Το μνημείο στην Καισαριανή. Επάνω δεξιά: Γερμανικό πολυβόλο στο Σκοπευτήριο
Στην Ελλάδα οι εργαζόμενοι γιορτάζουν την Εργατική Πρωτομαγιά από το 1893, τέσσερα χρόνια αφότου το ιδρυτικό συνέδριο της Δεύτερης Διεθνούς αποφάσισε να ορίσει αυτή την ημέρα ως παγκόσμια ημέρα της τάξης των εργατών.
Εκείνη όμως η Πρωτομαγιά που σφράγισε την ιστορία του εργατικού κινήματος και δικαίως θεωρείται το σύμβολο και το σημείο- σταθμός της ελληνικής Εργατικής Πρωτομαγιάς χρονικά τοποθετείται στον τελευταίο χρόνο της τριπλής φασιστική κατοχής στην Ελλάδα.
Ηταν 1η Μαΐου του 1944 όταν οι αρχές κατοχής, επικαλούμενες λόγους αντιποίνων, εκτέλεσαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής 200 κομμουνιστές που τους πήραν από το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου.
Απ’ αυτούς περίπου 170 ήταν πρώην κρατούμενοι στην Ακροναυπλία και οι υπόλοιποι πρώην εξόριστοι στην Ανάφη.
Η ανατριχιαστική ανακοίνωση είχε δημοσιευτεί μια ημέρα νωρίτερα στην πρώτη σελίδα του αθηναϊκού Τύπου:
«Την 27. 4. 1944 κομμουνιστικαί συμμορίαι, παρά τους Μολάους, κατόπιν μίας εξ’ ενέδρας επιθέσεως, εδολοφόνησαν ανάνδρως ένα Γερμανό στρατηγό και 3 συνοδούς του αξιωματικούς.
Πολλοί Γερμανοί στρατιώται ετραυματίσθησαν.
Ως αντίποινα θα εκτελεσθούν:
1. Ο τυφεκισμός 200 κομμουνιστών την 1/5/1944.
2. Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάοι προς την Σπάρτην, έξωθι των χωρίων.
Υπό την εντύπωσιν του κακουργήματος τούτου, Ελληνες εθελονταί (σ.σ. πρόκειται για ταγματασφαλίτες) εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς.
Ο στρατιωτικός Διοικητής Ελλάδος».
«Οι οργανώσεις του ΚΚΕ και του ΕΑΜ -γράφει ο Θ. Χατζής- κυκλοφόρησαν αμέσως χιλιάδες τρικ και καλούσαν τον λαό να σώσουν τους αγωνιστές ομήρους από την εκτέλεση.
Σε πολλά εργοστάσια και επιχειρήσεις οι εργάτες σταμάτησαν τη δουλειά.
Στα υπουργεία και τις τράπεζες έγιναν συγκεντρώσεις και με ψηφίσματα προς τον Ράλλη και τον δήμαρχο απαιτούσαν άμεση επέμβασή τους για τη ματαίωση της σφαγής.
Οι φοιτητές και οι σπουδαστές χύθηκαν στους δρόμους με συνθήματα ενάντια στην τρομοκρατία. Επιτροπές παρουσιάζονταν στις αρχές αδιάκοπα όλη τη μέρα.
Στις λαϊκές συνοικίες έγιναν συγκεντρώσεις. Πολλές γυναίκες κρατουμένων ομήρων μαζεύτηκαν στη Μητρόπολη.
Ο Αρχιεπίσκοπος στο διαμέρισμά του ‘‘προσευχόταν’’ για τη σωτηρία των ψυχών των μελλοθανάτων.
Οταν αργά τη νύχτα εμφανίστηκε μπροστά στις απελπισμένες γυναίκες είπε: ‘‘Δεν μπορώ να κάνω τίποτα και το μόνο που μου απομένει είναι να παρακαλώ το θεό’’!..»
(Θ. Χατζή: «Η Νικηφόρα Επανάσταση που χάθηκε», εκδόσεις Δωρικός, τόμος Γ’, σελ. 141- 142).
Την ίδια ημέρα, 30 Απριλίου, η είδηση της εκτέλεσης 200 κομμουνιστών έφτασε και στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου αλλά οι επικεφαλής των κρατουμένων την κράτησαν όπως μπορούσαν κρυφή για να μη «φάει» η αγωνία τον κόσμο.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Δημήτρη Παυλάκη η επιλογή των διακοσίων έγινε στην αναφορά, το πρωί της Πρωτομαγιάς.
Διαβάζουμε:
«Σαν ετελείωσε η αναφορά, ο Φίσερ [σ.σ. ο Γερμανός διοικητής του στρατοπέδου του Χαϊδαρίου Καρλ Φίσερ] είπε πως: Αυτοί που θ’ ακούσουν τα ονόματά τους θα βγαίνουν εκεί μπροστά για να μεταφερθούν σε άλλο στρατόπεδο. Από τους πρώτους που φώναξε ήταν οι Σαββόπουλος, Σκλάβαινας…» (Δημ. Παυλάκη: «Από το Χαϊδάρι στο Μπέλσεν», Αθήνα 1965, σελ. 69-70).
Η εκφώνηση των ονομάτων γινόταν σε πενηντάδες. Κι από τις μαρτυρίες που υπάρχουν 71ο ακούστηκε το όνομα του Ναπολέοντα Σουκατζίδη, του μεταφραστή του στρατοπέδου, που είναι -όχι άδικα- και ο περισσότερο γνωστός από τους 200 για τη στάση που κράτησε μετά την εκφώνηση καθώς θα μπορούσε να σωθεί αν δεχόταν στη θέση του να πάει κάποιος άλλος.
Οι 200 μελλοθάνατοι κομμουνιστές οδηγήθηκαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής -στο «Θυσιαστήριο της Λευτεριάς», όπως το ονόμασε ο λαός αργότερα- το πρωί της Πρωτομαγιάς του ’44.
Εκεί τους χώρισαν και τους εκτέλεσαν κατά εικοσάδες. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες που είδαν το φως της δημοσιότητας στη συνέχεια, στην τελευταία εικοσάδα βάλαν τον Σουκατζίδη για να μπορούν να τον χρησιμοποιήσουν ως μεταφραστή.
Ο Σουκατζίδης, κατ’ εντολήν τού επικεφαλής των Γερμανών, είχε την υποχρέωση να ρωτά τους υπό εκτέλεση συντρόφους του αν έχουν κάτι να πουν.
Η ιαχή που κυριάρχησε πριν πάρουν τον λόγο τα πολυβόλα ήταν: «Ζήτω η Ελλάδα. Ζήτω η λευτεριά!» («Στ’ Αρματα- Στ’ Αρματα- Χρονικό της Εθνικής Αντίστασης», Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις 1967, σελ. 315- 317).
Πριν αντικρίσουν το εκτελεστικό απόσπασμα, κατά τη μεταφορά τους στο Σκοπευτήριο, πολλοί από τους μελλοθάνατους κατάφεραν να γράψουν μερικές λέξεις στα δικά τους αγαπημένα πρόσωπα και να πετάξουν τα σημειώματα στους δρόμους της Αθήνας.
Λέξεις γεμάτες ανθρωπιά, πόθο για τη ζωή, λέξεις γεμάτες ιδανικά.
Σταχυολογούμε:
«Οταν ο άνθρωπος δίνει τη ζωή του για ανώτερα ιδανικά, δεν πεθαίνει ποτές», έγραψε ο Μήτσος Ρεμπούτσικας. Κι ο Νίκος Μαριακάκης συμπλήρωσε: «Καλύτερα να πεθαίνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά, παρά να ζει σκλάβος».
Ο Κώστας Τσίρκας με ξεχωριστό τρόπο σημείωσε: «Πρωτομαγιά. Γεια σας. Ολοι πάμε στη μάχη».
Κι ο εργάτης Σάββας Σαββόπουλος συμπύκνωσε: «Ας μάθει όλη η Ελλάδα πως ούτε στιγμή δεν χάσαμε την πίστη στην τελική νίκη της Σοβιετικής Ενωσης… Καμιά δύναμη δεν θα μπορέσει να τσακίσει το ΚΚΕ. Το ΚΚΕ θα νικήσει. Καλώ τον αδελφό μου, με σκληρή δουλειά να προσπαθήσει να ξεπλύνει το κακό που έκανε με τη δήλωση και την αδελφούλα μου να πάρει τη θέση μου στο ΚΚΕ» (Εθνική Αντίσταση 1941-1944: «Γράμματα και μηνύματα εκτελεσμένων πατριωτών», Αθήνα 1974, σελ. 111, 141, 143, 167).
πηγή: // www.efsyn.gr /
Η ματωμένη 1η Μάη του 1944
Ερευνα- κείμενα- επιμέλεια: Γιώργος Πετρόπουλος, Νικόλας Ζηργάνος, Νίκος Χατζηδημητράκος, Κώστας Μανιμανάκης, Ελένη Κατσιγιάννη
Η Εργατική Πρωτομαγιά, ως παγκόσμια ημέρα κοινών αγώνων της εργατικής τάξης σε όλες τις χώρες του κόσμου, έχει σημείο αναφοράς της την αιματοβαμμένη απεργία των εργατών της 1ης και των επόμενων ημερών του Μαΐου του 1886 στο Σικάγο των Ηνωμένων Πολιτειών.Στην Ελλάδα οι εργαζόμενοι γιορτάζουν την Εργατική Πρωτομαγιά από το 1893, τέσσερα χρόνια αφότου το ιδρυτικό συνέδριο της Δεύτερης Διεθνούς αποφάσισε να ορίσει αυτή την ημέρα ως παγκόσμια ημέρα της τάξης των εργατών.
Εκείνη όμως η Πρωτομαγιά που σφράγισε την ιστορία του εργατικού κινήματος και δικαίως θεωρείται το σύμβολο και το σημείο- σταθμός της ελληνικής Εργατικής Πρωτομαγιάς χρονικά τοποθετείται στον τελευταίο χρόνο της τριπλής φασιστική κατοχής στην Ελλάδα.
Ηταν 1η Μαΐου του 1944 όταν οι αρχές κατοχής, επικαλούμενες λόγους αντιποίνων, εκτέλεσαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής 200 κομμουνιστές που τους πήραν από το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου.
Απ’ αυτούς περίπου 170 ήταν πρώην κρατούμενοι στην Ακροναυπλία και οι υπόλοιποι πρώην εξόριστοι στην Ανάφη.
Η ανατριχιαστική ανακοίνωση είχε δημοσιευτεί μια ημέρα νωρίτερα στην πρώτη σελίδα του αθηναϊκού Τύπου:
«Την 27. 4. 1944 κομμουνιστικαί συμμορίαι, παρά τους Μολάους, κατόπιν μίας εξ’ ενέδρας επιθέσεως, εδολοφόνησαν ανάνδρως ένα Γερμανό στρατηγό και 3 συνοδούς του αξιωματικούς.
Πολλοί Γερμανοί στρατιώται ετραυματίσθησαν.
Ως αντίποινα θα εκτελεσθούν:
1. Ο τυφεκισμός 200 κομμουνιστών την 1/5/1944.
2. Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάοι προς την Σπάρτην, έξωθι των χωρίων.
Υπό την εντύπωσιν του κακουργήματος τούτου, Ελληνες εθελονταί (σ.σ. πρόκειται για ταγματασφαλίτες) εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς.
Ο στρατιωτικός Διοικητής Ελλάδος».
Λαϊκή Κινητοποίηση
Για το ΕΑΜ, τις οργανώσεις και τα κόμματα που το αποτελούσαν εκείνη η ανακοίνωση σήμανε συναγερμό με αποτέλεσμα να ξεδιπλωθεί μια τεράστια λαϊκή κινητοποίηση για την αποτροπή της σφαγής.«Οι οργανώσεις του ΚΚΕ και του ΕΑΜ -γράφει ο Θ. Χατζής- κυκλοφόρησαν αμέσως χιλιάδες τρικ και καλούσαν τον λαό να σώσουν τους αγωνιστές ομήρους από την εκτέλεση.
Σε πολλά εργοστάσια και επιχειρήσεις οι εργάτες σταμάτησαν τη δουλειά.
Στα υπουργεία και τις τράπεζες έγιναν συγκεντρώσεις και με ψηφίσματα προς τον Ράλλη και τον δήμαρχο απαιτούσαν άμεση επέμβασή τους για τη ματαίωση της σφαγής.
Οι φοιτητές και οι σπουδαστές χύθηκαν στους δρόμους με συνθήματα ενάντια στην τρομοκρατία. Επιτροπές παρουσιάζονταν στις αρχές αδιάκοπα όλη τη μέρα.
Στις λαϊκές συνοικίες έγιναν συγκεντρώσεις. Πολλές γυναίκες κρατουμένων ομήρων μαζεύτηκαν στη Μητρόπολη.
Ο Αρχιεπίσκοπος στο διαμέρισμά του ‘‘προσευχόταν’’ για τη σωτηρία των ψυχών των μελλοθανάτων.
Οταν αργά τη νύχτα εμφανίστηκε μπροστά στις απελπισμένες γυναίκες είπε: ‘‘Δεν μπορώ να κάνω τίποτα και το μόνο που μου απομένει είναι να παρακαλώ το θεό’’!..»
(Θ. Χατζή: «Η Νικηφόρα Επανάσταση που χάθηκε», εκδόσεις Δωρικός, τόμος Γ’, σελ. 141- 142).
Η επιλογή των θυμάτων και η εκτέλεση
Την ίδια ημέρα, 30 Απριλίου, η είδηση της εκτέλεσης 200 κομμουνιστών έφτασε και στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου αλλά οι επικεφαλής των κρατουμένων την κράτησαν όπως μπορούσαν κρυφή για να μη «φάει» η αγωνία τον κόσμο.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Δημήτρη Παυλάκη η επιλογή των διακοσίων έγινε στην αναφορά, το πρωί της Πρωτομαγιάς.
Διαβάζουμε:
«Σαν ετελείωσε η αναφορά, ο Φίσερ [σ.σ. ο Γερμανός διοικητής του στρατοπέδου του Χαϊδαρίου Καρλ Φίσερ] είπε πως: Αυτοί που θ’ ακούσουν τα ονόματά τους θα βγαίνουν εκεί μπροστά για να μεταφερθούν σε άλλο στρατόπεδο. Από τους πρώτους που φώναξε ήταν οι Σαββόπουλος, Σκλάβαινας…» (Δημ. Παυλάκη: «Από το Χαϊδάρι στο Μπέλσεν», Αθήνα 1965, σελ. 69-70).
Η εκφώνηση των ονομάτων γινόταν σε πενηντάδες. Κι από τις μαρτυρίες που υπάρχουν 71ο ακούστηκε το όνομα του Ναπολέοντα Σουκατζίδη, του μεταφραστή του στρατοπέδου, που είναι -όχι άδικα- και ο περισσότερο γνωστός από τους 200 για τη στάση που κράτησε μετά την εκφώνηση καθώς θα μπορούσε να σωθεί αν δεχόταν στη θέση του να πάει κάποιος άλλος.
Οι 200 μελλοθάνατοι κομμουνιστές οδηγήθηκαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής -στο «Θυσιαστήριο της Λευτεριάς», όπως το ονόμασε ο λαός αργότερα- το πρωί της Πρωτομαγιάς του ’44.
Εκεί τους χώρισαν και τους εκτέλεσαν κατά εικοσάδες. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες που είδαν το φως της δημοσιότητας στη συνέχεια, στην τελευταία εικοσάδα βάλαν τον Σουκατζίδη για να μπορούν να τον χρησιμοποιήσουν ως μεταφραστή.
Ο Σουκατζίδης, κατ’ εντολήν τού επικεφαλής των Γερμανών, είχε την υποχρέωση να ρωτά τους υπό εκτέλεση συντρόφους του αν έχουν κάτι να πουν.
Η ιαχή που κυριάρχησε πριν πάρουν τον λόγο τα πολυβόλα ήταν: «Ζήτω η Ελλάδα. Ζήτω η λευτεριά!» («Στ’ Αρματα- Στ’ Αρματα- Χρονικό της Εθνικής Αντίστασης», Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις 1967, σελ. 315- 317).
Πριν αντικρίσουν το εκτελεστικό απόσπασμα, κατά τη μεταφορά τους στο Σκοπευτήριο, πολλοί από τους μελλοθάνατους κατάφεραν να γράψουν μερικές λέξεις στα δικά τους αγαπημένα πρόσωπα και να πετάξουν τα σημειώματα στους δρόμους της Αθήνας.
Λέξεις γεμάτες ανθρωπιά, πόθο για τη ζωή, λέξεις γεμάτες ιδανικά.
Σταχυολογούμε:
«Οταν ο άνθρωπος δίνει τη ζωή του για ανώτερα ιδανικά, δεν πεθαίνει ποτές», έγραψε ο Μήτσος Ρεμπούτσικας. Κι ο Νίκος Μαριακάκης συμπλήρωσε: «Καλύτερα να πεθαίνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά, παρά να ζει σκλάβος».
Ο Κώστας Τσίρκας με ξεχωριστό τρόπο σημείωσε: «Πρωτομαγιά. Γεια σας. Ολοι πάμε στη μάχη».
Κι ο εργάτης Σάββας Σαββόπουλος συμπύκνωσε: «Ας μάθει όλη η Ελλάδα πως ούτε στιγμή δεν χάσαμε την πίστη στην τελική νίκη της Σοβιετικής Ενωσης… Καμιά δύναμη δεν θα μπορέσει να τσακίσει το ΚΚΕ. Το ΚΚΕ θα νικήσει. Καλώ τον αδελφό μου, με σκληρή δουλειά να προσπαθήσει να ξεπλύνει το κακό που έκανε με τη δήλωση και την αδελφούλα μου να πάρει τη θέση μου στο ΚΚΕ» (Εθνική Αντίσταση 1941-1944: «Γράμματα και μηνύματα εκτελεσμένων πατριωτών», Αθήνα 1974, σελ. 111, 141, 143, 167).
πηγή: // www.efsyn.gr /