Ταξικές συμμαχίες για αποτροπή ασφαλιστικού «μεσαίωνα» και ανατροπή του νέου μνημονίου

Από το Γιώργο Χαρίση

1. Με την εφαρμογή του 3ου μνημονίου και όλων των προαπαιτουμένων που προηγήθηκαν και ακολουθούν,  γίνεται πλέον καθαρό σε όλο και περισσότερους εργαζόμενους, άνεργους και συνταξιούχους ότι θα επιχειρηθεί η εφαρμογή όλων των εκκρεμοτήτων του 1ου και 2ου μνημονίου – που με τον αγώνα τους οι εργαζόμενοι και ο ελληνικός λαός απέτρεψαν τα προηγούμενα χρόνια – και η ολοκλήρωση του σχεδίου της πλήρους φτωχοποίησης του λαού, της ολοκληρωτικής απαξίωσης της χώρας μας και η μεταφορά και στις προηγμένες χώρες της Ευρώπης του ασιατικού μοντέλου των εργαζομένων χωρίς δικαιώματα και των κοινωνιών χωρίς κοινωνική προστασία.

Το πείραμα που ξεκίνησε το 2010, με την επίσημη πρώτη είσοδο του ΔΝΤ σε χώρα της Ευρωζώνης, συνεχίζεται και φαίνεται ότι βαδίζει προς την ολοκλήρωση του: η χώρα μας και ο ελληνικός λαός χρησιμοποιούνται ως πειραματόζωο στην Ευρώπη, προκειμένου να διερευνηθούν οι αντοχές και οι αντιδράσεις του και να αξιοποιηθούν τα συμπεράσματα για τη γενίκευση των πούρων νεοφιλελεύθερων πολιτικών σε όλη την Ευρώπη.

Οι εξελίξεις που είχαμε στη χώρα μας απ' τις εκλογές του Γενάρη του 2015 με τις ελπίδες που γέννησε στον ελληνικό λαό το αποτέλεσμα, οι συνεχείς υποχωρήσεις της κυβέρνησης στους δανειστές κατά το μεσοδιάστημα μέχρι το δημοψήφισμα στις 5 του Ιούλη, η υποταγή και η συνθηκολόγηση της κυβέρνησης με τους δανειστές και η πλήρης απογοήτευση του λαού που αυτή επέφερε, μετά την ανάταση του μεγαλειώδους ΟΧΙ, χειροτέρεψαν σημαντικά τους όρους της πάλης για την ανατροπή της λιτότητας και για την απαλλαγή της χώρας μας από τα δεσμά της υποτέλειας και της επιτροπείας.

Το αίσθημα ελπίδας ότι μπορεί να καταργηθούν τα μνημόνια και να ανατραπούν οι μνημονιακές πολιτικές, μετατράπηκε στις 20 του Σεπτέμβρη σε ένα κλίμα ηττοπάθειας και μελαγχολίας, σε αναπαραγωγή διλημμάτων του παρελθόντος και στην εμπέδωση ενός αισθήματος ότι ο αντίπαλος είναι παντοδύναμος και ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει, πράγμα που θα επιδράσει αρνητικά την επόμενη περίοδο στην ανάπτυξη των αγώνων και των κινητοποιήσεων των εργαζομένων.

Ταυτόχρονα όμως ο ελληνικός λαός και οι εργαζόμενοι είναι πιο έμπειροι, γιατί γνωρίζουν ότι με την εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών η κατάσταση θα χειροτερεύει, ότι δεν υπάρχουν περιθώρια άσκησης διαφορετικής πολιτικής ή “παράλληλου” προγράμματος, αφού το μνημόνιο δεν είναι απλά μια δέσμη “κακών” και αντιλαϊκών μέτρων, αλλά ένα συνεκτικό πρόγραμμα που οδηγεί σε εσωτερική υποτίμηση, σε όξυνση των ταξικών αντιθέσεων και σε διεύρυνση του χάσματος μεταξύ πλουσίων και φτωχών, στην περιθωριοποίηση της χώρας, στην εκποίηση του δημοσίου πλούτου και στην μετατροπή της χώρας μας σε προτεκτοράτο και σε παρία της Ευρώπης.

2.Αυτές τις μέρες γινόμαστε μάρτυρες όλων των παραπάνω με την εξέλιξη των “διαπραγματεύσεων” και την αξιολόγηση της εφαρμογής των προαπαιτουμένων για την καταβολή της δόσης. Βιώνουμε τον πλήρη ευτελισμό της κυβέρνησης και σαν κινηματογραφική ταινία – σε επανάληψη - βλέπουμε τους δανειστές και τους υπαλλήλους τους να υπαγορεύουν το τι θα γίνει σ' αυτό τον τόπο, προκαλώντας τα δημοκρατικά αισθήματα του λαού και καταρρακώνοντας την περηφάνια του, ενόςλαού που όλα τα προηγούμενα χρόνια πάλεψε σκληρά για να απαλλαγεί από την επιτροπεία.

Απέναντι σ' αυτή την κατάσταση δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την οργάνωση της αντίστασης του ελληνικού λαού και των συνδικάτων ενάντια στα νέα ακόμη πιο βάρβαρα  μέτρα που έρχονται. Σήμερα μπορεί νακυριαρχεί αμηχανία, μπορεί να φαίνεται δύσκολο να κινητοποιηθεί ο κόσμος, μετά την απογοήτευση και το αίσθημα ηττοπάθειας που επικρατεί, όμως επειδή θα ζήσει νέες περιπέτειες είναι σίγουρο ότι θα έχουμε κοινωνικές εκρήξεις. Χρέος μας ως Αριστερά και ως εργατικό κίνημα είναι να δώσουμε σ' αυτές  μια νέα πολιτική προοπτική και διέξοδο, που συμπυκνώνεται στην ανάγκη της εφαρμογής ενός νέου προγράμματος παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, σε όφελος του λαού και του τόπου, για την αντιμετώπιση της ανεργίας και για την αποκατάσταση της διεθνούς θέσης της χώρας στη βάση της ισοτιμίας, της δικαιοσύνης και της πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής.

Βασική παράμετρος για την εφαρμογή ενός τέτοιου προγράμματος και αναβάθμισης της διεθνούς θέσης της χώρας αποτελεί το σταμάτημα της εξυπηρέτησης ενός άδικου, παράνομου, ταξικού και επονείδιστου δημοσίου χρέους, η διαγραφή, τουλάχιστον του μεγαλύτερου μέρους του, η διαγραφή κατά περίπτωση και η ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους, η εθνικοποίηση  και ο  εργατικός-κοινωνικός έλεγχος του τραπεζικού συστήματος και η έξοδος από την ευρωζώνη, ως προϋπόθεση για την υλοποίηση ενός τέτοιου προγράμματος.

Αναφέρω τα παραπάνω, γιατί συνεχίζει να ισχύει αυτό που λέγαμε σ' όλη τη μνημονιακή περίοδο,  ότι δηλ. η επίλυση και των επιμέρους  κλαδικών ή άλλων προβλημάτων των εργαζομένων, προσκρούει στην μνημονιακή απαγορευτική λογική, όπου το επιμέρους συναρθρώνεται με το γενικό και αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο που δεν επιτρέπει επιμέρους υποχωρήσεις, γιατί οδηγούν στο συνολικό του ξήλωμα.

Αν ισχύει αυτό λοιπόν πρέπει να επιμείνουμε στην πολιτικοποίηση των αιτημάτων του εργατικού – συνδικαλιστικού κινήματος και στην ανάγκη του περάσματος από μια αμυντική λογική που επικρατεί – να συγκρατήσουμε κάτι απ' αυτά που μας επέμειναν - σε μια επιθετική γραμμή διεκδίκησης ανατροπής της λιτότητας, αυξήσεων για τους εργαζόμενους, επαναφοράς εργατικών δικαιωμάτων, επαναρρύθμισης της “αγοράς” εργασίας και μείωσης του ωραρίου εργασίας χωρίς μείωση αποδοχών και δικαιωμάτων.

Για την επόμενη περίοδο δύο πράγματα αποτελούν τον αστάθμητο παράγοντα για το πώς μπορεί να εξελιχθούν τα πράγματα σε κοινωνικό επίπεδο. Το ένα είναι το εκρηκτικό πρόβλημα των κόκκινων δανείων και των πλειστηριασμών και το δεύτερο είναι οι νέες ανατροπές στο ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό, όπου αλλάζουν εντελώς τον χαρακτήρα του.

Το πρώτο γιατί αγγίζει την πλειοψηφία του ελληνικού λαού, γιατί η απώλεια του σπιτιού τον ξεκόβει από το αίσθημα της ίδιας της ύπαρξής του, από τις παραδόσεις αιώνων της ελληνικής λαϊκής οικογένειας όπου οι κόποι μιας ζωής ήταν να φτιάξει ένα σπίτι για την ίδια και τα παιδιά της, “ένα κεραμίδι για να βάλει από κάτω το κεφάλι του”.

Το δεύτερο είναι το ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό, που αγγίζει όλη την κοινωνία και που επιφέρει ανατροπές όχι μόνο στους μελλοντικούς συνταξιούχους, αλλά σε όλους. Σ' αυτούς που συνταξιοδοτήθηκαν εντός του 2015 και σ' αυτούς που πρόκειται να συνταξιοδοτηθούν το επόμενο διάστημα και θα επηρεάσει εκατομμύρια ανθρώπους αφού με τις συντάξεις ζουν χιλιάδες οικογένειες, οι γονείς συντηρούν τα άνεργα παιδιά τους και δίνουν ένα χαρτζιλίκι στα εγγόνια τους.

Νομίζω ότι σ' αυτά τα δύο πεδία θα κριθούμε. Θα κριθεί το λαϊκό κίνημα και η Αριστερά, γιατί αν ηττηθούμε δεν θα είναι μια παροδική ήττα, αλλά μια ήττα στην καρδιά της συνείδησης και της ύπαρξης του λαού μας, θα χάσει τον αυτοσεβασμό του, το αγωνιστικό του φρόνημα και την ελπίδα ότι μπορεί να αλλάξει τη μοίρα του!

Είναι χαρακτηριστικό αυτό που διάβασα προχθές σε ένα άρθρο του σ. Πέτρου Παπακωνσταντίνου στην iskra.gr ότι δηλ. “...οι πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας θα συμβάλουν ... στην περαιτέρω πτώση της αξίας της εργατικής δύναμης και στην αύξηση της “κινητικότητάς της”, καθώς ο εργαζόμενος χωρίς σπίτι θα είναι πιο “ελεύθερος” να δεχθεί δουλειές με απεχθείς όρους, μακριά από τον τόπο κατοικίας του, τις οποίες δεν θα δεχόταν εξίσου εύκολα όσο είχε τουλάχιστον στην κατοχή του το σπίτι του...” και ότι “...ακριβώς γι αυτό, η προώθηση των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας απειλεί να προκαλέσει μια πραγματική, ανεξέλεγκτη κοινωνική έκρηξη...”.

3. Στο ασφαλιστικό σήμερα όπως ειπώθηκε, δεν είναι μόνο ότι απλά αυξάνουν τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, που η επαναφορά τους είναι εύκολη. Η ουσία είναι ότι αλλάζει ο πυρήνας του ασφαλιστικού συστήματος, καταργείται ο δημόσιος κοινωνικός και αναδιανεμητικός του χαρακτήρας και η αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών, αποσύρεται το κράτος από την ευθύνη που έχει και αφήνει το έδαφος στον ιδιωτικό τομέα. Έχει δηλ. βαθιά ιδεολογικά και ταξικά χαρακτηριστικά.

Μια ακόμη πλευρά που πρέπει να πάρουμε υπόψη είναι ότι όσο χειροτερεύει το ασφαλιστικό σύστημα, όσο οι παροχές του μετατρέπονται σε προνοιακές και όσο μεγαλώνει και παγιώνεται ένα αυξημένο ποσοστό ανεργίας και διευρύνεται η μερική απασχόληση και η εκ περιτροπής εργασία, τόσο θα ενισχύεται η άποψη μέσα στους εργαζόμενους και ιδιαίτερα στις νέες γενιές ότι δεν χρειάζεται να γίνονται κρατήσεις για την κοινωνική ασφάλιση και ότι είναι καλύτερα να έχει κάποιος ένα ιδιωτικό συμβόλαιο.

Η παγίωση μιας τέτοιας άποψης σημαίνει την παραίτηση από κάθε διεκδίκηση και κυρίως την ακούσια υιοθέτηση των πιο ακραίων νεοφιλελεύθερων απόψεων που δεν θα περιορίζονται απλά μόνο στον συγκεκριμένο τομέα, αλλά διαμορφώνουν τη συνείδηση της επιλογής του ατομικού έναντι του συλλογικού, της προσωπικής επιλογής και επιτυχίας έναντι της συλλογικής δράσης και διεκδίκησης, του ιδιωτικού έναντι του δημόσιου και κοινωνικού και σε τελευταία ανάλυση την ιδεολογική ήττα της Αριστεράς και των συνδικάτων.

Το εργατικό – συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να αξιοποιήσει την νέα πραγματικότητα έτσι όπως διαμορφώνεται σήμερα και να προσπαθήσει να αντιτάξει, απέναντι στις πολιτικές της διάλυσης του ασφαλιστικού συστήματος, ένα ευρύτερο μέτωπο υπεράσπισής του. Η συμπίεση προς τα κάτω έφερε την πλειοψηφία των συνταξιούχων στην ίδια αφετηρία. Λίγοι πλέον είναι αυτοί που ανήκουν στα συνταξιουχικά «ρετιρέ» και άρα πολλοί είναι εν δυνάμει οι συνταξιούχοι που μπορεί να κινητοποιηθούνε, ενώ το γεγονός της ενοποίησης των ασφαλιστικών ταμείων, μπορεί να γίνεται για καλυφθούν μαύρες τρύπες των ταμείων και να αποψιλωθούν αυτά που δίνουν υψηλότερες παροχές, όμως ταυτόχρονα διαμορφώνουν και μια μεγάλη δύναμη που έχει ενιαία συμφέροντα, τους εργαζόμενους, τους αγρότες και τους αυτοαπασχολούμενους και μικροεπαγγελματίες, που μπορεί να διαμορφώσει ένα ενιαίο και δυναμικό μέτωπο διεκδίκησης και υπεράσπισης του συστήματος του ασφαλιστικού συστήματος.

Είναι επομένως επιβεβλημένο να δημιουργηθεί και ένα νέο συνδικαλιστικό κίνημα των συνταξιούχων, που θα ξεπερνά τις υπάρχουσες συνταξιουχικές οργανώσεις, που στην πλειοψηφία τους είναι οργανώσεις παραγόντων και συντεχνιών ή στενά κομματικά ελεγχόμενες, ενταγμένες στους σχεδιασμούς του ΚΚΕ και του ΠΑΜΕ, με αποτέλεσμα να μη δημιουργείται ένα πλατύ κίνημα, που είναι αναγκαίο σήμερα. Οι δυνάμεις του ΜΕΤΑ στο χώρο των συνταξιούχων πρέπει να κινηθούν στην κατεύθυνση της υπέρβασης αυτής της κατάστασης, να αξιοποιήσουν τις αλλαγές που έγιναν στη συνδικαλιστική νομοθεσία το καλοκαίρι, επί υπουργίας Στρατούλη, με την επέκταση του ν.1264/1982, για τον εκδημοκρατισμό των σωματείων τους και κυρίως στη συγκρότηση ενιαίων συνταξιουχικών οργανώσεων ανεξάρτητα ταμείου ασφάλισης.

Όσον αφορά τα εργασιακά, οι αλλαγές που συντελέστηκαν και θα συνεχίσουν συντελούνται στην «αγορά» εργασίας στη χώρας μας, οδηγούν σε πλήρη απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων.

Οι κοινωνικές επιπτώσεις είναι ήδη τεράστιες και διαφαίνονται μεγαλύτερες με ένα σταθερά αυξανόμενο ποσοστό ανεργίας και ειδικά στους νέους, με μια δραματική πτώση του βιοτικού επιπέδου του λαού, με μεγάλα κύματα μετανάστευσης εργατικού και ειδικά επιστημονικού δυναμικού της χώρας στο εξωτερικό, με την σταδιακή «βαλκανοποίηση» της αγοράς εργασίας στη χώρα μας, με μισθούς και συντάξεις της τάξης των 400 €, χωρίς κοινωνική ασφάλιση και κοινωνικά αγαθά, κι εργαζόμενους στο έλεος των εργοδοτών.

Για το συνδικαλιστικό κίνημα αυτό αποτελεί μια μεγάλη κι ιδιαίτερης σημασίας πρόκληση. Πρέπει κατ’ αρχήν να κινηθεί έξω από τα «επίσημα» και μέχρι στιγμής γνώριμα όριά του και να απευθυνθεί σε όλους αυτούς τους εργαζόμενους, που αποτελούν το αντικείμενο της περίφημης «ευελιξίας» και των “βέλτιστων πρακτικών”. Οι εργαζόμενοι αυτοί είναι εκτός «οπτικής» των επίσημων συνδικάτων και της ΓΣΕΕ, αλλά και οι ίδιοι λόγω της εργοδοτικής τρομοκρατίας, της κινητικότητας, του γεγονότος ότι δουλεύουν σε εργολαβίες ή είναι ενοικιαζόμενοι, των ελαστικών εργασιακών σχέσεων, των μεγάλων διαστημάτων της ανεργίας, αλλά και της έλλειψης της ελκυστικότητας των συνδικάτων δεν ενδιαφέρονται να συμμετάσχουν σ' αυτά.

Αυτοί οι εργαζόμενοι είναι η μεγάλη πλειοψηφία, ειδικά στον ιδιωτικό τομέα, είναι οι εργαζόμενοι αυτοί που αποτελούν και την «ψυχή» ενός κινήματος «βάσης» κι όχι ενός κινήματος «κορυφής».

Πέρα από αυτό θα ήθελα να σημειώσω ότι αυτό που κυριαρχεί αυτή την στιγμή σε ένα σημαντικό τμήμα εργαζομένων είναι το κλίμα ηττοπάθειας και αναμονής, μπορεί ίσως κι έκπληξης και σοκ από την σφοδρότητα των μέτρων που εξαγγέλλονται και ψηφίζονται. Το κλίμα αυτό θα φέρει τα συνδικάτα μπροστά σε αντικειμενικές δυσκολίες για αυτό και είναι απόλυτη ανάγκη να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη η κατάσταση αυτή προκειμένου να μπορούν να οργανωθούν κινητοποιήσεις απέναντι στα μέτρα.

Οι ηγεσίες των ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕτου συνδικαλιστικού κινήματος, κυρίως σε επίπεδο ΓΣΕΕ, προσπαθούν να επιβεβαιωθούν για την τακτική της δικαιολόγησης επί της ουσίας των μνημονιακών μέτρων τα προηγούμενα χρόνια και να αξιοποιήσουν τις υποχωρήσεις της σημερινής κυβέρνησης και τη συνομολόγηση του 3ου μνημονίου ως δικαίωση των επιλογών τους! Πρόκειται για ηγεσίες που έχουν περάσει με το μέτωπο των ταξικών μας αντιπάλων – φάνηκε πολύ καθαρότερα με την επιλογή του ΝΑΙ στο δημοψήφισμα, μαζί με τον ΣΕΒ και την ντόπια και ευρωπαϊκή οικονομική και πολιτική ελίτ - και που σήμερα είναι φανερό επιφυλάσσουν για τον εαυτό τους προνομιακή σχέση με τις επιλογές της κυβέρνησης, αφού αυτές διαθέτουν το know-how και του κυβερνητικού συνδικαλισμού και της συνδιαχείρισης.

Το ΠΑΜΕσυνεχίζει την ίδια διασπαστική και ανθενωτική τακτική του, ανατροφοδοτώντας την αναποτελεσματικότητα των αγώνων και την ηττοπάθεια, δεν λειτουργεί με τους όρους και τις ανάγκες την μαζικότητας και της διεύρυνσης του αγωνιστικού-διεκδικητικού μετώπου, αλλά με τις ανάγκες και τις κομματικές προτεραιότητες και ιεραρχήσεις, μεταθέτοντας την επίλυση των επιμέρους προβλημάτων και την ανατροπή των μνημονιακών πολιτικών στο σοσιαλιστικό αύριο, που όλο και θα απομακρύνεται με την πολιτική του.

Η διαφορετική στάση που φαίνεται να έχει το τελευταίο διάστημα έχει περισσότερο έναν τακτικό χαρακτήρα, για να προσεταιριστεί κάποιες δυνάμεις που είναι δυσαρεστημένες, παρά μια διάθεση επανακαθορισμού της δράσης του με στόχο την ενότητα και την κοινή δράση εντός των συνδικάτων.

Με τις δυνάμεις των ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΕΩΝ πρέπει να δούμε δυνατότητες κοινής δράσης μέσα στα συνδικάτα ή σε πρωτοβουλίες συντονισμού πρωτοβάθμιων σωματείων και ομοσπονδιών, αντικρούοντας παράλληλα και απόψεις που ενυπάρχουν στις γραμμές τους, που πολλές φορές προσομοιάζουν με αυτές του ΠΑΜΕ ή στην επιλογή των μορφών πάλης, που πολλές φορές δεν παίρνουν υπόψη τις πραγματικές ανάγκες και τις δυνατότητες του κινήματος.

Άρα, την επόμενη περίοδο θα πρέπει να δούμε, πέρα από την αξιοποίηση διαφοροποιήσεων, λόγω οξύτητας των προβλημάτων, και τη δυνατότητα για εκδήλωση κεντρικών κινητοποιήσεων, την προώθηση του συντονισμού από τα κάτω, μέσα από συντονιστικές επιτροπές, συντονισμούς πρωτοβάθμιων σωματείων και ομοσπονδιών, αξιοποιώντας την θετική εμπειρία του παρελθόντος και αποφεύγοντας την αναπαραγωγή και μεταφορά της γραφειοκρατικής και παραταξιακής λειτουργίας που υπάρχει στην ηγεσία του σ.κ και στη βάση.

Ο συντονισμός από τα κάτω πρέπει να γίνεται με όρους κινήματος, συλλογικήςκαι δημοκρατικήςσυμμετοχής των μελών των πρωτοβάθμιων σωματείων, που θα μας διαφοροποιεί από την κυρίαρχη αντίληψη της ανάθεσης και της παραταξιοποίησης με μια κουλτούρα ενεργούς συμμετοχής και δράσης των ίδιων των εργαζομένων.

Μεγάλη προσοχή χρειάζεται επίσης για να μην οδηγούνται επιμέρους κλαδικοί αγώνεςσε αδιέξοδο και απογοήτευση, γιατί η εμπειρία μας και από την προηγούμενη περίοδο δείχνει ότι για την ανατροπή των μνημονιακών πολιτικών δεν αρκεί η κινητοποίηση ενός κλάδου ή μιας κοινωνικής ομάδας, αλλά συντονισμένοι πανεργατικοί – παλλαϊκοί αγώνες.

Αυτή η επισήμανση δεν σημαίνει ότι δεν πρωτοστατούμε και δεν ενισχύουμε επιμέρους *αγώνες, αντίθετα πρέπει να παίρνουμε όλα τα μέτρα για την ενημέρωση και τον-συντονισμό των εργαζομένων, την ανάδειξη των επιπτώσεων των μνημονιακών πολιτικών και σε άλλα στρώματα της κοινωνίας, με στόχο τη διεύρυνση του μετώπου των διεκδικήσεων.

Κατά συνέπεια, οι μορφές πάληςπου κάθε φορά θα επιλέγονται είναι ανάγκη να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και τις διαθέσεις των εργαζομένωνκαι για το λόγο αυτό η ενημέρωση και η επαφή με τους εργαζόμενους, η ανάδειξη της οξύτητας των προβλημάτων και της διεξόδου από τη μέγγενη των μνημονιακών πολιτικών, πρέπει να ενταθεί μέσα στους χώρους δουλειάς.

Την επόμενη περίοδο,  τα ζητήματα στα οποία θα πρέπει να υπάρξουν κινητοποιήσεις είναι: Το ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό, η υπερφορολόγηση των αδύναμων στρωμάτων της κοινωνίας, η αντιμετώπιση της ανεργίας, οι ιδιωτικοποιήσεις, τα εργασιακά και τα θέματα της υπεράσπισης της λαϊκής κατοικίας.

Η υπεράσπιση των βασικών αγαθών της υγείας, της παιδείας και της πρόνοιας πρέπει να πάρει ευρύτερο χαρακτήρα, γιατί το θέμα δεν αφορά μόνο τους εργαζόμενους σ’ αυτούς τους τομείς, αλλά πρωτίστως τους χρήστες αυτών των υπηρεσιών και το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.

Η μεγάλη γενική απεργιακή κινητοποίηση στις 12 του Νοέμβρη θα παίξει καθοριστικό ρόλο, καθώς είναι η πρώτη μετά τις εκλογές, σε μια στιγμή ραγδαίας υλοποίησης των προαπαιτουμένων και του 3ου μνημονίου, με κύρια αιχμή το ασφαλιστικό, τις ιδιωτικοποιήσεις, τους πλειστηριασμούς και τα κόκκινα δάνεια.

Καθήκον μας λοιπόν και το επόμενο διάστημα είναι να οργανώσουμε την αντίσταση των εργαζομένων και να οικοδομήσουμε ευρύτερες κοινωνικές συμμαχίεςγια την ανατροπή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών στη χώρα μας και την Ευρώπη, για την ακύρωση των μνημονίων και τη σύνδεση της συνδικαλιστικής  πάλης με τον αγώνα για τη διαγραφή του χρέους, το δημόσιο ιδιοκτησία και τον κοινωνικό έλεγχο των τραπεζών, για τη φορολόγηση του πλούτου και τηνπαραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας σε όφελος του λαού και του τόπου.

Εισήγηση του γραμματέα του ΜΕΤΑ Γιώργου Χαρίση, ΜΑΧΩ/ΜΕ – 29/10/2015



ergasianet
Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 30/10/2015 - 17:23