Οι νέοι «ραγιάδες» πότε θα ξεσηκωθούν; Από τον Καραϊσκάκη, στον Παλαμά, τον Σεφέρη, τον Μακρυγιάννη, μέχρι τα δημοτικά της κλεφτουριάς

Λίγοι πλέον από τους Νεοέλληνες τιμούν το ’21. Και απ’ αυτούς οι περισσότερο τιμούν το ’21 τυπικά, με χιλιοειπωμένα παχιά ανούσια λόγια, χωρίς αξία και βάθος και βεβαίως χωρίς καμία επικαιρότητα.

Αντίθετα, στον τόπο μας πληθαίνουν αυτήν την κρίσιμη κατοχική μνημονιακή περίοδο οι ραγιάδες, οι προδότες, οι δωσίλογοι και οι παραδομένοι που ισχυρίζονται πως αυτός ο τόπος ποτέ δεν λευτερώθηκε, «γεννήθηκε» με το Ναυαρίνο ως προτεκτοράτο και θα μείνει πάντα προτεκτοράτο προς αναζήτηση προστασίας και χάριν αυτής της προστασίας επιβιώνει.

Προς λιτή απάντηση σε όλους αυτούς, φανερούς και κρυφούς, που δυστυχώς ελέγχουν ασφυκτικά την πολιτική ζωή και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, γράφονται αυτές οι γραμμές.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΙΝΛΕΫ

«Η μεσολάβηση των ξένων στα ζητήματα της Ελλάδας είτανε κατά κανόνα ατυχής, συχνά ασύνετη και κάποτε άτιμη (…) Αλλά η Ελλάδα ζημιώθηκε περισσότερο από εκείνους που ονομάζανε τους εαυτούς τους Φιλέλληνες στην Αγγλία και στην Αμερική.
Αρκετά από τα ατμόπλοια, για τα οποία η Ελληνική κυβέρνηση πλήρωσε μεγάλα ποσά στο Λονδίνο, ποτέ δεν σταλθήκανε στην Ελλάδα. Μερικά από τα πεδινά πυροβόλα που αγοράζανε οι Έλληνες αντιπροσώποι είτανε τόσο κακά κατασκευασμένα, που οι κυλίβαντες σπάζανε με την πρώτη βολή. Στη Νέα Υόρκη είχανε διαπραγματευτεί δύο φρεγάτες και οι συμβληθέντες τα καταφέρανε με τέτοιο τρόπο, ώστε η Ελλάδα παρέλαβε μόνο μια, αφού πλήρωσε την αξία για δυο
».

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ

(Φοβήθηκε η διοίκηση σε μια στιγμή ότι ο «γιος της καλογριάς» θα εγκαταλείψει, μετά τον θάνατο της γυναίκας του, τη θέση του)

«Προτιμώ και αυτής της οικίας μου την παντελή καταστροφήν, δια να μη παραιτήσω εις αυτάς τας κρισίμους περιστάσεις την υπηρεσίαν του τόπου μου, υπέρ του οποίου θέλω θυσιάσει το ολίγον αίμα μου». (Και αυτό έκανε).

ΑΠΟΚΡΙΣΗ Γ. ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΡΟΥΣΙΤ ΠΑΣΑ

«Μου γράφεις ένα μπουρουτί (διαταγή), μου λες να προσκυνήσω

κι εγώ πασά μου ρώτησα τον πούτσον μου τον ίδιον,

κι αυτός μου απεκρίθηκε να μη σε προσκυνήσω

κι αν έλθεις κατ’ επάνω μου, ευθύς να πολεμήσω!».

Αυτή η απόκριση στοχάζομαι να υπερβαίνει την του Λεωνίδα προς τον Ξέρξη “Μολών λαβέ!”», έγραψε αργότερα οΓεώργιος Γαζής).

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

«(…)Το βουνό χρυσή σκάλα, κλέφτες και κουρσάροι,

την κατεβαίνανε, και σ’ όλους μέσα ποιος;

Ένας ξεχώριζε, του Γένους το καμάρι

της καλογριάς ο γιος».
«Ο ντουλαμάς απάνω του άλικη πορφύρα,

σκήπτρο στο χέρι του βαρύ το απελατίκι,

στην άρρωστή του σάρκα της φυλής η μοίρα

κονεύει πάντα αδάμαστη, ψυχή και νίκη.

Μελαψός, όπου φέρνει η ματιά του γύρα,

στον ήλιο της ορθό, πυρό το αρματωλίκι,

του αφανισμού να ρίξει τον καταποτήρα,

την ύαινα την Βουλγάρα, Τούρκοι κι εσάς λύκοι!

Προσπέφτω, προσκυνώ της δόξας του τον θρόνο

κι αιστάνομαι ω! προσκυνητής πως μεγαλώνω.

Κι είπα: Το λάγγεμα να πνίξω, και να κάψω,

και τα βιβλία και κάθε αχνή σοφία στο φως σου,

κι από το τραγούδι νέα φωτιά επική να ανάψω

μ’ εσέ, Αχιλλέα της ρωμιοσύνης, Όμηρός σου».

(Αφιέρωση στον Καραϊσκάκη, στα «Δεκατετράστιχα»).

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ – ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝΑΣ, Ο ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ

Παραθέτει, λοιπόν, ο Γιώργος Σεφέρης αυθεντικά τα λόγια του Μακρυγιάννη στο πρωτοπόρο δοκίμιό του «Ένας Έλληνας – Ο Μακρυγιάννης»:

«Στὸ ξέσπασμα τῆς ἐπανάστασης, στὴν Ἄρτα, ὁ Μακρυγιάννης ἀκούει ἕναν μπέη νὰ μιλᾷ στοὺς φίλους τους αὐτὰ τὰ λόγια, ποὺ σημειώνει:

«Πασᾶδες καὶ μπέηδες, θὰ χαθοῦμε! Θὰ χαθοῦμε! […] Ὅτι ἐτοῦτος ὁ πόλεμος δὲν εἶναι μήτε μὲ τὸ Μόσκοβο, μήτε μὲ τὸν Ἐγγλέζο, μήτε μὲ τὸν Φραντσέζο. Ἀδικήσαμε τὸ ραγιὰ καὶ ἀπὸ πλούτη καὶ ἀπὸ τιμὴ καὶ τὸν ἀφανίσαμε. Καὶ μαύρισαν τὰ μάτια του καὶ μᾶς σήκωσε τὸ ντονφέκι. Κι ὁ Σουλτάνος τὸ γομάρι δὲν ξέρει τί τοῦ γίνεται· τὸν γελᾶνε ἐκεῖνοι ποὺ τὸν τριγυρίζουν…». (Β´ 24).

Τὴν αἰτία τῆς ἑλληνικῆς ἐπανάστασης καὶ τοῦ ὀλέθρου τῶν τυράννων τὴ διατυπώνει ὁ Μακρυγιάννης μὲ μιὰ λέξη στὸ στόμα ἑνὸς ἀντιπάλου, ὅπως ὁ Αἰσχύλος βάζει τοὺς ἐχθροὺς νὰ μιλοῦν γιὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Σαλαμῖνας. «Θὰ χαθοῦμε γιατί ἀδικήσαμε». Τοὺς ἀρχαίους, ἂν θέλουμε πραγματικὰ νὰ τοὺς καταλάβουμε, θὰ πρέπει πάντα νὰ ἐρευνοῦμε τὴν ψυχὴ τοῦ λαοῦ μας. Τὰ λόγια αὐτὰ εἰπώθηκαν στὰ 1821. Ὁ Μακρυγιάννης τὰ κρατᾷ στὴ μνήμη του γιὰ νὰ τὰ σημειώσει χρόνια ἀργότερα, κατὰ τὰ 1829, ἀφοῦ μάζεψε ὅλη τὴν πεῖρα τῆς τρομαχτικῆς ἐκείνης πάλης. Τὸν βλέπω νὰ τὰ συλλογίζεται σὲ δύσκολες ὧρες. Ὑπάρχουν πίσω ἀπὸ κάθε τοῦ πράξη καὶ ἀπὸ κάθε τοῦ ἀπόφθεγμα. Πίσω ἀπὸ τὴν ἀκόλουθη συνομιλία ποὺ ἔχει μὲ τὸ Γάλλο ναύαρχο de Rigny, ὅταν ἑτοιμάζεται νὰ πολεμήσει στοὺς Μύλους:

«Ἐκεῖ πού ῾φκιανα τὶς θέσεις στοὺς Μύλους, ἦρθε ὁ Ντερνὺς νὰ μὲ ἰδεῖ: Μοῦ λέγει:

»- Τί κάνεις αὐτοῦ; Αὐτὲς οἱ θέσες εἶναι ἀδύνατες· τί πόλεμο θὰ κάνετε μὲ τὸν Μπραΐμη αὐτοῦ;

»Τοῦ λέγω:

»- Εἶναι ἀδύνατες οἱ θέσες κι ἐμεῖς. Ὅμως εἶναι δυνατὸς ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς προστατεύει, καὶ θὰ δείξομε τὴν τύχη μας σ᾿ αὐτὲς τὶς θέσες τὶς ἀδύνατες. Κι ἂν εἴμαστε ὀλίγοι στὸ πλῆθος τοῦ Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ᾿ ἕναν τρόπο· ὅτι ἡ τύχη μας ἔχει τοὺς Ἕλληνες πάντοτε ὀλίγους. Ὅτι ἀρχὴ καὶ τέλος παλαιόθε καὶ ὡς τώρα, ὅλα τὰ θεριὰ πολεμοῦν νὰ μᾶς φᾶνε καὶ δὲν μποροῦνε. Τρῶνε ἀπὸ μᾶς καὶ μένει καὶ μαγιά. Καὶ οἱ ὀλίγοι ἀποφασίζουν νὰ πεθάνουν. Καὶ ὅταν κάνουν αὐτήνη τὴν ἀπόφαση, λίγες φορὲς χάνουν καὶ πολλὲς κερδαίνουν. Ἡ θέση ὅπου εἴμαστε σήμερα ἐδῶ εἶναι τοιούτη. Καὶ θὰ ἰδοῦμε τὴν τύχη μας οἱ ἀδύνατοι μὲ τοὺς δυνατούς.

»- Τρὲ μπιέν, λέγει κι ἀναχώρησε ὁ ναύαρχος» (Β´ 169).

Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη καὶ ἡ ἀσφάλεια ποὺ μᾶς δίνει ὁ Μακρυγιάννης».

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΟΛΙΤΗ «ΤΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ – ΕΚΛΟΓΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ»

ΤΟΥ ΚΙΤΣΟΥ

Του Κίτσου η μάννα κάθουνταν ‘ς την άκρη ‘ς το ποτάμι,

με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.

“Ποτάμι, για λιγόστεψε, ποτάμι, γύρνα πίσω,

για να περάσω αντίπερα, ‘ς τα κλέφτικα λημέρια,

πόχουν οι κλέφταις σύνοδο κι’ όλοι οι καπεταναίοι.”

Τον Κίτσο τόνε πιάσανε και πάν να τον κρεμάσουν,

χίλιοι τον πάν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω,

κι’ ολοξοπίσω πάγαινε νη δόλια του η μαννούλα.

“Κίτσο μου, που είναι τάρματα, που τα χεις τα τσαπράζια,

τοις πέντε αράδαις τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα;

-Μάννα λωλή, μάννα τρελλη, μάννα ξεμυαλισμένη,

μάννα, δεν κλαις τα νιάτα μου, δεν κλαις τη λεβεντιά μου,

μόν’ κλαις τάρημα τάρματα, τάρημα τα τσαπράζια;”

ΤΟΥ ΒΛΑΧΟΘΑΝΑΣΗ

Τρία πουλάκια κάθονται ψηλά ‘ς τη Βουνιχώρα,

το να τηράει τη Λιάκουρα, και τάλλο την Κωστάρτσα,

το τρίτο το καλύτερο ρωτάει τους διαβάταις:

“Διαβάταις πού διαβαίνετε, στρατιώταις πού περνάτε,

μην είδετε τς αρματωλούς και το Βλαχοθανάση,

που γέρασεν αρματωλός, ‘ς τους κλέφταις καπετάνιος;

-Εμείς προψές τον είδαμε ‘ς τον Έπαχτον απόξω,

δυο μέραις επολέμαγε με Τούρκους τρεις χιλιάδες.”

“Ανδρούτσο, τί κλειστήκαμε, σα νά μαστε γυναίκες;”

Το γιαταγάνι τραύηξε κ’ ένα γιουρούσι κάνει.

Του πέφτουν βόλια σα βροχή, κανόνια σα χαλάζι.

Τρεις μπάλαις του ερρήξανε, πικραίς φαρμακωμέναις.

Ή μια τον πήρε ‘ς το λαιμό η άλλη μέσ’ ‘ς το χέρι,

Κ’ η τρίτη η φαρμακερή τον ηύρε ‘ς το κεφάλι.

“Κόψτε μου το κεφάλι μου, νά χετε την ευχή μου!”

Κι’ ο Ανδρούτσος βγάνει μια φωνή, πικρή, φαρμακωμένη:

“Παιδιά, τραυάτε, τα σπαθιά, κι’ αφήτε το ντουφέκι,

να μη μας πάρη η Τουρκιά του Βλάχου το κεφάλι,

που γέρασεν αρματωλός, ‘ς τους κλέφταις καπετάνιος.”

Βλάχο, καλά καθόσουνε ψηλά ‘ς τη Βουνιχώρα,

θυμήθηκες τα νιάτα σου, κ’ επήρ’ ο νους σ’ αγέρα,

και τώρα το κεφάλι σου το πήρανε οι Τούρκοι.

Το σεργιανάνε ‘ς τα χωριά και παίρνουνε μπαξίσι,

ς τα Σάλωνα οι μπέηδες χούφταις φλωριά κερνάνε.

ΤΩΝ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΑΙΩΝ

Με γέλασε νη χαραυγή, τάστρι και το φεγγάρι,

και βγήκα νύχτα ‘ς τα βουνά, ψηλά ‘ς τα κορφοβούνια.

Ακώ τον άνεμο και ηχά, με τα βουνά μαλώνει,

“Νεσείς βουνά, ψηλά βουνά, και σεις κοντοραχούλαις,

τι έχετε που μαλώνετε, τι έχετε που χτρευώστε;

Μη σας βαραίνουν τα νερά και τα πολλά τα χιόνια;

-Δε μας βαραίνουν τα νερά και τα πολλά τα χιόνια,

παρ’ μας βαραίν’ η κλεφτουριά, οι Κολοκοτρωναίοι.”

ΤΟΥ ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗ

Α’

Αυτού που πας μαύρο πουλί, μαύρο μου χελιδόνι,

να χαιρετάς την κλεφτουριά κι’ αυτόν τον Κατσαντώνη.

Πε του να κάνη φρόνιμα κι’ όλο ταπεινωμένα,

δεν ειν’ ο περσινός καιρός να κανη όπως θέλει,

φέτος το πήρε γκέντσιαγας, το πήρε ο Βέλη Γκέκας,

ζητάει κεφάλια κλέφτικα, κεφάλια ξακουσμένα.

Κι’ ο Κατσαντώνης τό μαθε, και το σπαθί του ζώνει,

και παίρνει δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,

χαμπέρι στέλνει ‘ς την Τουρκιά, ‘ς αυτόν το Βέλη Γκέκα.

«Όπου θα τά βρη τα παιδιά, ας τά βρη κι’ ας τα πάρη!»

Κι’ ο Βέλη Γκέκας έτρωγε ‘ς ενού παπά το σπίτι.

Τρία κοράσια τον κερνούν κ’ οι τρεις ξανθομαλλούσαις,

η μια κερνάει με το γυαλί, η άλλη με το κρουστάλλι,

η τρίτη νη καλύτερη με τασημένιο τάσι.

Κ’ εκεί που τρώγαν κ’ έπιναν κ’ εκεί που λακριντίζαν,

μαύρα μαντάτα τού ρθανε από τον Κατσαντώνη.

“Να βγης, Βέλη μου, ‘ς τ’ Άγραφα, να βγης ν’ ανταμωθούμε.»

Κι’ ο Βελή Γκέκας τ’ άκουσε πολύ του κακοφάνη,

‘ς τα γόνατα σηκώθηκε και το σπαθί του ζώνει.

“Που είσαι, τσαούση ογλήγορε, μάσε τα παλληκάρια,

να πάμε να βαρέσουμε το σκύλο Κατσαντώνη.”

Κι’ ο Κατσαντώνης πρόφτασε, κακό καρτέρι του είχε.

Κι’ ο Βελή Γκέκας πάει μπροστά με εξ εφτά νομάτους.

“Πού πας, Βέλη ντερβέναγα, ριτσάλη του βεζίρη;

-‘Σ εσέν’ Αντώνη κερατά, ‘ς εσένα παλιοκλέφτη.

-Δεν είν’ εδώ τα Γιάννινα, δεν ειν’ εδώ ραγιάδες,

για ναν τους ψένης σαν τραγιά, σαν τα παχιά κριάρια,

εδώ ναι λόγκοι και βουνά και κλέφτικα τουφέκια,

βαριά βροντούν, πικρά βαρούν, φαρμακερά πληγώνουν.”

Τρεις μπαταριαίς του ρήξανε, τη μια μεριά ‘ς την άλλη

η μια τον πήρε ξώδερμα, η άλλη ‘ς το κεφάλι,

κ’ η τρίτη η φαρμακερή τον πήρε ‘ς την καρδιά του.

Το στόμα του αίμα γέμισε, ταχείλι του φαρμάκι,

κ’ η γλώσσα τ’ αηδονολαλεί, τα παλληκάρια κράζει.

“Που είσαι, τσαούση ογλήγορε, έλα παρ’ τ’ άρματά μου,

να μην τα πάρη η κλεφτουριά κι’ ο σκύλος Κατσαντώνης.”

Β’

Έχετε γεια, ψηλά βουνά και δροσεραίς βρυσούλαις,

και σεις Τσουμέρκα κι’ Άγραφα, παλληκαριών λημέρια.

Αν δήτε τη γυναίκα μου, αν δήτε και το γιο μου,

ειπέτε τους πως μ’ έπιασαν με προδοσιά κι’ απάτη.

Αρρωστημένο μ’ ηύρανε, ξαρμάτωτο ‘ς το στρώμα,

ωσάν μωρό ‘ς την κούνια του, ‘ς τα σπάργανα δεμένο.

ΤΩΝ ΚΛΕΦΤΩΝ

Β’

Οι κλέφταις επροσκύνησαν και γίνηκαν ραγιάδες,

κι’ άλλοι φυλάγουν πρόβατα κι’ άλλοι βοσκούνε γίδια,

κ’ ένα μικρό κλεφτόπουλο δε θέ να προσκύνηση.

Το πλάγι πλάγι πήγαινε, τον ταμπουρά λαλούσε.

“Εγώ ραγιάς δε γένομαι, Τούρκους δεν προσκυνάω,

δεν προσκυνώ τους άρχοντες και τους κοτσαμπασήδες,

μόν’ καρτερώ την άνοιξη, να ρθούν τα χελιδόνια,

να βγουν οι βλάχαις ‘ς τα βουνά, να βγουν οι βλαχοπούλαις.”

Γ’

Θέλω να πάρω ανήφορο, να πάρω ανηφοράκι,

να βρω κλαράκι φουντωτό και ριζιμιό λιθάρι,

να γείρω ν’άποκοιμηθώ, γλυκόν ύπνο να πάρω.

Μαϊδέ έγειρα, ιδέ επλάγιασα, μαϊδέ τον ύπνο πήρα,

κι’ ακώ τα πεύκα να βογγούν και τοις οξυαίς να τρίζουν,

κι’ ακώ μιας πέρδικας λαλιά, μιας αηδονολαλούσας,

και το λεγε λυπητερά σα μαύρο μοιρολόγι.

“Το τι έχεις, περδικούλα μου, και κλαις κι’ αναστενάζεις;

μην είν’ ταυγά σου μελανά και τα πουλιά σου μαύρα;

-Δεν είν’ ταυγά μου μελανά και τα πουλιά μου μαύρα,

μον’ κλαίω για την κλεφτουριά, για τους καπεταναίους,

που τους χαλάει ο Αλή πασάς ‘ς τα Γιάννενα, ‘ς τη λίμνη.”




αναδημοσίευση από iskra.gr
Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 14/06/2013 - 23:54