Σταύρος Σταυρόπουλος: «Η λογοτεχνία δεν είναι ούτε τεχνικές, ούτε στυλ. Είναι ζωή που απέτυχε»
Συνέντευξη στην Νότα Χρυσίνα // *
Ο ποιητής Σταύρος Σταυρόπουλος μιλάει για την ποίηση και την οδύνη της γραφής. Λέει χαρακτηριστικά: «Η ηδονή μοιάζει περισσότερο με οδύνη ή ακόμη και με θάνατο». Δηλώνει πως θέλει να σταματήσει να γράφει αλλά η ποίηση είναι για εκείνον «ένα αδιευκρίνιστο χρέος».
-Κύριε Σταυρόπουλε, γιατί γράφετε; Υπάρχει ηδονή στη γραφή;
Υπάρχει αυτή η διαρκής αναζήτηση της πληρότητας, μέσω της ηδονής, της γραφής. Πώς γίνεται όμως να είμαστε πλήρεις; Δεν μπορώ να απαντήσω σε αυτό. Δεν ξέρω καν αν έχει απομείνει ηδονή στη ζωή μας. Ή, αν αυτό που υφίσταται ως γραφή σήμερα, είναι όντως μια από τις ευκαιρίες για ηδονή στην ζωή μας. Η ηδονή είναι κάτι στενά ιδιωτικό για τον καθένα. Στον Μπατάιγ, ας πούμε, η ηδονή μοιάζει περισσότερο με οδύνη, με τη διαδικασία μιας σωματικής ολοκλήρωσης, που περνάει όμως από έναν βασανισμό. Στον Σαντ είναι καθαρά μια αλληγορία, κι ας λέγεται ό,τι λέγεται. Μια πολιτική διαμαρτυρία, ένας ακάθαρτος καθρέφτης του εαυτού μας. Στον Μπουκόβσκι είναι χλευασμός της καθημερινότητας, αγωνία του μυαλού, εφιάλτης. Σίγουρα, αν υπάρχει ηδονή, διαρκεί πολύ λίγο, μετά γλιστράει από πάνω σου και τη χάνεις. Φαντάζομαι ότι γράφω για να ανανεώνω διαρκώς τον χρόνο αυτού του δικαιώματος, αυτής της ευκαιρίας στην οποίαν καλούμαι να συμμετάσχω. Και γιατί, μάλλον, έχω μια αποστολή. Ένα αδιευκρίνιστο χρέος, που κουβαλάω και μου είναι βάρος. Αυτό δεν περιλαμβάνει καμία ηδονή, μάλλον με θάνατο μοιάζει. Καμιά φορά οι λέξεις γίνονται φέρετρα, κι εμείς οι νεκροί που περιέχουν. Νεκροί, γεμάτοι αναπόφευκτες λέξεις.
Έχω σκεφτεί πολλές φορές ότι θα ήθελα να σταματήσω να γράφω. Είναι ευκολότερο χωρίς τις λέξεις. Οι λέξεις κάνουν τον κόσμο να βαραίνει. Να πάω σ’ ένα νησί και να κοιτάζω απλώς τη θάλασσα. Χρειάζομαι να σκεφτώ, χωρίς να σκέφτομαι τη λογοτεχνία. Να σκεφτώ πόσο καλύτερη θα μπορούσε να είναι η ζωή μου χωρίς αυτήν. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω. Μπορεί και όχι, αλλά τουλάχιστον, μου αρέσει να το λέω: Θ έ λ ω, ε π ι θ υ μ ώ, π ρ ο τ ί θ ε μ α ι να σταματήσω. Είναι μια καίρια, μια οριστική πρόταση αυτή. Μια απελευθερωτική ομολογία, που περιλαμβάνει την αποτίμηση μιας διαδρομής, οδηγώντας σε ένα διαζύγιο με το βάρος. Και σε ένα τέλος. Νομίζω ότι είπα ό,τι είχα να πω. Το χειρότερο είναι ότι όσα είπα τα έκανα. Δεν έμεινε τίποτε άλλο. Ίσως μόνο ένα τάιμ άουτ. Σιωπής. Ίσως μια οριστική διακοπή του αγώνα. Λόγω βροχής. Ποιος ξέρει…
–Σε έναν υποτιθέμενο κατακλυσμό όπου θα έπρεπε να σώσετε κάποιες λέξεις μόνο, ποιες θα διαλέγατε να σώσετε και γιατί;
Μόνο την λέξη αγάπη. Το γιατί είναι αυτονόητο. Θα ήθελα απλώς να επισημάνω την καταστροφή και τον ευτελισμό της αξίας της από την καθημερινή λεηλασία των ανθρώπων. Τη λεκτική και τη σωματική. Αυτόν τον σημερινό εκμαυλισμό των όρων, των εννοιών, των λέξεων. Άρα, θα έσωζα μόνο τη δική μου ερμηνεία της λέξης. Αυτή περιλαμβάνεται φυσικά στη «Μάριαν», αλλά και στη συλλογή «Ολομόναχοι μαζί», που κυκλοφόρησε το 2014 από τις εκδόσεις Σμίλη. Θυμίζει αρκετά στον τρόπο το βιβλίο του Τεντ Χιούζ, «Γράμματα γενεθλίων», όπου ο Χιούζ μιλάει για τον αιώνιο δεσμό του με την Σύλβια Πλαθ. Είναι ένα βιβλίο ολέθριας αγάπης. Το «Ολομόναχοι Μαζί» είναι το αγαπημένο μου βιβλίο, γιατί περιγράφει ακριβώς αυτό, χωρίς τον όλεθρο: Την ανεξίτηλη σχέση. Τον αιώνιο δεσμό ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα. Χωρίς καν να το ξέρουν. Η αγάπη δεν είναι όλεθρος, είναι δικαιοσύνη.
–«Ξυπνάω για να γράψω το ποίημα / Και με γράφει αυτό» σημειώνετε στο ποίημα Λαιμαργία από την ποιητική συλλογή «Ολομόναχοι μαζί». Πώς θα ορίζατε τη διαδικασία της γραφής;
Προσπαθώ, ξέρετε, πάντοτε να κατανοήσω τον τρόπο με τον οποίο γράφω τα βιβλία μου. Θέλω να τα αναγνωρίζω. Πολλές φορές αυτό δεν συμβαίνει και τότε είμαι λυπημένος. Συνήθως, είμαι λυπημένος. Νιώθω ότι δεν έγραψα αυτό ακριβώς που θα ήθελα, αυτό που πίστευα, αυτό που εν τέλει έζησα. Ίσως όμως, τελικά πάντα να έχω γράψει το βιβλίο που ήθελα να γράψω, το ποίημα που έχω ζήσει, την ιδέα που με περιείχε εκείνη τη στιγμή. Απλώς μερικές φορές μου παίρνει λίγο χρόνο να το συνειδητοποιήσω. Η ίδια η διαδικασία της γραφής σου παίρνει χρόνο. Πολύ. Είναι μια αποκάλυψη. Για μένα όμως, είναι πρωτίστως βίωμα. Και ανάγκη. Και επικοινωνία. Το κείμενο είναι πρώτα απ’ όλα, η ειλικρινής διατύπωση μιας προσωπικής αλήθειας. Δεν είναι μορφή, δεν είναι επιτήδευση, δεν είναι πόζα. Είναι καθαρά ένα αποτύπωμα εαυτού, σάρκας. Πρέπει να μπορεί ο άλλος να αντιλαμβάνεται με ποιόν επικοινωνεί. Γιατί δεν επικοινωνούμε όλοι με όλους. Αυτό συμβαίνει μόνο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή στα μπαρ. Στην πραγματική ζωή, στη λογοτεχνία και στα βιβλιοπωλεία επικοινωνούμε μόνο με αυτούς που επιλέγουμε. Εκεί, δεν το κάνουμε από μοναξιά ή υστεροβουλία, το κάνουμε από ανάγκη συνύπαρξης με κάποιον που να μας θυμίζει εμάς. Δεν είμαστε, λοιπόν, εμείς που γράφουμε και οι άλλοι που διαβάζουν. Είναι αυθαίρετος αυτός ο διαχωρισμός. Και παραπλανά. Θα έλεγα ότι πρόκειται για μια επικοινωνία μεταξύ αυτών που γράφουν (και διαβάζουν) και μεταξύ αυτών που διαβάζουν (και γράφουν). Πρόκειται για μια σχέση ισοδύναμη, ισότιμη και ισοβαρή. Τα ορίζει όλα η ειλικρίνεια των προθέσεων. Αναγνώστη και συγγραφέα. Με αλφαβητική σειρά.
–«Στον δρόμο δεν βλέπω ανθρώπους / αλλά ιδέες φυγής» γράφετε στο ποίημά σας Οκνηρία πάλι απ’ την ποιητική συλλογή «Ολομόναχοι μαζί». Από ποιον προσπαθεί να δραπετεύσει ο άνθρωπος; Αν ο ίδιος ο άνθρωπος είναι μια σκιά, μια ιδέα, μήπως και η φυγή είναι μια ανύπαρκτη επιλογή;
Δεν πρόκειται περί επιλογής. Ο άνθρωπος προσπαθεί συνεχώς να γλιτώσει απ’ τον εαυτό του. Είναι ένα απονενοημένο διάβημα αυτό. Ουσιαστικά αποτελεί μια πράξη απελπισίας, γιατί κανείς δεν τα καταφέρνει. Οι σκιές φυσικά υπάρχουν, αλλά δεν μπορείς να φύγεις ποτέ από τη σκιά σου. Ακόμα και αν νομίζεις πως τα κατάφερες, αυτή θα σε βρει και θα σου υπενθυμίσει την παρουσία της. Οι ζωές των ανθρώπων είναι ένα παιχνίδι σκιών. Αλλοπρόσαλλο. Εκεί δεν υπάρχουν επιλογές, μόνο «ιδέες φυγής». Ένα μακελειό, δηλαδή. Η ποίηση είναι ένα μακελειό. Δεν μπορείς να προφυλαχτείς απ’ τους δυναμίτες της. Έχει οπωσδήποτε αίμα. «Αν ξύσεις ένα έργο τέχνης θα βρεις αίμα από κάτω.» Νομίζω, στον Μυταρά ανήκει η φράση.
-«Ο λόγος είναι πάντοτε σάρκινος / Όχι όμως όπως το έγραψε ο Ρίτσος / Αλλά όπως το άφησε ο Χειμωνάς» γράφετε στο ποίημα Σάρκα στη ποιητική συλλογή «Ολομόναχοι μαζί». Υπάρχει κάποια συγγένεια ανάμεσα σε αυτούς τους δύο ποιητές και με αφορμή την αναφορά σας στους δύο αυτούς ποιητές, συγγενεύουν οι σπουδαίοι ποιητές; Επίσης, νομίζω ότι εσείς έχετε μεγάλη σχέση με τον Χειμωνά, ιδιαίτερα με τον τρόπο που ο Χειμωνάς έβλεπε τον κόσμο. Τι λέτε γι αυτό;
Ο Χειμωνάς δεν έχει καμία σχέση με τον Ρίτσο, αλλά και με κανέναν άλλον έλληνα ποιητή ή πεζογράφο. Ήταν ένας συγγραφέας που δεν είχε ούτε προγόνους, ούτε επιγόνους. Ένας μεγάλος συγγραφέας. Μιλώντας για τον λόγο, που είναι σάρκα, δηλαδή απολύτως σωματικός, εννοώ τα «Μαθήματα για τον λόγο» που εξέδωσε ο Χειμωνάς, ενόσω ζούσε. Αλλά και τον «Σάρκινο λόγο» του Ρίτσου.
Δεν βρίσκω, εντούτοις, πού μπορεί να συγγενεύουν οι σπουδαίοι ποιητές, εκτός από το γεγονός ότι είναι σπουδαίοι. Εκεί συμπίπτουν. Ο καθένας, νομίζω, έχει τον δρόμο του, το όνομά του. Οι επιρροές και οι συνταυτίσεις είναι για τους ελάσσονες. Και για τους κριτικούς. Η δική μου σχέση με τον Χειμωνά ήταν και παραμένει, πρωτίστως, θαυμαστική. Υπάρχουν συγκοινωνούντα δοχεία μεταξύ μας. Σίγουρα. Δεν πρόκειται, όμως, για επιρροή. Πρόκειται για ταυτότητα. Είμαστε του ιδίου μάγματος.
-Αν μπορούσατε να ρωτήσετε τον Χειμωνά για την πορεία του κόσμου τι θα τον ρωτούσατε;
Υποθέτω ότι θα τον κοίταζα απλώς. Και θα συνεννοούμασταν.
–Γράφετε σε ένα ποίημά σας «Όμως τα πράγματα / Οφείλουν κάποτε / Να γίνουν αληθινά ή να πάψουν να είναι». Πώς θα ορίζαμε τι είναι αληθινό;
Αληθινό είναι μόνο αυτό που βλέπουμε. Όχι αυτό που ονειρευόμαστε. Αντιστρέφω τον ορισμό της Βιρτζίνια Γουλφ, για να μπορέσω να νοηματοδοτήσω αυτό που πιστεύω, αν και η Γουλφ αναφέρεται στο ονειρικό και όχι στο φανταστικό, στο μη πραγματικό. Το φανταστικό είναι μια διαστρεβλωμένη αντίληψη του πραγματικού. Υπάρχει εν μέρει, αλλά ως διαστρέβλωση της αληθινής ζωής. Το όνειρο είναι πραγματικό, συμβαίνει. Ο Αντόρνο κατέγραφε τα όνειρά του για να τα χρησιμοποιήσει ως λογοτεχνικό υλικό. Κατέγραφε αυτό που στ’ αλήθεια συνέβαινε στον ύπνο του. Δεν ονειρευόταν το όνειρό του, το ζούσε. Η φιλοδοξία ή η επιδίωξη του ονείρου παντοιοτρόπως δεν έχει σχέση με τη ζωή του ονείρου. Το ένα είναι φανταστικό και το άλλο πραγματικό. Έχει σχέση με τις ψευδείς ταυτότητες των ανθρώπων. Το ότι απαντώ στις ερωτήσεις σας είναι ένα αληθινό γεγονός. Κάτι που συμβαίνει στην πραγματικότητα. Επίσης, είναι ένα αληθινό γεγονός το ότι ανατέλλει ο ήλιος το πρωί, όπως και το ότι δύει το βράδυ. Ας μην μπερδεύουμε την πραγματικότητα με τη φαντασία, προσδίδοντάς της ποιητική ταυτότητα. Το να καταγράψεις τον στοχασμό είναι δύσκολο. Το να τον δεις κατάματα, ακόμα δυσκολότερο. Ξαφνικά, συμβαίνει ένα πράγμα και αυτό που ήταν μπροστά σου και δεν το έβλεπες, ό,τι διακυβευόταν στο ενδιάμεσο, το βλέπεις. Σου αποκαλύπτεται με τρομακτικό τρόπο. Βλέπω, άρα υπάρχω. Ο ορισμός του αληθινού είναι μόνο ένας: Αληθινό. Ό,τι βλέπεται. Τα πράγματα αν δεν είναι αληθινά δεν υπάρχουν. Δεν βλέπονται.
–Στα ποιήματά σας συνομιλείτε με άλλους ποιητές ή με στίχους τραγουδιών. Πιστεύετε πως ο ποιητής μιλάει με το στόμα των προγόνων του;
Θυμάμαι ότι ο Λακάν έλεγε: «Μπορούμε να μιλήσουμε δεν σημαίνει ότι μιλάμε. Θα μπορούσαμε. Θα μπορούσαμε αν θέλαμε, και θα το θέλαμε αν μιλούσαμε σε ανθρώπους σαν και μας που ξέρουν. Αλλά προς τι; Γι αυτό σωπαίνουμε και με αυτούς που ξέρουν και με αυτούς που δεν ξέρουν. Διότι αυτοί που δεν ξέρουν αδυνατούν να ξέρουν.» Από αυτή, λοιπόν, τη σκοπιά, η ομιλία, μέσω της γραφής, η επικοινωνία αυτή με προγενέστερους και μεταγενέστερους – γιατί πάντα τα μάτια της λογοτεχνίας είναι στραμμένα στο μέλλον – είναι ψευδαίσθηση. Μια υπέροχη αυταπάτη. Βεβαίως, τη συνεχίζουμε, μέσω των βιβλίων που γράφουμε. Συνεχίζουμε αυτή την ψευδαίσθηση ομιλίας, παρακούοντας τον Λακάν. Δεν έχουμε μάθει να αντέχουμε στην ευλάβεια και στην ιερότητα της σιωπής. Δεν έχουμε καταλάβει καλά αυτό που έλεγε ο Αρτώ: «Όλες οι λέξεις είναι ένα ψέμα. Όταν μιλάμε, προδίδουμε την ψυχή μας. Θα αρκούσε να κοιταζόμαστε.» Αυτό που συμβαίνει με τους περισσότερους ποιητές σήμερα είναι πως προδίδουν. Και όταν προδίδουν με τις λέξεις τους και τη στάση τους τις λέξεις, θα πρέπει να αναμένουν και την εκδίκησή τους. Ξέρετε ποια είναι η εκδίκηση των λέξεων; Ότι κανείς δεν διαρκεί στο χρόνο αν δεν είναι κάποιος που να μοιάζει φτυστά στην ψυχή του.
–Διαβάζει κανείς στο βιογραφικό σας, που είναι μεγάλο, ότι το πρώτο σας βιβλίο «Διαμελίζομαι» κυκλοφόρησε το 1983 και μετά για πολλά χρόνια τα ίχνη σας χάθηκαν μυστηριωδώς από τον εκδοτικό χώρο. Εμφανιστήκατε ξανά την άνοιξη του 2002 υπογράφοντας την νουβέλα «Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου» Έκτοτε γράφετε πυρετωδώς. Έχετε εκδώσει 21 βιβλία σε 16 χρόνια. Θέλετε να μας πείτε τι συνέβη και εξαφανιστήκατε τόσα χρόνια και πώς επιστρέψατε;
Δεν υπάρχει, νομίζω, λόγος να απαντήσω σε αυτό. Η εξαφάνισή μου, τότε, δεν αφορά τη λογοτεχνία. Αντίθετα, την αφορά η εμφάνισή μου. Οι πράξεις εμφάνισης είναι αυτές που μένουν – που απομένουν -, όχι οι πράξεις εξαφάνισης. Αυτό ήταν και το στίγμα που προσπάθησε να μεταφέρει το προηγούμενο βιβλίο μου, η «Πράξη Εξαφάνισης», στις εκδόσεις Σμίλη: ένα βιβλίο απολύτως σωματικό, ενώ η «Μάριαν» είναι καθαρά μια κατάσταση ψυχής, ένα άνοιγμα στην αγάπη. Την δημόσια, την ανυπόκριτη, την μη ανταποδοτική. Είναι ένας πολιτισμός της συγχώρεσης, ένας υπερχώρος της επιείκειας. Όλα αρχίζουν από κει και εκεί τελειώνουν. Αν και γράφω για την απουσία, με ενδιαφέρει περισσότερο η παρουσία. Είναι οξύμωρο, αλλά συμβαίνει. Η παρουσία είναι ο διακαής πόθος, η απουσία το έναυσμα. Το φυτίλι εκείνο που θα την ενεργοποιήσει και θα της δώσει σάρκα και οστά. Σαν να επρόκειτο για παρουσία.
–«Ας κάνει ό,τι καιρό θέλει / ο καιρός τελείωσε» γράφετε στο «Μετά». Είναι η ποίηση προφητεία; Το βιβλίο σας αυτό ήταν προφητικό;
Θα πρέπει να ρωτήσετε κάποιον άλλον γι’ αυτό. Εγώ δεν αισθάνομαι ακριβώς ποιητής. Δεν μ’ αρέσει να παγιδεύομαι σε στερεότυπα και σε ιδιότητες, σε ταμπέλες που με τον υπερπληθωρισμό έχουν χάσει παντελώς το νόημά τους. Ίσως είμαι και ποιητής. Σιχαίνομαι, πάντως, τους ορισμούς. Προτιμώ να λέω ότι είμαι ένας άνθρωπος που δουλειά του είναι να βλέπει, να σκέφτεται και να γράφει. Αυτό αρκεί. Θέλω να γράφω, πρέπει να γράφω, μάλλον θα γράφω. Αν και θα ήθελα να σταματήσω, όπως σας είπα. Είναι οξύμωρο αυτό, να συνυπάρχουν δύο εντελώς αντίθετες επιδιώξεις. Στο «Μετά» συνέβη κάτι το απροσδόκητα και εξαιρετικά μεταφυσικό. Το «Μετά» είναι η τομή εκείνη που χωρίζει το ένστικτο της ζωής από το συναίσθημα του θανάτου. Το «Μετά» είναι το όριο. Πριν λίγους μήνες κυκλοφόρησε η τρίτη έκδοση του βιβλίου από την Απόπειρα. Ήταν εξαντλημένο από το 2012.
-Εάν ο «θεός είναι νύχτα» όπως γράφετε στο βιβλίο σας «Μετά», τι είναι το Φως;
Φως είναι αυτό που διαρκώς αγνοείται, όταν νομίζουμε πως το αντικρίσαμε. Όταν πιστεύεις ότι έχεις καταφέρει κάτι, τότε ακόμα βρίσκεσαι στο σκοτάδι. Κοιτάξτε. Αυτό που ζούμε, πλέον, είναι η αποφώνηση. Τα πράγματα δύουν, τα πρόσωπα εξαφανίζονται, τα χαρακτηριστικά σβήνουν. Εκλείπουν. Ό,τι είχε υπάρξει δεν υπάρχει πια. Φαίνεται οριστικό, δεν πρόκειται περί νέας αρχής ή μιας επανεκκίνησης. Προσπάθησα να αποτυπώσω, από το 2011 και στο βιβλίο «Πιο νύχτα δεν γίνεται», αυτό που έβλεπα και αισθανόμουν. Έδωσα στη ζωή το όνομα «η γυναίκα που ήταν ο κόσμος». Οι πληροφορίες μου ήταν συγκεχυμένες, αλλά το φύλο βέβαιο. Ο κόσμος ήταν γυναίκα. Η κόσμος. Η άνθρωπος. Ό,τι συνέβη από τότε, από την ανθρωπολογία της «Νύχτας» και μετά, έχει τη μορφή γεγονότων, παρατηρήσεων, στοιχείων ζωής και περιστατικών που αποδίδονται σε αυτό το πρόσωπο. Είναι, φυσικά, ένας νεκρός οργανισμός, χωρίς όνομα. Ήταν ο κόσμος. Το ήταν έχει μεγάλη σημασία εδώ, γιατί θεωρητικά, μιλάμε για την αρχή ενός έργου που ξεκινάει με το ήταν, με την παραδοχή, δηλαδή, εκ μέρους μου ότι δεν είναι πια. Πότε ακριβώς ήταν δεν ξέρω. Δεν μπορώ να το προσδιορίσω. Έτσι το ένιωσα, μαζί με την προσπάθειά μου αυτό να επιβιώσει – αν και δεν υπήρχε. Διακρίνεται πολύ καθαρά, νομίζω, στο «Ολομόναχοι Μαζί», αλλά και στην «Πράξη». Πολύ δε περισσότερο στο «Καπνισμένο κόκκινο». Ουσιαστικά πρόκειται για μια θλιβερή αναπλήρωση ενός καθεστώτος ζωής που τελείωσε κάποτε και προσπαθεί με κάποιο τρόπο να επανέλθει. Πρόκειται για αυτό που, περίπου, λέει ο Νίτσε με την αιώνια επιστροφή. Τίποτε όμως δεν καίγεται δύο φορές.
–Στα ποιήματά σας οι λέξεις μοιάζουν να αγωνίζονται να διατυπώσουν έννοιες, νοήματα, συναισθήματα αλλά ο αγώνας τους φαίνεται σχεδόν μάταιος. Παραφράζοντας τον Χέλντερλιν, «Τι χρειάζεται η ποίηση σ’ ένα μικρόψυχο καιρό»;
Είναι μάταιος ο αγώνας των λέξεων. Πάντα. Δεν φαίνεται μόνο, είναι. Οι λέξεις είναι πράξεις που δεν προλαβαίνουν να γίνουν αντιληπτές, αρεστές, επίσημες. Ο σημερινός κόσμος δεν τους δίνει όσο χρόνο χρειάζονται για να επιβιώσουν και να ειπωθούν επαρκώς. Έχουν βαρύτητα, αλλά, δυστυχώς, ελάχιστο βάρος. Από τον καιρό του Χέλντερλιν, άλλωστε, αρχές του 1800, ο κόσμος έγινε δεκάδες φορές πιο μικρόψυχος. Βέβαια, ο Χέλντερλιν μιλούσε για τους ποιητές, όχι για την ποίηση. Δεν έχει σημασία. Ο αγώνας που κάνει ένα βιβλίο για να επιβληθεί είναι πολύ δύσκολος, θα έλεγα άδικος. Τα βιβλία εύκολα χαρίζονται, αλλά δύσκολα πωλούνται. Αυτό θα πρέπει να το λάβει σοβαρά υπ’ όψιν της η νέα γενιά και να μην παραληρεί. Γιατί όλοι τελικά γράφουν. Για όλους, με όλους τους τρόπους, σε όλα τα επίπεδα. Η γραφή όμως δεν είναι μόνο φιλοδοξία. Ξεκινά και καταλήγει πάντα σε έναν καθρέφτη. Που είναι αδυσώπητος.
– Συνεκτικός κρίκος, σε όλα σας τα βιβλία, είναι η μουσική. Έχετε δώσει και τίτλους σε βιβλία σας όπως «Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου» και «Για όσο ροκ αντέχεις ακόμα» αλλά κάνετε και πολλές αναφορές σε στίχους μέσα στα ποιήματά σας. Έχετε, επίσης, αφιερώσει το βιβλίο σας το «Καπνισμένο Κόκκινο» στον Lou Reed. Μπορεί να εκφράσει η μουσική ό,τι παραμένει ανέκφραστο στον λόγο;
Ενδεχομένως. Υπήρχε καιρός που δεν σηκωνόμουν να φάω γιατί άκουγα συνεχώς μουσική. Η μουσική αυτή με μεγάλωσε και μου επέτρεψε να ζήσω.
–«Εντάξει το να μεγαλώνει κανείς / Είναι βαριά ασθένεια / Και προπάντων ανίατη / Αλλά όλο για θανάτους θα μιλάμε τώρα;» γράφετε στο βιβλίο σας «Πράξη εξαφάνισης». Είναι ασθένεια το να μεγαλώνει κανείς στην εποχή μας; Κάθε στάδιο ωριμότητας είναι κι ένας θάνατος;
Είναι ένα δίλημμα αυτό. Έρχεται απ’ τον «Άμλετ». Ζωή ή θάνατος. Πάντα πίστευα στα διλήμματα. Χωρίς αυτά δεν μπορούν να προκύψουν σοβαρές αποφάσεις. Δυστυχώς για να γεννηθεί κάτι πρέπει πρώτα να πεθάνει κάτι άλλο. Μια θαυμάσια φράση του Ντε Σερτώ λέει: «Μόνο το τέλος μιας εποχής μας επιτρέπει να αποφανθούμε για το τι της έδωσε ζωή, λες και πρέπει πρώτα να πεθάνει για να γίνει βιβλίο.»
–«Κάθε μέρα / Βλέπω το ίδιο όνειρο» γράφετε στο βιβλίο σας «Πράξη εξαφάνισης». Ο Καλντερόν είχε γράψει «Τι είναι η ζωή; Μια ψευδαίσθηση, / Μια σκιά, μια φαντασία, / Και το μεγαλύτερο καλό είναι λίγο; / Γιατί όλη η ζωή είναι ένα όνειρο, / Και τα όνειρα είναι μόνο όνειρα.» Πιστεύετε στη μεταφυσική;
Ακούστε. Και ο Πόε είχε γράψει ότι «η ζωή είναι ένα όνειρο κρυμμένο μέσα σ’ άλλο». Δεν βρίσκουμε άκρη έτσι. Νομίζω πως πιστεύω περισσότερο στην μεταφυσική της θάλασσας. Πολλές φορές, όταν θέλω να ξεκαθαρίσω κάτι, βγαίνω στο μπαλκόνι μου και την κοιτάζω. Είναι τόσο μπλε που σχεδόν δεν την αντέχεις. Έχει αυτή την ιδιότητα το μπλε: Να σου καίει τα μάτια, προετοιμάζοντας αυτά που θα συμβούν. Μ’ αρέσει να κοιτάζω τη θάλασσα. Είναι ειλικρινής, απέραντη και αθώα. Σε αντίθεση με τους ανθρώπους που είναι ψεύτικοι, μικροί και ένοχοι. Μέσα στα ποιήματά μου υπάρχει πάντα μια θάλασσα σε εκκρεμότητα, που επωάζει την ιδέα. Η ιδέα αν δεν γίνει πράξη δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Δεν υπάρχει νόημα στις λέξεις. Το νόημα βρίσκεται κάτω από τις λέξεις, όχι μέσα τους.
–«Όταν σε περικυκλώνει η στάχτη / Το μόνο που έχεις / Είναι να κρεμάσεις τον επόμενο κόσμο / Στην πλάτη σου / Και να προχωρήσεις», οι στίχοι πάλι από την «Πράξη εξαφάνισης». Σήμερα σε μια εποχή κρίσης, που όλα γίνονται στάχτη, πνευματικής, οικονομικής, κοινωνικής, κρίσης αξιών, έμεινε κάτι να σωθεί;
Τι θα μπορούσε να σωθεί, δηλαδή, από την σημερινή εποχή; Βλέπετε εσείς κάτι άξιο λόγου, κάτι σημαντικό που θα μπορούσαμε να κρατήσουμε ως περιουσιακό στοιχείο; Βλέπετε κάποια ταυτότητα στα πράγματα που θα λειτουργούσε ως οδηγός για το αύριο; Γιατί εγώ δεν βλέπω τίποτα. Δουλειά της σημερινής εποχής είναι μόνο να καταστρέφει αγγέλους.
-Ο T.S. Eliot έγραψε πως θα τελειώσει ο κόσμος με έναν λυγμό. Η «Πράξη εξαφάνισης» μιλάει για ένα τέλος. Θα έλεγα πως μοιάζει με ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα- εξομολόγηση προς μια αγαπημένη, Μαρία ή Βεατρίκη, δεν έχει σημασία, που κάνει πράξη την απουσία της μέσα από τις δικές σας λέξεις που στάζουν. Κυοφορούν αγάπη και πόνο: «Και γνωρίζεις καλά / Σαν από τέχνη / Ότι μόνο οι εραστές / Δεν μένουν τελικά ζωντανοί». Πώς θα τελειώσει ο δικός σας κόσμος;
Όλα μου τα βιβλία μιλούν για ένα τέλος. Είναι το ίδιο τέλος που δεν τελειώνει ποτέ. Μιλάτε, όμως, για τον στίχο του Έλιοτ «Αυτός είναι ο τρόπος που θα τελειώσει ο κόσμος, όχι με έναν πάταγο, αλλά με έναν λυγμό». Τον στίχο από το μακροσκελές ποίημα της «Έρημης Χώρας». Ναι, έτσι θα τελειώσει ο κόσμος. Το πιστεύω κι εγώ. Με έναν λυγμό. Έτσι τελειώνουν πάντοτε τα πράγματα. Χρόνια μετά τον θάνατό σου σε συνοψίζουν σε δέκα σειρές, σε χωράνε κάπου, σε εντάσσουν σε κάποιες βιβλιογραφίες και εγχειρίδια Τέχνης και σε παραδίδουν σ’ ένα άχρηστο τίποτα στα Πανεπιστήμια. Γράφουν διαρκώς για το «έργο» σου. Δεν μπορώ να προβλέψω πού θα ενσωματώσουν την δική μου περίπτωση. Μπορώ, όμως, με σιγουριά να αναφερθώ στον λυγμό. Η λέξη τέλος έχει μεγάλη σχέση με την λέξη αποτυχία. Η λογοτεχνία δεν είναι ούτε τεχνικές, ούτε στυλ. Είναι ζωή που απέτυχε. Και η επιτυχής αποτύπωση αυτής της αποτυχίας διακρίνει και επιβεβαιώνει τη μεγάλη λογοτεχνία. Βεβαίως, μιλώ πάντα σε μάκρος χρόνου. Και φυσικά, εκ μέρους μου.
–Με τη «Μάριαν» φτάσατε στον πυρήνα της ύπαρξης, στον αρχέγονο μύθο της αναγέννησης του κόσμου, σε ένα προγλωσσικό, θα λέγαμε, στάδιο όπου τα πράγματα είναι σχεδόν άλεκτα και χρησιμοποιείτε τις πιο απλές λέξεις για να μεταφέρετε το βίωμα του αέναου κύκλου της ζωής. Ο κοσμογονικός μύθος ολοκληρώνεται με τη «Μάριαν»;
Το πιο δύσκολο κλειδί εδώ είναι η αγάπη. Αγαπώ σημαίνει διατυπώνω τον εαυτό μου μέσα από τον άλλον, διατηρώντας τον ακέραιο. Αυτός είναι ο πυρήνας της ύπαρξης. Ερωτεύομαι σημαίνει αφήνω τον εαυτό μου στα χέρια του άλλου, και τον χάνω. Είναι δύο τελείως διαφορετικές συναισθηματικές καταστάσεις. Ο άνθρωπος δεν γεννήθηκε για να μισεί. Γεννήθηκε για να αγαπά. Είναι αυτό που λέει ο Χάμφρει Μπόγκαρντ στην Ίνγκριντ Μπέργκμαν στην τελευταία σκηνή της «Καζαμπλάνκα»: «Εμείς θα έχουμε πάντα το Παρίσι μας». Μερικοί άνθρωποι όταν συναντώνται, στον αναπόφευκτο χρόνο, δεν χωρίζουν ποτέ. Η συνάντησή τους διαρκεί. Όπου Παρίσι, βέβαια, μπορείτε να βάλετε εσείς ό, τι θέλετε. Νάξο, Νέα Υόρκη ή οτιδήποτε άλλο. Με κάποια έννοια δεν τελειώνει ποτέ τίποτα. Αλλά ούτε και αρχίζει. Όταν φτάνεις σε ένα σημείο που τα πράγματα, πλέον, γίνονται άλεκτα, ανέλπιστα, αποφασίζεις να μιλήσεις με τον πιο απλό τρόπο που υπάρχει για τα πιο δύσβατα ζητήματα. Θέλω να πω ότι η ανθρώπινη ιδιοσυστασία περιέχει μέσα της ακριβώς την ιδέα της ανατροπής της ελπίδας που προσδοκά. Είναι μια ανάγκη αυτοϋποτίμησης, αυτοακύρωσης, αυτοπροστασίας που συμβαίνει. Στον μύθο της «Μάριαν» ενσωματώνεται μια αδιευκρίνιστη θρησκευτικότητα, μια ιερότητα πίστης, μια θεοφόρος δύναμη που οδηγεί μακριά. Δεν πρόκειται για ελπίδα, αλλά για αγάπη. Η «Μάριαν» είναι ένα βιβλίο αγάπης. Και η αγάπη δεν ολοκληρώνεται ποτέ, είναι το υπέρτατο ποίημα.
–Βγήκε μόλις κι ένα νέο βιβλιαράκι σας, ολιγοσέλιδο, τέσσερις όλες κι όλες σελίδες, από τις εκδόσεις Απόπειρα, μια εξαιρετικής κομψότητας έκδοση, συλλεκτικής αξίας, υπό τον τίτλο «Ασκήσεις Ήθους». Η παραπομπή που κάνετε είναι σαφής, ακόμα και στην φωτογραφία του εξωφύλλου. Θέλετε να σχολιάσετε κάτι;
Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να απαντήσει κανείς σε μια ερώτηση. Ένας από αυτούς είναι διά της σιωπής. Στην προκειμένη περίπτωση, η σιωπή είναι η πλέον ενδεδειγμένη. Ό,τι ήταν, ό,τι έπρεπε να σχολιαστεί, ό,τι ήταν να γίνει έγινε με το γεγονός της έκδοσης του βιβλίου. Καταγράφηκε. Αυτό μόνο.
-Μετά τη «Μάριαν», τι; Ξεκινάει κάτι καινούριο αυτή η κοσμογονία που υπάρχει στα βιβλία σας;
Ετοιμάζω, υποθέτω, κάποιο νέο βιβλίο. Μια ποιητική σύνθεση παραληρηματικού ρυθμού, που θα είναι σαν μεταθανάτιος λόγος. Κάτι ανάμεσα σε προσευχή και ψαλμό. Μετά τη ζωή. Ξέρετε, η πιο βέβαιη αθανασία είναι ο θάνατος. Και σ’ αυτόν υπάρχουν λέξεις. Συνωστισμένες, που δεν ειπώθηκαν. Που δεν πρόλαβαν να αποταθούν. Πάντα υπάρχουν πράγματα που δεν είπαμε στους νεκρούς. Ιδίως σ’ αυτούς που δεν έζησαν πραγματικά, στους μεγάλους νεκρούς που δεν τα κατάφεραν γιατί δεν προσπάθησαν ποτέ να επιζήσουν.
* Η Νότα Χρυσίνα είναι πολιτισμολόγος.
————————————————-
Φωτογραφίες συνέντευξης: Γεωργία Κολοβελώνη
πηγή ://fractalart/