Το δημοψήφισμα που δεν τολμά κανείς να ζητήσει(;)
Ενόψει κάθε αξιολόγησης επανέρχεται το ίδιο δίλημμα, ως αντικειμενική πραγματικότητα, τόσο από τους μέσα, όσο και από τους έξω: νέα μέτρα ή έξοδος από το ευρώ. Με βάση αυτό το δίλημμα, που άλλοτε εμφανίζεται λιγότερο και άλλοτε περισσότερο οξυμένο, αφενός διατάσσονται οι πολιτικές εξελίξεις ή για να είμαστε πιο σαφείς, οι αλλαγές μνημονιακών φρουρών, αφετέρου ορίζονται οι κοινωνικές εξελίξεις και ζυμώσεις.
Απολύτως φυσιολογικά λοιπόν, στο πλαίσιο του κυρίαρχου κοινοβουλευτικού κρετινισμού εξελίσσεται η σεναριολογία, του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ, με άξονα τη μέχρι τέλους πρόσδεση στο ευρώ και άρα με κυρίαρχα σενάρια τις πρόωρες εκλογές, την ψήφιση μέτρων και άρα την περαιτέρω εξαϋλωση του ΣΥΡΙΖΑ με το βλέμμα στο Σουλτς ή τη συγκυβέρνηση κάποιας μορφής.
Βεβαίως, οι Έλληνες πολίτες κατανοούν πολύ σωστά ότι καμία από αυτές τις διεργασίες δεν προσφέρει λύση του προβλήματος. Επίσης πολύ ορθώς αντιλαμβάνεται ότι το ξαναζεσταμένο φαγητό των πλατειών, χωρίς πολιτική διέξοδο, όσο εκτονωτικό και αν είναι δεν οδηγεί πουθενά.
Η πολιτική διέξοδος σε κάθε κρίσιμη φάση όμως, δεν ορίζεται από το τι ο καθένας φαντασιώνεται αλλά από την αντικειμενικά, κυρίαρχη αντίθεση στο πλαίσιο της συγκυρίας. Και αυτή ήταν και παραμένει: μέτρα για να μείνουμε στο Ευρώ- δηλαδή μόνιμος νεοφιλελευθερισμός και δημοσιονομισμός βάσει των κανόνων της Ευρωζώνης- ή έξοδος από την Ευρωζώνη.
Ενώ είναι λογικό, ανεξαιρέτως οι σημερινές κοινοβουλευτικές δυνάμεις να αρνούνται να λάβουν θέση επί του πραγματικού ζητήματος- μηδεμιάς εξαιρουμένης- γεννά απορία γιατί ένα σύνολο δυνάμεων- πχ. ΛΑΕ, Πλεύση Ελευθερίας, Σχέδιο Β, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, κλπ- αφού επί χρόνια έκαναν σημαία τους την έξοδο από το ευρώ, τώρα δεν τολμούν να ζητήσουν καθαρά και έμπρακτα- μέσα από αντίστοιχη εκστρατεία- δημοψήφισμα υπέρ της παραμονής ή της εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη.
Υπάρχουν τρεις πιθανές εξηγήσεις για αυτήν την εντυπωσιακή όσο και απογοητευτική άρνησή τους: πρώτον, κάποιες αντιλαμβάνονται τις ανεπάρκειές τους εξ ου και δε θέλουν να αναλάβουν ευθύνες. Δε θέλουν δηλαδή να δεσμευτούν σε ένα πολιτικό σχέδιο με αρχή, μέση και τέλος. Δεύτερον, νομίζουν ότι η Ελλάδα θα βγει “πισωπατώντας” από το Ευρώ, με ευθύνη άλλων και ότι τότε ο λαός θα τις θυμηθεί και θα τους αναθέσει τη διακυβέρνηση. Εάν η Ελλάδα βγει δια του Ευρώ έτσι, το πιθανότερο είναι ότι για ένα κρίσιμο χρονικό διάστημα μια αστική κυβέρνηση εθνικής ενότητας θα διαχειριστεί την έξοδο, η οποία έξοδος μάλιστα θα είναι και πολύ χειρότερη από μια σχεδιασμένη και αποφασισμένη πορεία ρήξης. Η τρίτη εξήγηση, είναι ότι έναν αιώνα μετά το Λένιν δεν έχουμε ούτε Μαρξιστές, ούτε Λενινιστές. Οι σύντροφοι δεν καταλαβαίνουν ότι δέκα προγράμματα και εκατό ομιλίες στελεχών, δεν αξίζουν τίποτα μπροστά στο Συμβάν, στη συμπύκνωση του πολιτικού και κοινωνικού χρόνου η οποία γεννά τις ουσιαστικές, βαθιές και αποτελεσματικές ιδέες και πρακτικές.
Αυτή η άρνηση και αδυναμία της σημερινής, γραφειοκρατικής αριστεράς να αντιληφθεί την αξία της πράξης και της θεωρίας που δένεται με την πράξη, εάν συνεχιστεί έστω και για πολύ λίγο καιρό ακόμα, θα την ωθήσει στην εξαφάνιση. Η εν λόγω αδυναμία ωστόσο θα έχει και ένα θετικό αντίκτυπο: την ανάδειξη νέων ρευμάτων σκέψης και δράσης. Η δύναμη που ώριμα και συνειδητά θα τολμήσει να θέσει τα πραγματικά ερωτήματα και να δώσει πραγματικές απαντήσεις θα πετύχει τελικά και την ηγεμονία στην ελληνική κοινωνία.
Θέμης Τζήμας
Απολύτως φυσιολογικά λοιπόν, στο πλαίσιο του κυρίαρχου κοινοβουλευτικού κρετινισμού εξελίσσεται η σεναριολογία, του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ, με άξονα τη μέχρι τέλους πρόσδεση στο ευρώ και άρα με κυρίαρχα σενάρια τις πρόωρες εκλογές, την ψήφιση μέτρων και άρα την περαιτέρω εξαϋλωση του ΣΥΡΙΖΑ με το βλέμμα στο Σουλτς ή τη συγκυβέρνηση κάποιας μορφής.
Βεβαίως, οι Έλληνες πολίτες κατανοούν πολύ σωστά ότι καμία από αυτές τις διεργασίες δεν προσφέρει λύση του προβλήματος. Επίσης πολύ ορθώς αντιλαμβάνεται ότι το ξαναζεσταμένο φαγητό των πλατειών, χωρίς πολιτική διέξοδο, όσο εκτονωτικό και αν είναι δεν οδηγεί πουθενά.
Η πολιτική διέξοδος σε κάθε κρίσιμη φάση όμως, δεν ορίζεται από το τι ο καθένας φαντασιώνεται αλλά από την αντικειμενικά, κυρίαρχη αντίθεση στο πλαίσιο της συγκυρίας. Και αυτή ήταν και παραμένει: μέτρα για να μείνουμε στο Ευρώ- δηλαδή μόνιμος νεοφιλελευθερισμός και δημοσιονομισμός βάσει των κανόνων της Ευρωζώνης- ή έξοδος από την Ευρωζώνη.
Ενώ είναι λογικό, ανεξαιρέτως οι σημερινές κοινοβουλευτικές δυνάμεις να αρνούνται να λάβουν θέση επί του πραγματικού ζητήματος- μηδεμιάς εξαιρουμένης- γεννά απορία γιατί ένα σύνολο δυνάμεων- πχ. ΛΑΕ, Πλεύση Ελευθερίας, Σχέδιο Β, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, κλπ- αφού επί χρόνια έκαναν σημαία τους την έξοδο από το ευρώ, τώρα δεν τολμούν να ζητήσουν καθαρά και έμπρακτα- μέσα από αντίστοιχη εκστρατεία- δημοψήφισμα υπέρ της παραμονής ή της εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη.
Υπάρχουν τρεις πιθανές εξηγήσεις για αυτήν την εντυπωσιακή όσο και απογοητευτική άρνησή τους: πρώτον, κάποιες αντιλαμβάνονται τις ανεπάρκειές τους εξ ου και δε θέλουν να αναλάβουν ευθύνες. Δε θέλουν δηλαδή να δεσμευτούν σε ένα πολιτικό σχέδιο με αρχή, μέση και τέλος. Δεύτερον, νομίζουν ότι η Ελλάδα θα βγει “πισωπατώντας” από το Ευρώ, με ευθύνη άλλων και ότι τότε ο λαός θα τις θυμηθεί και θα τους αναθέσει τη διακυβέρνηση. Εάν η Ελλάδα βγει δια του Ευρώ έτσι, το πιθανότερο είναι ότι για ένα κρίσιμο χρονικό διάστημα μια αστική κυβέρνηση εθνικής ενότητας θα διαχειριστεί την έξοδο, η οποία έξοδος μάλιστα θα είναι και πολύ χειρότερη από μια σχεδιασμένη και αποφασισμένη πορεία ρήξης. Η τρίτη εξήγηση, είναι ότι έναν αιώνα μετά το Λένιν δεν έχουμε ούτε Μαρξιστές, ούτε Λενινιστές. Οι σύντροφοι δεν καταλαβαίνουν ότι δέκα προγράμματα και εκατό ομιλίες στελεχών, δεν αξίζουν τίποτα μπροστά στο Συμβάν, στη συμπύκνωση του πολιτικού και κοινωνικού χρόνου η οποία γεννά τις ουσιαστικές, βαθιές και αποτελεσματικές ιδέες και πρακτικές.
Αυτή η άρνηση και αδυναμία της σημερινής, γραφειοκρατικής αριστεράς να αντιληφθεί την αξία της πράξης και της θεωρίας που δένεται με την πράξη, εάν συνεχιστεί έστω και για πολύ λίγο καιρό ακόμα, θα την ωθήσει στην εξαφάνιση. Η εν λόγω αδυναμία ωστόσο θα έχει και ένα θετικό αντίκτυπο: την ανάδειξη νέων ρευμάτων σκέψης και δράσης. Η δύναμη που ώριμα και συνειδητά θα τολμήσει να θέσει τα πραγματικά ερωτήματα και να δώσει πραγματικές απαντήσεις θα πετύχει τελικά και την ηγεμονία στην ελληνική κοινωνία.
Θέμης Τζήμας