροπρόθεσμες επιδιώξεις της άλλης πλευράς. Γι’ αυτό και οι υπαρκτές μεγάλες ευθύνες των προηγούμενων πολιτικών ηγεσιών, και ιδιαίτερα την περίοδο του 1992, όπου η Ελλάδα θα έπρεπε να προβάλει βέτο στην επισπεύδουσα Γερμανία, για την διάλυση της Ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, εάν δεν αναγνωρίζονταν το κρατίδιο των Σκοπίων ως Δημοκρατία των Σκοπίων ή με κάποιο άλλο όνομα χωρίς το παράγωγο της Μακεδονίας, δεν μπορεί να αποτελέσει «άλλοθι» για την σημερινή κάκιστη για τα εθνικά συμφέροντα συμφωνία.Πέραν της επικύρωσης από την Ελλάδα της «μακεδονικής εθνότητας» και «μακεδονικής γλώσσας», η οποία θα λειτουργήσει διαβρωτικά στο μέλλον, η υπογραφή της συμφωνίας αυτής στις Πρέσπες, ήδη, παράγει διεθνείς συνέπειες. Μεταξύ άλλων είναι και η απώλεια του ισχυρού διαπραγματευτικού όπλου της Ελλάδος, που ήταν η μη ένταξη της χώρας αυτής στους διεθνείς θεσμούς (ΝΑΤΟ, ΕΕ), χωρίς προηγούμενη λύση του ονόματος. αφού η Ελλάδα δεσμεύεται να αποστείλει επιστολή για έναρξη ενταξιακών διαδικασιών της χώρας αυτής. Και αυτό στις διεθνείς σχέσεις, αποτελεί κεκτημένο δικαίωμα των Σκοπίων ακόμα και αν δεν υλοποιηθεί τελικά αυτή η συμφωνία.
Επίσης, προβάλλεται μετ’ επιτάσεως από την Κυβέρνηση και αυτών που είναι υπέρ της συμφωνίας το επιχείρημα, ότι η Ελλάδα θα έχει σημαντικές ωφέλειες, διότι κλείνοντας το θέμα αυτό, θα επικεντρωθεί στην εξ’ ανατολών απειλή της Τουρκίας. Το επιχείρημα, όμως, αυτό είναι ψευδεπίγραφο, γιατί η υποχώρηση της Ελλάδας στο ζήτημα αυτό, απέναντι σε ένα εμφανώς πιο αδύναμο Κράτος, δίνει το σύνθημα ότι είναι ευάλωτη και ευεπήφορη σε οποιαδήποτε πίεση. Και αυτό θα ανοίξει, παρά θα κλείσει την «όρεξη» του τουρκικού αναθεωρητικού κατεστημένου.
Για να επικεντρωθεί η Ελλάδα στον πραγματικό κίνδυνο, που προέρχεται από την Τουρκία, αφενός οφείλει να σβήσει οποιαδήποτε άλλη εστία διεκδίκησης εναντίον της. Η επικύρωση όμως του «μακεδονικού» αλυτρωτισμού με την συμφωνία των Πρεσπών, δεν σβήνει μελλοντικές διεκδικήσεις σε βάρος της. Αφετέρου θα πρέπει να επεξεργαστεί ένα ισχυρό εθνικό αποτρεπτικό σχέδιο, με βάση τα νόμιμα εθνικά δίκαια του Ελληνισμού, κάτι όμως που προϋποθέτει εκτός των άλλων και την ψυχική ενότητα του Ελληνικού Λαού, που εντελώς αχρείαστα και ηλιθιωδώς στη σημερινή συγκυρία διαταράσσει η επιζήμια εθνικά συμφωνία των Πρεσπών.
Γιώργος Παπασίμος
slpress.gr