Ασύμμετροι κίνδυνοι για τη χώρα, η πώληση του τελευταίου ποσοστού (10%) συμμετοχής του ελληνικού δημοσίου στον ΟΤΕ
Σύμφωνα με Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στα τέλη Δεκεμβρίου 2015, η ελληνική κυβέρνηση δεσμεύτηκε ώστε να παραχωρήσει στο ΤΑΙΠΕΔ το τελευταίο μετοχικό πακέτο που κατέχει το Ελληνικό Δημόσιο στον Όμιλο ΟΤΕ, με σκοπό να παραχωρηθεί σε «ιδιώτη» επενδυτή, που πιθανότατα θα είναι ο βασικός μέτοχος Deutsche Telekom.
Εάν αυτό τελικά πραγματοποιηθεί, η περαιτέρω «ιδιωτικοποίηση» του Ομίλου ΟΤΕ θα σημάνει την οριστική απώλεια έκφρασης των συμφερόντων του ελληνικού δημοσίου στον βασικότερο τηλεπικοινωνιακό όμιλο, αλλά και γενικότερα στις τηλεπικοινωνίες στην Ελλάδα. Συνεπώς, οι ελληνική κυβέρνηση θα αδυνατεί να ασκήσει οποιαδήποτε πολιτική που σχετίζεται με την καθολική υπηρεσία, τη δυνατότητα πρόσβασης κοινωνικά ευπαθών ομάδων, απομακρυσμένων περιοχών, αλλά και την εθνική ασφάλεια.
Είναι σαφές και αυτονόητο ότι, όταν το Ελληνικό Δημόσιο δεν θα έχει πια τη δυνατότητα πίεσης προς τον ΟΤΕ, προκειμένου να ασκηθεί κοινωνική πολιτική στις τηλεπικοινωνίες, τότε θα γιγαντωθεί η επιδίωξη του άμεσα βραχυχρόνιου κέρδους, ως μοναδικού κινήτρου της Διοίκησης του Ομίλου Ο.Τ.Ε. Συνεπώς, η πρόσβαση σε τεχνολογικά σύγχρονες τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες θα παρέχεται αποκλειστικά και μόνο σε όσους θα έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν το υψηλό οικονομικό τίμημα. Επειδή οι τηλεπικοινωνίες αποτελούν εισροή για το σύνολο των παραγωγικών τομέων αλλά και των κοινωνικών δραστηριοτήτων, είναι αυτονόητο ότι θα προκληθεί περαιτέρω όξυνση των οικονομικών, κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων. Επιπρόσθετα, θα ενταθούν τα φαινόμενα κοινωνικού και οικονομικού αποκλεισμού.
Ωστόσο, ενδεχομένως ακόμα πιο σημαντικές θα είναι οι αρνητικές επιπτώσεις για την εθνική ασφάλεια της Ελλάδας. Η κρισιμότητα των τηλεπικοινωνιών στον τομέα της ασφάλειας μίας χώρας, είναι αδιαμφισβήτητη ακόμα και στη «Μέκκα» του καπιταλισμού, δηλαδή στις Η.Π.Α. Το καλοκαίρι του 2000 η DeutscheTelecom συμφώνησε με τους κύριους μετόχους της VoiceStreamWirelessCorp. (εταιρία κινητής τηλεφωνίας) τη μεταβίβαση του πλειοψηφικού πακέτου. Η συγκεκριμένη συμφωνία επικυρώθηκε από τα αμερικανικά δικαστήρια τον Μάιο του 2001, δηλαδή περίπου ένα χρόνο μετά, για λόγους «εθνικής ασφάλειας». Η έννοια της «εθνικής ασφάλειας» στο τηλεπικοινωνιακό δίκτυο έγκειται τόσο στην πρόσβαση σε «πληροφορίες» όσο και στην δυνατότητα παρεμβολών και «αποσυντονισμού». Ως εκ τούτου, έπρεπε να διερευνηθεί επαρκώς, εάν θα ήταν θεμιτό για το αμερικανικό δημόσιο να πωληθεί μια εταιρία τηλεπικοινωνιών σε φορέα που ανήκε πλειοψηφικά στο γερμανικό δημόσιο. Σημειώνεται, δε, ότι η συγκεκριμένη συμφωνία επικυρώθηκε, τελικά, πριν συμβούν τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.
Πολιτικές για την ασφάλεια των τηλεπικοινωνιών ακολουθούνται σε όλες τις κυρίαρχες χώρες στον κόσμο. Επιπλέον είναι κρίσιμο να εγγυάται το ελληνικό δημόσιο, το απόρρητο των επικοινωνιών, ιδιαίτερα όταν έχει προηγηθεί το σκάνδαλο παρακολούθησης πρώην πρωθυπουργού, διαμέσου ιδιώτη τηλεπικοινωνιακού παρόχου (Vodafone). Θα υπενθυμίσουμε ακόμη ότι στις 11 Ιουνίου 2013 – την αποφράδα ημέρα που η τότε κυβέρνηση Σαμαρά/Βενιζέλου έκλεισε την ΕΡΤ – η διαδικασία αποσύνδεσης των ραδιοτηλεοπτικών κυκλωμάτων προς τους πομπούς αναμετάδοσης, ανατέθηκε στον ΟΤΕ και υλοποιήθηκε μέσω απομακρυσμένης πρόσβασης. Αυτό από μόνο του δείχνει τις τεράστιες και επικίνδυνες δυνατότητες που δίνει η σύγχρονη τεχνολογία στον εκάστοτε πάροχο καθολικής υπηρεσίας. Αβίαστα, λοιπόν, μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι για λόγους εθνικής ασφαλείας και προστασίας του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών, η παρουσία του δημοσίου στην μετοχική σύνθεση του ΟΤΕ, αποτελεί κρίσιμο παράγοντα άσκησης εθνικής πολιτικής στον τομέα των τηλεπικοινωνιών.
Η σημερινή κυβέρνηση παρέλαβε μία χώρα, την οποία οι προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν λεηλατήσει με τους κομματικούς στρατούς τους και την οδήγησαν σε καθεστώς μακροχρόνιας οικονομικής χρεοκοπίας. Αυτό, ωστόσο, δεν δίνει το δικαίωμα στην τωρινή κυβέρνηση να μετατρέψει την οικονομική εξάρτηση και χρεοκοπία, σε απώλεια της εθνικής ανεξαρτησίας. Ειδικά όταν έχει αποδειχθεί περίτρανα, ότι το γερμανικό δημόσιο πορεύεται με αποκλειστικό γνώμονα τα οικονομικά του συμφέροντα, ρισκάροντας την κατάρρευση της ευρωζώνης και αδιαφορώντας παντελώς για την κατάρρευση της Ελλάδας. Η απόφαση να εκποιηθεί το ύστατο 10% του ΟΤΕ, εντάσσεται στον σχεδιασμό των δανειστών να λεηλατήσουν τον δημόσιο πλούτο με αιχμή τις επιχειρήσεις στρατηγικού χαρακτήρα (ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, λιμάνια, αεροδρόμια κλπ υποδομές) με όχημα την εξυπηρέτηση του επαχθούς δημόσιου χρέους.
Θα πρέπει, λοιπόν, η σημερινή κυβέρνηση να αντιληφθεί την κρισιμότητα της συγκεκριμένης πώλησης και να την ματαιώσει οριστικά και αμετάκλητα. Έχει διατυπωθεί από πολλούς στο παρελθόν η δογματική αντίληψη ότι το «δημόσιο είναι αντιπαραγωγικό». Ωστόσο, ουδέποτε απαντήθηκε από τους απολογητές του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού, από που προκύπτει ότι το δημόσιο είναι παραγωγικό ή αντιπαραγωγικό ανάλογα με τη χώρα προέλευσής του; Οι θιασώτες της αντίληψης ότι «το κράτος δεν είναι επιχειρηματίας» αποκρύπτουν ότι το Γερμανικό δημόσιο είναι ο ιδιοκτήτης της Deutsche Telekom.
Τα Συνδικάτα του ομίλου Ο.Τ.Ε. οφείλουν να βρεθούν, αντιμέτωπα με την παρούσα πολιτική επιλογή των δανειστών και της κυβέρνησης. Θα πρέπει να ενημερώσουν και να ενεργοποιήσουν άμεσα τόσο τους εργαζομένους, όσο και το σύνολο των Ελλήνων πολιτών, για τις ιδιαίτερα επικίνδυνες συνέπειες που θα επιφέρει στην Ελλάδα, η πώληση του τελευταίου 10% των μετοχών του Ομίλου ΟΤΕ από το ελληνικό προς το γερμανικό δημόσιο.
Είναι προφανές ότι τα μειονεκτήματα και οι κίνδυνοι που προκύπτουν από τη εκποίηση του εναπομείναντος 10% του ΟΤΕ, δεν εξαντλούνται με την προηγούμενη επιχειρηματολογία. Σχετίζονται ποικιλοτρόπως με την ανάπτυξη της χώρας, την χάραξη κοινωνικής τιμολογιακής πολιτικής, τις επιπτώσεις στις θέσεις εργασίας και τα δικαιώματα των εργαζομένων στον Όμιλο ΟΤΕ. Για όλα αυτά η Αγωνιστική Συνεργασία δεσμεύεται να επανέλθει.
Εάν αυτό τελικά πραγματοποιηθεί, η περαιτέρω «ιδιωτικοποίηση» του Ομίλου ΟΤΕ θα σημάνει την οριστική απώλεια έκφρασης των συμφερόντων του ελληνικού δημοσίου στον βασικότερο τηλεπικοινωνιακό όμιλο, αλλά και γενικότερα στις τηλεπικοινωνίες στην Ελλάδα. Συνεπώς, οι ελληνική κυβέρνηση θα αδυνατεί να ασκήσει οποιαδήποτε πολιτική που σχετίζεται με την καθολική υπηρεσία, τη δυνατότητα πρόσβασης κοινωνικά ευπαθών ομάδων, απομακρυσμένων περιοχών, αλλά και την εθνική ασφάλεια.
Είναι σαφές και αυτονόητο ότι, όταν το Ελληνικό Δημόσιο δεν θα έχει πια τη δυνατότητα πίεσης προς τον ΟΤΕ, προκειμένου να ασκηθεί κοινωνική πολιτική στις τηλεπικοινωνίες, τότε θα γιγαντωθεί η επιδίωξη του άμεσα βραχυχρόνιου κέρδους, ως μοναδικού κινήτρου της Διοίκησης του Ομίλου Ο.Τ.Ε. Συνεπώς, η πρόσβαση σε τεχνολογικά σύγχρονες τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες θα παρέχεται αποκλειστικά και μόνο σε όσους θα έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν το υψηλό οικονομικό τίμημα. Επειδή οι τηλεπικοινωνίες αποτελούν εισροή για το σύνολο των παραγωγικών τομέων αλλά και των κοινωνικών δραστηριοτήτων, είναι αυτονόητο ότι θα προκληθεί περαιτέρω όξυνση των οικονομικών, κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων. Επιπρόσθετα, θα ενταθούν τα φαινόμενα κοινωνικού και οικονομικού αποκλεισμού.
Ωστόσο, ενδεχομένως ακόμα πιο σημαντικές θα είναι οι αρνητικές επιπτώσεις για την εθνική ασφάλεια της Ελλάδας. Η κρισιμότητα των τηλεπικοινωνιών στον τομέα της ασφάλειας μίας χώρας, είναι αδιαμφισβήτητη ακόμα και στη «Μέκκα» του καπιταλισμού, δηλαδή στις Η.Π.Α. Το καλοκαίρι του 2000 η DeutscheTelecom συμφώνησε με τους κύριους μετόχους της VoiceStreamWirelessCorp. (εταιρία κινητής τηλεφωνίας) τη μεταβίβαση του πλειοψηφικού πακέτου. Η συγκεκριμένη συμφωνία επικυρώθηκε από τα αμερικανικά δικαστήρια τον Μάιο του 2001, δηλαδή περίπου ένα χρόνο μετά, για λόγους «εθνικής ασφάλειας». Η έννοια της «εθνικής ασφάλειας» στο τηλεπικοινωνιακό δίκτυο έγκειται τόσο στην πρόσβαση σε «πληροφορίες» όσο και στην δυνατότητα παρεμβολών και «αποσυντονισμού». Ως εκ τούτου, έπρεπε να διερευνηθεί επαρκώς, εάν θα ήταν θεμιτό για το αμερικανικό δημόσιο να πωληθεί μια εταιρία τηλεπικοινωνιών σε φορέα που ανήκε πλειοψηφικά στο γερμανικό δημόσιο. Σημειώνεται, δε, ότι η συγκεκριμένη συμφωνία επικυρώθηκε, τελικά, πριν συμβούν τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.
Πολιτικές για την ασφάλεια των τηλεπικοινωνιών ακολουθούνται σε όλες τις κυρίαρχες χώρες στον κόσμο. Επιπλέον είναι κρίσιμο να εγγυάται το ελληνικό δημόσιο, το απόρρητο των επικοινωνιών, ιδιαίτερα όταν έχει προηγηθεί το σκάνδαλο παρακολούθησης πρώην πρωθυπουργού, διαμέσου ιδιώτη τηλεπικοινωνιακού παρόχου (Vodafone). Θα υπενθυμίσουμε ακόμη ότι στις 11 Ιουνίου 2013 – την αποφράδα ημέρα που η τότε κυβέρνηση Σαμαρά/Βενιζέλου έκλεισε την ΕΡΤ – η διαδικασία αποσύνδεσης των ραδιοτηλεοπτικών κυκλωμάτων προς τους πομπούς αναμετάδοσης, ανατέθηκε στον ΟΤΕ και υλοποιήθηκε μέσω απομακρυσμένης πρόσβασης. Αυτό από μόνο του δείχνει τις τεράστιες και επικίνδυνες δυνατότητες που δίνει η σύγχρονη τεχνολογία στον εκάστοτε πάροχο καθολικής υπηρεσίας. Αβίαστα, λοιπόν, μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι για λόγους εθνικής ασφαλείας και προστασίας του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών, η παρουσία του δημοσίου στην μετοχική σύνθεση του ΟΤΕ, αποτελεί κρίσιμο παράγοντα άσκησης εθνικής πολιτικής στον τομέα των τηλεπικοινωνιών.
Η σημερινή κυβέρνηση παρέλαβε μία χώρα, την οποία οι προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν λεηλατήσει με τους κομματικούς στρατούς τους και την οδήγησαν σε καθεστώς μακροχρόνιας οικονομικής χρεοκοπίας. Αυτό, ωστόσο, δεν δίνει το δικαίωμα στην τωρινή κυβέρνηση να μετατρέψει την οικονομική εξάρτηση και χρεοκοπία, σε απώλεια της εθνικής ανεξαρτησίας. Ειδικά όταν έχει αποδειχθεί περίτρανα, ότι το γερμανικό δημόσιο πορεύεται με αποκλειστικό γνώμονα τα οικονομικά του συμφέροντα, ρισκάροντας την κατάρρευση της ευρωζώνης και αδιαφορώντας παντελώς για την κατάρρευση της Ελλάδας. Η απόφαση να εκποιηθεί το ύστατο 10% του ΟΤΕ, εντάσσεται στον σχεδιασμό των δανειστών να λεηλατήσουν τον δημόσιο πλούτο με αιχμή τις επιχειρήσεις στρατηγικού χαρακτήρα (ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, λιμάνια, αεροδρόμια κλπ υποδομές) με όχημα την εξυπηρέτηση του επαχθούς δημόσιου χρέους.
Θα πρέπει, λοιπόν, η σημερινή κυβέρνηση να αντιληφθεί την κρισιμότητα της συγκεκριμένης πώλησης και να την ματαιώσει οριστικά και αμετάκλητα. Έχει διατυπωθεί από πολλούς στο παρελθόν η δογματική αντίληψη ότι το «δημόσιο είναι αντιπαραγωγικό». Ωστόσο, ουδέποτε απαντήθηκε από τους απολογητές του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού, από που προκύπτει ότι το δημόσιο είναι παραγωγικό ή αντιπαραγωγικό ανάλογα με τη χώρα προέλευσής του; Οι θιασώτες της αντίληψης ότι «το κράτος δεν είναι επιχειρηματίας» αποκρύπτουν ότι το Γερμανικό δημόσιο είναι ο ιδιοκτήτης της Deutsche Telekom.
Τα Συνδικάτα του ομίλου Ο.Τ.Ε. οφείλουν να βρεθούν, αντιμέτωπα με την παρούσα πολιτική επιλογή των δανειστών και της κυβέρνησης. Θα πρέπει να ενημερώσουν και να ενεργοποιήσουν άμεσα τόσο τους εργαζομένους, όσο και το σύνολο των Ελλήνων πολιτών, για τις ιδιαίτερα επικίνδυνες συνέπειες που θα επιφέρει στην Ελλάδα, η πώληση του τελευταίου 10% των μετοχών του Ομίλου ΟΤΕ από το ελληνικό προς το γερμανικό δημόσιο.
Είναι προφανές ότι τα μειονεκτήματα και οι κίνδυνοι που προκύπτουν από τη εκποίηση του εναπομείναντος 10% του ΟΤΕ, δεν εξαντλούνται με την προηγούμενη επιχειρηματολογία. Σχετίζονται ποικιλοτρόπως με την ανάπτυξη της χώρας, την χάραξη κοινωνικής τιμολογιακής πολιτικής, τις επιπτώσεις στις θέσεις εργασίας και τα δικαιώματα των εργαζομένων στον Όμιλο ΟΤΕ. Για όλα αυτά η Αγωνιστική Συνεργασία δεσμεύεται να επανέλθει.