Μάριο Ντράγκι σε Ν.Χουντή:"Μη βιώσιμο το ελληνικό χρέος, ακόμα και με τα μέτρα του Eurogroup της 15ης Ιουνίου"
- Μη βιώσιμο το ελληνικό χρέος, ακόμα και με τα μέτρα του Eurogroup της 15ης Ιουνίου, για τον Μάριο Ντράγκι
- Χάνει και το επικοινωνιακό στήριγμα της Ποσοτικής Χαλάρωσης (QE) η ελληνική κυβέρνηση
- Απάντηση του Προέδρου της ΕΚΤ σε Ν. Χουντή, ευρωβουλευτή της Λαϊκής Ενότητας
Ισοπεδώνει κάθε επικοινωνιακή τακτική της Μνημονιακής κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που θέλει να εμφανίσει την απόφαση του Eurogroup της 15ης Ιουνίου σαν εθνική επιτυχία, η απάντηση που έδωσε ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, στον ευρωβουλευτή της Λαϊκής Ενότητας, Νίκο Χουντή.
Πιο συγκεκριμένα, ο Νίκος Χουντής στην ερώτησή του έθετε το θέμα της πιθανής ένταξης της Ελλάδας στο Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης (QE) της ΕΚΤ ζητώντας πληροφορίες αναφορικά με τις βασικές προϋποθέσεις που θέτει η Ευρωτράπεζα, όπως η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, καθώς επίσης, για τα ενδεχόμενα οικονομικά αποτελέσματα για την Ελλάδα.
Στην απάντησή του ο Πρόεδρος της ΕΚΤ καταρρίπτει τους κυβερνητικούς επικοινωνιακούς ισχυρισμούς που κάνουν λόγο για το τέλος της λιτότητας και για έναν οδικό χάρτη για το χρέος, υποβαθμίζοντας τις αποφάσεις που πήραν οι Υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης στις 15 Ιουνίου για την Ελλάδα, σημειώνοντας ότι:
«...ο βαθμός λεπτομέρειας όσον αφορά τα μέτρα για το χρέος που αναφέρονται στη δήλωση της Ευρωομάδας της 15ης Ιουνίου 2017 εξακολουθεί να μην επαρκεί για την ορθή αξιολόγηση τόσο της ποσοτικής επίδρασης των μέτρων αυτών όσο και της χρονικής στιγμής κατά την οποία θα εκδηλωθεί ο αντίκτυπός τους στη δυναμική του ελληνικού δημόσιου χρέος σύμφωνα με διάφορα σενάρια. Κατά συνέπεια, έως ότου δοθούν επαρκείς λεπτομέρειες για τα μέτρα που αφορούν το χρέος, εξακολουθούν να υφίστανται σοβαροί προβληματισμοί σχετικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους».
Στη συνέχεια της απάντησής του, ο Μάριο Ντράγκι αναφέρει ότι η αδυναμία του Eurogroup να πάρει μέτρα για το ελληνικό χρέος αναγκάζει την ΕΚΤ να μην ολοκληρώσει τη δική της ανάλυση βιωσιμότητας χρέους, κάτι που αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ένταξη μιας χώρας σε Μνημόνιο στο QE. Σημειώνει ο Μάριο Ντράγκι συγκεκριμένα ότι, «θα ήθελα να σας πληροφορήσω ότι οι εμπειρογνώμονες της ΕΚΤ δεν είναι επί του παρόντος σε θέση να ολοκληρώσουν πλήρη ανάλυση της βιωσιμότητας του ελληνικού δημόσιου χρέους».
Όσον αφορά την ίδια τη συμμετοχή της Ελλάδας στο QE ο Πρόεδρος της ΕΚΤ υπογραμμίζει ότι «το Διοικητικό Συμβούλιο θα αποφασίσει ανεξαρτήτως αν και με ποιον τρόπο θα διενεργηθούν αγορές ελληνικών κρατικών χρεογράφων στο πλαίσιο του προγράμματος PSPP (αγορά τίτλων δημοσίου τομέα) με βάση τόσο τη βιωσιμότητα του χρέους (μόλις καταστεί δυνατή η ολοκλήρωση της σχετικής ανάλυσης) όσο και άλλα ζητήματα που αφορούν τη διαχείριση κινδύνων».
Καταλήγοντας στην απάντησή του, ο Μάριο Ντράγκι, αποφεύγει να απαντήσει στο ερώτημα του Νίκου Χουντή για την προβλεπόμενη επίπτωση που θα είχε η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο QE στα επιτόκια δανεισμού, ενώ τονίζει: «είναι ουσιώδες να επανενεργοποιηθεί περαιτέρω η μετάδοση της νομισματικής πολιτικής με την εφαρμογή στρατηγικής που οδηγεί σε ενίσχυση των ισολογισμών των τραπεζών (π.χ. μέσω της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και άλλων μέτρων που απαιτούνται στο πλαίσιο του υφιστάμενου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής και για την επίτευξη των στόχων του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού σε σχέση με τα εν λόγω δάνεια)».
Ακολουθεί η πλήρης ερώτηση και απάντηση:
Η ελληνική κυβέρνηση καλλιεργεί την εντύπωση ότι με την ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης η Ελλάδα αυτομάτως θα ενταχθεί στο QE, το οποίο θα αποκλιμακώσει θεαματικά το κόστος δανεισμού και θα επιτρέψει την επάνοδό της στις διεθνείς αγορές.
Η Τράπεζα της Ελλάδας εκτιμά ότι η δυνητική επίδραση στο κόστος δανεισμού μπορεί να φτάσει το 2%, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι «το χρονικό διάστημα που θα απομένει μέχρι τη λήξη του QE θα δικαιολογεί τη διαμόρφωση προσδοκιών για σημαντικό ύψος πράξεων αγοράς ελληνικών ομολόγων», ενώ άλλοι αναλυτές, περιορίζουν τη δυνητική επίδραση στο 1-1.5%.
Ωστόσο, η ΕΚΤ έχει τονίσει ότι η Ελλάδα θα ενταχθεί στο QE μόνο όταν η DSA δείξει ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο.
Με δεδομένο ότι η ένταξη μιας χώρας σε Μνημόνιο στο QE περιορίζεται στους 2 μήνες, καθώς επίσης, ότι το QE θα σταματήσει στο τέλος του 2017, ερωτάται ο Πρόεδρος της ΕΚΤ:
-Έχει ολοκληρώσει την δική της DSA και εάν ναι ποια είναι τα βασικά συμπεράσματα;
-Ποια είναι η δυνητική επίδραση στο κόστος δανεισμού της Ελλάδας από την ενδεχόμενη ένταξη στο QE, που υπολογίζει η ΕΚΤ;
-Ποιο είναι εκείνο το επιτόκιο δανεισμού που θα επιτρέψει στην Ελλάδα να βγει στις αγορές και να δανειστεί χωρίς να χειροτερεύουν οι προοπτικές του χρέους;
Απάντηση από Μάριο Ντράγκι στις 23/06/2017
Αξιότιμο μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κύριε Χουντή,
Σας ευχαριστώ για την επιστολή σας, την οποία μου διαβίβασε ο κ. RobertoGualtieri, Πρόεδρος της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής, μαζί με συνοδευτική επιστολή στις 31 Μαΐου 2017.
Όσον αφορά την ερώτησή σας σχετικά με το αν η ΕΚΤ έχει ολοκληρώσει τη δική της ανάλυση βιωσιμότητας χρέους (debt sustainability analysis - DSA) και, σε περίπτωση που αυτό έχει συμβεί, ποια είναι τα βασικά συμπεράσματα, θα ήθελα να σας πληροφορήσω ότι οι εμπειρογνώμονες της ΕΚΤ δεν είναι επί του παρόντος σε θέση να ολοκληρώσουν πλήρη ανάλυση της βιωσιμότητας του ελληνικού δημόσιου χρέους.
Πράγματι, ενώ λαμβάνουμε υπόψη τις συζητήσεις στο πλαίσιο της Ευρωομάδας, οι οποίες θεωρούμε ότι αποτελούν ένα πρώτο βήμα προς τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους, ο βαθμός λεπτομέρειας όσον αφορά τα μέτρα για το χρέος που αναφέρονται στη δήλωση της Ευρωομάδας της 15ης Ιουνίου 2017 εξακολουθεί να μην επαρκεί για την ορθή αξιολόγηση τόσο της ποσοτικής επίδρασης των μέτρων αυτών όσο και της χρονικής στιγμής κατά την οποία θα εκδηλωθεί ο αντίκτυπός τους στη δυναμική του ελληνικού δημόσιου χρέος σύμφωνα με διάφορα σενάρια. Κατά συνέπεια, έως ότου δοθούν επαρκείς λεπτομέρειες για τα μέτρα που αφορούν το χρέος, εξακολουθούν να υφίστανται σοβαροί προβληματισμοί σχετικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους, στους οποίους αναφέρθηκα επίσης προσφάτως στην απάντησή μου προς το μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κ. Κούλογλου.
Όσον αφορά την ερώτησή σας σχετικά με τη δυνητική επίδραση στο κόστος δανεισμού της Ελλάδας από την ενδεχόμενη ένταξή της στο πρόγραμμα της ΕΚΤ για την αγορά τίτλων του δημόσιου τομέα (publicsectorpurchaseprogramme - PSPP), θα ήθελα πρώτα να τονίσω ότι το Διοικητικό Συμβούλιο θα αποφασίσει ανεξαρτήτως αν και με ποιον τρόπο θα διενεργηθούν αγορές ελληνικών κρατικών χρεογράφων στο πλαίσιο του προγράμματος PSPP με βάση τόσο τη βιωσιμότητα του χρέους (μόλις καταστεί δυνατή η ολοκλήρωση της σχετικής ανάλυσης) όσο και άλλα ζητήματα που αφορούν τη διαχείριση κινδύνων. Θα ήθελα να σας υπενθυμίσω ότι το πρόγραμμα PSPP, το οποίο αποτελεί μέρος του διευρυμένου προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού, είναι ένα μέτρο νομισματικής πολιτικής για την αντιμετώπιση των κινδύνων που εγκυμονεί μια υπέρμετρα παρατεταμένη περίοδος χαμηλού πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ. Ωστόσο, το πρόγραμμα δεν έχει σχεδιαστεί για να στοχεύει στην εξέλιξη των αποδόσεων σε επιμέρους χώρες της ζώνης του ευρώ.
Όσον αφορά την τελευταία ερώτησή σας σχετικά με το επιτόκιο δανεισμού που θα επέτρεπε στην Ελλάδα να αντλήσει κεφάλαια από τις αγορές χωρίς να χειροτερεύσουν οι προοπτικές για το χρέος της, θα ήθελα να σας επισημάνω ότι αυτό δεν εξαρτάται μόνο από το μελλοντικό επιτόκιο αλλά και από τη διαφορά του σε σχέση με τον αναμενόμενο ονομαστικό ρυθμό ανάπτυξης της Ελλάδας. Η βελτίωση των προοπτικών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα δημιουργούσε την ικανότητα απορρόφησης υψηλότερου επιτοκίου δανεισμού χωρίς αρνητικές συνέπειες για τη βιωσιμότητα του χρέους.
Τέλος, στην περίπτωση της Ελλάδας, είναι ουσιώδες να επανενεργοποιηθεί περαιτέρω η μετάδοση της νομισματικής πολιτικής με την εφαρμογή στρατηγικής που οδηγεί σε ενίσχυση των ισολογισμών των τραπεζών (π.χ. μέσω της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και άλλων μέτρων που απαιτούνται στο πλαίσιο του υφιστάμενου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής και για την επίτευξη των στόχων του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού σε σχέση με τα εν λόγω δάνεια). Πρόκειται για μια σημαντική πορεία προς τη διαρκή μείωση της διαφοράς των επιτοκίων χορηγήσεων μεταξύ της Ελλάδας