«Κατέφθασαν τανκς εις την Ακρόπολιν»
ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΥΡΙΛΛΑ
Οι επίσημες εκθέσεις της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας τον Δεκέμβρη του ’44 είναι αποκαλυπτικές για την καταστροφική μανία των Βρετανών στρατιωτών στην Ακρόπολη, την ίδια στιγμή που σημάδευαν τον λαό της Αθήνας, τους ΕΑΜιτες και ΕΛΑΣίτες που μάχονταν με λιανοντούφεκα ενάντια στη νέα συμμαχική σκλαβιά.
Δεκέμβρης του ’44. Δύο μήνες πριν η Απελευθέρωση. Δύο μήνες αργότερα, οι «δημοκράτες», «σύμμαχοι» και «απελευθερωτές» ρίχνουν τις μάσκες και αποφασίζουν να συντρίψουν το ΕΑΜικό κίνημα, να αλυσοδέσουν στο δικό τους άρμα τον ελληνικό λαό. Η «πολιτισμένη» αυτοκρατορία βομβαρδίζει ανελέητα. Ο λαός μάχεται και αντιστέκεται. Οι «σύμμαχοι» μακελάρηδες δεν ορρωδούν προ ουδενός… ούτε μπροστά στα ερείπια της ιστορικής μνήμης.
Δεν δίστασαν να κάνουν την Ακρόπολη πολυβολείο, να σπάσουν, να λεηλατήσουν, να βρωμίσουν, να ρημάξουν, να αρπάξουν ως οι νέοι κατακτητές. Οι εκθέσεις που συντάσσονταν εκείνες ακριβώς τις ημέρες από τους αρχαιολόγους και τους αρχαιοφύλακες της Ακρόπολης είναι ανατριχιαστικές και εξοργιστικές.
Ο αρχιφύλακας της Ακρόπολης Δημήτριος Διαμαντής σε εκτενή αναφορά προς τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας (το έγγραφο έχει δημοσιεύσει ο γενικός γραμματέας της Αρχαιολογικής Εταιρείας και ακαδημαϊκός Βασίλειος Πετράκος στο βιβλίο του «Πρόχειρον Αρχαιολογικόν. 1828- 2012» (Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρείας) γράφει (σ.σ. οι υπογραμμίσεις δικές μας):
«Περί τα ξημερώματα της 7 – 12 – 44, περί την 3ηνπ.μ.κατέφθασαν τανκς εις την Ακροπόλινκαι ανήλθον επ’ αυτής δύο λόχοι Αγγλων με πολύ μεγάλον και βαρύν οπλισμόν και κατασκευάσαντες διάφορα οχυρώματα πρόχειρα ήρχισαν σφοδράν μάχην με τους πέριξ ευρισκόμενους ενόπλους».Ο αρχιφύλακας αναφέρει ότι οι Αγγλοι του ζήτησαν τα κλειδιά του Μουσείου και του μιναρέ του Παρθενώνα. Εκείνος παρέδωσε τα κλειδιά στον νυκτοφύλακα με την εντολή να ανοίξει τις κενές αίθουσες του Μουσείου, εκείνες στις οποίες στρατωνίζονταν οι Ιταλοί και Γερμανοί στη διάρκεια της Κατοχή. Αλλά όταν ο νυχτοφύλακας έφτασε στο Μουσείο«οι Αγγλοι είχαν ήδη παραβιάσεις όλας τας θύρας και είχον εισελθει εντός όλων των αιθουσών, ότι μόνον των κενών αιθουσών, αλλά και εις εκείνας ένθα εφυλάσσοντο αρχαιότητες και εντός του μικρού μουσείου. Μετά ταύτα εξεδίωξαν τον νυχτοφύλακα καιαπηγόρευσαν εις πάντα Ελληνα να ανέρχεται εις την Ακρόπολιν». Στον αρχιφύλακα απαγορεύτηκε η έξοδος από το σπίτι του ενώ όπως ο ίδιος αναφέρει «υπέστην εκ μέρους τούτων πολλάς έρευνας εις την οικίαν μου».
Στις 17 Δεκεμβρίου ο αρχιφύλακας προσπαθεί να φτάσει στο σπίτι του Διευθυντή της Ακρόπολης, Ιω. Μηλιάδη και γράφει σχετικά: «μου συνέστησε να καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια προς περιφρούρησιν και διατήρησιν των Αρχαιοτήτων της Ακροπόλεως, αι οποίαικατά την ρήσιν του αξίζουν περισσότερο και αυτής της ζωής μας».
Στις 31 Δεκεμβρίου επισκέπτεται μαζί με τον Εφόρο Αρχαιοτήτων, Γ. Μπακαλάκη τον Κεραμεικό όπου διαπιστώνουν ότι οι αποθήκες ήταν ανοιχτές και είχαν διαρρηχθεί.
Στην επίσημη έκθεσή του ο Γ. Μπακαλάκης είναι αποκαλυπτικός για τα δεινά που υπέστη η Ακρόπολη:
«Εις την είσοδον της Ακροπόλεως (πύλην Beulé) εγκατεστάθη πολυβολείον δια την ασφάλειαν του οποίου μετεφέρθησαν εκεί εκτός των αρχαίων ενεπιγράφων λίθων, αρχιτεκτονικών μελών και γλυπτών μεγάλη ποσότης κ της ειδικής ξυλείας, της χρησιμοποιουμένης δια τα ικριώματα της αναστηλώσεως των αρχαίων. Πυροβολείον εγκατεστάθη ωσαύτως και παρὰ την ΝΑ. γωνίαν του δεξιὰ τω εισερχομένω πύργου, όπου εκτός διαφόρων γλυπτών και αρχιτεκτονικών μελών μετεφέρθη εκεί και το ήμισυ του μαρμαρίνου κορμού του ίππου, του κειμένου προηγουμένως ολίγον κάτωθεν του πρώτου πλατυσκάλου της κλίμακος της Ακροπόλεως. Δια το πολυβολείον τούτο μετεκινήθησαν ακόμη και μέρη του ενεπιγράφου επιστυλίου του ιερού της Αφροδίτης Πανδήμου».
Οι Βρετανοί στρατιώτες εισέβαλαν στο Μουσείο της Ακρόπολης και προέβησαν σε καταστροφές πρωτοφανείς. Ο Εφορος Αρχαιοτήτων Γ. Μπακαλάκης αναφέρει:
«Το δάπεδον των αιθουσών αυτών παρουσιάζει όψιν ακαθάρτου δρόμου. Εντός του γραφείου της Ακροπόλεως οι στρατιώτες διέρρηξαν την βιβλιοθήκην, πολλά εκ των βιβλίων της οποίας διήρπασαν ή έκαψαν. Ανέτρεψαν, διεσκόρπισαν και έκαυσαν το Αρχείον της Ακροπόλεως. Εκ της προθήκης διαφόρων υλικών αφήρεσαν όλην την γραφικής ύλης, τον έντιτλον χάρτη, τα υπέρ των φυλάκων πωλούμενα δελτάρια και βιβλιάρια, 3 οκάδες σαπούνι, μίαν δερμάτινην θήκην φωτογραφικής μηχανής και διάφορα άλλα αντικείμενα (…). Διήρπασαν και έκαυσαν πολλά επιστημονικά βιβλία, άλλα δε έρριψαν εις τα σκουπίδια. Εκλεισαν τα παράθυρα της μικράς αιθούσης, όπου οι δύο γνήσιαι μετόπαι των Παρθενώνος, διά ξύλων και σάκκων άμμου, διότι επολυβόλουν εκείθεν (…)».
Οι Αγγλοι στρατιώτες με μανία ρήμαζαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους και δεν δίσταζαν να ανάβουν ακόμα και φωτιές πάνω στην Ακρόπολη! Ο Εφορος Αρχαιοτήτων περιγράφει:«Εντός των αποθηκών της αναστηλώσεως εν τη Πινακοθήκη οι στρατιώται διέρρηξαν τα πάντα και κυρίως τα προθήκας όπου εφυλάσσοντο διάφορα τεμάχια και εργαλεία της ως άνω Δ/σεως. Εκεί οι στρατιώται ανάπτουν πυρ παρά τον μαρμάρινον βόρειον του κτιρίου τοίχον, ο οποίος σήμερον είναι κατάμαυρος, αύριον δε θα μεταβληθή εις άσβεστον.
Πολλαπλαί παρακλήσεις και συστάσεις μας εις τους επί κεφαλής αξιωματικούς ουδόλως μεταβάλλουν την κατάστασιν».
Για να ταίσουν τα πολυβολεία«κατέσκαψαν και εξήγαγον εις τεμάχια πλάκας του δαπέδου της εσωτερικής στοάς των Προπυλαίων. Ολο το αρχιτεκτονικόν υλικόν, το κατακείμενον εσωτερικώς και αριστερά των Προπυλαίων ετροφοδότησε τα κατά μήκος του βορείου τείχους της Ακροπόλεως πολυβολείο, πολλά αρχαία έσπασαν και εκ την χρησιμοποιήσεως, αλλά και εκ βλημάτων των βαλλόμενων αντιπάλων. Πολυβολεία εστήθησαν δι’ αναλόγου τρόπου και εις όλον το νότιον τείχος του οποίου μάλιστα οι κιμώνειοι δόμοι ετρυπήθηκσαν εις διάφορα σημεία και μετεβλήθησαν εις πολεμίστρας».
Είναι, δε, περισσότερο από βέβαιο ότι άρπαξαν ακόμα και αρχαία αντικείμενα, όπως προκύπτει από τη λεπτομερή εξέταση της κατάστασης στην οποία είχε καταντήσει ο χώρος. «Εις το δάπεδον της αιθούσης του Παρθενώνος κατάκεινται λύχνοι ακατάγραφοι και ακαθάριστοι, ευρήματα Κοίλης.
Ότι θα πήραν εξ αυτούς αρκετούς αποδεικνύεται εκ του γεγονότος ότι μερικούς εξ αυτών ανεύρον εις την πρώτην αίθουσαν των πώρινων εναετίων.Εκ του νοτίου παραθύρου της αιθούσης ταύτης έβαλον πολυβόλον και προ αυτού έπεσεν όλμος. Κατεστράφησαν γενικών όλα τα τζάμια του Μουσείου, όλαι αι θύραι και μέγα μέρος των προθηκών και ραφιών (…). Εκτός των ραφιών, τα οποία ελήφθησαν εκείθεν η καύσιμος και οχυρωματική ύλη, ανέτρεψαν και διάφορα κιβώτια, τα οποία περιείχαν διάφορα ειδώλια, πήλινα, αρχαϊκών χρόνων. Πήραν προφανώς τα κιβώτια, αλλά και μέρος ίσως του περιεχομένου των. Προ δύο κιβωτίων περιεχόντων χάλκινα ευρήματα, ευρίσκονται πολλαί λαβαί και άλλα τεμάχια επί του εδάφους. Αυτό σημαίνει ότι εγένετο κάποια διαλογή ευρημάτων».
Και να πως περιγράφει όλα αυτά ο λόγος του Ποιητή, του Γιάννη Ρίτσου, στις «Γειτονιές του κόσμου»:
«Τα μπαρ είναι γεμάτα ξένους φαντάρους,/ οι εγγλέζοι ανεβοκατεβαίνουν στα μπορντέλα και στα μεγάλα σπίτια/ μεθυσμένοι περνάνε αγκαλιά με τις πουτάνες στα Χαυτεία/ κι ο ηλεκτροφωτισμένος Παρθενώνας πάντα να πλέει πάνου απ’ την Πολιτεία/ έτσι άσπρος έτσι ανάλαφρος ο Παρθενώνας μες στη νύχτα/ σαν μυστικό μετέωρο καράβι που δεν ήξερες πια τι κουβαλάει/ κι ο Μπάρμπα Στάθης να επιμένει:/ «δε μοιάζει μ’ άσπρο περιστέρι;» Τι περιστέρι;/ Από βραδίς είχανε δει που ανέβαζαν κανόνια/ εγγλέζικα κανόνια στην Ακρόπολη. Πού να το βάλει νους ανθρώπου;/ Οχιά που ζέσταινες στον κόρφο σου καημένη Ρωμιοσύνη.»
πηγή imerodromos
Οι επίσημες εκθέσεις της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας τον Δεκέμβρη του ’44 είναι αποκαλυπτικές για την καταστροφική μανία των Βρετανών στρατιωτών στην Ακρόπολη, την ίδια στιγμή που σημάδευαν τον λαό της Αθήνας, τους ΕΑΜιτες και ΕΛΑΣίτες που μάχονταν με λιανοντούφεκα ενάντια στη νέα συμμαχική σκλαβιά.
Δεκέμβρης του ’44. Δύο μήνες πριν η Απελευθέρωση. Δύο μήνες αργότερα, οι «δημοκράτες», «σύμμαχοι» και «απελευθερωτές» ρίχνουν τις μάσκες και αποφασίζουν να συντρίψουν το ΕΑΜικό κίνημα, να αλυσοδέσουν στο δικό τους άρμα τον ελληνικό λαό. Η «πολιτισμένη» αυτοκρατορία βομβαρδίζει ανελέητα. Ο λαός μάχεται και αντιστέκεται. Οι «σύμμαχοι» μακελάρηδες δεν ορρωδούν προ ουδενός… ούτε μπροστά στα ερείπια της ιστορικής μνήμης.
Δεν δίστασαν να κάνουν την Ακρόπολη πολυβολείο, να σπάσουν, να λεηλατήσουν, να βρωμίσουν, να ρημάξουν, να αρπάξουν ως οι νέοι κατακτητές. Οι εκθέσεις που συντάσσονταν εκείνες ακριβώς τις ημέρες από τους αρχαιολόγους και τους αρχαιοφύλακες της Ακρόπολης είναι ανατριχιαστικές και εξοργιστικές.
Ο αρχιφύλακας της Ακρόπολης Δημήτριος Διαμαντής σε εκτενή αναφορά προς τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας (το έγγραφο έχει δημοσιεύσει ο γενικός γραμματέας της Αρχαιολογικής Εταιρείας και ακαδημαϊκός Βασίλειος Πετράκος στο βιβλίο του «Πρόχειρον Αρχαιολογικόν. 1828- 2012» (Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρείας) γράφει (σ.σ. οι υπογραμμίσεις δικές μας):
«Περί τα ξημερώματα της 7 – 12 – 44, περί την 3ηνπ.μ.κατέφθασαν τανκς εις την Ακροπόλινκαι ανήλθον επ’ αυτής δύο λόχοι Αγγλων με πολύ μεγάλον και βαρύν οπλισμόν και κατασκευάσαντες διάφορα οχυρώματα πρόχειρα ήρχισαν σφοδράν μάχην με τους πέριξ ευρισκόμενους ενόπλους».Ο αρχιφύλακας αναφέρει ότι οι Αγγλοι του ζήτησαν τα κλειδιά του Μουσείου και του μιναρέ του Παρθενώνα. Εκείνος παρέδωσε τα κλειδιά στον νυκτοφύλακα με την εντολή να ανοίξει τις κενές αίθουσες του Μουσείου, εκείνες στις οποίες στρατωνίζονταν οι Ιταλοί και Γερμανοί στη διάρκεια της Κατοχή. Αλλά όταν ο νυχτοφύλακας έφτασε στο Μουσείο«οι Αγγλοι είχαν ήδη παραβιάσεις όλας τας θύρας και είχον εισελθει εντός όλων των αιθουσών, ότι μόνον των κενών αιθουσών, αλλά και εις εκείνας ένθα εφυλάσσοντο αρχαιότητες και εντός του μικρού μουσείου. Μετά ταύτα εξεδίωξαν τον νυχτοφύλακα καιαπηγόρευσαν εις πάντα Ελληνα να ανέρχεται εις την Ακρόπολιν». Στον αρχιφύλακα απαγορεύτηκε η έξοδος από το σπίτι του ενώ όπως ο ίδιος αναφέρει «υπέστην εκ μέρους τούτων πολλάς έρευνας εις την οικίαν μου».
Στις 17 Δεκεμβρίου ο αρχιφύλακας προσπαθεί να φτάσει στο σπίτι του Διευθυντή της Ακρόπολης, Ιω. Μηλιάδη και γράφει σχετικά: «μου συνέστησε να καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια προς περιφρούρησιν και διατήρησιν των Αρχαιοτήτων της Ακροπόλεως, αι οποίαικατά την ρήσιν του αξίζουν περισσότερο και αυτής της ζωής μας».
Στις 31 Δεκεμβρίου επισκέπτεται μαζί με τον Εφόρο Αρχαιοτήτων, Γ. Μπακαλάκη τον Κεραμεικό όπου διαπιστώνουν ότι οι αποθήκες ήταν ανοιχτές και είχαν διαρρηχθεί.
Στην επίσημη έκθεσή του ο Γ. Μπακαλάκης είναι αποκαλυπτικός για τα δεινά που υπέστη η Ακρόπολη:
«Εις την είσοδον της Ακροπόλεως (πύλην Beulé) εγκατεστάθη πολυβολείον δια την ασφάλειαν του οποίου μετεφέρθησαν εκεί εκτός των αρχαίων ενεπιγράφων λίθων, αρχιτεκτονικών μελών και γλυπτών μεγάλη ποσότης κ της ειδικής ξυλείας, της χρησιμοποιουμένης δια τα ικριώματα της αναστηλώσεως των αρχαίων. Πυροβολείον εγκατεστάθη ωσαύτως και παρὰ την ΝΑ. γωνίαν του δεξιὰ τω εισερχομένω πύργου, όπου εκτός διαφόρων γλυπτών και αρχιτεκτονικών μελών μετεφέρθη εκεί και το ήμισυ του μαρμαρίνου κορμού του ίππου, του κειμένου προηγουμένως ολίγον κάτωθεν του πρώτου πλατυσκάλου της κλίμακος της Ακροπόλεως. Δια το πολυβολείον τούτο μετεκινήθησαν ακόμη και μέρη του ενεπιγράφου επιστυλίου του ιερού της Αφροδίτης Πανδήμου».
Οι Βρετανοί στρατιώτες εισέβαλαν στο Μουσείο της Ακρόπολης και προέβησαν σε καταστροφές πρωτοφανείς. Ο Εφορος Αρχαιοτήτων Γ. Μπακαλάκης αναφέρει:
«Το δάπεδον των αιθουσών αυτών παρουσιάζει όψιν ακαθάρτου δρόμου. Εντός του γραφείου της Ακροπόλεως οι στρατιώτες διέρρηξαν την βιβλιοθήκην, πολλά εκ των βιβλίων της οποίας διήρπασαν ή έκαψαν. Ανέτρεψαν, διεσκόρπισαν και έκαυσαν το Αρχείον της Ακροπόλεως. Εκ της προθήκης διαφόρων υλικών αφήρεσαν όλην την γραφικής ύλης, τον έντιτλον χάρτη, τα υπέρ των φυλάκων πωλούμενα δελτάρια και βιβλιάρια, 3 οκάδες σαπούνι, μίαν δερμάτινην θήκην φωτογραφικής μηχανής και διάφορα άλλα αντικείμενα (…). Διήρπασαν και έκαυσαν πολλά επιστημονικά βιβλία, άλλα δε έρριψαν εις τα σκουπίδια. Εκλεισαν τα παράθυρα της μικράς αιθούσης, όπου οι δύο γνήσιαι μετόπαι των Παρθενώνος, διά ξύλων και σάκκων άμμου, διότι επολυβόλουν εκείθεν (…)».
Οι Αγγλοι στρατιώτες με μανία ρήμαζαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους και δεν δίσταζαν να ανάβουν ακόμα και φωτιές πάνω στην Ακρόπολη! Ο Εφορος Αρχαιοτήτων περιγράφει:«Εντός των αποθηκών της αναστηλώσεως εν τη Πινακοθήκη οι στρατιώται διέρρηξαν τα πάντα και κυρίως τα προθήκας όπου εφυλάσσοντο διάφορα τεμάχια και εργαλεία της ως άνω Δ/σεως. Εκεί οι στρατιώται ανάπτουν πυρ παρά τον μαρμάρινον βόρειον του κτιρίου τοίχον, ο οποίος σήμερον είναι κατάμαυρος, αύριον δε θα μεταβληθή εις άσβεστον.
Πολλαπλαί παρακλήσεις και συστάσεις μας εις τους επί κεφαλής αξιωματικούς ουδόλως μεταβάλλουν την κατάστασιν».
Για να ταίσουν τα πολυβολεία«κατέσκαψαν και εξήγαγον εις τεμάχια πλάκας του δαπέδου της εσωτερικής στοάς των Προπυλαίων. Ολο το αρχιτεκτονικόν υλικόν, το κατακείμενον εσωτερικώς και αριστερά των Προπυλαίων ετροφοδότησε τα κατά μήκος του βορείου τείχους της Ακροπόλεως πολυβολείο, πολλά αρχαία έσπασαν και εκ την χρησιμοποιήσεως, αλλά και εκ βλημάτων των βαλλόμενων αντιπάλων. Πολυβολεία εστήθησαν δι’ αναλόγου τρόπου και εις όλον το νότιον τείχος του οποίου μάλιστα οι κιμώνειοι δόμοι ετρυπήθηκσαν εις διάφορα σημεία και μετεβλήθησαν εις πολεμίστρας».
Είναι, δε, περισσότερο από βέβαιο ότι άρπαξαν ακόμα και αρχαία αντικείμενα, όπως προκύπτει από τη λεπτομερή εξέταση της κατάστασης στην οποία είχε καταντήσει ο χώρος. «Εις το δάπεδον της αιθούσης του Παρθενώνος κατάκεινται λύχνοι ακατάγραφοι και ακαθάριστοι, ευρήματα Κοίλης.
Ότι θα πήραν εξ αυτούς αρκετούς αποδεικνύεται εκ του γεγονότος ότι μερικούς εξ αυτών ανεύρον εις την πρώτην αίθουσαν των πώρινων εναετίων.Εκ του νοτίου παραθύρου της αιθούσης ταύτης έβαλον πολυβόλον και προ αυτού έπεσεν όλμος. Κατεστράφησαν γενικών όλα τα τζάμια του Μουσείου, όλαι αι θύραι και μέγα μέρος των προθηκών και ραφιών (…). Εκτός των ραφιών, τα οποία ελήφθησαν εκείθεν η καύσιμος και οχυρωματική ύλη, ανέτρεψαν και διάφορα κιβώτια, τα οποία περιείχαν διάφορα ειδώλια, πήλινα, αρχαϊκών χρόνων. Πήραν προφανώς τα κιβώτια, αλλά και μέρος ίσως του περιεχομένου των. Προ δύο κιβωτίων περιεχόντων χάλκινα ευρήματα, ευρίσκονται πολλαί λαβαί και άλλα τεμάχια επί του εδάφους. Αυτό σημαίνει ότι εγένετο κάποια διαλογή ευρημάτων».
Και να πως περιγράφει όλα αυτά ο λόγος του Ποιητή, του Γιάννη Ρίτσου, στις «Γειτονιές του κόσμου»:
«Τα μπαρ είναι γεμάτα ξένους φαντάρους,/ οι εγγλέζοι ανεβοκατεβαίνουν στα μπορντέλα και στα μεγάλα σπίτια/ μεθυσμένοι περνάνε αγκαλιά με τις πουτάνες στα Χαυτεία/ κι ο ηλεκτροφωτισμένος Παρθενώνας πάντα να πλέει πάνου απ’ την Πολιτεία/ έτσι άσπρος έτσι ανάλαφρος ο Παρθενώνας μες στη νύχτα/ σαν μυστικό μετέωρο καράβι που δεν ήξερες πια τι κουβαλάει/ κι ο Μπάρμπα Στάθης να επιμένει:/ «δε μοιάζει μ’ άσπρο περιστέρι;» Τι περιστέρι;/ Από βραδίς είχανε δει που ανέβαζαν κανόνια/ εγγλέζικα κανόνια στην Ακρόπολη. Πού να το βάλει νους ανθρώπου;/ Οχιά που ζέσταινες στον κόρφο σου καημένη Ρωμιοσύνη.»
πηγή imerodromos