Η ομάδα "Αστραπή" με το διοικητή υπο/γο Δημήτρη Κυρατζόπουλο-Φωτεινό. Κριμήνι 1η Μαρτίου 1943.
Η ΘΡΥΛΙΚΗ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΦΑΡΔΥΚΑΜΠΟΥ
Χρήστος Παπαδημητρίου:
Φέτος συμπληρώνονται 75 χρόνια από τη θρυλική μάχη στο Φαρδύκαμπο.
Στην ιστοριογραφία της Εθνικής Αντίστασης η μάχη του Φαρδύκαμπου δεν πήρε τη θέση που της αξίζει στην ιστορία.
Ο γενεσιουργός παράγοντας του αποτελέσματος της νίκης στο Φαρδύκαμπο, ήταν σημαντικό γεγονός στην ανάπτυξη του κινήματος της Εθνικής Αντίστασης στη Δυτική Μακεδονία.
Η ανατίναξη της γέφυρας στο Γοργοπόταμο έγινε με ενωμένες τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ, μαζί με τους Άγγλους “συμμάχους” κατασκόπους σαμποτέρ, ανέβασε το γόητρο των Άγγλων μετά το φιάσκο του βρετανικού εκστρατευτικού σώματος το 1941 στην Ελλάδα, στάθηκε όμως η αρχή της διάσπασης της Εθνικής Αντίστασης.
Άθελα, ή ακόμη και σκόπιμα, όσοι έγραψαν για τη μάχη αυτή, δεν είδαν τον πραγματικό γενεσιουργό παράγοντα, το προοίμιο της νίκης.
Με το πέρασμα του χρόνου η μάχη αυτή, στην ιστορία της Εθνικής Αντίστασης, θα πάρει τη θέση που της αξίζει. Καταρρέουν οι προσπάθειες εκείνων που θέλουν να μειώσουν και να υποβαθμίσουν τη σημασία της.
Η μάχη αυτή στάθηκε το θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίστηκε το απελευθερωτικό μέτωπο, το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας.
Τη μάχη του Φαρδύκαμπου την αποκάλεσαν «στρατιωτικό παράδοξο» και «θαύμα», άλλοι τη χαρακτήρισαν αυθόρμητο κίνημα του λαού της περιοχής.
Δεν ήταν ούτε «στρατιωτικό παράδοξο», ούτε «θαύμα», ούτε ξαφνικό, ούτε τυχαίο, ούτε αυθόρμητο γεγονός. Ήταν όμως, καρπός και θρίαμβος του γνήσιου τοπικού αντιστασιακού κινήματος της Δυτικής Μακεδονίας και γεννήθηκε στις πρώτες μέρες της κατοχής.
Από το χειμώνα του '41-42 στην περιοχή Γρεβενών-Βοΐου, δημιουργήθηκαν εστίες οργανωμένων αγωνιστών, αυτές ανδρώθηκαν σε ένοπλες ομάδες μετά την πορεία της ομάδας “Αστραπή”, που αποτέλεσε την αρχή της ένοπλης δράσης του ΕΛΑΣ στην περιοχή.
Στις 16 του Γενάρη του 1943, το ένοπλο τμήμα με τον Τασιανόπουλο Δημήτρη και τον ανθ/γό Θεοχαρόπουλο Νίκο επικεφαλής, με τη βοήθεια της οργάνωσης των χωριών Πολυνερίου και Αλατόπετρας, αφοπλίζουν την Υποδιοίκηση χωροφυλακής Πολυνερίου.
Στις 20 του Γενάρη του 1943 από το χωριό Κυδωνιές το ένοπλο τμήμα “Αστραπή” αποτελούμενο από 25 άνδρες υπό τη διοίκηση του υπ/γού Κυρατζόπουλου Δημήτρη-Φωτεινού και υποδιοικητή τον ανθ/γό Θεοχαρόπουλο Νίκο-Σκοτίδα, ξεκινάει νέα πορεία.
Από τις Κυδωνιές στις 23 του μήνα πηγαίνει στη Ροδιά. Εκεί συναντάει τον υπεύθυνο καθοδήγησης του ΕΑΜ και του ΚΚΕ Φίλο Γάμα ή Σέφτελο και μαζί καταστρώνουν το τολμηρό σχέδιο δράσης. Στους κατοίκους του χωριού μίλησαν για τις αρχές και τους σκοπούς του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Πέντε νέοι με τα όπλα τους κατατάχθηκαν στην ομάδα.
Από τη Ροδιά συνεχίζει η πορεία στα χωριά Σύδεντρο, Αμυγδαλιές, Άγιο Γεώργιο, Κιβωτός, Κοκκινιά. Και από την Κοκκινιά το απόγευμα με κεραυνοβόλα κίνηση και έφοδο η ομάδα καταλαμβάνει τη γέφυρα του Αλιάκμονα και το φυλάκιο χωροφυλακής 20 ανδρών. Τους αφοπλίζει και τους καλεί να τους ακολουθήσουν, κανείς δεν ακολούθησε.
Με γρήγορη κίνηση, πριν πληροφορηθεί ο εχθρός, αφήνουν τη γέφυρα και το ίδιο βράδυ με τη βοήθεια της οργάνωσης του ΕΑΜ Σιάτιστας και του συνδέσμου, καταλαμβάνουν το τηλεγραφείο και αφοπλίζουν την δύναμη της Υποδιοίκησης χωροφυλακής Σιάτιστας με δύναμη 30 ανδρών, ανοίγουν τη φυλακή και απελευθερώνουν 30 κρατούμενους. Η είσοδος του τμήματος στην πόλη της Σιάτιστας, σε μια πόλη με 10.000 κατοίκους στην αρχή του 1943, σε μια περίοδο που το αντάρτικο και ο ένοπλος αγώνας μόλις έκανε τα πρώτα του βήματα, άσκησε τεράστια επίδραση σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Ύστερα από τη θερμή υποδοχή και τους πανηγυρισμούς από τους κατοίκους και τις ομιλίες των καθοδηγητών για τους σκοπούς του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, το πρωί, το τμήμα στη γραμμή με επικεφαλής το σημαιοφόρο, εγκατέλειπε τη Σιάτιστα με κατεύθυνση προς τα Βέντζια.
Για να προκληθεί εντύπωση στο λαό της πόλης, αλλά και γενικότερα, να φτάσουν οι πληροφορίες πιο πολύ εξογκωμένες στον εχθρό για τη δύναμη των ανταρτών, η διοίκηση της ομάδας κατέφυγε στο εξής τέχνασμα: έδωσε εντολή στους συνδέσμους να ειδοποιήσουν δήθεν τους λόχους τους που κατείχαν τα γύρω υψώματα της πόλης και τις διαβάσεις, να κινηθούν και να συγκεντρωθούν σε συγκεκριμένο σημείο. Οι εντολές δίνονταν φωναχτά ώστε να ακούγονται στο λαό που ήταν συγκεντρωμένος.
Αυτό το έντεχνο και έξυπνο κόλπο έπιασε και μετά την αναχώρηση από τη Σιάτιστα, οι αρχές, η χωροφυλακή, ο έπαρχος, τηλεγράφησαν και ανέφεραν στη νομαρχία και στη διεύθυνση χωροφυλακής Κοζάνης, καθώς και στις αρχές κατοχής ότι “δύναμη από 300 αντάρτες, οργανωμένη σε λόχους με βαριά πολυβόλα και όλμους, με επικεφαλής αξιωματικούς κατέλαβαν την πόλη Σιάτιστα, αφόπλισαν τη χωροφυλακή, παρέλασαν στην πόλη και κατέφυγαν στα βουνά”. Το σχέδιο έπιασε, αναστατώθηκαν οι αρχές κατοχής και η κυβέρνηση των Αθηνών.
Η φαντασία του λαού μεγάλωνε και από στόμα σε στόμα οι αντάρτες γίνονταν 500, 1000, 2000, με πολυβόλα και κανόνια.
Ύστερα από αυτό το έξυπνο κόλπο, η κυκλοφορία των αυτοκινήτων στους δημόσιους δρόμους από Κοζάνη-Σιάτιστα προς Γρεβενά, Νεάπολη και Καστοριά επί δυο εικοσιτετράωρα είχε διακοπεί.
Από τη Σιάτιστα το τμήμα πέρασε στα χωριά των Βεντζίων με πρώτο σταθμό το χωριό Έξαρχος, στη συνέχεια, ακολούθησαν τα χωριά: Κνίδη, Παλιοκνίδη, Παλιοχώρι, Κέντρο, Σαρακίνα, καθώς και τα άλλα μικρότερα χωριά. Στα Βέντζια η ομάδα “Αστραπή” καταδίωξε και τους λεγεωνάριους αδελφούς Δημαρέληδες.
Από τα Βέντζια η ομάδα πέρασε στην περιοχή Χασίων και περιόδεψε στα χωριά Καρπερό, Ελάφι, Μελίσσι, Φιλί και στα άλλα χωριά.
Ακολουθεί η μάχη στις 8 Φλεβάρη στο χωριό Σνίχοβο, με τη συντριβή του λόχου των Ιταλών με τα γνωστά αποτελέσματα. Απώλειες Ιταλών 8 νεκροί, 27 τραυματίες και 3 πνιγμένοι στον ποταμό Βενέτικο. Δικές μας απώλειες, ένας νεκρός από το χωριό Ελάφι και ένας τραυματίας από το χωριό Κυπαρίσσι.
Στη συνέχεια το τμήμα περιόδεψε στα χωριά Σιταρά, Πηγαδίτσα, Κηπουριό, Τρίκωμο, Σπήλιο, Ζιάκα, Αλατόπετρα, Μέγαρο, Εκκλησιές, Άγιο Κοσμά και από κει στο χωριό Κυδωνιές από όπου είχε ξεκινήσει η από μήνα πορεία και δράση της ομάδας "Αστραπή".
Αυτό το τόλμημα της μηνιάτικης περιοδείας σε όλα τα χωριά της περιοχής Γρεβενών ήταν μια ριψοκίνδυνη, παράτολμη πράξη με έξυπνο σχεδιασμό και τολμηρή επίδειξη στον εχθρό με σοβαρές συνέπειες γι' αυτόν και ευχάριστα αποτελέσματα για το απελευθερωτικό μας κίνημα.
Στην πορεία της στα χωριά, η ομάδα "Αστραπή" από μέρα σε μέρα, με ομιλίες των αρχηγών στις συγκεντρώσεις των κατοίκων, αναφέρονταν στις αρχές και στους σκοπούς του ΕΑΜ, έκανε αυστηρές συστάσεις σε ανθρώπους να σταματήσουν τις επαφές με τους Ιταλούς, και από τις αποθήκες συγκέντρωσης σιτηρών, έκανε διανομή στους φτωχούς και φρόντιζε για τα συσσίτια των παιδιών.
Η περιοδεία - αστραπή στα χωριά, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία των αντάρτικων τμημάτων στο Σινιάτσικο, με επικεφαλής τους Κατσόγιαννο, Ρόσσιο, Χαρισιάδη, Ρούνη, Βενετσανόπουλο. Το τμήμα Βεντζίων με τους Νταγκαίους, τον Αρμένη Μηνά και τον δάσκαλο Ζυγούρα Δημήτρη. Το τμήμα Χασίων με επικεφαλής τους Τασιανόπουλο, Αεροβηματά, Τάσο Θεοδωρόπουλο και Κώστα Τζατζάνη. Το συγκρότημα Γρεβενών με επικεφαλής τους Γκανάτσιο Βασίλη, Γκιάτα Νίκο, Παπαγεωργίου Δημήτρη κ.ά. Το ορεινό συγκρότημα με επικεφαλής τον Ηρακλή Παπαδόπουλο, τον Τόλη Χρήστο και τον Σπύρο Παπαδημητρίου.
Η νέα αυτή και οργανωμένη πορεία στα χωριά του Βοΐου αποτέλεσε το προοίμιο της μάχης του Φαρδύκαμπου.
Σ ’αυτή τη μάχη πολέμησε ο λαός της περιοχής: οι φαντάροι με τους έφεδρους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς του στρατού μας που δόξασαν την πατρίδα μας στα αλβανικά βουνά και μέσα από τα σπλάχνα του βγήκαν οι μπροστάρηδες της Εθνικής Αντίστασης.
Δεν είναι ούτε «στρατιωτικό παράδοξο» και «θαύμα», γιατί από το χειμώνα του 1941-1942 στα χωριά της περιοχής Γρεβενών-Βοΐου δημιουργούνταν αντιστασιακές οργανώσεις και ένοπλες δεκαρχίες.
Η κίνηση της ομάδας στα χωριά γύρω από τα Γρεβενά, στην αρχή ακόμα της δράσης, ήταν μια τολμηρή επίδειξη στους κατακτητές με σοβαρές συνέπειες γι' αυτούς και ευχάριστα αποτελέσματα για το απελευθερωτικό μας κίνημα.
Το πρωί της 8 του Φλεβάρη ήρθαν σύνδεσμοι από το χωριό Δεσπότη (Σνίχοβο) και μας ανέφεραν ότι δύναμη Ιταλών, περίπου διλοχία, κύκλωσαν το χωριό τους, έκαψαν ορισμένα σπίτια. Έδειραν γυναίκες, γέρους και παιδιά και τρομοκρατούσαν τους πάντες. Χωρίς καθυστέρηση έφτασε στην περιοχή η αντάρτικη ομάδα και ακολούθησε η γνωστή μάχη του Σνιχόβου με τη θετική έκβαση της μάχης και την πανωλεθρία των Ιταλών.
Η μάχη του Σνιχόβου είναι η πρώτη μάχη στην ιταλοκρατούμενη περιοχή, όχι μόνο της Μακεδονίας, αλλά της Ηπείρου και της Θεσσαλίας.
Θέλω να υπογραμμίσω την τόλμη και την αποφασιστηκότητα του Φωτεινού, του Σκοτίδα και του Φίλου Γάμα σε αυτό το αρχικό ξεκίνημα της Αντίστασης με την ομάδα “Αστραπή”, που ο ρόλος της έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη δημιουργία και στην άνδρωση της Εθνικής Αντίστασης στη Δυτική Μακεδονία και όχι μόνο. Στη συνέχεια του αγώνα, δυστυχώς, ήρθαν να απολαύσουν τους «καρπούς» άλλοι, που ο ρόλος τους στην Εθνική Αντίσταση είναι συνδεμένος με την ανικανότητα, τον αριβισμό και τις ραδιουργίες.
Στα τέλη του Φλεβάρη του 1943, ολόκληρη η περιοχή από τα Χάσια ως τον ορεινό όγκο της βόρειας Πίνδου, μέχρι τα σύνορα της Αλβανίας, βρισκόταν επί ποδός πολέμου με ελεύθερα τα κέντρα Σιάτιστα, Νεάπολη, Τσοτύλι και όλα τα χωριά με συγκροτημένες τις ομάδες του ΕΛΑΣ.
Στα Γρεβενά δρούσαν: το τμήμα από 30 άνδρες με τους Τασιανόπουλο Δημήτρη, Ευθυμιάδη Τηλέμαχο, Αεροβηματά και Θεοδωρόπουλο Τάσο. Το τμήμα από 35 άνδρες με τον ανθ/γό Γκανάτσιο Βασίλη-Χείμαρρο. Το τμήμα από 42 άνδρες με τους ανθ/γούς Παπαδόπουλο Ηρακλή, Τόλη Χρήστο-Προμηθέα και τον λοχία Παπαδημητρίου Σπύρο.
Αποφασίστηκε τη διοίκηση των τμημάτων του ΕΛΑΣ Γρεβενών να την αναλάβει ο έφεδρος υπ/γός Κυρατζόπουλος Δημήτρης (Φωτεινός), με βοηθό τον ανθ/γό Θεοχαρόπουλο Νίκο (Σκοτίδα) και τη διοίκηση των ομάδων Βοϊου, ο ανθ/γός Χοτούρας Αριστοτέλης (Αρριανός).
Στο Σινιάτσικο-Σιάτιστα από 35 άνδρες με τους ανθ/γούς Κατσόγιαννο, Ρόσιο Αλέκο-Υψηλάντη. Τμήμα 18 ανδρών με τον υπο/ρχο Βενετσανόπουλο Θωμά στον Πολύλακκο και τμήμα στη Βλάστη με τον ανθ/γό Μίχα-Θεοδωρίδη.
Στα Βέντζια τμήμα 25 ανδρών με τον ανθ/γό Ζυγούρα Δημήτρη-Παλαιολόγο.
Στην Καστοριά τμήμα 60 ανδρών σε ομάδες με τους ανθ/γούς Γιαννούλη Γιώργο, Κιουρτσιδάκη, Κουλούρη, Πατσιούρα και Μπασκάκη στην περιοχή Νεστορίου.
Οι Ιταλοί κατακτητές τρομοκρατημένοι από τη δράση των ανταρτών και τον ξεσηκωμό του λαού, κλείστηκαν στην Καστοριά και στα Γρεβενά και δεν τολμούσαν να επικοινωνήσουν με τον έξω κόσμο. Οι επικοινωνίες Καλαμπάκας-Γρεβενών, Καστοριάς-Κοζάνης μέσω Νεάπολης-Σιάτιστας και μέσω Άργους Ορεστικού-Νεάπολης είχαν διακοπεί και ήταν υπό τον έλεγχο και την κατοχή των ανταρτών. Μόνον η Καστοριά επικοινωνούσε με την Κορυτσά.
Οι ιταλικές φρουρές Γρεβενών και Καστοριάς έκαναν δραματικές εκκλήσεις στο Γενικό τους Επιτελείο στην Αθήνα, για να τους βοηθήσει να βγουν από την απομόνωση και τον κίνδυνο που τους απειλούσε. Το ιταλικό επιτελείο ανησυχούσε για την εξάπλωση της επανάστασης και για τις νικηφόρες μάχες των ανταρτών στο Σνίχοβο στις 8 του Φλεβάρη και στη Μερίτσα. Διέταξε το σύνταγμα Καστοριάς να αποκαταστήσει τη συγκοινωνία με τα Γρεβενά μέσω Κοζάνης και να ενισχύσει τη φρουρά Γρεβενών σε άνδρες και πολεμικό υλικό.
Το σύνταγμα Καστοριάς έστειλε μέσω Φλωρίνης -ο δρόμος προς το Νταούλι ελέγχονταν από τους αντάρτες- δύναμη ενισχυμένου λόχου με πολεμικό υλικό που μεταφέρονταν με 10 αυτοκίνητα. Οι πολιτικές οργανώσεις της Φλώρινας και Κοζάνης πληροφόρησαν τα τμήματα του Σινιάτσικου για την κίνηση των Ιταλών από Κοζάνη προς Γρεβενά.
Τα τμήματα των ανταρτών του Σινιάτσικου, ενισχυμένα με τις δεκαρχίες και με επικεφαλής τους ανθ/γούς Υψηλάντη, Κατσόγιαννο, Μπαρμπαλιά και τον υπομοίραρχο Βενετσανόπουλο, κατέλαβαν τα στενά του Μπουγαζιού (Βίγλα), έστησαν ενέδρα και περίμεναν τα αυτοκίνητα.
Την πρώτη Μαρτίου το πρωί, η φάλαγγα των Ιταλικών αυτοκινήτων κινήθηκε από Κοζάνη προς Γρεβενά και όταν πια όλα τα αυτοκίνητα μπήκαν στα στενά και στον κλοιό, δόθηκε το σύνθημα της επίθεσης και της εξόρμησης και σε μια ώρα ο εχθρός υπέκυψε στα αιφνιδιαστικά και καταιγιστικά πυρά των ανταρτών και παραδόθηκε, αφήνοντας 50 αιχμαλώτους, τους υπόλοιπους νεκρούς και τραυματίες, με λάφυρα εννέα αυτοκίνητα με όλον τον οπλισμό του λόχου και το πολεμικό υλικό που μεταφέρονταν για τα Γρεβενά.
Τότε το ιταλικό επιτελείο διέταξε το τάγμα Γρεβενών να κινηθεί, να καταλάβει και να κάψει τη Σιάτιστα και ταυτόχρονα τη μεραρχία Πινερόλο να κινηθεί από Θεσσαλία μέσω Ελασσόνας-Σερβίων-Κοζάνης προς την εξεγερμένη περιοχή με εντολή να καταπνίξει το κίνημα.
Αυτή ήταν η κατάσταση πριν από τη θρυλική μάχη του Φαρδύκαμπου. Ο λαός της περιοχής μας, ορεινός, περήφανος, σκληροτράχηλος, ανυπότακτος σε κάθε κατακτητή, ξεχασμένος στην τύχη του από την πολιτική ηγεσία και τα πολιτικά κόμματα της χώρας μας, συνέχισε το αλβανικό έπος με μπροστάρηδες τους κομμουνιστές και αυτούς που ξεχώρισαν στην πορεία του σκληρού αντιστασιακού αγώνα. Αυτοί λοιπόν είναι οι πρωταγωνιστές στο Φαρδύκαμπο και σ’ αυτούς ανήκει η δόξα. Αυτοί γνώριζαν καλά τον κατακτητή, ήταν νικητές και σαν νικητές ενεργούσαν.
Τις απογευματινές ώρες 4 του Μάρτη, το τάγμα Γρεβενών με δύναμη 650 ανδρών, τρία πυροβόλα και όλμους, αποφάσισε να εκστρατεύσει με στόχο να ελευθερώσει τον αιχμαλωτισμένο λόχο και να κάψει τη Σιάτιστα. Το βράδυ έφτασε στον Αλιάκμονα, κατέλαβε τη γέφυρα και διανκτέρευσε στα γύρω υψώματα. Τα τμήματα των Γρεβενών και οι δεκαρχίες των γύρω χωριών με επικεφαλής τον ανθ/στή Παπασίμο, από την πρώτη στιγμή συνέχισαν τις μικροσυγκρούσεις και παρενοχλούσαν την ελεύθερη κίνηση των Ιταλών, επιβραδύνοντας έτσι την πορεία των Ιταλών προς τη Σιάτιστα.
Τη δεύτερη μέρα, το πρωί 5 του Μάρτη, ο εχθρός έκανε σοβαρές προσπάθειες να επεκτείνει το προγεφύρωμα και να κινηθεί προς τη Σιάτιστα-Μπουγάζι, αλλά συναντά σοβαρή αντίσταση από τα τμήματα της Σιάτιστας και από τα νώτα δέχεται χτυπήματα από τα τμήματα των Γρεβενών. Παρ’ όλα αυτά είχαν προχωρήσει αρκετά. Είχαν φτάσει στη διασταύρωση των δρόμων από Κοζάνη-Γρεβενά-Νεάπολη, στα αμπέλια και στα ριζά του βουνού της Σιάτιστας.
Αυτό που δυσκόλευε πιο πολύ την κατάσταση ήταν ότι δεν υπήρχε ενιαία διοίκηση στα αντάρτικα τμήματα. Η παλικαριά είναι πράγματι ένα από τα απαραίτητα στοιχεία, όμως αυτό μόνο δεν αρκεί. Οι επικεφαλής των αντάρτικων ομάδων της περιοχής ήταν ικανοί και επιδέξιοι, όμως έλειπε ο συντονισμός και η ενιαία διοίκηση. Αυτό απαιτούσε η δημιουργηθείσα κατάσταση. Το πρόβλημα απασχόλησε τις πολιτικές οργανώσεις του ΕΑΜ και του ΚΚΕ τα οποία ανέθεσαν τη διοίκηση της μάχης και των επιχειρήσεων στον Δημήτρη Κυρατζόπουλο-Φωτεινό, γνωστό από νωρίτερα στον πληθυσμό της επαρχίας Γρεβενών-Βοΐου ως προϊστάμενο των ταχυδρομείων Γρεβενών και Τσοτυλίου, αλλά και γνωστό στους αξιωματικούς της μεραρχίας από τις διαβιβάσεις στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο και στους υπαλλήλους της περιοχής.
Η Διοίκηση που είχε την έδρα της στο μοναστήρι Τσουρούσνο έδωσε σε κάθε τμήμα τη δική του αποστολή. Τα τμήματα της Σιάτιστας να επιτεθούν στις 06.00 ώρα το πρωί στις 6 Μαρτίου από την κατεύθυνση Αμπέλια-δημόσιος δρόμος, σε στενή συνεργασία με τα τμήματα Βεντζίων που δρούσαν από νότο και να επιτηρούν το δρόμο Κοζάνης-Γρεβενών. Τα τμήματα των Γρεβενών να επιτεθούν από δυτικά και να καταλάβουν τα υψώματα ανατολικά της γέφυρας και να κινηθούν προς το πεδίο της μάχης. Τα τμήματα Βοΐου με 4 διμοιρίες από 35 άνδρες η κάθε μια με διοικητή τον Σκοτίδα, να επιτεθούν από τα βόρεια και Β.Δ. υψώματα της Βρογγίστας.
Από διάφορες κατευθύνσεις κατέφθαναν δεκαρχίες και δυνάμωνε ο κλοιός γύρω από το τάγμα των Ιταλών.
Ο εχθρός στις 5 Μαρτίου διανυκτέρευσε πάνω στο δρόμο Γρεβενών-Κοζάνης και οργανώθηκε στα γύρω υψωματάκια και ήταν βέβαιος για την εύκολη πορεία προς τη Σιάτιστα την επόμενη μέρα. Είχαν τη εντύπωση ότι οι αντάρτες διαλύθηκαν ή υποχώρησαν, δεν πίστευαν ότι θα συνεχίσουν τις συγκρούσεις για τρίτη ημέρα και πίστευαν ότι θα τους ερχόταν βοήθεια από τις γειτονικές φρουρές.
Τις πρωινές ώρες της 6 Μαρτίου, ταυτόχρονα και την καθορισμένη περίπου ώρα, σύμφωνα με τις εντολές και τις οδηγίες του διοικητή της μάχης, τα τμήματα από όλες τις κατευθύνσεις με άλματα έφτασαν τον εχθρό στα 400 και άλλα στα 600 μέτρα και τον κύκλωσαν από ‘ολες τις πλευρές και άρχισαν εναντίον του σφοδρά πυρά. Ο εχθρός έκανε σοβαρή προσπάθεια να βγει από τη δύσκολη θέση, χρησιμοποιώντας άφθονα τα μέσα πυρός και την αεροπορία, εκτός του πυροβολικού που είχε καταστεί άχρηστο λόγο των κοντινών αποστάσεων των μαχητών από τον εχθρό. Η μάχη εξακολουθεί να είναι σκληρή και αμφίρροπη. Ο εχθρός όλο και περισφίγγεται από παντού, η θέση του από ώρα σε ώρα γίνεται πιο δύσκολη και επικίνδυνη. Παρ' όλα αυτά εξακολουθεί να βάζει εναντίον των τμημάτων μας, ελπίζοντας ότι θα έρθουν προς βοήθεια νέες δυνάμεις.
Παράλληλα όμως στη Διοίκηση που κατηύθυνε τη μάχη, η παράταση και η αντίσταση των Ιταλών της έφερνε μεγάλες δυσκολίες και την έβαζε σε καινούργια προβλήματα για λύση. Στη δοσμένη στιγμή μια ήττα μας στο Φαρδύκαμπο μετά την ήττα του κινήματος αντίστασης τον Σεπτέμβρη- Οκτώβρη του 1941 στην Ανατολική Μακεδονία, θα σήμαινε την ήττα του κινήματος αντίστασης όχι μόνο στη Μακεδονία, αλλά θα είχε επίδραση στη Θεσσαλία, την Ήπειρο και αλλού. Η μάχη του Φαρδύκαμπου ήταν η πρώτη μάχη και μια δεύτερη ήττα θα σήμαινε δεινά και καταστροφές, θα δυνάμωνε τους λεγεωνάριους, θα επέκτεινε τη βουλγαρική κατοχή σε ολόκληρη τη Μακεδονία και θα δυνάμωνε το αυτονομιστικό κίνημα. Και την περίοδο αυτή στη Μακεδονία δεν υπήρχε καμιά άλλη εθνική, πατριωτική οργανωμένη δύναμη, που θα αντιστεκόταν στους κατακτητές.
“Όλα αυτά τα προβλήματα, όλες αυτές οι εικόνες, -γράφει ο Φωτεινός- περνούσαν και πρόβαλλαν μπροστά μου σαν κινηματογραφική ταινία και με κρατούσαν σε μια κατάσταση έξαρσης και εγρήγορσης, αναζητούσα λύσεις και διεξόδους. Δεν με χωρούσε ο τόπος, σαν να καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα”. Οι επαφές με τα τμήματα γίνονται πιο στενές. Τον κύριο και αποφασιστικό παράγοντα τώρα τον παίζουν οι μαχητές και οι αξιωματικοί που βρίσκονται και μάχονται στην πρώτη γραμμή. Η πρωτοβουλία είχε περάσει στους αξιωματικούς και τους μαχητές της κάθε μονάδας και του κάθε τμήματος, στα χέρια τους ήταν όλη η δύναμη, σε αυτούς στηρίζονταν όλη η ελπίδα. Όλοι αυτοί μαχητές και αξιωματικοί είχαν κατανοήσει καλά την αποστολή και το σκοπό τους, δεν χρειάζονταν και δε ζητούσαν άλλες οδηγίες και διαταγές.
«Οι δυνάμεις κατοχής δεν υπολόγισαν έναν σοβαρό παράγοντα, την απόφαση που είχε πάρει ολόκληρος ο λαός της περιοχής να αγωνιστεί για τη λευτεριά του. Έτσι στις 6 το πρωί όλα τα τμήματα εξόρμησαν από όλες τις κατευθύνσεις. Ο εχθρός παρά τον εφοδιασμό, γρήγορα συνήλθε και έκανε προσπάθειες για να βγει από τη δύσκολη θέση. Τα αεροπλάνα που έφτασαν, δεν πτόησαν τους αντάρτες. Ο εχθρός όλο και περισφίγγεται από παντού. Θα μπορούσαμε να περιγράψουμε όλες τις φάσεις και τις δυσκολίες που δημιουργούσε η παράταση της μάχης. Ύστερα από σκέψη και ανταλλαγή γνωμών που είχα με τον Κοντονάση, σαν τον μόνο συνεργάτη, καταστρώσαμε το σχέδιο: στις 18.30 ώρα, αρχίζει η γενική επίθεση για το τσάκισμα και την αιχμαλωσία του εχθρού και σε περίπτωση που η έφοδός μας αποτύχει, τότε τα τμήματά μας στις 20.30 να αρχίσουν την υποχώρηση, εκμεταλλευόμενα το σκότος, αφήνοντας ελαφρές ομάδες για παρακολούθηση και ενόχληση του εχθρού.
Ήταν πια σκοτάδι και κανείς δεν ήξερε τι γίνονται οι διπλανοί του, είχε χαθεί η σύνδεση. Το κάθε τμήμα δρούσε πρωτοβουλιακά και αυτοκέφαλα μ' ένα μόνο σκοπό: ν' ανατρέψει τον εχθρό και να τον καταβάλει. Οι Ιταλοί τα έχασαν, ζητούσαν έξοδο και σωτηρία. Αυτή τη στιγμή εκμεταλλεύονται επιτυχημένα τα τμήματα της Σιάτιστας και αρχίζουν να αφοπλίζουν τους Ιταλούς που παραδίνονται αμαχητί και πετούν τα όπλα τους.
Κανείς δεν μπορούσε να έχει τη στιγμή εκείνη την ακριβή εικόνα της κατάστασης. Το σκοτάδι και η σύγχυση που επικρατούσε τα σκέπαζε όλα. Η επικοινωνία της διοίκησης με τα τμήματα είχε διακοπεί. Τα πυρά γενικά από 20:15 είχαν αραιώσει και στις 20:30 είχαν διακοπεί τελείως και επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Σε λίγο ο σύνδεσμος έφερε την πληροφορία από τα τμήματα της Σιάτιστας ότι ο εχθρός παρέδωσε τα όπλα και είναι αιχμάλωτος.
Αποτελέσματα της μάχης: 40 νεκροί και τραυματίες, 603 αιχμάλωτοι, μεταξύ των οποίων 18 αξιωματικοί με τον διοικητή τους ταγματάρχη Περόνε Πασκονέλι.
Λάφυρα: όλος ο οπλισμός του τάγματος, 3 πυροβόλα των 6,5 με 300 βλήματα, όλμοι, πολυβόλα και τα μεταγωγικά του τάγματος. Απώλειες δικές μας: νεκροί 3 και 15 τραυματίες.»
Πολλοί προσπάθησαν να παρουσιάσουν τη μάχη του Φαρδύκαμπου ως αυθόρμητη, ακαθοδήγητη, με ανοργάνωτο λαό, με μπουλούκια και ασκέρια. Ήταν μάχη τριών ημερών κατά μέτωπο με τον εχθρό και οργανωμένη από τους νικητές του αλβανικού μετώπου. Σ’ αυτούς ανήκει η δόξα, αυτοί γνώριζαν καλά τον κατακτητή.
Ο Φαρδύκαμπος ήταν ο επίλογος του ενιαίου κινήματος της Εθνικής Αντίστασης στην περιοχή Γρεβενών-Βοΐου. Η διαμάχη περί το ποια παράταξη δικαιούται τη δόξα είναι μύθος. Η νομαρχιακή επιτροπή του ΕΑΜ Κοζάνης με επικεφαλής τον φλογερό πατριώτη ποιμενάρχη αείμνηστο μητροπολίτη Κοζάνης Ιωακείμ, θέλοντας να επανδρώσει το ρωμαλέο απελευθερωτικό κίνημα με μόνιμους ανώτερους αξιωματικούς, ήρθε σε επαφή με τη φρουρά αξιωματικών Κοζάνης και υπέγραψε πρωτόκολλο τιμής, στο οποίο οι αξιωματικοί αναλάμβαναν την υποχρέωση να προσχωρήσουν στον ΕΛΑΣ. Δυστυχώς όμως δεν κράτησαν το λόγο τους. Δυο μέρες πριν τη μάχη του Φαρδύκαμπου μερικοί αξιωματικοί προσχώρησαν στον ΕΛΑΣ. Προσπάθησαν πραξικοπηματικά να εξοντώσουν τους αρχηγούς του απελευθερωτικού κινήματος. Αποσιωπείται ο ρόλος τους στα Σέρβια, στο Μπουγάζι, στον Αυγερινό και στο Μελάνθιο αμέσως μετά τη μάχη στο Φαρδύκαμπο. Η υπόθεση με τους αξιωματικούς αποτελεί άλλο σοβαρό θέμα, που στη δοσμένη στιγμή δεν έχουμε τη δυνατότητα να το αναπτύξουμε.
Η περίοπτη προσφορά της χώρας μας στο συμμαχικό στρατόπεδο και σε ολόκληρη την ανθρωπότητα δεν έγινε θύμα της ευρωπαϊκής πραγματικότητας, αλλά θύμα του δωσιλογισμού, που κυνήγησε με λυσσαλαίο μίσος την Εθνική Αντίσταση. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός που η περιοχή μας έγινε το ολοκαύτωμα του εμφυλίου πολέμου.
Σε ό,τι αφορά τα δυο σημαντικά ιστορικά γεγονότα, το Γοργοπόταμο και το Φαρδύκαμπο, η διαφορά τους είναι η εξής: Το πρώτο είναι έργο επαγγελματιών στρατιωτικών. Το δεύτερο είναι έργο λαϊκής εξέγερσης. Το πρώτο προωθείται από τον συμμαχικό παράγοντα και διέκοψε προσωρινά τη συγκοινωνία με το Νότο, το δεύτερο, όσο κι αν θέλει η πολιτική σκοπιμότητα να μειώσει την ιστορική του σημασία, απείλησε την αποκοπή του Νότου από το Βορρά, μόνιμα, κατά τη διάρκεια της κατοχής και ανάγκασε τους Γερμανούς κατακτητές να ιδρύσουν στη Θεσσαλονίκη ειδικό στρατηγείο.
Το καθολικό αντιστασιακό έργο του λαού της περιοχής επιτεύχθηκε με την ακούραστη δουλειά των αγωνιστών της περιοχής κάτω από τεράστιες δυσκολίες και αντιξοότητες. Ανακόπηκε από την ηττοπάθεια των αξιωματικών του ΥΒΕ, από τη σύμπτυξη, την ανασυγκρότηση των τμημάτων, το χτύπημα των τοπικών στελεχών και την καθιέρωση του συντηρητισμού, της αναμονής και τις ίντριγκες. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η παρουσία των Άγγλων, στην αρχή ως συμμαχικών συνδέσμων και στη συνέχεια ως υπεύθυνων ρυθμιστών, ανακόπτοντας έτσι την ενότητα και την ορμή της νικηφόρας επανάστασης με τα γνωστά επακόλουθα.
Φέτος συμπληρώνονται 75 χρόνια από τη θρυλική μάχη στο Φαρδύκαμπο.
Στην ιστοριογραφία της Εθνικής Αντίστασης η μάχη του Φαρδύκαμπου δεν πήρε τη θέση που της αξίζει στην ιστορία.
Ο γενεσιουργός παράγοντας του αποτελέσματος της νίκης στο Φαρδύκαμπο, ήταν σημαντικό γεγονός στην ανάπτυξη του κινήματος της Εθνικής Αντίστασης στη Δυτική Μακεδονία.
Η ανατίναξη της γέφυρας στο Γοργοπόταμο έγινε με ενωμένες τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ, μαζί με τους Άγγλους “συμμάχους” κατασκόπους σαμποτέρ, ανέβασε το γόητρο των Άγγλων μετά το φιάσκο του βρετανικού εκστρατευτικού σώματος το 1941 στην Ελλάδα, στάθηκε όμως η αρχή της διάσπασης της Εθνικής Αντίστασης.
Άθελα, ή ακόμη και σκόπιμα, όσοι έγραψαν για τη μάχη αυτή, δεν είδαν τον πραγματικό γενεσιουργό παράγοντα, το προοίμιο της νίκης.
Με το πέρασμα του χρόνου η μάχη αυτή, στην ιστορία της Εθνικής Αντίστασης, θα πάρει τη θέση που της αξίζει. Καταρρέουν οι προσπάθειες εκείνων που θέλουν να μειώσουν και να υποβαθμίσουν τη σημασία της.
Η μάχη αυτή στάθηκε το θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίστηκε το απελευθερωτικό μέτωπο, το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας.
Τη μάχη του Φαρδύκαμπου την αποκάλεσαν «στρατιωτικό παράδοξο» και «θαύμα», άλλοι τη χαρακτήρισαν αυθόρμητο κίνημα του λαού της περιοχής.
Δεν ήταν ούτε «στρατιωτικό παράδοξο», ούτε «θαύμα», ούτε ξαφνικό, ούτε τυχαίο, ούτε αυθόρμητο γεγονός. Ήταν όμως, καρπός και θρίαμβος του γνήσιου τοπικού αντιστασιακού κινήματος της Δυτικής Μακεδονίας και γεννήθηκε στις πρώτες μέρες της κατοχής.
Από το χειμώνα του '41-42 στην περιοχή Γρεβενών-Βοΐου, δημιουργήθηκαν εστίες οργανωμένων αγωνιστών, αυτές ανδρώθηκαν σε ένοπλες ομάδες μετά την πορεία της ομάδας “Αστραπή”, που αποτέλεσε την αρχή της ένοπλης δράσης του ΕΛΑΣ στην περιοχή.
Η ομάδα "Αστραπή" με το διοικητή υπο/γο Δημήτρη Κυρατζόπουλο-Φωτεινό. Κριμήνι 1η Μαρτίου 1943. |
Στις 16 του Γενάρη του 1943, το ένοπλο τμήμα με τον Τασιανόπουλο Δημήτρη και τον ανθ/γό Θεοχαρόπουλο Νίκο επικεφαλής, με τη βοήθεια της οργάνωσης των χωριών Πολυνερίου και Αλατόπετρας, αφοπλίζουν την Υποδιοίκηση χωροφυλακής Πολυνερίου.
Στις 20 του Γενάρη του 1943 από το χωριό Κυδωνιές το ένοπλο τμήμα “Αστραπή” αποτελούμενο από 25 άνδρες υπό τη διοίκηση του υπ/γού Κυρατζόπουλου Δημήτρη-Φωτεινού και υποδιοικητή τον ανθ/γό Θεοχαρόπουλο Νίκο-Σκοτίδα, ξεκινάει νέα πορεία.
Από τις Κυδωνιές στις 23 του μήνα πηγαίνει στη Ροδιά. Εκεί συναντάει τον υπεύθυνο καθοδήγησης του ΕΑΜ και του ΚΚΕ Φίλο Γάμα ή Σέφτελο και μαζί καταστρώνουν το τολμηρό σχέδιο δράσης. Στους κατοίκους του χωριού μίλησαν για τις αρχές και τους σκοπούς του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Πέντε νέοι με τα όπλα τους κατατάχθηκαν στην ομάδα.
Από τη Ροδιά συνεχίζει η πορεία στα χωριά Σύδεντρο, Αμυγδαλιές, Άγιο Γεώργιο, Κιβωτός, Κοκκινιά. Και από την Κοκκινιά το απόγευμα με κεραυνοβόλα κίνηση και έφοδο η ομάδα καταλαμβάνει τη γέφυρα του Αλιάκμονα και το φυλάκιο χωροφυλακής 20 ανδρών. Τους αφοπλίζει και τους καλεί να τους ακολουθήσουν, κανείς δεν ακολούθησε.
Με γρήγορη κίνηση, πριν πληροφορηθεί ο εχθρός, αφήνουν τη γέφυρα και το ίδιο βράδυ με τη βοήθεια της οργάνωσης του ΕΑΜ Σιάτιστας και του συνδέσμου, καταλαμβάνουν το τηλεγραφείο και αφοπλίζουν την δύναμη της Υποδιοίκησης χωροφυλακής Σιάτιστας με δύναμη 30 ανδρών, ανοίγουν τη φυλακή και απελευθερώνουν 30 κρατούμενους. Η είσοδος του τμήματος στην πόλη της Σιάτιστας, σε μια πόλη με 10.000 κατοίκους στην αρχή του 1943, σε μια περίοδο που το αντάρτικο και ο ένοπλος αγώνας μόλις έκανε τα πρώτα του βήματα, άσκησε τεράστια επίδραση σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Ύστερα από τη θερμή υποδοχή και τους πανηγυρισμούς από τους κατοίκους και τις ομιλίες των καθοδηγητών για τους σκοπούς του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, το πρωί, το τμήμα στη γραμμή με επικεφαλής το σημαιοφόρο, εγκατέλειπε τη Σιάτιστα με κατεύθυνση προς τα Βέντζια.
Για να προκληθεί εντύπωση στο λαό της πόλης, αλλά και γενικότερα, να φτάσουν οι πληροφορίες πιο πολύ εξογκωμένες στον εχθρό για τη δύναμη των ανταρτών, η διοίκηση της ομάδας κατέφυγε στο εξής τέχνασμα: έδωσε εντολή στους συνδέσμους να ειδοποιήσουν δήθεν τους λόχους τους που κατείχαν τα γύρω υψώματα της πόλης και τις διαβάσεις, να κινηθούν και να συγκεντρωθούν σε συγκεκριμένο σημείο. Οι εντολές δίνονταν φωναχτά ώστε να ακούγονται στο λαό που ήταν συγκεντρωμένος.
Αυτό το έντεχνο και έξυπνο κόλπο έπιασε και μετά την αναχώρηση από τη Σιάτιστα, οι αρχές, η χωροφυλακή, ο έπαρχος, τηλεγράφησαν και ανέφεραν στη νομαρχία και στη διεύθυνση χωροφυλακής Κοζάνης, καθώς και στις αρχές κατοχής ότι “δύναμη από 300 αντάρτες, οργανωμένη σε λόχους με βαριά πολυβόλα και όλμους, με επικεφαλής αξιωματικούς κατέλαβαν την πόλη Σιάτιστα, αφόπλισαν τη χωροφυλακή, παρέλασαν στην πόλη και κατέφυγαν στα βουνά”. Το σχέδιο έπιασε, αναστατώθηκαν οι αρχές κατοχής και η κυβέρνηση των Αθηνών.
Η φαντασία του λαού μεγάλωνε και από στόμα σε στόμα οι αντάρτες γίνονταν 500, 1000, 2000, με πολυβόλα και κανόνια.
Ύστερα από αυτό το έξυπνο κόλπο, η κυκλοφορία των αυτοκινήτων στους δημόσιους δρόμους από Κοζάνη-Σιάτιστα προς Γρεβενά, Νεάπολη και Καστοριά επί δυο εικοσιτετράωρα είχε διακοπεί.
Από τη Σιάτιστα το τμήμα πέρασε στα χωριά των Βεντζίων με πρώτο σταθμό το χωριό Έξαρχος, στη συνέχεια, ακολούθησαν τα χωριά: Κνίδη, Παλιοκνίδη, Παλιοχώρι, Κέντρο, Σαρακίνα, καθώς και τα άλλα μικρότερα χωριά. Στα Βέντζια η ομάδα “Αστραπή” καταδίωξε και τους λεγεωνάριους αδελφούς Δημαρέληδες.
Από τα Βέντζια η ομάδα πέρασε στην περιοχή Χασίων και περιόδεψε στα χωριά Καρπερό, Ελάφι, Μελίσσι, Φιλί και στα άλλα χωριά.
Ακολουθεί η μάχη στις 8 Φλεβάρη στο χωριό Σνίχοβο, με τη συντριβή του λόχου των Ιταλών με τα γνωστά αποτελέσματα. Απώλειες Ιταλών 8 νεκροί, 27 τραυματίες και 3 πνιγμένοι στον ποταμό Βενέτικο. Δικές μας απώλειες, ένας νεκρός από το χωριό Ελάφι και ένας τραυματίας από το χωριό Κυπαρίσσι.
Στη συνέχεια το τμήμα περιόδεψε στα χωριά Σιταρά, Πηγαδίτσα, Κηπουριό, Τρίκωμο, Σπήλιο, Ζιάκα, Αλατόπετρα, Μέγαρο, Εκκλησιές, Άγιο Κοσμά και από κει στο χωριό Κυδωνιές από όπου είχε ξεκινήσει η από μήνα πορεία και δράση της ομάδας "Αστραπή".
Αυτό το τόλμημα της μηνιάτικης περιοδείας σε όλα τα χωριά της περιοχής Γρεβενών ήταν μια ριψοκίνδυνη, παράτολμη πράξη με έξυπνο σχεδιασμό και τολμηρή επίδειξη στον εχθρό με σοβαρές συνέπειες γι' αυτόν και ευχάριστα αποτελέσματα για το απελευθερωτικό μας κίνημα.
Στην πορεία της στα χωριά, η ομάδα "Αστραπή" από μέρα σε μέρα, με ομιλίες των αρχηγών στις συγκεντρώσεις των κατοίκων, αναφέρονταν στις αρχές και στους σκοπούς του ΕΑΜ, έκανε αυστηρές συστάσεις σε ανθρώπους να σταματήσουν τις επαφές με τους Ιταλούς, και από τις αποθήκες συγκέντρωσης σιτηρών, έκανε διανομή στους φτωχούς και φρόντιζε για τα συσσίτια των παιδιών.
Η περιοδεία - αστραπή στα χωριά, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία των αντάρτικων τμημάτων στο Σινιάτσικο, με επικεφαλής τους Κατσόγιαννο, Ρόσσιο, Χαρισιάδη, Ρούνη, Βενετσανόπουλο. Το τμήμα Βεντζίων με τους Νταγκαίους, τον Αρμένη Μηνά και τον δάσκαλο Ζυγούρα Δημήτρη. Το τμήμα Χασίων με επικεφαλής τους Τασιανόπουλο, Αεροβηματά, Τάσο Θεοδωρόπουλο και Κώστα Τζατζάνη. Το συγκρότημα Γρεβενών με επικεφαλής τους Γκανάτσιο Βασίλη, Γκιάτα Νίκο, Παπαγεωργίου Δημήτρη κ.ά. Το ορεινό συγκρότημα με επικεφαλής τον Ηρακλή Παπαδόπουλο, τον Τόλη Χρήστο και τον Σπύρο Παπαδημητρίου.
Η νέα αυτή και οργανωμένη πορεία στα χωριά του Βοΐου αποτέλεσε το προοίμιο της μάχης του Φαρδύκαμπου.
Σ ’αυτή τη μάχη πολέμησε ο λαός της περιοχής: οι φαντάροι με τους έφεδρους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς του στρατού μας που δόξασαν την πατρίδα μας στα αλβανικά βουνά και μέσα από τα σπλάχνα του βγήκαν οι μπροστάρηδες της Εθνικής Αντίστασης.
Δεν είναι ούτε «στρατιωτικό παράδοξο» και «θαύμα», γιατί από το χειμώνα του 1941-1942 στα χωριά της περιοχής Γρεβενών-Βοΐου δημιουργούνταν αντιστασιακές οργανώσεις και ένοπλες δεκαρχίες.
Η κίνηση της ομάδας στα χωριά γύρω από τα Γρεβενά, στην αρχή ακόμα της δράσης, ήταν μια τολμηρή επίδειξη στους κατακτητές με σοβαρές συνέπειες γι' αυτούς και ευχάριστα αποτελέσματα για το απελευθερωτικό μας κίνημα.
Το πρωί της 8 του Φλεβάρη ήρθαν σύνδεσμοι από το χωριό Δεσπότη (Σνίχοβο) και μας ανέφεραν ότι δύναμη Ιταλών, περίπου διλοχία, κύκλωσαν το χωριό τους, έκαψαν ορισμένα σπίτια. Έδειραν γυναίκες, γέρους και παιδιά και τρομοκρατούσαν τους πάντες. Χωρίς καθυστέρηση έφτασε στην περιοχή η αντάρτικη ομάδα και ακολούθησε η γνωστή μάχη του Σνιχόβου με τη θετική έκβαση της μάχης και την πανωλεθρία των Ιταλών.
Η μάχη του Σνιχόβου είναι η πρώτη μάχη στην ιταλοκρατούμενη περιοχή, όχι μόνο της Μακεδονίας, αλλά της Ηπείρου και της Θεσσαλίας.
Θέλω να υπογραμμίσω την τόλμη και την αποφασιστηκότητα του Φωτεινού, του Σκοτίδα και του Φίλου Γάμα σε αυτό το αρχικό ξεκίνημα της Αντίστασης με την ομάδα “Αστραπή”, που ο ρόλος της έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη δημιουργία και στην άνδρωση της Εθνικής Αντίστασης στη Δυτική Μακεδονία και όχι μόνο. Στη συνέχεια του αγώνα, δυστυχώς, ήρθαν να απολαύσουν τους «καρπούς» άλλοι, που ο ρόλος τους στην Εθνική Αντίσταση είναι συνδεμένος με την ανικανότητα, τον αριβισμό και τις ραδιουργίες.
Απο αριστερά: Ηλίας Παπαδημητρίου (Λιάκος), Νίκος Θεοχαρόπουλος (Σκοτίδας), Δημήτρης Κυρατζόπουλος (Φωτεινός), Αριστοτέλης Χωτούρας (Αρριανός), Νίκος Παπαστεργίου (Φουρκιώτης). Τσοτύλι Απρίλης 1943. |
Στα τέλη του Φλεβάρη του 1943, ολόκληρη η περιοχή από τα Χάσια ως τον ορεινό όγκο της βόρειας Πίνδου, μέχρι τα σύνορα της Αλβανίας, βρισκόταν επί ποδός πολέμου με ελεύθερα τα κέντρα Σιάτιστα, Νεάπολη, Τσοτύλι και όλα τα χωριά με συγκροτημένες τις ομάδες του ΕΛΑΣ.
Στα Γρεβενά δρούσαν: το τμήμα από 30 άνδρες με τους Τασιανόπουλο Δημήτρη, Ευθυμιάδη Τηλέμαχο, Αεροβηματά και Θεοδωρόπουλο Τάσο. Το τμήμα από 35 άνδρες με τον ανθ/γό Γκανάτσιο Βασίλη-Χείμαρρο. Το τμήμα από 42 άνδρες με τους ανθ/γούς Παπαδόπουλο Ηρακλή, Τόλη Χρήστο-Προμηθέα και τον λοχία Παπαδημητρίου Σπύρο.
Αποφασίστηκε τη διοίκηση των τμημάτων του ΕΛΑΣ Γρεβενών να την αναλάβει ο έφεδρος υπ/γός Κυρατζόπουλος Δημήτρης (Φωτεινός), με βοηθό τον ανθ/γό Θεοχαρόπουλο Νίκο (Σκοτίδα) και τη διοίκηση των ομάδων Βοϊου, ο ανθ/γός Χοτούρας Αριστοτέλης (Αρριανός).
Στο Σινιάτσικο-Σιάτιστα από 35 άνδρες με τους ανθ/γούς Κατσόγιαννο, Ρόσιο Αλέκο-Υψηλάντη. Τμήμα 18 ανδρών με τον υπο/ρχο Βενετσανόπουλο Θωμά στον Πολύλακκο και τμήμα στη Βλάστη με τον ανθ/γό Μίχα-Θεοδωρίδη.
Στα Βέντζια τμήμα 25 ανδρών με τον ανθ/γό Ζυγούρα Δημήτρη-Παλαιολόγο.
Στην Καστοριά τμήμα 60 ανδρών σε ομάδες με τους ανθ/γούς Γιαννούλη Γιώργο, Κιουρτσιδάκη, Κουλούρη, Πατσιούρα και Μπασκάκη στην περιοχή Νεστορίου.
Οι Ιταλοί κατακτητές τρομοκρατημένοι από τη δράση των ανταρτών και τον ξεσηκωμό του λαού, κλείστηκαν στην Καστοριά και στα Γρεβενά και δεν τολμούσαν να επικοινωνήσουν με τον έξω κόσμο. Οι επικοινωνίες Καλαμπάκας-Γρεβενών, Καστοριάς-Κοζάνης μέσω Νεάπολης-Σιάτιστας και μέσω Άργους Ορεστικού-Νεάπολης είχαν διακοπεί και ήταν υπό τον έλεγχο και την κατοχή των ανταρτών. Μόνον η Καστοριά επικοινωνούσε με την Κορυτσά.
Οι ιταλικές φρουρές Γρεβενών και Καστοριάς έκαναν δραματικές εκκλήσεις στο Γενικό τους Επιτελείο στην Αθήνα, για να τους βοηθήσει να βγουν από την απομόνωση και τον κίνδυνο που τους απειλούσε. Το ιταλικό επιτελείο ανησυχούσε για την εξάπλωση της επανάστασης και για τις νικηφόρες μάχες των ανταρτών στο Σνίχοβο στις 8 του Φλεβάρη και στη Μερίτσα. Διέταξε το σύνταγμα Καστοριάς να αποκαταστήσει τη συγκοινωνία με τα Γρεβενά μέσω Κοζάνης και να ενισχύσει τη φρουρά Γρεβενών σε άνδρες και πολεμικό υλικό.
Το σύνταγμα Καστοριάς έστειλε μέσω Φλωρίνης -ο δρόμος προς το Νταούλι ελέγχονταν από τους αντάρτες- δύναμη ενισχυμένου λόχου με πολεμικό υλικό που μεταφέρονταν με 10 αυτοκίνητα. Οι πολιτικές οργανώσεις της Φλώρινας και Κοζάνης πληροφόρησαν τα τμήματα του Σινιάτσικου για την κίνηση των Ιταλών από Κοζάνη προς Γρεβενά.
Τα τμήματα των ανταρτών του Σινιάτσικου, ενισχυμένα με τις δεκαρχίες και με επικεφαλής τους ανθ/γούς Υψηλάντη, Κατσόγιαννο, Μπαρμπαλιά και τον υπομοίραρχο Βενετσανόπουλο, κατέλαβαν τα στενά του Μπουγαζιού (Βίγλα), έστησαν ενέδρα και περίμεναν τα αυτοκίνητα.
Την πρώτη Μαρτίου το πρωί, η φάλαγγα των Ιταλικών αυτοκινήτων κινήθηκε από Κοζάνη προς Γρεβενά και όταν πια όλα τα αυτοκίνητα μπήκαν στα στενά και στον κλοιό, δόθηκε το σύνθημα της επίθεσης και της εξόρμησης και σε μια ώρα ο εχθρός υπέκυψε στα αιφνιδιαστικά και καταιγιστικά πυρά των ανταρτών και παραδόθηκε, αφήνοντας 50 αιχμαλώτους, τους υπόλοιπους νεκρούς και τραυματίες, με λάφυρα εννέα αυτοκίνητα με όλον τον οπλισμό του λόχου και το πολεμικό υλικό που μεταφέρονταν για τα Γρεβενά.
Τότε το ιταλικό επιτελείο διέταξε το τάγμα Γρεβενών να κινηθεί, να καταλάβει και να κάψει τη Σιάτιστα και ταυτόχρονα τη μεραρχία Πινερόλο να κινηθεί από Θεσσαλία μέσω Ελασσόνας-Σερβίων-Κοζάνης προς την εξεγερμένη περιοχή με εντολή να καταπνίξει το κίνημα.
Αυτή ήταν η κατάσταση πριν από τη θρυλική μάχη του Φαρδύκαμπου. Ο λαός της περιοχής μας, ορεινός, περήφανος, σκληροτράχηλος, ανυπότακτος σε κάθε κατακτητή, ξεχασμένος στην τύχη του από την πολιτική ηγεσία και τα πολιτικά κόμματα της χώρας μας, συνέχισε το αλβανικό έπος με μπροστάρηδες τους κομμουνιστές και αυτούς που ξεχώρισαν στην πορεία του σκληρού αντιστασιακού αγώνα. Αυτοί λοιπόν είναι οι πρωταγωνιστές στο Φαρδύκαμπο και σ’ αυτούς ανήκει η δόξα. Αυτοί γνώριζαν καλά τον κατακτητή, ήταν νικητές και σαν νικητές ενεργούσαν.
Τις απογευματινές ώρες 4 του Μάρτη, το τάγμα Γρεβενών με δύναμη 650 ανδρών, τρία πυροβόλα και όλμους, αποφάσισε να εκστρατεύσει με στόχο να ελευθερώσει τον αιχμαλωτισμένο λόχο και να κάψει τη Σιάτιστα. Το βράδυ έφτασε στον Αλιάκμονα, κατέλαβε τη γέφυρα και διανκτέρευσε στα γύρω υψώματα. Τα τμήματα των Γρεβενών και οι δεκαρχίες των γύρω χωριών με επικεφαλής τον ανθ/στή Παπασίμο, από την πρώτη στιγμή συνέχισαν τις μικροσυγκρούσεις και παρενοχλούσαν την ελεύθερη κίνηση των Ιταλών, επιβραδύνοντας έτσι την πορεία των Ιταλών προς τη Σιάτιστα.
Τη δεύτερη μέρα, το πρωί 5 του Μάρτη, ο εχθρός έκανε σοβαρές προσπάθειες να επεκτείνει το προγεφύρωμα και να κινηθεί προς τη Σιάτιστα-Μπουγάζι, αλλά συναντά σοβαρή αντίσταση από τα τμήματα της Σιάτιστας και από τα νώτα δέχεται χτυπήματα από τα τμήματα των Γρεβενών. Παρ’ όλα αυτά είχαν προχωρήσει αρκετά. Είχαν φτάσει στη διασταύρωση των δρόμων από Κοζάνη-Γρεβενά-Νεάπολη, στα αμπέλια και στα ριζά του βουνού της Σιάτιστας.
Αυτό που δυσκόλευε πιο πολύ την κατάσταση ήταν ότι δεν υπήρχε ενιαία διοίκηση στα αντάρτικα τμήματα. Η παλικαριά είναι πράγματι ένα από τα απαραίτητα στοιχεία, όμως αυτό μόνο δεν αρκεί. Οι επικεφαλής των αντάρτικων ομάδων της περιοχής ήταν ικανοί και επιδέξιοι, όμως έλειπε ο συντονισμός και η ενιαία διοίκηση. Αυτό απαιτούσε η δημιουργηθείσα κατάσταση. Το πρόβλημα απασχόλησε τις πολιτικές οργανώσεις του ΕΑΜ και του ΚΚΕ τα οποία ανέθεσαν τη διοίκηση της μάχης και των επιχειρήσεων στον Δημήτρη Κυρατζόπουλο-Φωτεινό, γνωστό από νωρίτερα στον πληθυσμό της επαρχίας Γρεβενών-Βοΐου ως προϊστάμενο των ταχυδρομείων Γρεβενών και Τσοτυλίου, αλλά και γνωστό στους αξιωματικούς της μεραρχίας από τις διαβιβάσεις στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο και στους υπαλλήλους της περιοχής.
Η Διοίκηση που είχε την έδρα της στο μοναστήρι Τσουρούσνο έδωσε σε κάθε τμήμα τη δική του αποστολή. Τα τμήματα της Σιάτιστας να επιτεθούν στις 06.00 ώρα το πρωί στις 6 Μαρτίου από την κατεύθυνση Αμπέλια-δημόσιος δρόμος, σε στενή συνεργασία με τα τμήματα Βεντζίων που δρούσαν από νότο και να επιτηρούν το δρόμο Κοζάνης-Γρεβενών. Τα τμήματα των Γρεβενών να επιτεθούν από δυτικά και να καταλάβουν τα υψώματα ανατολικά της γέφυρας και να κινηθούν προς το πεδίο της μάχης. Τα τμήματα Βοΐου με 4 διμοιρίες από 35 άνδρες η κάθε μια με διοικητή τον Σκοτίδα, να επιτεθούν από τα βόρεια και Β.Δ. υψώματα της Βρογγίστας.
Από διάφορες κατευθύνσεις κατέφθαναν δεκαρχίες και δυνάμωνε ο κλοιός γύρω από το τάγμα των Ιταλών.
Ο εχθρός στις 5 Μαρτίου διανυκτέρευσε πάνω στο δρόμο Γρεβενών-Κοζάνης και οργανώθηκε στα γύρω υψωματάκια και ήταν βέβαιος για την εύκολη πορεία προς τη Σιάτιστα την επόμενη μέρα. Είχαν τη εντύπωση ότι οι αντάρτες διαλύθηκαν ή υποχώρησαν, δεν πίστευαν ότι θα συνεχίσουν τις συγκρούσεις για τρίτη ημέρα και πίστευαν ότι θα τους ερχόταν βοήθεια από τις γειτονικές φρουρές.
Τις πρωινές ώρες της 6 Μαρτίου, ταυτόχρονα και την καθορισμένη περίπου ώρα, σύμφωνα με τις εντολές και τις οδηγίες του διοικητή της μάχης, τα τμήματα από όλες τις κατευθύνσεις με άλματα έφτασαν τον εχθρό στα 400 και άλλα στα 600 μέτρα και τον κύκλωσαν από ‘ολες τις πλευρές και άρχισαν εναντίον του σφοδρά πυρά. Ο εχθρός έκανε σοβαρή προσπάθεια να βγει από τη δύσκολη θέση, χρησιμοποιώντας άφθονα τα μέσα πυρός και την αεροπορία, εκτός του πυροβολικού που είχε καταστεί άχρηστο λόγο των κοντινών αποστάσεων των μαχητών από τον εχθρό. Η μάχη εξακολουθεί να είναι σκληρή και αμφίρροπη. Ο εχθρός όλο και περισφίγγεται από παντού, η θέση του από ώρα σε ώρα γίνεται πιο δύσκολη και επικίνδυνη. Παρ' όλα αυτά εξακολουθεί να βάζει εναντίον των τμημάτων μας, ελπίζοντας ότι θα έρθουν προς βοήθεια νέες δυνάμεις.
Παράλληλα όμως στη Διοίκηση που κατηύθυνε τη μάχη, η παράταση και η αντίσταση των Ιταλών της έφερνε μεγάλες δυσκολίες και την έβαζε σε καινούργια προβλήματα για λύση. Στη δοσμένη στιγμή μια ήττα μας στο Φαρδύκαμπο μετά την ήττα του κινήματος αντίστασης τον Σεπτέμβρη- Οκτώβρη του 1941 στην Ανατολική Μακεδονία, θα σήμαινε την ήττα του κινήματος αντίστασης όχι μόνο στη Μακεδονία, αλλά θα είχε επίδραση στη Θεσσαλία, την Ήπειρο και αλλού. Η μάχη του Φαρδύκαμπου ήταν η πρώτη μάχη και μια δεύτερη ήττα θα σήμαινε δεινά και καταστροφές, θα δυνάμωνε τους λεγεωνάριους, θα επέκτεινε τη βουλγαρική κατοχή σε ολόκληρη τη Μακεδονία και θα δυνάμωνε το αυτονομιστικό κίνημα. Και την περίοδο αυτή στη Μακεδονία δεν υπήρχε καμιά άλλη εθνική, πατριωτική οργανωμένη δύναμη, που θα αντιστεκόταν στους κατακτητές.
“Όλα αυτά τα προβλήματα, όλες αυτές οι εικόνες, -γράφει ο Φωτεινός- περνούσαν και πρόβαλλαν μπροστά μου σαν κινηματογραφική ταινία και με κρατούσαν σε μια κατάσταση έξαρσης και εγρήγορσης, αναζητούσα λύσεις και διεξόδους. Δεν με χωρούσε ο τόπος, σαν να καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα”. Οι επαφές με τα τμήματα γίνονται πιο στενές. Τον κύριο και αποφασιστικό παράγοντα τώρα τον παίζουν οι μαχητές και οι αξιωματικοί που βρίσκονται και μάχονται στην πρώτη γραμμή. Η πρωτοβουλία είχε περάσει στους αξιωματικούς και τους μαχητές της κάθε μονάδας και του κάθε τμήματος, στα χέρια τους ήταν όλη η δύναμη, σε αυτούς στηρίζονταν όλη η ελπίδα. Όλοι αυτοί μαχητές και αξιωματικοί είχαν κατανοήσει καλά την αποστολή και το σκοπό τους, δεν χρειάζονταν και δε ζητούσαν άλλες οδηγίες και διαταγές.
«Οι δυνάμεις κατοχής δεν υπολόγισαν έναν σοβαρό παράγοντα, την απόφαση που είχε πάρει ολόκληρος ο λαός της περιοχής να αγωνιστεί για τη λευτεριά του. Έτσι στις 6 το πρωί όλα τα τμήματα εξόρμησαν από όλες τις κατευθύνσεις. Ο εχθρός παρά τον εφοδιασμό, γρήγορα συνήλθε και έκανε προσπάθειες για να βγει από τη δύσκολη θέση. Τα αεροπλάνα που έφτασαν, δεν πτόησαν τους αντάρτες. Ο εχθρός όλο και περισφίγγεται από παντού. Θα μπορούσαμε να περιγράψουμε όλες τις φάσεις και τις δυσκολίες που δημιουργούσε η παράταση της μάχης. Ύστερα από σκέψη και ανταλλαγή γνωμών που είχα με τον Κοντονάση, σαν τον μόνο συνεργάτη, καταστρώσαμε το σχέδιο: στις 18.30 ώρα, αρχίζει η γενική επίθεση για το τσάκισμα και την αιχμαλωσία του εχθρού και σε περίπτωση που η έφοδός μας αποτύχει, τότε τα τμήματά μας στις 20.30 να αρχίσουν την υποχώρηση, εκμεταλλευόμενα το σκότος, αφήνοντας ελαφρές ομάδες για παρακολούθηση και ενόχληση του εχθρού.
Ήταν πια σκοτάδι και κανείς δεν ήξερε τι γίνονται οι διπλανοί του, είχε χαθεί η σύνδεση. Το κάθε τμήμα δρούσε πρωτοβουλιακά και αυτοκέφαλα μ' ένα μόνο σκοπό: ν' ανατρέψει τον εχθρό και να τον καταβάλει. Οι Ιταλοί τα έχασαν, ζητούσαν έξοδο και σωτηρία. Αυτή τη στιγμή εκμεταλλεύονται επιτυχημένα τα τμήματα της Σιάτιστας και αρχίζουν να αφοπλίζουν τους Ιταλούς που παραδίνονται αμαχητί και πετούν τα όπλα τους.
Κανείς δεν μπορούσε να έχει τη στιγμή εκείνη την ακριβή εικόνα της κατάστασης. Το σκοτάδι και η σύγχυση που επικρατούσε τα σκέπαζε όλα. Η επικοινωνία της διοίκησης με τα τμήματα είχε διακοπεί. Τα πυρά γενικά από 20:15 είχαν αραιώσει και στις 20:30 είχαν διακοπεί τελείως και επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Σε λίγο ο σύνδεσμος έφερε την πληροφορία από τα τμήματα της Σιάτιστας ότι ο εχθρός παρέδωσε τα όπλα και είναι αιχμάλωτος.
Αποτελέσματα της μάχης: 40 νεκροί και τραυματίες, 603 αιχμάλωτοι, μεταξύ των οποίων 18 αξιωματικοί με τον διοικητή τους ταγματάρχη Περόνε Πασκονέλι.
Λάφυρα: όλος ο οπλισμός του τάγματος, 3 πυροβόλα των 6,5 με 300 βλήματα, όλμοι, πολυβόλα και τα μεταγωγικά του τάγματος. Απώλειες δικές μας: νεκροί 3 και 15 τραυματίες.»
Η μάχη του Φαρδύκαμπου. 4-6 Μαρτίου 1943. |
Ο Φαρδύκαμπος ήταν ο επίλογος του ενιαίου κινήματος της Εθνικής Αντίστασης στην περιοχή Γρεβενών-Βοΐου. Η διαμάχη περί το ποια παράταξη δικαιούται τη δόξα είναι μύθος. Η νομαρχιακή επιτροπή του ΕΑΜ Κοζάνης με επικεφαλής τον φλογερό πατριώτη ποιμενάρχη αείμνηστο μητροπολίτη Κοζάνης Ιωακείμ, θέλοντας να επανδρώσει το ρωμαλέο απελευθερωτικό κίνημα με μόνιμους ανώτερους αξιωματικούς, ήρθε σε επαφή με τη φρουρά αξιωματικών Κοζάνης και υπέγραψε πρωτόκολλο τιμής, στο οποίο οι αξιωματικοί αναλάμβαναν την υποχρέωση να προσχωρήσουν στον ΕΛΑΣ. Δυστυχώς όμως δεν κράτησαν το λόγο τους. Δυο μέρες πριν τη μάχη του Φαρδύκαμπου μερικοί αξιωματικοί προσχώρησαν στον ΕΛΑΣ. Προσπάθησαν πραξικοπηματικά να εξοντώσουν τους αρχηγούς του απελευθερωτικού κινήματος. Αποσιωπείται ο ρόλος τους στα Σέρβια, στο Μπουγάζι, στον Αυγερινό και στο Μελάνθιο αμέσως μετά τη μάχη στο Φαρδύκαμπο. Η υπόθεση με τους αξιωματικούς αποτελεί άλλο σοβαρό θέμα, που στη δοσμένη στιγμή δεν έχουμε τη δυνατότητα να το αναπτύξουμε.
Η περίοπτη προσφορά της χώρας μας στο συμμαχικό στρατόπεδο και σε ολόκληρη την ανθρωπότητα δεν έγινε θύμα της ευρωπαϊκής πραγματικότητας, αλλά θύμα του δωσιλογισμού, που κυνήγησε με λυσσαλαίο μίσος την Εθνική Αντίσταση. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός που η περιοχή μας έγινε το ολοκαύτωμα του εμφυλίου πολέμου.
Σε ό,τι αφορά τα δυο σημαντικά ιστορικά γεγονότα, το Γοργοπόταμο και το Φαρδύκαμπο, η διαφορά τους είναι η εξής: Το πρώτο είναι έργο επαγγελματιών στρατιωτικών. Το δεύτερο είναι έργο λαϊκής εξέγερσης. Το πρώτο προωθείται από τον συμμαχικό παράγοντα και διέκοψε προσωρινά τη συγκοινωνία με το Νότο, το δεύτερο, όσο κι αν θέλει η πολιτική σκοπιμότητα να μειώσει την ιστορική του σημασία, απείλησε την αποκοπή του Νότου από το Βορρά, μόνιμα, κατά τη διάρκεια της κατοχής και ανάγκασε τους Γερμανούς κατακτητές να ιδρύσουν στη Θεσσαλονίκη ειδικό στρατηγείο.
Το καθολικό αντιστασιακό έργο του λαού της περιοχής επιτεύχθηκε με την ακούραστη δουλειά των αγωνιστών της περιοχής κάτω από τεράστιες δυσκολίες και αντιξοότητες. Ανακόπηκε από την ηττοπάθεια των αξιωματικών του ΥΒΕ, από τη σύμπτυξη, την ανασυγκρότηση των τμημάτων, το χτύπημα των τοπικών στελεχών και την καθιέρωση του συντηρητισμού, της αναμονής και τις ίντριγκες. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η παρουσία των Άγγλων, στην αρχή ως συμμαχικών συνδέσμων και στη συνέχεια ως υπεύθυνων ρυθμιστών, ανακόπτοντας έτσι την ενότητα και την ορμή της νικηφόρας επανάστασης με τα γνωστά επακόλουθα.
Ο Δημήτρης Κυρατζόπουλος-Φωτεινός προσφωνεί στο Φαρδύκαμπο. Μάης 1979. |