Ελληνοτουρκικά: μια επικίνδυνη κρίση​

Παρασκευή, 16/12/2016 - 17:13
Αντώνης Νταβανέλος*

Με φόντο την ιμπεριαλιστική επιθετικότητα και την αποσταθεροποίηση της ευρύτερης Μέσης Ανατολής.


Ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός, ο ανταγωνισμός μεταξύ των κυρίαρχων τάξεων των δύο χωρών που, αν και οι δύο υπήρξαν πειθαρχημένα μέλη του ΝΑΤΟ, συγκρούονται για την ανάδειξη στο ρόλο του «βασικού χωροφύλακα», στο ρόλο του κυρίαρχου στην περιοχή «υπο-ιμπεριαλισμού», έχει μακρά ιστορία.

Στους πέντε μεγάλους πολέμους που υπήρξαν μεταξύ τους μέχρι σήμερα (στον πόλεμο της ανεξαρτησίας, στους δύο Βαλκανικούς και στους δύο Παγκόσμιους), το ελληνικό κράτος βρέθηκε στην πλευρά των νικητών, συμμαχώντας με τις δυτικές Μεγάλες Δυνάμεις. Εξαίρεση αποτελεί το 1897, οπότε οι δύο χώρες συγκρούστηκαν «από μόνες τους», και η γρήγορη ήττα απώθησε τη σύγκρουση αυτή στην ελληνική «εθνική μνήμη», χαρακτηρίζοντάς την ως «πόλεμο της ντροπής»...

Τα ελληνοτουρκικά σήμερα μπαίνουν ξανά σε επικίνδυνη κρίση. Οι δύο κυβερνήσεις, προσπαθώντας να συσπειρώσουν την κοινή γνώμη στο εσωτερικό, αλλά και να προσελκύσουν σύμμαχες δυνάμεις διεθνώς, επιδίδονται σε ένα (κατά το «Βήμα») «αδυσώπητο blame game», σε μια κόντρα καταλογισμού της ευθύνης στην άλλη πλευρά, που εύκολα μπορεί να τεθεί εκτός ελέγχου. Αυτό ήταν, άλλωστε, το σενάριο του ηλίθιου πολέμου στα 1897: η απώλεια του ελέγχου στις εσωτερικές αντιδράσεις έδωσε την πρωτοβουλία σε ανερμάτιστους τυχοδιώκτες, που οδήγησαν σε «θερμή» καταστροφή.

Τέτοια σημάδια είναι ορατά σήμερα στην Τουρκία. Το καθεστώς Ερντογάν, προσπαθώντας να σταθεροποιηθεί ύστερα από τρεις απόπειρες φιλοδυτικού-φιλοαμερικανικού πραξικοπήματος, παίζει το χαρτί του εθνικισμού. Επιτίθεται στους Κούρδους και στην Αριστερά και δηλώνει ότι δεν θα δεχθεί «υποβάθμιση της Τουρκίας», κυρίως στις μεγάλες ανακατατάξεις που κυοφορούνται στην περιοχή των νοτίων συνόρων της, στο Ιράκ και στη Συρία.

Όμως αντίστοιχα σημάδια είναι ορατά και στους χειρισμούς της ελληνικής κυβέρνησης. Που συνεχίζει την πολιτική Σαμαρά για τον διπλωματικοστρατιωτικό «άξονα» με το κράτος του Ισραήλ και τους δικτάτορες της Αιγύπτου. Που έχει ως υπουργό Εθνικής Άμυνας τον Καμμένο, που έχει προτείνει τη δημιουργία της νέας μεγάλης νατοϊκής βάσης στην Κάρπαθο. Που έχει ως υπουργό Εξωτερικών τον Νίκο Κοτζιά, που κατά τον ακραιφνή δεξιό Φαήλο Κρανιδιώτη θα ήταν «ο πιο κατάλληλος» για υπ. Εξ. στην κυβέρνηση Σαμαρά. Και για να μην ξεχνιόμαστε, η νατοϊκή αρμάδα εξακολουθεί να περιοδεύει στο Αιγαίο, μετά την επιμονή της κυβέρνησης Τσίπρα, ενώ η τουρκική κυβέρνηση έχει δηλώσει επισήμως ότι δεν βλέπει πλέον κανένα λόγο που να δικαιολογεί την παρουσία της.

Απέναντι σε αυτήν την επικίνδυνη κλιμάκωση, η Αριστερά οφείλει να επαγρυπνεί, θυμίζοντας ότι το αγαθό της ειρήνης είναι μείζων κατάκτηση, και να καταγγέλλει τις «τρέλες» διολίσθησης προς θερμό επεισόδιο ή ακόμα και σύγκρουση, ενώ ανάμεσά τους οφείλει ασφαλώς να ξεχωρίζει την τρέλα των εξοπλισμών.

Λοζάνη

Κατά τη διήμερη επίσκεψή του στην Αθήνα, ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, Φρανκ Βάλτερ Σταϊνμάγερ, δήλωσε ότι «η ισχύς της συμφωνίας της Λοζάνης είναι αδιαμφισβήτητη». Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ψήφισε το πάγωμα των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας. Η Μέρκελ και άλλοι «αξιωματούχοι» της ΕΕ προειδοποιούν (κατά το «Βήμα») «τον Ερντογάν ότι η συνέχιση των αθρόων διώξεων (σ.σ. των φιλοδυτικών αξιωματούχων στην Τουρκία, γιατί μόνο γι’ αυτούς ενδιαφέρονται η ΕΕ και οι ΗΠΑ...) θα καταστήσει την κατάρρευση των σχέσεων αναπόφευκτη...».

Αυτά τα παραδείγματα, σταχυολογώντας μόνο από τις ειδήσεις της τελευταίας εβδομάδας, καταρρίπτουν το μύθο ότι οι δυτικοί «στηρίζουν μονίμως την τουρκική επιθετικότητα». Έναν μύθο που διαμορφώθηκε στα χρόνια της Μεταπολίτευσης για να διευκολύνει την πολιτική εξοπλισμών (το διαβόητο δόγμα «θα γίνουμε αστακοί», που υπηρετήθηκε τόσο από τη ΝΔ όσο και από το ΠΑΣΟΚ...), αλλά και για να συσκοτίζει τις ευθύνες του ελληνικού αστισμού για το πραξικόπημα και την επακόλουθη τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το 1974.

Όμως αυτά τα παραδείγματα αναδεικνύουν και τη θηριώδη υποκρισία των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και θεσμών. Η συνθήκη της Λοζάνης επιβλήθηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις, μοιράζοντας σε Άγγλους, Γάλλους και Ιταλούς μεγάλα τμήματα της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στα νότια της σημερινής Τουρκίας. Ο Σταϊνμάγερ, όταν δηλώνει ότι «η ισχύς της συνθήκης είναι αδιαμφισβήτητη», απλώς ψεύδεται. Διότι σήμερα οι Μεγάλες Δυνάμεις αναθεωρούν τη συνθήκη, «ξαναγράφοντας» τα σύνορα του Ιράκ και της Συρίας, προκαλώντας μείζονες ανακατατάξεις (πιθανότητα κουρδικού κράτους, καθεστώς Μοσούλης κ.λπ.).

Οι δηλώσεις Ερντογάν για τα «σύνορα της καρδιάς του» και οι προειδοποιήσεις ότι η Τουρκία δεν θα μείνει απαθής σε ένα «ξαναμοίρασμα» επιρροής και εδαφών στη Μέση Ανατολή, αναφέρονται ακριβώς σε αυτό. Είναι η (κατά τον Ευάγγελο Βενιζέλο) «προληπτική επιθετικότητα» του Ερντογάν, που αποσκοπεί στο να αποκρούσει (κατά το «Βήμα») «πλήγματα στην εδαφική ακεραιότητα της χώρας του, από τον «αναδασμό» στο μαλακό νότιο υπογάστριό της, από τις συγκρούσεις σε Συρία και Ιράκ που καλύπτονται από τη συνθήκη της Λοζάνης». Αυτή η πολιτική του Ερντογάν δεν περιορίζεται σε φράσεις. Στην πραγματικότητα η Τουρκία έχει αναθεωρήσει το «πολεμικό δόγμα» της και έχει αναδιατάξει τις ένοπλες δυνάμεις της. Σύμφωνα, ξανά, με την πέραν πάσης αμφιβολίας για φιλοτουρκισμό εφημερίδα «Το Βήμα», η Τουρκία έχει υποχρεωθεί «να μετακινήσει πολύ μεγάλο όγκο στρατευμάτων και πυρός από τα δυτικά παράλια έναντι της Ελλάδος, στο νότιο μέτωπο. Αυτή η κατάσταση δεν πρόκειται να μεταβληθεί για το προσεχές διάστημα».

Αυτοί είναι οι πραγματικοί λόγοι που εξηγούν γιατί στα χρόνια της ελληνικής κοινωνικοοικονομικής κρίσης το καθεστώς Ερντογάν απέφυγε να δει αυτήν την κρίση ως ευκαιρία και απείχε από μείζονες προκλήσεις. Αντίθετα, το «παιχνίδι» με την απειλή θερμού επεισοδίου στο Αιγαίο υπήρξε τακτικό ενδεχόμενο των φιλοπραξικοπηματικών δυνάμεων, τόσο στην περίπτωση της «επιχείρησης Βαριοπούλα» όσο και των χουνταίων του 2016...

Όμως αυτό είναι δυνατόν να αλλάξει. Γιατί η συνθήκη της Λοζάνης ρύθμιζε, επίσης, την κυριαρχία στο Αιγαίο, αλλά με συγκεκριμένο τρόπο (απαγόρευση στρατιωτικοποίησης ανατολικού Αιγαίου, καθεστώς ελεύθερης ναυσιπλοΐας, κυριαρχία μόνον επί των νησιών που αναφέρονται ονομαστικά στη συνθήκη...).

Μια πολιτική μονομερούς αναθεώρησης της Λοζάνης, στην κατεύθυνση της μετατροπής του Αιγαίου σε «κλειστή ελληνική λίμνη» (όπως επιχειρούν όλες οι κυβερνήσεις των τελευταίων 30 χρόνων), είναι σίγουρο ότι θα προκαλέσει τις αντιδράσεις της Τουρκίας. Για την ώρα, αυτό το θέμα σηκώνεται περισσότερο από την «κεμαλική» φιλοδυτική αντιπολίτευση στον Ερντογάν, που προσπαθεί να κλείσει το ρήγμα του καθεστώτος με τους δυτικούς και να πλειοδοτήσει σε εθνικισμό απέναντι στον Ερντογάν (δηλώσεις για 18 νησιά κ.ο.κ.). Όμως κανείς δεν μπορεί να στοιχηματίσει για το πόσο αυτό θα συνεχιστεί, κυρίως όταν ανοίγει το Κυπριακό...

Κύπρος

Η επιδείνωση των σχέσεων της Τουρκίας με τους δυτικούς ιμπεριαλιστές σε συνδυασμό με τα σχέδια αξιοποίησης των υδρογονανθράκων της ανατολικής Μεσογείου με κέντρο τον «πόλο» Ισραήλ-Κύπρος-Ελλάδα-Αίγυπτος, έχουν δημιουργήσει μια νέα βάση στην επαναδιαπραγμάτευση του Κυπριακού.

Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αποσκοπούν στον πλήρη έλεγχο της Κύπρου, ως στρατιωτικού ορμητηρίου για τη Μέση Ανατολή, αλλά και ως σταθερής «εξέδρας» για την αξιοποίηση των υδρογονανθράκων, την εκμετάλλευση των οποίων έχουν ήδη αναλάβει οι θηριώδεις δυτικές εταιρείες, με «συντονιστή» του κονσόρτσιουμ τη Noble Energy, του «γερακιού» των ΗΠΑ Ντικ Τσέινι. Γι’ αυτό κάθε καχυποψία απέναντι στα «σχέδια» που θα παρουσιάσουν είναι απολύτως νόμιμη.

Όμως, προσπαθώντας να προσελκύσουν την υποστήριξη των ιμπεριαλιστών, οι τοπικές δυνάμεις μπλέκονται σε έναν επικίνδυνο χορό εναλλαγής διαπραγματεύσεων και απειλών, που θυμίζει το χορό των σκορπιών.

Η ελλαδική και η ελληνοκυπριακή πλευρά στηρίζονται στο γεγονός ότι ο κοινωνικοοικονομικός συσχετισμός δύναμης μεταξύ των δύο κοινοτήτων στο νησί είναι εξαιρετικά σαφής. Αν πετύχουν την αποχώρηση του τουρκικού στρατού κατοχής (έστω και με χρονοδιάγραμμα) και την αλλαγή των εγγυητικών συμφωνιών του ’60, θα έχουν πετύχει διά της διπλωματίας την αντιστροφή των αποτελεσμάτων του πολέμου του 1974. Γι’ αυτό αποδέχονται την προοπτική της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας (ΔΔΟ), υπό τους όρους που ήδη διατυπώθηκαν από τον Ν. Κοτζιά και επαναλήφθηκαν από τον Τσίπρα μπροστά στον Μπαράκ Ομπάμα.

Ταυτόχρονα, είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι η Τουρκία θα αποδεχθεί την αποχώρηση των στρατευμάτων της και την κατάργηση των εγγυήσεων, χωρίς να πάρει ανταλλάγματα που θα αφορούν, τουλάχιστον, «μερίδιο» στα σχέδια αξιοποίησης των υδρογονανθράκων και κατοχύρωση ναυτικού και οικονομικού ρόλου στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Το ναυάγιο της διαπραγμάτευσης αφήνει στην τουρκική πλευρά μια μονομερή δυνατότητα: την, όπως στην Κριμαία, προσάρτηση του Βορρά της Κύπρου στο τουρκικό κράτος. Και αυτό θα έπρεπε να το σκέφτονται καλύτερα όσοι απορρίπτουν, τάχα μου για λόγους αρχής, τη ΔΔΟ.

Το Κυπριακό γίνεται έτσι, ξανά, ένα πιθανό «φιτίλι» και μάλιστα σε μια εποχή που η ευρύτερη περιοχή φλέγεται. Για την Αριστερά και για όλες τις δυνάμεις της κοινωνικής αντίστασης, ο αποκλεισμός αυτής της προοπτικής πρέπει να γίνει προτεραιότητα. Η απαίτηση να μην υπάρξουν «θερμά» επεισόδια, η πάλη ενάντια σε όποιους (στην πραγματικότητα) προτείνουν ένοπλη σύρραξη, είναι για τον κόσμο μας απείρως σημαντικότερη από το α' ή β' ιστορικό ή γεωπολιτικό «επιχείρημα».

Εξοπλισμοί

Το τεστ της αλήθειας για τη στάση κάθε πολιτικής δύναμης στα ζητήματα αυτά είναι η θέση της απέναντι στους εξοπλισμούς.

Η Τουρκία βυθίζεται με γρήγορους ρυθμούς σε μια οικονομική κρίση που θα έχει τεράστιες πολιτικές συνέπειες. Παρ’ όλα αυτά, αποφάσισε να παραγγείλει μια νέα «φουρνιά» υπερσύγχρονων πολεμικών αεροσκαφών, που θα ανατρέψουν προς όφελός της την ισορροπία του τρόμου στην περιοχή. Οι ειδικοί επί των εξοπλισμών υπογραμμίζουν ότι ανάμεσα στην παραγγελία και την παράδοση αυτών των αεροπλάνων, πολλά μπορούν να συμβούν: αφενός, μεσολαβεί χρόνος (τουλάχιστον 3 χρόνια...), αφετέρου προϋποτίθεται η έγκριση των προμηθευτών, δηλαδή των ΗΠΑ...

Παρ’ όλα αυτά, ήδη άρχισε και στην Ελλάδα η σκυταλοδρομία της πολεμοκαπηλίας. Τα ΜΜΕ δημιουργούν το «κλίμα» για την έγκριση μιας νέας «αγοράς του αιώνα», παρόλο που η χώρα βρίσκεται στη δίνη της πιο βαθιάς οικονομικής κρίσης. Ο Λεβέντης (από τρελό κι από χαζό μαθαίνεις την αλήθεια...) έσπευσε να βγει μπροστά: να κόψουμε 200 ευρώ από κάθε συνταξιούχο για να αγοράσουμε τα αναγκαία αεροπλάνα! Δεν υπάρχει περιθώριο να πάρουμε στην πλάκα αυτήν την άποψη.

Γιατί, στην πραγματικότητα, έτσι έγιναν οι θηριώδεις εξοπλισμοί των τελευταίων δεκαετιών: τσακίζοντας τους μισθούς, διογκώνοντας το χρέος, υπονομεύοντας το ασφαλιστικό σύστημα. Στο ναδίρ που βρισκόμαστε σήμερα, δεν υπάρχει περιθώριο για να επιτρέψουμε ξανά τα ίδια λάθη.

Όμως, πέρα από το οικονομικό, οι εξοπλισμοί έχουν μια ακόμα επίπτωση: δένουν και τις δύο χώρες σταθερά στην ουρά του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ, τις κάνουν ομήρους στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, τις μετατρέπουν σε οργανισμούς εξαρτημένους από όλο και περισσότερους... εξοπλισμούς.

Αυτό το σπιράλ της κρίσης και της συμφοράς πρέπει να σπάσει. Και η μόνη δύναμη που μπορεί να αναλάβει αυτό το καθήκον είναι η Αριστερά. Που θα πρέπει να μην ξεχνά ότι στην περίοδο της Μεταπολίτευσης πλήρωσε ακριβά μια υποχωρητική στάση στα λεγόμενα «εθνικά» ζητήματα. Με την απώλεια εκατοντάδων στελεχών που χάθηκαν στην αποκομουνιστικοποίηση και κάποιων που πέρασαν απέναντι οριστικά.

*Αναδημοσίευση από την "Εργατική Αριστερά" που κυκλοφορεί

Δεκαπέντε χρόνια από τη Γένοβα: Όταν το παλιό σαπίζει και το καινούργιο αργεί να γεννηθεί...

Πέμπτη, 21/07/2016 - 15:01
Αντώνης Νταβανέλος

Δεκαπέντε χρόνια πριν, στις 20-21 Ιούλη 2001, ζήσαμε μια μεγάλη «στιγμή» του κινήματος.
Τη διεθνή διαδήλωση στη Γένοβα ενάντια στη Σύνοδο των G8.

Ήταν μια κορύφωση του κινήματος ενάντια στη νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, αλλά και ταυτόχρονα ένα σημείο καμπής που θα άλλαζε αισθητά το κίνημα και τη ριζοσπαστική Αριστερά, τουλάχιστον στην Ευρώπη.

Στις αρχές του 21ου αιώνα κυριαρχούσε ένα κλίμα άκρατης αισιοδοξίας των καπιταλιστών παγκόσμια. Το συμπύκνωνε η φράση του Φουκουγιάμα για το «τέλος της Ιστορίας», που δήλωνε ότι η κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ στα 1989 είχε σημάνει τον οριστικό πλέον θρίαμβο του καπιταλισμού, την ανάδειξη αυτού του σάπιου συστήματος σε ανώτατη –και αξεπέραστη– βαθμίδα της κοινωνικής εξέλιξης.

Είχαν προηγηθεί οι «άγριες» δεκαετίες του 1980-1990, όπου με την καθοδήγηση των Ρήγκαν-Θάτσερ ο νεοφιλελευθερισμός κάλπαζε διεθνώς. Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα «μπουμ» στην ιστορία του καπιταλισμού, στην πραγματικότητα το δεύτερο σε ισχύ και διάρκεια μετά τα «χρυσά» χρόνια του 1950-1960. Σε αυτή την περίοδο πραγματοποιήθηκε μια πρωτοφανής επέκταση της καπιταλιστικής κυριαρχίας: α) στο εσωτερικό των χωρών του «κέντρου» του συστήματος, όπου πλέον ανατρέπονταν βασικές κατακτήσεις του εργατικού κινήματος και ενισχυόταν η εξουσία των «αγορών» και β) στην «περιφέρεια», όπου ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός εξαπλωνόταν ταχύτατα στην Ανατολική Ευρώπη, στην Ασία, στη Λατινική Αμερική κ.ο.κ. Αυτό ήταν η «παγκοσμιοποίηση».

Σε πείσμα των μεταμοντέρνων αναλύσεων που είχαν σπεύσει παράλληλα να κηρύξουν το «τέλος του εργατικού κινήματος», η πρώτη βαθιά ρωγμή σε αυτό το κλίμα, που χαρακτήριζε ως μάταια κάθε απόπειρα αντίστασης, ήρθε με τον πιο «παραδοσιακό» τρόπο: με το μεγάλο απεργιακό ξέσπασμα των εργατών στη Γαλλία στα τέλη της δεκαετίας του ’90, που άνοιξαν μια νέα σελίδα για τις προοπτικές του κινήματος «από τα κάτω». Ταυτόχρονα, η πολεμική κραυγή τους, το σύνθημα «Tous Ensemble!» (Όλοι Μαζί!), ήταν μια αυθόρμητη και ενστικτώδης επιστροφή στην παράδοση του Ενιαίου Μετώπου, που έμελε να αποτελέσει τη βάση για τη μέθοδο των σκληρών αγώνων που ακολούθησαν.

Την σκυτάλη πήρε η Λατινική Αμερική. Οι αγώνες των ιθαγενών, η πάλη ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις του νερού και των δασών, η πάλη των ακτημόνων, οι αγώνες για συνδικάτο στα κολασμένα maquilas (τα αγροκτήματα-εργοστάσια στα σύνορα Μεξικού-ΗΠΑ), η ανασύνταξη της μαζικής Αριστεράς κ.ο.κ. Στην Ευρώπη, οι ενωτικές προσπάθειες με τις «ευρωπορείες» φαίνονταν να παραμένουν απομονωμένες...

Το «σύνθημα» για την κλιμάκωση ήρθε με το Σιάτλ, στα 1999. Στηρίχθηκε σε μια ενότητα στη δράση, που έμοιαζε να βγαίνει από τις καλύτερες σελίδες των παραδόσεων της ένδοξης εποχής του 1960: από τη μια ήταν τα «χελωνόπαιδα», οι ακτιβιστές των «νέων κινημάτων» ενάντια στην καταπίεση και την οικολογική καταστροφή, και δίπλα τους ήταν οι «φορτηγατζήδες», οι teamsters, τα συνδικαλισμένα τμήματα των εργατών, που κατόρθωναν να σπάνε –έστω και προσωρινά– τον έλεγχο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Η σύγκρουσή τους με την πολιτική «μηδενικής ανοχής», που είχε ήδη εγκατασταθεί στις ΗΠΑ, προκάλεσε παγκόσμια αίσθηση. Ήταν φανερό ότι πρότειναν έναν «άλλο δρόμο».

Σε αυτή τη βάση συγκροτήθηκε το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ. Μια προσπάθεια συντονισμού στη δράση μεταξύ οργανώσεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς, μαχητικών συνδικάτων, οργανώσεων κοινωνικής αντίστασης, ριζοσπαστικών ΜΚΟ, ακόμη και ριζοσπαστικών συλλογικοτήτων θρησκευόμενων ανθρώπων.

Ο στόχος ήταν να ενοποιηθεί ο αγώνας ενάντια στην παγκοσμιοποιημένη λιτότητα με την αντίσταση στις πολλαπλές μορφές καταπίεσης, με την πάλη ενάντια στον πόλεμο και τον ιμπεριαλισμό.  

Το «μήνυμα» έπρεπε να περάσει στην Ευρώπη. Η πρώτη απόπειρα με τη διεθνή διαδήλωση στην Πράγα ήταν αποτυχημένη. Κανείς δεν είχε συνειδητοποιήσει το μέγεθος της κοινωνικοπολιτικής καταστροφής που είχε δημιουργήσει στην Ανατολική Ευρώπη η κατάρρευση του σταλινισμού. Όμως η επόμενη σύνοδος των G8, αυτής της Κεντρικής Επιτροπής της «παγκοσμιοποίησης», είχε οριστεί στη Γένοβα, στην Ιταλία, στη «μητέρα-πατρίδα» του ριζοσπαστισμού στην Ευρώπη μετά το 1968.

Ήταν φανερό ότι η πρόκληση έπρεπε να απαντηθεί. Και αυτό έγινε υπόθεση ενός πλατιού και εξαιρετικής ποιότητας τμήματος του κινήματος, της Αριστεράς και του αναρχισμού.

Γένοβα

Στο μεταξύ στην Ιταλία η κεντροαριστερά είχε ήδη παραδώσει την κυβερνητική εξουσία στον Μπερλουσκόνι. Αντιπρόεδρος στην κυβέρνηση ήταν ο Φίνι, ένας «ξεπλυμένος» νεοφασίστας. Ήταν φανερό ότι θα αντιμετωπίζαμε πολιτική «μηδενικής ανοχής». Κανείς όμως δεν είχε καθαρή εικόνα για τη διάσταση της γυμνής κρατικής βίας που έμελλε να εξαπολυθεί.

Στην προετοιμασία για τη Γένοβα συγκροτήσαμε την «Ελληνική Επιτροπή», το σχήμα πρόδρομο του «Ελληνικού Κοινωνικού Φόρουμ», με το φάσμα των δυνάμεων που αργότερα συγκρότησαν τον ΣΥΡΙΖΑ. Το ΣΕΚ συγκρότησε τη «δική του» Επιτροπή, ένα τμήμα των αναρχικών συνταξίδεψε μαζί μας για να ενταχθεί εκεί –κυρίως– στις δράσεις του Μαύρου Μπλοκ, το ΚΚΕ έστειλε μια περιορισμένη «αντιπροσωπεία», ενώ οι υπόλοιποι απλώς υποτίμησαν το γεγονός.

Το μπλοκ της Ελληνικής Επιτροπής, με μια δύναμη περίπου 1.800 διαδηλωτών, κατέλυσε στο γήπεδο της Via de Ciclamini. Αποφασίσαμε να διαδηλώσουμε την Παρασκευή 20 Ιούλη, στο πιο «καυτό» σημείο της Γένοβας, στο σταθμό Μπρίνιολε, όπου οι Ya Basta, η νεολαία της Κομουνιστικής Επανίδρυσης, η LCR και άλλες οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς είχαν δηλώσει ότι θα επιχειρήσουν να σπάσουν την «κόκκινη ζώνη» στη Via Tolemaide.

Άλλοι (μεταξύ τους η «κομματική» αντιπροσωπεία του ΣΥΝ, το ΚΚΕ, η IST και το ΣΕΚ) αποφάσισαν να ακολουθήσουν το «ροζ κορδόνι», που θα απέφευγε τη σύγκρουση. Τελικά, όταν κάποιοι επιχείρησαν να ταρακουνήσουν τα συρματοπλέγματα του αστυνομικού οδοφράγματος, δέχτηκαν και αυτοί την απάντηση των δακρυγόνων και των κανονιών νερού.

Το Μαύρο Μπλοκ ακολούθησε τη διαδήλωση των Cobas (της ομοσπονδίας των αυτόνομων «εργατιστών»), αλλά έσπασε από την αρχή τις συμφωνίες και επιχείρησε διάσπαρτες συγκρούσεις και «καταστροφές» συμβόλων, αποφεύγοντας όμως ένα συγκενρωμένο μέτωπο με τις δυνάμεις καταστολής.

Στο σταθμό Μπρίνιολε έγινε μια πραγματική κόλαση. Για πάνω από 4 ώρες ένα συμπαγές μπλοκ διαδηλωτών συγκρούστηκε με την αστυνομία, μέσα σε έναν καταιγισμό δακρυγόνων. Γύρω στις 5 το απόγευμα, στις λυσσαλέες συγκρούσεις στα στενά δρομάκια γύρω από το Μπρίνιολε, δολοφονήθηκε ο Κάρλο Τζουλιάνι, ένας νεαρός αγωνιστής των Κοινωνικών Κέντρων, του ρεύματος της «νέο-αυτονομίας», που κινιόταν πολιτικά μεταξύ του Ya Basta και του Μαύρου Μπλοκ. Ήταν η κορύφωση μιας δολοφονικής πρακτικής που είχε ήδη ως αποτέλεσμα εκατοντάδες τραυματίες και συλληφθέντες.




Οι εικόνες της μαζικής βίας κατά των διαδηλωτών και η είδηση του φόνου του Τζουλιάνι πάγωσαν την Ιταλία. Σε τέτοιες στιγμές ο ρόλος της οργανωμένης Αριστεράς είναι αναντικατάστατος. Ευτυχώς η Κομουνιστική Επανίδρυση άντεξε. Το κάλεσμά της (Όλοι στους δρόμους, όλοι στη Γένοβα!) κινητοποίησε μια λαοθάλασσα, με έντονη εργατική συμμετοχή, που παρουσίασε 300.000 διαδηλωτές το Σάββατο 21 Ιούλη στη Γένοβα. Ήταν η μεγαλύτερη διεθνής διαδήλωση στην ιστορία της ευρωπαϊκής Αριστεράς.

Όμως η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι, σε πλήρη συντονισμό με τους G8, είχε προαποφασίσει την πολιτική πυγμής. Χτύπησε τη διαδήλωση με τόνους δακρυγόνων και χημικών, που εξαπολύονταν από τους καραμπινιέρους και τα ελικόπτερα. Οι ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας πραγματοποίησαν κύματα εφόδων κατά των διαδηλωτών. Οι καραμπινιέροι εισέβαλαν στο σχολείο Ντίαζ και τσάκισαν κυριολεκτικά τους ακτιβιστές του Φόρουμ της Γένοβα. Στις φυλακές του Μπαλατζάνι, όπου οδηγήθηκαν όλοι οι συλληφθέντες, βασανίστηκαν άγρια από αξιωματικούς. Γι’ αυτά τα εγκλήματα καταδικάστηκαν αργότερα –αλλά πολύ αργότερα– πάνω από 100 στελέχη της αστυνομίας.

Μπροστά σε αυτή την πρόκληση, η Γένοβα επιβεβαίωσε τις αντιφασιστικές και «κόκκινες» παραδόσεις της. Ο πληθυσμός τάχθηκε αποφασιστικά με τους διαδηλωτές. Τα σπίτια άνοιξαν για να καλύψουν τους διωκόμενους, οι υπηρεσίες του Δήμου κινητοποιήθηκαν για τα πάντα, οι γιατροί και οι νοσοκόμες/οι ανέλαβαν υπηρεσία στα πεζοδρόμια, οι ταξιτζήδες κουβαλούσαν δωρεάν χαμένους ανθρώπους, η κραυγή «assasini» (δολοφόνοι) ακουγόταν παντού. Μόνο χάρη σε αυτή την αλληλεγγύη δεν υπήρξαν πολύ μεγαλύτερες απώλειες.

Μέσα από αυτή τη δοκιμασία, η Κομουνιστική Επανίδρυση βγήκε με ιδιαίτερα ενισχυμένο κύρος. Ο ηγέτης της, Φάουστο Μπερτινότι, κήρυξε μετά τη Γένοβα ότι «ο ρεφορμισμός πέθανε». Λίγα χρόνια μετά, ο Μπερτινότι θα μπει στην κεντροαριστερή κυβέρνηση Πρόντι και η Επανίδρυση θα οδηγηθεί σε διαλυτική κρίση. Ήταν μια προειδοποίηση που η αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ θα όφειλε να πάρει πολύ πιο σοβαρά υπόψη.

Στο μεταξύ, όμως, θα ακολουθούσαν άλλα, πολύ σοβαρά, γεγονότα.



Ιμπεριαλισμός, πόλεμος και κρίση

Στις 11 Σεπτέμβρη του 2001, η Αλ Κάιντα χτύπησε τους Δίδυμους Πύργους στη Ν. Υόρκη. Η απάντηση της Αμερικής του Τζ. Μπους ήταν τρομερή. Ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ανατολή, με το μοιραίο βήμα της εισβολής στο Ιράκ. Η Ευρώπη, με πρώτη τη Βρετανία του Τόνι Μπλερ, συμμετείχε πρόθυμα, με πρόσχημα την ανάγκη καταστροφής των όπλων μαζικής καταστροφής που, τάχα, κατείχε το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν.

Η έφοδος των δυτικών Μεγάλων Δυνάμεων στην Ανατολή άλλαξε πλήρως τους όρους της συζήτησης για την «παγκοσμιοποίηση». Όχι, η «παγκοσμιοποίηση» δεν είναι ένας, τάχα, «κοσμοπολιτισμός» του κεφαλαίου. Όχι, η παγκοσμιοποίηση δεν είναι η κυριαρχία ενός «πλέγματος» πολυεθνικών υπερ-εταιριών πάνω στα –υποτίθεται–  «ξεπερασμένα έθνη κράτη» (και πολύ περισσότερο δεν είναι η κυριαρχία των... Εβραίων τραπεζιτών και τοκογλύφων, όπως ισχυρίζονται σήμερα οι φασίστες και οι ακροδεξιοί «λαϊκιστές»). Η παγκοσμιοποίηση είναι ο ιμπεριαλισμός, στη σύγχρονη μορφή του. Με τους ανταγωνισμούς και τις εσωτερικές συγκρούσεις, αλλά και με μια «πειθαρχία» που επιβάλλει ο συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ των κρατών-μελών της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Και η αντιμετώπιση αυτού του «θηρίου» βάζει στο κίνημα και την Αριστερά μεγάλα καθήκοντα.

Η εισβολή στο Ιράκ προκάλεσε ένα μεγάλο αντιπολεμικό κίνημα στη Δύση, ακόμα και στις ΗΠΑ. Όμως το κίνημα αυτό προσέκρουσε πάνω στην ενοποίηση των κυρίαρχων τάξεων στην υποστήριξη του πολέμου και απέτυχε να σταματήσει τον πόλεμο. Πολύ περισσότερο απέτυχε να συμβάλει σε μια ήττα του ιμπεριαλισμού, όπως είχε συμβεί παλαιότερα, είτε στην περίπτωση του Βιετνάμ, είτε στην περίπτωση των μεγάλων αντι-αποικιοκρατικών επαναστάσεων.

Ανήκουμε σε αυτούς που κινήθηκαν με αυτή τη γραμμή (ενάντια στον πόλεμο, ήττα του ιμπεριαλισμού, νίκη στην αντίσταση). Όμως κανείς, διεθνώς, δεν είχε έγκαιρα συνειδητοποιήσει τις συνέπειες της κοινωνικής ερήμωσης που προκάλεσε ο δυτικός ιμπεριαλισμός στη Μ. Ανατολή. Αυτός ο παράγοντας, σε συνδυασμό με τη διεθνή υποχώρηση της Αριστεράς, σε συνδυασμό με την προηγούμενη σφαγή των πολιτικών πρωτοποριών από τα ντόπια καθεστώτα στις αραβικές χώρες, δημιούργησε τις συνθήκες για την ανάδυση της αποκρουστικής αντίστασης του τζιχαντισμού.

Λίγα χρόνια μετά, είχαμε την ελπιδοφόρα άνοιξη των αραβικών εξεγέρσεων. Επρόκειτο για τεράστιες κινητοποιήσεις εκατομμυρίων ανθρώπων, που η Αριστερά στην Ελλάδα εντελώς λαθεμένα υποτιμά (ενώ δεν λείπουν και κάποιες ακραίες φωνές που θεωρούν ότι αυτά τα τεράστια κινήματα ήταν υποχείρια... των ΗΠΑ και του Σόρος). Όμως, με εξαίρεση την Τυνησία όπου υπήρχε μια ισχυρότερη πολιτική και συνδικαλιστική Αριστερά, το κύμα αυτό έχει καμφθεί. Με την ανοχή των ΗΠΑ και της Δύσης, στην Αίγυπτο έχει αποκατασταθεί η «τάξη» με τη δικτατορία του Σίσι, ενώ στη Συρία η εξέγερση του ντόπιου πληθυσμού οδηγήθηκε έντεχνα στο αδιέξοδο μιας «μονομαχίας» μεταξύ του καθεστώτος Άσαντ και του ISIS. Πρόκειται για μια πλήρη απεικόνιση του σκοτεινού διαστήματος που επικρατεί, όταν το παλιό πεθαίνει και το καινούργιο καθυστερεί να εμφανιστεί.

Στο μεταξύ, αυτά τα «συμπτώματα νοσηρότητας» είχαν ήδη επεκταθεί –και μάλιστα με εκρηκτικό τρόπο– στο κέντρο του διεθνούς συστήματος. Από το 2008 ο καπιταλισμός ζει την πιο βαθειά κρίση του μετά το 1929. Οκτώ χρόνια μετά την κατάρρευση της Λήμαν Μπράδερς, όχι μόνο δεν φαίνεται διέξοδος, αλλά, αντίθετα, πληθαίνουν τα σημάδια που δείχνουν ότι το 2016 θα είναι ένα νέο, ίσως και χειρότερο, 2008. Σε αυτά τα χρόνια οι κυρίαρχες τάξεις κατανόησαν ότι έχουν κρίση στρατηγικής: γνωρίζουν ότι ο νοεφιλελευθερισμός δεν είναι δυνατόν να τους βγάλει από την κρίση, αλλά είναι αποφασισμένες να συνεχίσουν ακάθεκτες... τη νεοφιλελεύθερη πολιτική.

Αυτό το στρατηγικό «βάλτωμα» –που τόσο καλά απεικονίζει ο Σόιμπλε– δεν σημαίνει ότι οι καπιταλιστές γίνονται λιγότερο επικίνδυνοι για τις λαϊκές τάξεις. Ίσα-ίσα, απέδειξαν στα 8 χρόνια της κρίσης ότι ο στόχος τους δεν είναι πλέον μόνο μια επιδείνωση του ποσοστού εκμετάλλευσης των εργατών, αλλά μια ριζική εκθεμελίωση όλων των εργατικών και κοινωνικών κατακτήσεων του 20ού αιώνα, η μετατροπή της εργατικής τάξης σε ένα άθροισμα ατόμων, σε ένα «πλήθος» ανίκανο να αντισταθεί και να εμπνεύσει. Όμως, ταυτόχρονα, αυτό το στρατηγικό κενό εξηγεί και τα συμπτώματα πολιτικής «νοσηρότητας» του συστήματος, όπως η ανάδειξη του Τραμπ στις ΗΠΑ, του Τζόνσον στη Βρετανία, της Λεπέν στη Γαλλία, του Γκρίλο στην Ιταλία κ.ο.κ.

Στα χρόνια της κρίσης ο κόσμος αντιστάθηκε μαζικά στην Ελλάδα, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία και σήμερα με συγκλονιστικό τρόπο στη Γαλλία. Όμως, το ζήτημα της πολιτικής διαχείρισης των αγώνων του αποδείχτηκε –με κορυφαίο παράδειγμα τον ΣΥΡΙΖΑ εδώ– καθοριστικής σημασίας.

Στις μέρες της Γένοβας κυριαρχούσε η αισιοδοξία. Πολλοί πιστεύαμε ότι ήμασταν μια ανάσα από το να αρχίσει ένας γενικευμένος ανοδικός καλπασμός, ένα νέο παγκόσμιο ’68. Την επομένη της Γένοβας, η γυμνή βία του κράτους έκανε ένα τμήμα του κινήματος (την ATTACK, τη Ναόμι Κλάιν, τις ριζοσπαστικές ΜΚΟ, το νέο αυτόνομο-ρεφορμισμό κλπ) να στραφούν δεξιά. Να προτείνουν την εγκατάλειψη του «δρόμου» και τη στροφή σε πρακτικές έντιμης διαπραγμάτευσης. Ένα άλλο τμήμα στράφηκε στην «πολιτική». Στην προσπάθεια, που κυρίως εκφράστηκε με τα «πλατιά κόμματα» (με το Linke, το Bloco, το NPA, τον ΣΥΡΙΖΑ, αργότερα το Podemos κλπ), να υπάρξει συγκέντρωση δυνάμεων, να συνεχίσουμε την τακτική του ενιαίου μετώπου στο πολιτικό πεδίο, να διεκδικήσουμε νίκες για τον κόσμο μας.

Αυτή η τακτική δοκιμάστηκε σε κορυφαίο επίπεδο στην Ελλάδα με τον ΣΥΡΙΖΑ και ηττήθηκε μέσα από τη συνθηκολόγηση της ηγετικής ομάδας του Α. Τσίπρα. Όμως η συγκεκριμένη πείρα από αυτόν τον αγώνα (κυρίως οι προϋποθέσεις και η τακτική για την υλοποίηση του συνθήματος «Κυβέρνηση Αριστεράς», η σημασία της ρήξης-εξόδου με την Ευρωζώνη, αλλά και η σημασία της δημοκρατίας και της δημόσιας πολιτικής πάλης μέσα στα «πλατιά κόμματα») γίνεται σήμερα άξονας διαφοροποίησης για τους anticapitalistas μέσα στο Podemos, για την αριστερή πτέρυγα του Bloco, για τις οργανώσεις και τις συλλογικότητες της Αριστεράς στη Γαλλία κλπ. Επίσης, η μαζική ρήξη της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ, η δημιουργία της ΛΑΕ, μαζί με το τμήμα που προσήλθε από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, συνεχίζουν να δίνουν ένα παράδειγμα προσπάθειας για μια ριζοσπαστικά αριστερή, αλλά ταυτόχρονα και μαζική-αποτελεσματική πολιτική.

Τα 15 χρόνια, που ακολούθησαν τη Γένοβα, ήταν χρόνια πυκνά, χρόνια με δυσκολίες, αγώνες, νίκες, αλλά και διαψεύσεις. Ο καλύτερος τρόπος για να συνεχίσουμε είναι ένα παλαιότερο σύνθημα του Μάη: «Ce n’ est qu’ un début – Continuons le combat». Δεν ήταν παρά μια αρχή – Να συνεχίσουμε τον αγώνα!


πηγή rproject

Η Αριστερά στην Ελλάδα και το πραξικόπημα

Πέμπτη, 21/07/2016 - 11:00
Αντώνης Νταβανέλος 

Οι θεωρίες συνομωσίας πατάνε στην εμπειρία του εθνικισμού.


Η Αρι­στε­ρά στην Ελ­λά­δα αμέ­σως μετά το πρα­ξι­κό­πη­μα στην Τουρ­κία και την απο­τρο­πή του-με βάθρο την κι­νη­το­ποί­η­ση του λαϊ­κού πα­ρά­γο­ντα-φα­νέ­ρω­σε όλες τις αδυ­να­μί­ες και ανε­πάρ­κειες της ανά­λυ­σής της για όσα συμ­βαί­νουν στη γει­το­νι­κή χώρα.

Το πιο ενο­χλη­τι­κό σύμ­πτω­μα ήταν οι θε­ω­ρί­ες συ­νο­μω­σί­ας, οι «από­ψεις» που υπαι­νίσ­σο­νταν ότι το πρα­ξι­κό­πη­μα ήταν στη­μέ­νο από τον Ερ­ντο­γάν...για να γίνει Σουλ­τά­νος. Λες και δεν είναι στα «εν ου παι­κτοίς» για κάθε Αρ­χη­γό Κρά­τους το να στή­νει ένο­πλες συ­γκρού­σεις με εκα­το­ντά­δες νε­κρούς, το να στή­νει βομ­βαρ­δι­σμούς της βου­λής και κυ­ρί­ως το να καλεί το λαό στους δρό­μους για να αντι­με­τω­πί­σει το στρα­τό (ή τμήμα του στρα­τού...) της ίδιας του της χώρας...Βε­βαί­ως αυτές οι «από­ψεις» δεν είναι πο­λι­τι­κά αχρω­μά­τι­στες: επι­τρέ­πουν τον άμεσο συμ­φι­λιω­τι­σμό με τη γραμ­μή των κα­θε­στω­τι­κών ΜΜΕ, αλλά και των διε­θνών «θε­σμών» όπως η ΕΕ και το ΝΑΤΟ, που λίγες μέρες μετά την απο­τρο­πή του πρα­ξι­κο­πή­μα­τος αντι­με­τω­πί­ζουν τις εξε­λί­ξεις στην Τουρ­κί­ας λες και ήταν ο...Ερ­ντο­γάν που ορ­γά­νω­σε το πρα­ξι­κό­πη­μα. Και απαι­τούν από την τουρ­κι­κή κυ­βέρ­νη­ση να σε­βα­στεί τη ζωή και την αξιο­πρέ­πεια των υπο­ψή­φιων χου­νταί­ων, επι ποινή απο­βο­λής από το ΝΑΤΟ και δια­κο­πής των εντα­ξια­κών διερ­γα­σιών στην ΕΕ.

Από κοντά εκ­δη­λώ­θη­καν διά­φο­ρες «ευαί­σθη­τες ψυχές» που εντρυ­φώ­ντας στο Διε­θνές Δί­καιο, απαι­τούν θαρ­ρα­λέα να μην εκ­δο­θούν στην Τουρ­κία οι 8 στρα­τιω­τι­κοί που «διέ­φυ­γαν» με στρα­τιω­τι­κό ελι­κό­πτε­ρο Black Hawk και «πέ­ρα­σαν» ανε­μπό­δι­στα τα, κατά τα άλλα, αδια­πέ­ρα­στα ενα­έ­ρια σύ­νο­ρα με­τα­ξύ Ελ­λά­δας-Τουρ­κί­ας. Μια τέ­τοια πράξη, λέει, θα ήταν...προ­σκύ­νη­μα στον Σουλ­τά­νο, ενώ είναι μάλ­λον προ­τι­μό­τε­ρο το προ­σκύ­νη­μα στο πό­ρι­σμα που θα εκ­δώ­σουν τε­λι­κά για την υπό­θε­ση...η CIA και το επι­τε­λείο του ΝΑΤΟ.  Ο «αρι­στε­ρός» αντι­τουρ­κι­σμός δεν είναι πλέον ατ­νι-ιμπε­ρια­λι­στι­κός ούτε ως προς τα προ­σχή­μα­τα, γί­νε­ται ανοι­χτή σύ­μπλευ­ση με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ!

Αυτή η απώ­λεια των βα­σι­κών πο­λι­τι­κών εκτι­μή­σε­ων όταν συ­ζη­τά­με για την Τουρ­κία δεν εκ­δη­λώ­νε­ται για πρώτη φορά. Υπο­τασ­σό­με­νοι σε «δη­μο­σιο­γρα­φι­κές απο­κα­λύ­ψεις», διά­φο­ροι ανα­λυ­τές της Αρι­στε­ράς είχαν ανα­κη­ρύ­ξει τον Ερ­ντο­γάν ως βα­σι­κό σύμ­μα­χο του...​ISIS.  Τι και αν το ISIS κάνει ολο­φά­νε­ρο πλέον πό­λε­μο ενά­ντια στην Τουρ­κία (με τε­λευ­ταίο επει­σό­διο την αι­μα­τη­ρή επί­θε­ση στο αε­ρο­δρό­μιο της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης), τι και αν η ΜΙΤ ανα­κοι­νώ­νει εκα­το­ντά­δες «εξαρ­θρώ­σεις» τζι­χα­ντι­στι­κών ομά­δων στην Τουρ­κία; Θα θυ­μί­ζα­με λοι­πόν σε όλους αυ­τούς ότι ακόμα και μια στοι­χειώ­δης επί­γνω­ση της ιστο­ρί­ας της πε­ριο­χής (ακόμα και το να έχει δει κα­νείς την ται­νία «Λό­ρενς της Αρα­βί­ας») θα αρ­κού­σε για να ξέρει ότι ο πα­να­ρα­βι­κός εθνι­κι­σμός (και μά­λι­στα με τη μορφή του χα­λι­φά­του της Βα­γδά­της!) είναι προ­αιώ­νιος εχθρός του τουρ­κι­κού εθνι­κι­σμού σε όλες τις μορ­φές του.

Όλα αυτά δεν είναι απλά «φάλ­τσα», δεν είναι λάθη πε­ριο­ρι­σμέ­νης ση­μα­σί­ας. Είναι εν­δεί­ξεις της υπο­τα­γής-ακό­μα και τμη­μά­των της Αρι­στε­ράς-σε έναν διά­χυ­το αντι­τουρ­κι­σμό, που είναι βα­σι­κό συ­στα­τι­κό στοι­χείο της σύγ­χρο­νης κρα­τι­κής ιδε­ο­λο­γί­ας και πο­λι­τι­κής στην Ελ­λά­δα. Στοι­χείο που εμπο­δί­ζει τα ου­σια­στι­κά βή­μα­τα προς μιαν πο­λι­τι­κή ει­ρή­νης και φι­λί­ας, που είναι ανα­ντι­κα­τά­στα­τη προ­ϋ­πό­θε­ση για να βγού­με από την κρίση ως λαοί και στις δύο όχθες του Αι­γαί­ου. Η υπο­τα­γή στο «διαί­ρει και βα­σί­λευε» είναι υπο­τα­γή στον ιμπε­ρια­λι­σμό. 


πηγή rproject