Πληροφορίες και οδηγίες για τις εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου
Σύμφωνα με την εγκύκλιο για τις εκλογές 2015 διευκρινίζεται ότι, στην επικείμενη εκλογική διαδικασία, διενεργούνται πριν τη συμπλήρωση δέκα οκτώ (18) μηνών από τις προηγούμενες, δεν εφαρμόζονται οι περί εκλογής βουλευτών με σταυρό προτίμησης αλλά οι περί σειράς καταλήψεως εδρών διατάξεις (λίστα).
Επίσης, στην εγκύκλιο αυτή περιγράφονται όλα τα στάδια της εκλογικής διαδικασίας, οι αρμοδιότητες και οι ενέργειες όλων των συντελεστών, ενώ αναφέρονται και οι νόμιμες προθεσμίες, μέσα στις οποίες οφείλουν να ενεργήσουν.
Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στα ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν κατά την ημέρα της ψηφοφορίας. Υπενθυμίζεται, τέλος, ότι αρμόδιος για την οργάνωση και τη διενέργεια των εκλογών σε κάθε εκλογική περιφέρεια (νομό) είναι ο αντιπεριφερειάρχης της περιφερειακής ενότητας της έδρας του, ενώ αρμόδιος για όλους τους δήμους του Νομού Αττικής είναι ο Περιφερειάρχης Αττικής
Η εγκύκλιος χωρίζεται σε τρία μέρη:
Στο πρώτο μέρος περιέχονται πληροφορίες για την ημερομηνία των εκλογών, τον αριθμό των βουλευτών που εκλέγονται σε κάθε περιφέρεια, την κτήση του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, την υποβολή των υποψηφιοτήτων, την ανακήρυξη των υποψηφίων βουλευτών και τον τρόπο εκλογής τους.
Στο δεύτερο μέρος περιγράφονται οι αρμοδιότητες και οι ενέργειες των κρατικών υπηρεσιών και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, αμέσως μετά την έναρξη της προεκλογικής περιόδου έως την προηγούμενη ημέρα της ψηφοφορίας.
Το τρίτο μέρος αναφέρεται στα ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν κατά την ημέρα της ψηφοφορίας, ενώ αναλύεται και ο τρόπος ψηφοφορίας, εξαγωγής και ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων.
Εκλόγιμοι είναι οι Έλληνες και Ελληνίδες, που έχουν συμπληρώσει κατά την ημέρα της εκλογής το 25ο έτος της ηλικίας τους και έχουν τη νόμιμη ικανότητα του εκλέγειν.
Όλοι οι υποψήφιοι (εκείνοι που πρόκειται να περιληφθούν σε συνδυασμούς, καθώς και οι μεμονωμένοι), υποβάλλουν πρόταση υποψηφιότητας, που επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή στο αρμόδιο για την ανακήρυξή τους Πρωτοδικείο, το αργότερο εννέα (9) ημέρες μετά την έναρξη της προεκλογικής περιόδου, δηλαδή έως τα μεσάνυχτα της 6ης Σεπτεμβρίου 2015.
Η δήλωση για την κατάρτιση συνδυασμών, κομμάτων ή συνασπισμών συνεργαζομένων κομμάτων ή και ανεξάρτητων υποψήφιων, επιδίδεται, με δικαστικό επιμελητή ή με απόδειξη, στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, το αργότερο δώδεκα (12) ημέρες μετά την έναρξη της προεκλογικής περιόδου, δηλαδή έως τα μεσάνυχτα της 9ης Σεπτεμβρίου 2015.
Κάθε συνδυασμός μπορεί να περιλάβει αριθμό υποψηφίων ως τον αριθμό των βουλευτικών εδρών της εκλογικής περιφέρειας, προσαυξημένο:
α) κατά δύο στις εκλογικές περιφέρειες, όπου εκλέγονται ένας έως και επτά βουλευτές
β) κατά τρεις, στις εκλογικές περιφέρειες, όπου εκλέγονται από οκτώ έως και δώδεκα βουλευτές, και
γ) κατά τέσσερις, στις εκλογικές περιφέρειες, όπου εκλέγονται περισσότεροι από δεκατρείς βουλευτές.
Η πρόταση υποψηφίων βουλευτών Επικρατείας υποβάλλεται μόνον από κόμματα ή συνασπισμούς συνεργαζομένων κομμάτων και επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου το αργότερο δώδεκα (12) ημέρες μετά την έναρξη της προεκλογικής περιόδου, δηλαδή έως τα μεσάνυχτα της 9ης Σεπτεμβρίου 2015.
Για την ανακήρυξη των συνδυασμών των πολιτικών κομμάτων κατά τις βουλευτικές εκλογές, ο αριθμός των υποψηφίων βουλευτών από κάθε φύλο πρέπει να ανέρχεται σε ποσοστό τουλάχιστον ίσο με το 1/3 του συνολικού αριθμού των υποψηφίων τους, αντιστοίχως, σε όλη την Επικράτεια.
Διευκρινίζεται ότι η ανωτέρω ποσόστωση δεν αφορά στο σύνολο των υποψηφίων κάθε συνδυασμού σε κάθε εκλογική περιφέρεια, αλλά μόνο στο σύνολο των υποψηφίων κάθε συνδυασμού σε όλη την Επικράτεια.
Οι υποψήφιοι βουλευτές ανακηρύσσονται από το Πρωτοδικείο, στο οποίο υποβλήθηκαν οι υποψηφιότητες, δέκα (10) ημέρες μετά την έναρξη της προεκλογικής περιόδου, δηλαδή το αργότερο έως τα μεσάνυχτα της 7ης Σεπτεμβρίου 2015.
Η ανακήρυξη των συνδυασμών και των υποψηφίων βουλευτών Επικρατείας, ενεργείται από το Α” Τμήμα του Αρείου Πάγου, τη δέκατη τέταρτη (14) ημέρα μετά την έναρξη της προεκλογικής περιόδου, δηλαδή την 11η Σεπτεμβρίου 2015.
Η ψηφοφορία διεξάγεται σε κάθε εκλογικό τμήμα ενώπιον πενταμελούς εφορευτικής επιτροπής, που αποτελείται από τον αντιπρόσωπο της δικαστικής αρχής, ως πρόεδρο, και τέσσερα μέλη.
Τα μέλη των εφορευτικών επιτροπών, με ισάριθμα αναπληρωματικά, κληρώνονται από το οικείο Πρωτοδικείο, μεταξύ των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους εκλογέων του δήμου, που ανήκει το εκλογικό τμήμα.
Σε όποιους δήμους οι κατάλογοι είναι καταρτισμένοι κατά εκλογικά διαμερίσματα, τα μέλη των εφορευτικών επιτροπών κληρώνονται ή διορίζονται από αυτούς που είναι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους του οικείου εκλογικού διαμερίσματος.
Σε όλες τις περιπτώσεις, τα μέλη πρέπει να κατοικούν στο δήμο ή το εκλογικό διαμέρισμα που ανήκει το εκλογικό τμήμα, για το οποίο κληρώθηκαν. Σε περίπτωση διορισμού τους από το αρμόδιο Πρωτοδικείο, τα μέλη των εφορευτικών επιτροπών πρέπει να έχουν τουλάχιστον απολυτήριο δημοτικού σχολείου και να μην έχουν υπερβεί το εξηκοστό πέμπτο (65ο) έτος της ηλικίας τους.
Η κλήρωση ή ο διορισμός των μελών γίνεται εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την, κατά το άρθρο 31 παρ.3 του π.δ.26/2012, έναρξη της προεκλογικής περιόδου, δηλαδή έως την 12η Σεπτεμβρίου 2015.
Τα μέλη των εφορευτικών επιτροπών ειδοποιούνται για το διορισμό τους με φροντίδα των οικείων Εισαγγελέων Πρωτοδικών και με απόδειξη, πέντε (5) τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημέρα διεξαγωγής της ψηφοφορίας, δηλαδή το αργότερο έως την 14η Σεπτεμβρίου 2015.
Οι έφοροι και οι αντιπρόσωποι της δικαστικής αρχής διορίζονται, με κλήρωση, σε δημόσια συνεδρίαση, από το Α” Τμήμα του Αρείου Πάγου. Οι δικαστικοί αντιπρόσωποι διορίζονται μεταξύ όσων αναφέρονται.
Σημειώνεται ότι οι συμβολαιογράφοι, οι δικηγόροι και οι ασκούμενοι δικηγόροι, μπορούν να διοριστούν ως δικαστικοί αντιπρόσωποι, τόσο στην εκλογική περιφέρεια καταγωγής τους, όσο και στην εκλογική περιφέρεια του Πρωτοδικείου, στο οποίο είναι διορισμένοι και ασκούν τα καθήκοντά τους.
Η πράξη του εφόρου για το διορισμό ανακοινώνεται αμέσως στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της εκλογικής περιφέρειας.
Στην περίπτωση αυτή, είναι δυνατή και η χρησιμοποίηση αντιπροσώπων ή αναπληρωτών από άλλες εκλογικές περιφέρειες, τους οποίους διαθέτει με εντολή του ο έφορος της εκλογικής περιφέρειας, όπου διορίστηκαν, ύστερα από αίτηση του εφόρου της περιφέρειας στην οποία πρόκειται να χρησιμοποιηθούν.
Οι μεταβολές αυτές, ανακοινώνονται αμέσως στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και στους οικείους Εισαγγελείς Πρωτοδικών.
Οι γενικές βουλευτικές εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου 2015, θα διεξαχθούν με βάση τους εκλογικούς καταλόγους, όπως αυτοί οριστικοποιήθηκαν μετά την Γ” αναθεώρηση του 2015, και περιλαμβάνουν όλες τις μεταβολές που συντελέστηκαν έως και την 30η Ιουνίου 2015.
Την ημέρα της ψηφοφορίας και μία ώρα πριν από την έναρξή της, τα μέλη της εφορευτικής επιτροπής οφείλουν να βρίσκονται στον τόπο της ψηφοφορίας, για να παραλάβουν από το δήμαρχο ή το ορισθέν από αυτούς μέλος του δημοτικού συμβουλίου ή δημοτικό υπάλληλο, το κατάστημα ψηφοφορίας, τις κάλπες, τα έπιπλα και σκεύη, καθώς επίσης τα υπόλοιπα εκλογικά είδη.
Μετά την παραλαβή των ανωτέρω εκλογικών ειδών και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 78 του π.δ.26/2012, η εφορευτική επιτροπή:
Κάθε συνδυασμός κόμματος ή συνασπισμός κομμάτων ή ανεξαρτήτων, καθώς και κάθε μεμονωμένος υποψήφιος, έχει το δικαίωμα να διορίσει σε κάθε εκλογικό τμήμα έναν αντιπρόσωπό του και έναν αναπληρωτή του.
Οι αντιπρόσωποι και οι αναπληρωτές τους διορίζονται με γραπτή δήλωση είτε του αρχηγού ή της διευθύνουσας επιτροπής του κόμματος είτε του εξουσιοδοτημένου από αυτούς υποψηφίου του οικείου συνδυασμού είτε του μεμονωμένου υποψηφίου.
Η σχετική δήλωση κατατίθεται είτε απευθείας στον Πρόεδρο του αρμοδίου Πρωτοδικείου είτε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος έχει υποχρέωση να κοινοποιήσει το διορισμό στους Προέδρους των Πρωτοδικών.
Οι αντιπρόσωποι, οφείλουν κατά την έναρξη της ψηφοφορίας να επιδείξουν την ανωτέρω δήλωση στον πρόεδρο της εφορευτικής επιτροπής ή τον διευθύνοντα τις εργασίες της.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, διευκρινιστικά αναφέρεται ότι οι αντιπρόσωποι των πολιτικών κομμάτων που συμμετέχουν στις εκλογές, δύνανται να εισέλθουν ανά πάσα στιγμή της ημέρας της ψηφοφορίας, στο χώρο του εκλογικού τμήματος όπου θα ασκήσουν τα καθήκοντά τους.
Ειδικότερα για τα διαβατήρια, επισημαίνεται ότι αρκεί και ελληνικό διαβατήριο που έχει λήξει η ισχύς του. Το προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού Σώματος και οι Στρατιωτικοί, που υπηρετούν, με οποιαδήποτε ιδιότητα, στις Ένοπλες Δυνάμεις ή στο Λιμενικό Σώμα, ψηφίζουν με βάση τους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους στην περιφέρεια όπου υπηρετούν, προσέρχονται στο εκλογικό κατάστημα ατομικά και όχι συντεταγμένοι ή με οποιαδήποτε συνοδεία.
Η αναγνώριση των στρατιωτικών και όσων υπηρετούν στα σώματα ασφαλείας γίνεται με βάση τις στρατιωτικές ή υπηρεσιακές τους ταυτότητες, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις.
Οι εκλογείς αυτοί οφείλουν να προσκομίσουν στην εφορευτική επιτροπή, βεβαίωση της υπηρεσίας τους ή της μονάδας τους ότι δεν έχουν εγγραφεί στις καταστάσεις του άρθρου 27 του π.δ.26/2012, προκειμένου να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα στο δήμο που είναι εγγεγραμμένοι.
Μετά την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος και εφόσον ζητηθεί από τον εκλογέα, χορηγείται σε αυτόν έντυπη βεβαίωση άσκησης του εκλογικού δικαιώματος, που υπογράφεται και σφραγίζεται από τον πρόεδρο της Εφορευτικής Επιτροπής.
Σε περίπτωση τυχόν διπλοεγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους, υπάρχει δίπλα στα στοιχεία του διπλοεγγεγραμμένου εκλογέα η ένδειξη Δ (διπλοεγγεγραμμένος).
Κατά την ψηφοφορία, ο διπλοεγγεγραμμένος εκλογέας υπογράφει ενώπιον του αντιπροσώπου της δικαστικής αρχής έντυπη υπεύθυνη δήλωση, με την οποία δηλώνει ότι έλαβε γνώση ότι είναι διπλοεγγεγραμμένος και δεν ψήφισε, ούτε προτίθεται να ψηφίσει την ημέρα αυτή σε άλλο εκλογικό τμήμα της χώρας.
Με αυτές τις έντυπες υπεύθυνες δηλώσεις, εφοδιάζονται όλα τα εκλογικά τμήματα, μαζί με το λοιπό εκλογικό υλικό. Κατά την υπογραφή της ανωτέρω υπεύθυνης δήλωσης, πρέπει να δοθεί από τους δικαστικούς αντιπροσώπους ιδιαίτερη προσοχή στη συμπλήρωση των στοιχείων του διπλοεγγεγραμμένου εκλογέα και ιδιαίτερα στην ορθή αναγραφή του ειδικού εκλογικού αριθμού, όπως αυτός προκύπτει από τον εκλογικό κατάλογο. Στην υπεύθυνη δήλωση πρέπει επίσης να αναγράφονται τα στοιχεία του εκλογικού τμήματος.
Περαιτέρω, οι δικαστικοί αντιπρόσωποι οφείλουν να τοποθετήσουν τις υπεύθυνες δηλώσεις των διπλοεγγεγραμμένων εκλογέων σε ιδιαίτερο φάκελο και να τις παραδώσουν στο οικείο Πρωτοδικείο ξεχωριστά από τον εκλογικό σάκο.
Στην περίπτωση αυτή, πριν από το όνομα κάθε ετεροδημότη στους βασικούς εκλογικούς καταλόγους, υπάρχει η ένδειξη Ε. Στους εκλογείς αυτούς, απαγορεύεται να ψηφίσουν στο δήμο, στους βασικούς εκλογικούς καταλόγους του οποίου είναι εγγεγραμμένοι.
Συνεπώς, οι αντιπρόσωποι της δικαστικής αρχής δεν πρέπει να επιτρέπουν σε εκλογείς, οι οποίοι φέρουν την ένδειξη Ε στο βασικό εκλογικό κατάλογο, να ψηφίσουν.
Οι δικαστικοί αντιπρόσωποι, πρέπει επίσης να έχουν υπόψη τους ότι για τον υπολογισμό των πραγματικά εγγεγραμμένων κάθε κοινού εκλογικού τμήματος, αφαιρούνται οι ετεροδημότες και θεωρούνται εγγεγραμμένοι μόνον όσοι δεν φέρουν την ένδειξη Ε πριν από το όνομά τους.
Με αυτόν τον τρόπο, θα αποφευχθεί η πλασματική εμφάνιση στοιχείων, που αφορούν τόσο στο σύνολο του εκλογικού σώματος όσο και στο ποσοστό αποχής.
Οι ενστάσεις είναι έγγραφες και καταχωρίζονται υποχρεωτικά στο βιβλίο πρακτικών της επιτροπής. Η υποβολή οποιασδήποτε ένστασης δεν διακόπτει την ψηφοφορία.
Σε περίπτωση διακοπής, για οποιονδήποτε λόγο, της ψηφοφορίας, αυτή παρατείνεται με συμφωνία και του αντιπροσώπου της δικαστικής αρχής, για χρονικό διάστημα ίσο με τη διάρκεια της τυχόν διακοπής.
Σε ιδιαίτερα εξαιρετικές και απόλυτα δικαιολογημένες περιπτώσεις, η εφορευτική επιτροπή μπορεί να παρατείνει την ψηφοφορία και πέραν από τις δύο ώρες καθώς και από το χρόνο που διήρκεσαν οι διακοπές, να εξαντληθεί ο αριθμός των παρόντων εκλογέων.
Το αποτέλεσμα της καταμέτρησης αναγράφεται ολογράφως στο βιβλίο πρακτικών και κατόπιν τοποθετούνται οι φάκελοι πάλι στην κάλπη. Εάν από την καταμέτρηση προκύψει διαφορά μεταξύ του αριθμού των φακέλων και των εκλογέων που ψήφισαν, επαναλαμβάνεται η καταμέτρηση.
Εάν και πάλι προκύψει διαφορά, πετιούνται οι φάκελοι εκείνοι που δεν έχουν τη σφραγίδα της εφορευτικής επιτροπής. Όταν ο αριθμός των ασφράγιστων ξεπερνάει τον αριθμό των φακέλων που πλεονάζουν, τότε αφαιρούνται στην τύχη και πετιούνται τόσοι ασφράγιστοι φάκελοι όσοι είναι οι πλεονάζοντες.
Εάν και πάλι ύστερα από το πέταγμα των ασφράγιστων φακέλων υπάρχουν πλεονάζοντες, τότε όλοι οι σφραγισμένοι φάκελοι ξαναρίχνονται στην κάλπη και αφαιρούνται στην τύχη όσοι είναι και οι πλεονάζοντες.
Οι φάκελοι που έτσι αφαιρούνται, ανοίγονται και σημειώνεται στο βιβλίο πρακτικών το περιεχόμενο των ψηφοδελτίων, που βρίσκονται μέσα σε αυτούς τα οποία όμως δεν υπολογίζονται στη διαλογή.
Η εφορευτική επιτροπή υποχρεούται σε κάθε περίπτωση, να διατυπώσει στα πρακτικά τη γνώμη της για την αιτία της ύπαρξης πλεοναζόντων φακέλων.
α) Προκειμένου για τους δικαστικούς αντιπροσώπους, τακτικούς ή αναπληρωματικούς, που δεν παρουσιάστηκαν στα εκλογικά τμήματα στα οποία διορίσθηκαν, το ονοματεπώνυμο, την ιδιότητά τους και τη διεύθυνσή τους.
β) Προκειμένου για τους αναπληρωματικούς δικαστικούς αντιπροσώπους που δεν χρησιμοποιήθηκαν, το ονοματεπώνυμο και την ιδιότητά τους, την ημέρα και ώρα που εμφανίστηκαν σε αυτούς και το λόγο της μη χρησιμοποίησής τους.
Επίσης, στην εγκύκλιο αυτή περιγράφονται όλα τα στάδια της εκλογικής διαδικασίας, οι αρμοδιότητες και οι ενέργειες όλων των συντελεστών, ενώ αναφέρονται και οι νόμιμες προθεσμίες, μέσα στις οποίες οφείλουν να ενεργήσουν.
Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στα ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν κατά την ημέρα της ψηφοφορίας. Υπενθυμίζεται, τέλος, ότι αρμόδιος για την οργάνωση και τη διενέργεια των εκλογών σε κάθε εκλογική περιφέρεια (νομό) είναι ο αντιπεριφερειάρχης της περιφερειακής ενότητας της έδρας του, ενώ αρμόδιος για όλους τους δήμους του Νομού Αττικής είναι ο Περιφερειάρχης Αττικής
Η εγκύκλιος χωρίζεται σε τρία μέρη:
Στο πρώτο μέρος περιέχονται πληροφορίες για την ημερομηνία των εκλογών, τον αριθμό των βουλευτών που εκλέγονται σε κάθε περιφέρεια, την κτήση του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, την υποβολή των υποψηφιοτήτων, την ανακήρυξη των υποψηφίων βουλευτών και τον τρόπο εκλογής τους.
Στο δεύτερο μέρος περιγράφονται οι αρμοδιότητες και οι ενέργειες των κρατικών υπηρεσιών και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, αμέσως μετά την έναρξη της προεκλογικής περιόδου έως την προηγούμενη ημέρα της ψηφοφορίας.
Το τρίτο μέρος αναφέρεται στα ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν κατά την ημέρα της ψηφοφορίας, ενώ αναλύεται και ο τρόπος ψηφοφορίας, εξαγωγής και ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων.
Εκλόγιμοι είναι οι Έλληνες και Ελληνίδες, που έχουν συμπληρώσει κατά την ημέρα της εκλογής το 25ο έτος της ηλικίας τους και έχουν τη νόμιμη ικανότητα του εκλέγειν.
Όλοι οι υποψήφιοι (εκείνοι που πρόκειται να περιληφθούν σε συνδυασμούς, καθώς και οι μεμονωμένοι), υποβάλλουν πρόταση υποψηφιότητας, που επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή στο αρμόδιο για την ανακήρυξή τους Πρωτοδικείο, το αργότερο εννέα (9) ημέρες μετά την έναρξη της προεκλογικής περιόδου, δηλαδή έως τα μεσάνυχτα της 6ης Σεπτεμβρίου 2015.
Η δήλωση για την κατάρτιση συνδυασμών, κομμάτων ή συνασπισμών συνεργαζομένων κομμάτων ή και ανεξάρτητων υποψήφιων, επιδίδεται, με δικαστικό επιμελητή ή με απόδειξη, στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, το αργότερο δώδεκα (12) ημέρες μετά την έναρξη της προεκλογικής περιόδου, δηλαδή έως τα μεσάνυχτα της 9ης Σεπτεμβρίου 2015.
Κάθε συνδυασμός μπορεί να περιλάβει αριθμό υποψηφίων ως τον αριθμό των βουλευτικών εδρών της εκλογικής περιφέρειας, προσαυξημένο:
α) κατά δύο στις εκλογικές περιφέρειες, όπου εκλέγονται ένας έως και επτά βουλευτές
β) κατά τρεις, στις εκλογικές περιφέρειες, όπου εκλέγονται από οκτώ έως και δώδεκα βουλευτές, και
γ) κατά τέσσερις, στις εκλογικές περιφέρειες, όπου εκλέγονται περισσότεροι από δεκατρείς βουλευτές.
Η πρόταση υποψηφίων βουλευτών Επικρατείας υποβάλλεται μόνον από κόμματα ή συνασπισμούς συνεργαζομένων κομμάτων και επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου το αργότερο δώδεκα (12) ημέρες μετά την έναρξη της προεκλογικής περιόδου, δηλαδή έως τα μεσάνυχτα της 9ης Σεπτεμβρίου 2015.
Για την ανακήρυξη των συνδυασμών των πολιτικών κομμάτων κατά τις βουλευτικές εκλογές, ο αριθμός των υποψηφίων βουλευτών από κάθε φύλο πρέπει να ανέρχεται σε ποσοστό τουλάχιστον ίσο με το 1/3 του συνολικού αριθμού των υποψηφίων τους, αντιστοίχως, σε όλη την Επικράτεια.
Διευκρινίζεται ότι η ανωτέρω ποσόστωση δεν αφορά στο σύνολο των υποψηφίων κάθε συνδυασμού σε κάθε εκλογική περιφέρεια, αλλά μόνο στο σύνολο των υποψηφίων κάθε συνδυασμού σε όλη την Επικράτεια.
Οι υποψήφιοι βουλευτές ανακηρύσσονται από το Πρωτοδικείο, στο οποίο υποβλήθηκαν οι υποψηφιότητες, δέκα (10) ημέρες μετά την έναρξη της προεκλογικής περιόδου, δηλαδή το αργότερο έως τα μεσάνυχτα της 7ης Σεπτεμβρίου 2015.
Η ανακήρυξη των συνδυασμών και των υποψηφίων βουλευτών Επικρατείας, ενεργείται από το Α” Τμήμα του Αρείου Πάγου, τη δέκατη τέταρτη (14) ημέρα μετά την έναρξη της προεκλογικής περιόδου, δηλαδή την 11η Σεπτεμβρίου 2015.
Η ψηφοφορία διεξάγεται σε κάθε εκλογικό τμήμα ενώπιον πενταμελούς εφορευτικής επιτροπής, που αποτελείται από τον αντιπρόσωπο της δικαστικής αρχής, ως πρόεδρο, και τέσσερα μέλη.
Τα μέλη των εφορευτικών επιτροπών, με ισάριθμα αναπληρωματικά, κληρώνονται από το οικείο Πρωτοδικείο, μεταξύ των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους εκλογέων του δήμου, που ανήκει το εκλογικό τμήμα.
Σε όποιους δήμους οι κατάλογοι είναι καταρτισμένοι κατά εκλογικά διαμερίσματα, τα μέλη των εφορευτικών επιτροπών κληρώνονται ή διορίζονται από αυτούς που είναι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους του οικείου εκλογικού διαμερίσματος.
Σε όλες τις περιπτώσεις, τα μέλη πρέπει να κατοικούν στο δήμο ή το εκλογικό διαμέρισμα που ανήκει το εκλογικό τμήμα, για το οποίο κληρώθηκαν. Σε περίπτωση διορισμού τους από το αρμόδιο Πρωτοδικείο, τα μέλη των εφορευτικών επιτροπών πρέπει να έχουν τουλάχιστον απολυτήριο δημοτικού σχολείου και να μην έχουν υπερβεί το εξηκοστό πέμπτο (65ο) έτος της ηλικίας τους.
Η κλήρωση ή ο διορισμός των μελών γίνεται εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την, κατά το άρθρο 31 παρ.3 του π.δ.26/2012, έναρξη της προεκλογικής περιόδου, δηλαδή έως την 12η Σεπτεμβρίου 2015.
Τα μέλη των εφορευτικών επιτροπών ειδοποιούνται για το διορισμό τους με φροντίδα των οικείων Εισαγγελέων Πρωτοδικών και με απόδειξη, πέντε (5) τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημέρα διεξαγωγής της ψηφοφορίας, δηλαδή το αργότερο έως την 14η Σεπτεμβρίου 2015.
Οι έφοροι και οι αντιπρόσωποι της δικαστικής αρχής διορίζονται, με κλήρωση, σε δημόσια συνεδρίαση, από το Α” Τμήμα του Αρείου Πάγου. Οι δικαστικοί αντιπρόσωποι διορίζονται μεταξύ όσων αναφέρονται.
Σημειώνεται ότι οι συμβολαιογράφοι, οι δικηγόροι και οι ασκούμενοι δικηγόροι, μπορούν να διοριστούν ως δικαστικοί αντιπρόσωποι, τόσο στην εκλογική περιφέρεια καταγωγής τους, όσο και στην εκλογική περιφέρεια του Πρωτοδικείου, στο οποίο είναι διορισμένοι και ασκούν τα καθήκοντά τους.
Η πράξη του εφόρου για το διορισμό ανακοινώνεται αμέσως στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της εκλογικής περιφέρειας.
Στην περίπτωση αυτή, είναι δυνατή και η χρησιμοποίηση αντιπροσώπων ή αναπληρωτών από άλλες εκλογικές περιφέρειες, τους οποίους διαθέτει με εντολή του ο έφορος της εκλογικής περιφέρειας, όπου διορίστηκαν, ύστερα από αίτηση του εφόρου της περιφέρειας στην οποία πρόκειται να χρησιμοποιηθούν.
Οι μεταβολές αυτές, ανακοινώνονται αμέσως στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και στους οικείους Εισαγγελείς Πρωτοδικών.
Οι γενικές βουλευτικές εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου 2015, θα διεξαχθούν με βάση τους εκλογικούς καταλόγους, όπως αυτοί οριστικοποιήθηκαν μετά την Γ” αναθεώρηση του 2015, και περιλαμβάνουν όλες τις μεταβολές που συντελέστηκαν έως και την 30η Ιουνίου 2015.
Την ημέρα της ψηφοφορίας και μία ώρα πριν από την έναρξή της, τα μέλη της εφορευτικής επιτροπής οφείλουν να βρίσκονται στον τόπο της ψηφοφορίας, για να παραλάβουν από το δήμαρχο ή το ορισθέν από αυτούς μέλος του δημοτικού συμβουλίου ή δημοτικό υπάλληλο, το κατάστημα ψηφοφορίας, τις κάλπες, τα έπιπλα και σκεύη, καθώς επίσης τα υπόλοιπα εκλογικά είδη.
Μετά την παραλαβή των ανωτέρω εκλογικών ειδών και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 78 του π.δ.26/2012, η εφορευτική επιτροπή:
- ορίζει γραμματέα για τη σύνταξη των πρακτικών
- προβαίνει, παρουσία των υποψηφίων ή των αντιπροσώπων των συνδυασμών, στην προετοιμασία της αίθουσας για τη διεξαγωγή της ψηφοφορίας
- μεριμνά για την τακτοποίηση των θέσεων των μελών της και των αντιπροσώπων των συνδυασμών
- τοποθετεί την κάλπη μπροστά στο τραπέζι της και σε ύψος τέτοιο, ώστε η άνω πλευρά της κάλπης που φέρει τη σχισμή, να είναι υπερυψωμένη από το επίπεδο του τραπεζιού
- φροντίζει για τη διάταξη των ψηφοδελτίων των συνδυασμών και μεμονωμένων υποψηφίων στο τραπέζι, και
- εγκαθιστά τα ειδικά διαχωρίσματα ψηφοφορίας (παραβάν)
Κάθε συνδυασμός κόμματος ή συνασπισμός κομμάτων ή ανεξαρτήτων, καθώς και κάθε μεμονωμένος υποψήφιος, έχει το δικαίωμα να διορίσει σε κάθε εκλογικό τμήμα έναν αντιπρόσωπό του και έναν αναπληρωτή του.
Οι αντιπρόσωποι και οι αναπληρωτές τους διορίζονται με γραπτή δήλωση είτε του αρχηγού ή της διευθύνουσας επιτροπής του κόμματος είτε του εξουσιοδοτημένου από αυτούς υποψηφίου του οικείου συνδυασμού είτε του μεμονωμένου υποψηφίου.
Η σχετική δήλωση κατατίθεται είτε απευθείας στον Πρόεδρο του αρμοδίου Πρωτοδικείου είτε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος έχει υποχρέωση να κοινοποιήσει το διορισμό στους Προέδρους των Πρωτοδικών.
Οι αντιπρόσωποι, οφείλουν κατά την έναρξη της ψηφοφορίας να επιδείξουν την ανωτέρω δήλωση στον πρόεδρο της εφορευτικής επιτροπής ή τον διευθύνοντα τις εργασίες της.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, διευκρινιστικά αναφέρεται ότι οι αντιπρόσωποι των πολιτικών κομμάτων που συμμετέχουν στις εκλογές, δύνανται να εισέλθουν ανά πάσα στιγμή της ημέρας της ψηφοφορίας, στο χώρο του εκλογικού τμήματος όπου θα ασκήσουν τα καθήκοντά τους.
Δικαιολογητικά
Η αναγνώριση των εκλογέων για την άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος γίνεται με βάση την αστυνομική τους ταυτότητα ή τη σχετική προσωρινή βεβαίωση της αρμόδιας αρχής ή το διαβατήριό τους ή την άδεια οδήγησης ή το ατομικό βιβλιάριο υγείας όλων των ασφαλιστικών ταμείων. Σημειώνεται ότι τυχόν «κομμένα» δελτία αστυνομικής ταυτότητας είναι αποδεκτά.Ειδικότερα για τα διαβατήρια, επισημαίνεται ότι αρκεί και ελληνικό διαβατήριο που έχει λήξει η ισχύς του. Το προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού Σώματος και οι Στρατιωτικοί, που υπηρετούν, με οποιαδήποτε ιδιότητα, στις Ένοπλες Δυνάμεις ή στο Λιμενικό Σώμα, ψηφίζουν με βάση τους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους στην περιφέρεια όπου υπηρετούν, προσέρχονται στο εκλογικό κατάστημα ατομικά και όχι συντεταγμένοι ή με οποιαδήποτε συνοδεία.
Η αναγνώριση των στρατιωτικών και όσων υπηρετούν στα σώματα ασφαλείας γίνεται με βάση τις στρατιωτικές ή υπηρεσιακές τους ταυτότητες, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις.
Οι εκλογείς αυτοί οφείλουν να προσκομίσουν στην εφορευτική επιτροπή, βεβαίωση της υπηρεσίας τους ή της μονάδας τους ότι δεν έχουν εγγραφεί στις καταστάσεις του άρθρου 27 του π.δ.26/2012, προκειμένου να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα στο δήμο που είναι εγγεγραμμένοι.
Μετά την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος και εφόσον ζητηθεί από τον εκλογέα, χορηγείται σε αυτόν έντυπη βεβαίωση άσκησης του εκλογικού δικαιώματος, που υπογράφεται και σφραγίζεται από τον πρόεδρο της Εφορευτικής Επιτροπής.
Σε περίπτωση τυχόν διπλοεγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους, υπάρχει δίπλα στα στοιχεία του διπλοεγγεγραμμένου εκλογέα η ένδειξη Δ (διπλοεγγεγραμμένος).
Κατά την ψηφοφορία, ο διπλοεγγεγραμμένος εκλογέας υπογράφει ενώπιον του αντιπροσώπου της δικαστικής αρχής έντυπη υπεύθυνη δήλωση, με την οποία δηλώνει ότι έλαβε γνώση ότι είναι διπλοεγγεγραμμένος και δεν ψήφισε, ούτε προτίθεται να ψηφίσει την ημέρα αυτή σε άλλο εκλογικό τμήμα της χώρας.
Με αυτές τις έντυπες υπεύθυνες δηλώσεις, εφοδιάζονται όλα τα εκλογικά τμήματα, μαζί με το λοιπό εκλογικό υλικό. Κατά την υπογραφή της ανωτέρω υπεύθυνης δήλωσης, πρέπει να δοθεί από τους δικαστικούς αντιπροσώπους ιδιαίτερη προσοχή στη συμπλήρωση των στοιχείων του διπλοεγγεγραμμένου εκλογέα και ιδιαίτερα στην ορθή αναγραφή του ειδικού εκλογικού αριθμού, όπως αυτός προκύπτει από τον εκλογικό κατάλογο. Στην υπεύθυνη δήλωση πρέπει επίσης να αναγράφονται τα στοιχεία του εκλογικού τμήματος.
Περαιτέρω, οι δικαστικοί αντιπρόσωποι οφείλουν να τοποθετήσουν τις υπεύθυνες δηλώσεις των διπλοεγγεγραμμένων εκλογέων σε ιδιαίτερο φάκελο και να τις παραδώσουν στο οικείο Πρωτοδικείο ξεχωριστά από τον εκλογικό σάκο.
Ετεροδημότες
Όπως είναι ήδη γνωστό, παρέχεται πλέον η δυνατότητα στους ετεροδημότες εκλογείς να ψηφίσουν στον τόπο διαμονής τους, εφόσον είχαν υποβάλει σχετική αίτηση έως την 30η Ιουνίου 2015 και περιελήφθησαν σε ειδικούς εκλογικούς καταλόγους.Στην περίπτωση αυτή, πριν από το όνομα κάθε ετεροδημότη στους βασικούς εκλογικούς καταλόγους, υπάρχει η ένδειξη Ε. Στους εκλογείς αυτούς, απαγορεύεται να ψηφίσουν στο δήμο, στους βασικούς εκλογικούς καταλόγους του οποίου είναι εγγεγραμμένοι.
Συνεπώς, οι αντιπρόσωποι της δικαστικής αρχής δεν πρέπει να επιτρέπουν σε εκλογείς, οι οποίοι φέρουν την ένδειξη Ε στο βασικό εκλογικό κατάλογο, να ψηφίσουν.
Οι δικαστικοί αντιπρόσωποι, πρέπει επίσης να έχουν υπόψη τους ότι για τον υπολογισμό των πραγματικά εγγεγραμμένων κάθε κοινού εκλογικού τμήματος, αφαιρούνται οι ετεροδημότες και θεωρούνται εγγεγραμμένοι μόνον όσοι δεν φέρουν την ένδειξη Ε πριν από το όνομά τους.
Με αυτόν τον τρόπο, θα αποφευχθεί η πλασματική εμφάνιση στοιχείων, που αφορούν τόσο στο σύνολο του εκλογικού σώματος όσο και στο ποσοστό αποχής.
Ενστάσεις κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας
Κάθε εκλογέας ή υποψήφιος ή αντιπρόσωπός του, έχει το δικαίωμα να υποβάλει στην εφορευτική επιτροπή, ενστάσεις σχετικές με παραβάσεις νόμου που συντελέστηκαν κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας μέσα ή έξω από το εκλογικό τμήμα.Οι ενστάσεις είναι έγγραφες και καταχωρίζονται υποχρεωτικά στο βιβλίο πρακτικών της επιτροπής. Η υποβολή οποιασδήποτε ένστασης δεν διακόπτει την ψηφοφορία.
Παράταση της ψηφοφορίας
Με την παρέλευση της καθορισμένης ώρας λήξης της ψηφοφορίας και εφόσον διαπιστωθεί ότι υπάρχουν ακόμη εκλογείς που επιθυμούν να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα, η εφορευτική επιτροπή μπορεί να παρατείνει την ψηφοφορία για δύο ώρες κατ” ανώτατο όριο.Σε περίπτωση διακοπής, για οποιονδήποτε λόγο, της ψηφοφορίας, αυτή παρατείνεται με συμφωνία και του αντιπροσώπου της δικαστικής αρχής, για χρονικό διάστημα ίσο με τη διάρκεια της τυχόν διακοπής.
Σε ιδιαίτερα εξαιρετικές και απόλυτα δικαιολογημένες περιπτώσεις, η εφορευτική επιτροπή μπορεί να παρατείνει την ψηφοφορία και πέραν από τις δύο ώρες καθώς και από το χρόνο που διήρκεσαν οι διακοπές, να εξαντληθεί ο αριθμός των παρόντων εκλογέων.
Άνοιγμα κάλπης — Καταμέτρηση φακέλων
Οδικαστικός αντιπρόσωπος, παρουσία των υποψηφίων ή των αντιπροσώπων των συνδυασμών, ανοίγει την κάλπη και καθορίζει τα καθήκοντα κάθε μέλους της επιτροπής. Ακολούθως, καταμετρώνται οι φάκελοι, χωρίς να ανοιχτούν.Το αποτέλεσμα της καταμέτρησης αναγράφεται ολογράφως στο βιβλίο πρακτικών και κατόπιν τοποθετούνται οι φάκελοι πάλι στην κάλπη. Εάν από την καταμέτρηση προκύψει διαφορά μεταξύ του αριθμού των φακέλων και των εκλογέων που ψήφισαν, επαναλαμβάνεται η καταμέτρηση.
Εάν και πάλι προκύψει διαφορά, πετιούνται οι φάκελοι εκείνοι που δεν έχουν τη σφραγίδα της εφορευτικής επιτροπής. Όταν ο αριθμός των ασφράγιστων ξεπερνάει τον αριθμό των φακέλων που πλεονάζουν, τότε αφαιρούνται στην τύχη και πετιούνται τόσοι ασφράγιστοι φάκελοι όσοι είναι οι πλεονάζοντες.
Εάν και πάλι ύστερα από το πέταγμα των ασφράγιστων φακέλων υπάρχουν πλεονάζοντες, τότε όλοι οι σφραγισμένοι φάκελοι ξαναρίχνονται στην κάλπη και αφαιρούνται στην τύχη όσοι είναι και οι πλεονάζοντες.
Οι φάκελοι που έτσι αφαιρούνται, ανοίγονται και σημειώνεται στο βιβλίο πρακτικών το περιεχόμενο των ψηφοδελτίων, που βρίσκονται μέσα σε αυτούς τα οποία όμως δεν υπολογίζονται στη διαλογή.
Η εφορευτική επιτροπή υποχρεούται σε κάθε περίπτωση, να διατυπώσει στα πρακτικά τη γνώμη της για την αιτία της ύπαρξης πλεοναζόντων φακέλων.
Καθήκοντα των εφόρων αντιπροσώπων δικαστικής αρχής την επομένη των εκλογών
Την επομένη των εκλογών, οι έφοροι των αντιπροσώπων της δικαστικής αρχής υποχρεούνται απαραιτήτως και εγγράφως να γνωστοποιήσουν στο Υπουργείο Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης:α) Προκειμένου για τους δικαστικούς αντιπροσώπους, τακτικούς ή αναπληρωματικούς, που δεν παρουσιάστηκαν στα εκλογικά τμήματα στα οποία διορίσθηκαν, το ονοματεπώνυμο, την ιδιότητά τους και τη διεύθυνσή τους.
β) Προκειμένου για τους αναπληρωματικούς δικαστικούς αντιπροσώπους που δεν χρησιμοποιήθηκαν, το ονοματεπώνυμο και την ιδιότητά τους, την ημέρα και ώρα που εμφανίστηκαν σε αυτούς και το λόγο της μη χρησιμοποίησής τους.