Το στερεότυπο του εφικτού
Περικλής Κοροβέσης
αναδημοσίευση από efsyn
Υπάρχουν κάποιες στερεότυπες φράσεις που οι άνθρωποι χρησιμοποιούν συχνά. Σε αυτές βρίσκουν καταφύγιο και ασφάλεια και τις ανάγουν σε υπέρτατες αξίες. Από αυτό δεν ξεφεύγουν ούτε η δημοσιογραφία ούτε η λογοτεχνία.
Οσον αφορά την τηλεόραση, εδώ μπορούμε να διαπιστώσουμε πως τα στερεότυπα έχουν βρει το βασίλειό τους. Συχνά γίνονται θέσφατα και διεκδικούν τη θέση τού απολύτως σωστού. Δημιουργούν ένα είδος δικτατορίας και απαγορεύουν την άλλη έκφραση -στο σημείο που μπορούν- ως λάθος και αίρεση.
Αν αυτό το αναγάγουμε σε ένα άλλο επίπεδο, τότε θα μπορούσαμε να βρούμε την ίδια αναλογία μεταξύ ενός δογματικού ακαδημαϊσμού και μιας πρωτοποριακής δημιουργίας.
Σε όλες τις τέχνες όπου παρουσιάστηκαν νέα ρεύματα που αμφισβητούσαν την ορθότητα ενός επιβεβλημένου κλασικισμού, έμειναν στο περιθώριο για πολλά χρόνια. Ασχετα, αν μετά με τη σειρά τους επιβλήθηκαν και ανέτρεψαν την κατεστημένη αισθητική.
Το χρήμα θεωρείται στην εποχή μας υπέρτατη αξία. Και υπάρχει η εμπεδωμένη φράση «χωρίς χρήματα δεν γίνεται τίποτα». Για να δούμε αν είναι έτσι. Το χρήμα είναι αρχαία ελληνική λέξη, προέρχεται από το ρήμα χρώμαι και σημαίνει χρήσιμο πράγμα.
Από μόνο του δεν έχει καμία αξία. Αν βρεθεί κάποιος στην έρημο με ένα βαλιτσάκι λίρες, θα του είναι μόνο βάρος. Δεν θα μπορέσει να αγοράσει ούτε ένα κομμάτι ψωμί ούτε ένα μπουκάλι νερό. Αν το χρήμα αυτό καθεαυτό είχε αξία, τότε θα έπρεπε να αλλάζαμε τον Ποινικό Κώδικα και να αναποδογυρίζαμε την υπάρχουσα ηθική.
Αν κάποιος δημόσιος λειτουργός υπεξαιρούσε από κάποιο υπουργείο μερικά εκατομμύρια ευρώ, θα λέγαμε πως πάλεψε για τις αξίες του. Το ίδιο για τους πολιτικούς που παίρνουν μίζες. Οι άνθρωποι αυτοί υπηρετούσαν ιδανικά. Και ο κοινός χαφιές που καρφώνει αθώους ανθρώπους είναι ιδεολόγος.
Ή ακόμα, ένας πλούσιος εργοδότης που αφήνει για μήνες απλήρωτους τους εργαζόμενους, που «πτωχεύει» την επιχείρησή του, θα πρέπει να θεωρείται επιτυχημένος επιχειρηματίας. Με μια φράση: Η κάθε κομπίνα θα ήταν ύψιστη αρετή.
Οι παραπάνω γραμμές μπορεί να φαίνονται υπερβολικές. Αλλά με μια άλλη ανάγνωση μπορεί να είναι μια περιγραφή του κόσμου όπου ζούμε. Από τα σκάνδαλα διαφθοράς λίγα φτάνουν στη Δικαιοσύνη. Και συχνά παραγράφονται.
Αφού αυτός ο κόσμος στηρίζεται στο χρήμα, το χρήμα δεν μπορεί να καταδικάσει τον εαυτό του. Ενα άλλο στερεότυπο που ακούμε κατ’ επανάληψη είναι πως η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού. Αυτό κυρίως προέρχεται από τη Δεξιά, που δεν επιθυμεί αλλαγές και θέλει να συντηρήσει την υπάρχουσα κατάσταση.
Δηλαδή το πλαίσιο στο οποίο θα κάνεις πολιτική είναι δεδομένο και δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. Τώρα το ακούμε και από αριστερούς υποστηρικτές του ΣΥΡΙΖΑ, που επιχειρηματολογούν στη βάση αυτού του στερεότυπου.
Μας λένε: «Αυτή η κυβέρνηση έκανε το καλύτερο που μπορούσε να κάνει. Κάνουν πράγματα που δεν θέλουν να κάνουν, αλλά δεν έχουν άλλη λύση. Και είναι καλύτερα από το να έχουμε κυβέρνηση Ν.Δ. ή ΠΑΣΟΚ».
Το εφικτό λοιπόν στην πολιτική είναι να σεβαστείς τους κανόνες που έχει επιβάλει το σύστημα και να υπηρετείς τα ίδια συμφέροντα.
Σε αυτήν την περίπτωση το εφικτό είναι η ενσωμάτωση στο σύστημα και η ανανέωσή του. Το πολιτικό μας σύστημα είναι δικομματικό.
Διαλύθηκε το ΠΑΣΟΚ και το κενό που άφησε το κατέλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Κορυφαία στελέχη του ΠΑΣΟΚ κατάλαβαν πως ο ΣΥΡΙΖΑ ανανεώνει το ΠΑΣΟΚ και προσχώρησαν χωρίς κανέναν ενδοιασμό στον νέο πρωταγωνιστή.
Με το αζημίωτο βέβαια. Κάποιος υπουργικός θώκος τούς ανήκε δικαιωματικά. Αν η νεκρανάσταση του ΠΑΣΟΚ είναι αριστερή πολιτική, τότε ισχύουν οι νόμοι της μετεμψύχωσης.
Και εδώ ας αποτίσουμε φόρο τιμής στον Ρασούλη, που τα είχε προβλέψει: «Πότε Βούδας, πότε Κούδας, πότε Ιησούς Ιούδας».
Οταν γράφονταν αυτές οι γραμμές, ακόμα δεν είχε ψηφιστεί ο εκλογικός νόμος. Αλλά θα περάσει. Το ότι κρατιέται το πλαφόν του 3% στρέφεται εναντίον της Αριστεράς και στοχεύει κατά κύριο λόγο τους πρώην συντρόφους του ΣΥΡΙΖΑ, άσχετα αν κάποια μέρα ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να πέσει κάτω από το 3%.
Το είδαμε αυτό με τον Συνασπισμό. Στις εκλογές του 2012, το άθροισμα των πολιτικών φορέων που έμειναν εκτός Βουλής ήταν 19,02%, που θα απέδιδε 60 έδρες αν υπήρχε απλή αναλογική. Και αυτό σημαίνει πως σε κάποιους η ψήφος δεν μετράει, έστω κι αν είναι ένας στους πέντε.