Ελληνοτουρκικά: μια επικίνδυνη κρίση​

Αντώνης Νταβανέλος*

Με φόντο την ιμπεριαλιστική επιθετικότητα και την αποσταθεροποίηση της ευρύτερης Μέσης Ανατολής.


Ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός, ο ανταγωνισμός μεταξύ των κυρίαρχων τάξεων των δύο χωρών που, αν και οι δύο υπήρξαν πειθαρχημένα μέλη του ΝΑΤΟ, συγκρούονται για την ανάδειξη στο ρόλο του «βασικού χωροφύλακα», στο ρόλο του κυρίαρχου στην περιοχή «υπο-ιμπεριαλισμού», έχει μακρά ιστορία.

Στους πέντε μεγάλους πολέμους που υπήρξαν μεταξύ τους μέχρι σήμερα (στον πόλεμο της ανεξαρτησίας, στους δύο Βαλκανικούς και στους δύο Παγκόσμιους), το ελληνικό κράτος βρέθηκε στην πλευρά των νικητών, συμμαχώντας με τις δυτικές Μεγάλες Δυνάμεις. Εξαίρεση αποτελεί το 1897, οπότε οι δύο χώρες συγκρούστηκαν «από μόνες τους», και η γρήγορη ήττα απώθησε τη σύγκρουση αυτή στην ελληνική «εθνική μνήμη», χαρακτηρίζοντάς την ως «πόλεμο της ντροπής»...

Τα ελληνοτουρκικά σήμερα μπαίνουν ξανά σε επικίνδυνη κρίση. Οι δύο κυβερνήσεις, προσπαθώντας να συσπειρώσουν την κοινή γνώμη στο εσωτερικό, αλλά και να προσελκύσουν σύμμαχες δυνάμεις διεθνώς, επιδίδονται σε ένα (κατά το «Βήμα») «αδυσώπητο blame game», σε μια κόντρα καταλογισμού της ευθύνης στην άλλη πλευρά, που εύκολα μπορεί να τεθεί εκτός ελέγχου. Αυτό ήταν, άλλωστε, το σενάριο του ηλίθιου πολέμου στα 1897: η απώλεια του ελέγχου στις εσωτερικές αντιδράσεις έδωσε την πρωτοβουλία σε ανερμάτιστους τυχοδιώκτες, που οδήγησαν σε «θερμή» καταστροφή.

Τέτοια σημάδια είναι ορατά σήμερα στην Τουρκία. Το καθεστώς Ερντογάν, προσπαθώντας να σταθεροποιηθεί ύστερα από τρεις απόπειρες φιλοδυτικού-φιλοαμερικανικού πραξικοπήματος, παίζει το χαρτί του εθνικισμού. Επιτίθεται στους Κούρδους και στην Αριστερά και δηλώνει ότι δεν θα δεχθεί «υποβάθμιση της Τουρκίας», κυρίως στις μεγάλες ανακατατάξεις που κυοφορούνται στην περιοχή των νοτίων συνόρων της, στο Ιράκ και στη Συρία.

Όμως αντίστοιχα σημάδια είναι ορατά και στους χειρισμούς της ελληνικής κυβέρνησης. Που συνεχίζει την πολιτική Σαμαρά για τον διπλωματικοστρατιωτικό «άξονα» με το κράτος του Ισραήλ και τους δικτάτορες της Αιγύπτου. Που έχει ως υπουργό Εθνικής Άμυνας τον Καμμένο, που έχει προτείνει τη δημιουργία της νέας μεγάλης νατοϊκής βάσης στην Κάρπαθο. Που έχει ως υπουργό Εξωτερικών τον Νίκο Κοτζιά, που κατά τον ακραιφνή δεξιό Φαήλο Κρανιδιώτη θα ήταν «ο πιο κατάλληλος» για υπ. Εξ. στην κυβέρνηση Σαμαρά. Και για να μην ξεχνιόμαστε, η νατοϊκή αρμάδα εξακολουθεί να περιοδεύει στο Αιγαίο, μετά την επιμονή της κυβέρνησης Τσίπρα, ενώ η τουρκική κυβέρνηση έχει δηλώσει επισήμως ότι δεν βλέπει πλέον κανένα λόγο που να δικαιολογεί την παρουσία της.

Απέναντι σε αυτήν την επικίνδυνη κλιμάκωση, η Αριστερά οφείλει να επαγρυπνεί, θυμίζοντας ότι το αγαθό της ειρήνης είναι μείζων κατάκτηση, και να καταγγέλλει τις «τρέλες» διολίσθησης προς θερμό επεισόδιο ή ακόμα και σύγκρουση, ενώ ανάμεσά τους οφείλει ασφαλώς να ξεχωρίζει την τρέλα των εξοπλισμών.

Λοζάνη

Κατά τη διήμερη επίσκεψή του στην Αθήνα, ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάγερ, δήλωσε ότι «η ισχύς της συμφωνίας της Λοζάνης είναι αδιαμφισβήτητη». Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ψήφισε το πάγωμα των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας. Η Μέρκελ και άλλοι «αξιωματούχοι» της ΕΕ προειδοποιούν (κατά το «Βήμα») «τον Ερντογάν ότι η συνέχιση των αθρόων διώξεων (σ.σ. των φιλοδυτικών αξιωματούχων στην Τουρκία, γιατί μόνο γι’ αυτούς ενδιαφέρονται η ΕΕ και οι ΗΠΑ...) θα καταστήσει την κατάρρευση των σχέσεων αναπόφευκτη...».

Αυτά τα παραδείγματα, σταχυολογώντας μόνο από τις ειδήσεις της τελευταίας εβδομάδας, καταρρίπτουν το μύθο ότι οι δυτικοί «στηρίζουν μονίμως την τουρκική επιθετικότητα». Έναν μύθο που διαμορφώθηκε στα χρόνια της Μεταπολίτευσης για να διευκολύνει την πολιτική εξοπλισμών (το διαβόητο δόγμα «θα γίνουμε αστακοί», που υπηρετήθηκε τόσο από τη ΝΔ όσο και από το ΠΑΣΟΚ...), αλλά και για να συσκοτίζει τις ευθύνες του ελληνικού αστισμού για το πραξικόπημα και την επακόλουθη τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το 1974.

Όμως αυτά τα παραδείγματα αναδεικνύουν και τη θηριώδη υποκρισία των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και θεσμών. Η συνθήκη της Λοζάνης επιβλήθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις, μοιράζοντας σε Άγγλους, Γάλλους και Ιταλούς μεγάλα τμήματα της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στα νότια της σημερινής Τουρκίας. Ο Σταϊνμάγερ, όταν δηλώνει ότι «η ισχύς της συνθήκης είναι αδιαμφισβήτητη», απλώς ψεύδεται. Διότι σήμερα οι Μεγάλες Δυνάμεις αναθεωρούν τη συνθήκη, «ξαναγράφοντας» τα σύνορα του Ιράκ και της Συρίας, προκαλώντας μείζονες ανακατατάξεις (πιθανότητα κουρδικού κράτους, καθεστώς Μοσούλης κ.λπ.).

Οι δηλώσεις Ερντογάν για τα «σύνορα της καρδιάς του» και οι προειδοποιήσεις ότι η Τουρκία δεν θα μείνει απαθής σε ένα «ξαναμοίρασμα» επιρροής και εδαφών στη Μέση Ανατολή, αναφέρονται ακριβώς σε αυτό. Είναι η (κατά τον Ευάγγελο Βενιζέλο) «προληπτική επιθετικότητα» του Ερντογάν, που αποσκοπεί στο να αποκρούσει (κατά το «Βήμα») «πλήγματα στην εδαφική ακεραιότητα της χώρας του, από τον «αναδασμό» στο μαλακό νότιο υπογάστριό της, από τις συγκρούσεις σε Συρία και Ιράκ που καλύπτονται από τη συνθήκη της Λοζάνης». Αυτή η πολιτική του Ερντογάν δεν περιορίζεται σε φράσεις. Στην πραγματικότητα η Τουρκία έχει αναθεωρήσει το «πολεμικό δόγμα» της και έχει αναδιατάξει τις ένοπλες δυνάμεις της. Σύμφωνα, ξανά, με την πέραν πάσης αμφιβολίας για φιλοτουρκισμό εφημερίδα «Το Βήμα», η Τουρκία έχει υποχρεωθεί «να μετακινήσει πολύ μεγάλο όγκο στρατευμάτων και πυρός από τα δυτικά παράλια έναντι της Ελλάδος, στο νότιο μέτωπο. Αυτή η κατάσταση δεν πρόκειται να μεταβληθεί για το προσεχές διάστημα».

Αυτοί είναι οι πραγματικοί λόγοι που εξηγούν γιατί στα χρόνια της ελληνικής κοινωνικοοικονομικής κρίσης το καθεστώς Ερντογάν απέφυγε να δει αυτήν την κρίση ως ευκαιρία και απείχε από μείζονες προκλήσεις. Αντίθετα, το «παιχνίδι» με την απειλή θερμού επεισοδίου στο Αιγαίο υπήρξε τακτικό ενδεχόμενο των φιλοπραξικοπηματικών δυνάμεων, τόσο στην περίπτωση της «επιχείρησης Βαριοπούλα» όσο και των χουνταίων του 2016...

Όμως αυτό είναι δυνατόν να αλλάξει. Γιατί η συνθήκη της Λοζάνης ρύθμιζε, επίσης, την κυριαρχία στο Αιγαίο, αλλά με συγκεκριμένο τρόπο (απαγόρευση στρατιωτικοποίησης ανατολικού Αιγαίου, καθεστώς ελεύθερης ναυσιπλοΐας, κυριαρχία μόνον επί των νησιών που αναφέρονται ονομαστικά στη συνθήκη...).

Μια πολιτική μονομερούς αναθεώρησης της Λοζάνης, στην κατεύθυνση της μετατροπής του Αιγαίου σε «κλειστή ελληνική λίμνη» (όπως επιχειρούν όλες οι κυβερνήσεις των τελευταίων 30 χρόνων), είναι σίγουρο ότι θα προκαλέσει τις αντιδράσεις της Τουρκίας. Για την ώρα, αυτό το θέμα σηκώνεται περισσότερο από την «κεμαλική» φιλοδυτική αντιπολίτευση στον Ερντογάν, που προσπαθεί να κλείσει το ρήγμα του καθεστώτος με τους δυτικούς και να πλειοδοτήσει σε εθνικισμό απέναντι στον Ερντογάν (δηλώσεις για 18 νησιά κ.ο.κ.). Όμως κανείς δεν μπορεί να στοιχηματίσει για το πόσο αυτό θα συνεχιστεί, κυρίως όταν ανοίγει το Κυπριακό...

Κύπρος

Η επιδείνωση των σχέσεων της Τουρκίας με τους δυτικούς ιμπεριαλιστές σε συνδυασμό με τα σχέδια αξιοποίησης των υδρογονανθράκων της ανατολικής Μεσογείου με κέντρο τον «πόλο» Ισραήλ-Κύπρος-Ελλάδα-Αίγυπτος, έχουν δημιουργήσει μια νέα βάση στην επαναδιαπραγμάτευση του Κυπριακού.

Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αποσκοπούν στον πλήρη έλεγχο της Κύπρου, ως στρατιωτικού ορμητηρίου για τη Μέση Ανατολή, αλλά και ως σταθερής «εξέδρας» για την αξιοποίηση των υδρογονανθράκων, την εκμετάλλευση των οποίων έχουν ήδη αναλάβει οι θηριώδεις δυτικές εταιρείες, με «συντονιστή» του κονσόρτσιουμ τη Noble Energy, του «γερακιού» των ΗΠΑ Ντικ Τσέινι. Γι’ αυτό κάθε καχυποψία απέναντι στα «σχέδια» που θα παρουσιάσουν είναι απολύτως νόμιμη.

Όμως, προσπαθώντας να προσελκύσουν την υποστήριξη των ιμπεριαλιστών, οι τοπικές δυνάμεις μπλέκονται σε έναν επικίνδυνο χορό εναλλαγής διαπραγματεύσεων και απειλών, που θυμίζει το χορό των σκορπιών.

Η ελλαδική και η ελληνοκυπριακή πλευρά στηρίζονται στο γεγονός ότι ο κοινωνικοοικονομικός συσχετισμός δύναμης μεταξύ των δύο κοινοτήτων στο νησί είναι εξαιρετικά σαφής. Αν πετύχουν την αποχώρηση του τουρκικού στρατού κατοχής (έστω και με χρονοδιάγραμμα) και την αλλαγή των εγγυητικών συμφωνιών του ’60, θα έχουν πετύχει διά της διπλωματίας την αντιστροφή των αποτελεσμάτων του πολέμου του 1974. Γι’ αυτό αποδέχονται την προοπτική της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας (ΔΔΟ), υπό τους όρους που ήδη διατυπώθηκαν από τον Ν. Κοτζιά και επαναλήφθηκαν από τον Τσίπρα μπροστά στον Μπαράκ Ομπάμα.

Ταυτόχρονα, είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι η Τουρκία θα αποδεχθεί την αποχώρηση των στρατευμάτων της και την κατάργηση των εγγυήσεων, χωρίς να πάρει ανταλλάγματα που θα αφορούν, τουλάχιστον, «μερίδιο» στα σχέδια αξιοποίησης των υδρογονανθράκων και κατοχύρωση ναυτικού και οικονομικού ρόλου στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Το ναυάγιο της διαπραγμάτευσης αφήνει στην τουρκική πλευρά μια μονομερή δυνατότητα: την, όπως στην Κριμαία, προσάρτηση του Βορρά της Κύπρου στο τουρκικό κράτος. Και αυτό θα έπρεπε να το σκέφτονται καλύτερα όσοι απορρίπτουν, τάχα μου για λόγους αρχής, τη ΔΔΟ.

Το Κυπριακό γίνεται έτσι, ξανά, ένα πιθανό «φιτίλι» και μάλιστα σε μια εποχή που η ευρύτερη περιοχή φλέγεται. Για την Αριστερά και για όλες τις δυνάμεις της κοινωνικής αντίστασης, ο αποκλεισμός αυτής της προοπτικής πρέπει να γίνει προτεραιότητα. Η απαίτηση να μην υπάρξουν «θερμά» επεισόδια, η πάλη ενάντια σε όποιους (στην πραγματικότητα) προτείνουν ένοπλη σύρραξη, είναι για τον κόσμο μας απείρως σημαντικότερη από το α' ή β' ιστορικό ή γεωπολιτικό «επιχείρημα».

Εξοπλισμοί

Το τεστ της αλήθειας για τη στάση κάθε πολιτικής δύναμης στα ζητήματα αυτά είναι η θέση της απέναντι στους εξοπλισμούς.

Η Τουρκία βυθίζεται με γρήγορους ρυθμούς σε μια οικονομική κρίση που θα έχει τεράστιες πολιτικές συνέπειες. Παρ’ όλα αυτά, αποφάσισε να παραγγείλει μια νέα «φουρνιά» υπερσύγχρονων πολεμικών αεροσκαφών, που θα ανατρέψουν προς όφελός της την ισορροπία του τρόμου στην περιοχή. Οι ειδικοί επί των εξοπλισμών υπογραμμίζουν ότι ανάμεσα στην παραγγελία και την παράδοση αυτών των αεροπλάνων, πολλά μπορούν να συμβούν: αφενός, μεσολαβεί χρόνος (τουλάχιστον 3 χρόνια...), αφετέρου προϋποτίθεται η έγκριση των προμηθευτών, δηλαδή των ΗΠΑ...

Παρ’ όλα αυτά, ήδη άρχισε και στην Ελλάδα η σκυταλοδρομία της πολεμοκαπηλίας. Τα ΜΜΕ δημιουργούν το «κλίμα» για την έγκριση μιας νέας «αγοράς του αιώνα», παρόλο που η χώρα βρίσκεται στη δίνη της πιο βαθιάς οικονομικής κρίσης. Ο Λεβέντης (από τρελό κι από χαζό μαθαίνεις την αλήθεια...) έσπευσε να βγει μπροστά: να κόψουμε 200 ευρώ από κάθε συνταξιούχο για να αγοράσουμε τα αναγκαία αεροπλάνα! Δεν υπάρχει περιθώριο να πάρουμε στην πλάκα αυτήν την άποψη.

Γιατί, στην πραγματικότητα, έτσι έγιναν οι θηριώδεις εξοπλισμοί των τελευταίων δεκαετιών: τσακίζοντας τους μισθούς, διογκώνοντας το χρέος, υπονομεύοντας το ασφαλιστικό σύστημα. Στο ναδίρ που βρισκόμαστε σήμερα, δεν υπάρχει περιθώριο για να επιτρέψουμε ξανά τα ίδια λάθη.

Όμως, πέρα από το οικονομικό, οι εξοπλισμοί έχουν μια ακόμα επίπτωση: δένουν και τις δύο χώρες σταθερά στην ουρά του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ, τις κάνουν ομήρους στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, τις μετατρέπουν σε οργανισμούς εξαρτημένους από όλο και περισσότερους... εξοπλισμούς.

Αυτό το σπιράλ της κρίσης και της συμφοράς πρέπει να σπάσει. Και η μόνη δύναμη που μπορεί να αναλάβει αυτό το καθήκον είναι η Αριστερά. Που θα πρέπει να μην ξεχνά ότι στην περίοδο της Μεταπολίτευσης πλήρωσε ακριβά μια υποχωρητική στάση στα λεγόμενα «εθνικά» ζητήματα. Με την απώλεια εκατοντάδων στελεχών που χάθηκαν στην αποκομουνιστικοποίηση και κάποιων που πέρασαν απέναντι οριστικά.

*Αναδημοσίευση από την "Εργατική Αριστερά" που κυκλοφορεί
Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 14/06/2013 - 23:54