Ο σεξισμός ευνοεί τις αντιδραστικές πολιτικές, τις αριστερές όμως;
Στο (θεσμικό) πρόσωπο της Ζωής Κωνσταντοπούλου αντικατοπτρίζεται και αποκρυσταλλώνεται μια διττή προβληματική, πολιτική και πολιτισμική. Ο αντικοινοβουλευτισμός και ο σεξισμός. Ο σεξισμός στην πολιτική ζωή, στον πολιτικό λόγο, ο σεξισμός μέσα στο κοινοβούλιο. Το πολιτικό και το πολιτισμικό σε αυτή την περίπτωση είναι σε μεγάλο βαθμό συνυφασμένα και το ένα χρησιμοποιεί το άλλο καταπώς συμφέρει. Όχι όμως απλώς για να εξοντώσουν ηθικά ένα πολιτικό πρόσωπο – αλλά και αυτό που συμβολίζει…
Το τελευταίο φύλλο της Kontra News έχει πρωτοσέλιδο το εξής: «Ο άντρας της δεν μπορεί να μαζέψει τη Ζωή;» Η γυναίκα εδώ (συγκεκριμένα η Πρόεδρος της Βουλής) χάνει κάθε υπόσταση και υφίσταται μέσα από ένα φαλλοκρατικό πρίσμα που επιτρέπει μονάχα ετεροπροσδιορισμό. Με άλλα λόγια, η Ζωή Κωνσταντοπούλου αποπολιτικοποιείται – με τρόπο ενδεικτικό όλης της στρατηγικής των μεταπολιτικών, μεταδημοκρατικών σχημάτων, μηχανισμών και αφηγήσεων.
Στα μεταδημοκρατικά πλαίσια της πολιτικής των μνημονίων, οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες, ο σεβασμός στο Sύνταγμα και η ομαλή λειτουργία που επιτρέπει την διαφάνεια και συνεκδοχικά την διακριτή στάση του κάθε βουλευτή, σχεδόν εξαφανίζεται. Δεν είναι απλώς ο λεγόμενος «πυκνός χρόνος» των πολιτικών εξελίξεων, είναι το κοινοβούλιο στην υπηρεσία του τεχνοκρατισμού, η μετατροπή της πολιτικής σε ένα κενό δοχείο που επιτρέπει σε εταίρους, θεσμούς, τρόικες, τετρατρόικες να περνούν όλα αυτά τα μέτρα που εξυπηρετούν τα εκάστοτε συμφέροντά τους (κάτι που ο Νόαμ Τσόμσκυ έχει τονίσει με τους πλέον σαφείς όρους ήδη από το 2011). Η ίδια διαδικασία μετατρέπει τους βουλευτές και τις κυβερνήσεις σε «middle men»· σε μεσάζοντες που κυριολεκτικά διαχειρίζονται αυτή την κατάσταση. Το πώς θα δικαιολογηθεί αυτό στον λαό, είναι θέμα αφήγησης, κάθε ένας που αναλαμβάνει να αποποιηθεί τον αντιμνημονιακό του χαρακτήρα, διαλέγει και το αφήγημα που του ταιριάζει.
Αν προσπάθησε για κάτι η Ζωή Κωνσταντοπούλου -που της αναγνωρίστηκε ακόμα κι από κάποιους επικριτές της (από τα αριστερά)- αυτό είναι να περισώσει την τιμή του κοινοβουλευτισμού και να επαναφέρει τον σεβασμό σε πολιτισμικό επίπεδο – μετά από την ακροδεξιά χροιά της κυβέρνησης Σαμαρά. Γνωρίζοντας και η ίδια, όμως, πως αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί στα πλαίσια μνημονιακών πολιτικών χωρίς και το πολιτικό από δίπλα, έκανε μια σειρά κινήσεις, όπως η Επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου του Χρέους, διότι μια υγιής εικόνα της Βουλής χωρίς ουσιαστική διαφάνεια δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Αυτό, ωστόσο, δεν μπόρεσε να της συγχωρεθεί. Διότι οι κινήσεις της αυτές πρώτα από όλα έρχονταν σε ευθεία σύγκρουση με το προηγούμενο καθεστώς. Και έπειτα φάνηκαν οι πρώτοι τριγμοί στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, που τώρα με βεβαιότητα μπορούμε να πούμε ότι δεν προκλήθηκαν στο πλαίσιο κάποιας «ισορροπίας δυνάμεων» (ακούγονταν τόσο καιρό μέχρι και γελοίες γραφικότητες εκτόπισης Τσίπρα ή ότι θέλει να δημιουργήσει δικό της κόμμα και άλλα φαιδρά), αλλά επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ κατευθύνθηκε από ένα σημείο και μετά στη συνθηκολόγηση και ως εκ τούτου στις πολιτικές που η Πρόεδρος της Βουλής προετοιμαζόταν να πολεμήσει. Σήμερα που ο ΣΥΡΙΖΑ είναι -πλέον- μνημονιακός, η σύγκρουση φτάνει στο αποκορύφωμα. Και σε αυτή τη σύγκρουση, η άλλη πλευρά, δεν μπορεί να απαντήσει πολιτικά. Εδώ υπεισέρχεται ο σεξισμός.
Ο ιδρυματοποιημένος μισογυνισμός και σεξισμός πασιδήλως υφίσταται και μέσα στο κοινοβούλιο. Είναι πολυεπίπεδος, πολυπρισματικός και αγγίζει τις γυναίκες βουλευτές όλων των ιδεολογικών αποχρώσεων. Τις τελευταίες ημέρες βλέπουμε πόσο μπορεί να αποπροσανατολίσει τη συζήτηση από την πολιτική ουσία. Σε αυτό επιστρατεύονται και τα ΜΜΕ, οικειοθελώς ή όχι, και φτύνουν εμετικά, χυδαία, μισογυνικά δημοσιεύματα για «Δρακουλέσκου» κτλ.
Κάπου όμως χρειάζεται να τεθεί ένα όριο. Ποιος θα το θέσει; Μα αυτός που φέρνει, ή ισχυρίζεται πως φέρνει, την αλλαγή. Δεν είναι δυνατόν, για παράδειγμα, ΜΜΕ αριστερά ή απλώς προοδευτικά να οικειοποιούνται τον φτηνό λόγο του Πρώτου Θέματος. Δεν είναι δυνατόν ο μισογυνισμός του ελληνικού κοινοβουλίου αντί να καταγγέλλεται, να εξαπλώνεται στις σελίδες του Τύπου. Πέρα από νεοαυριανισμό, αποκαλύπτεται και μια αδυναμία αντίληψης του τι πραγματικά θέλει να διαβάσει ο αναγνώστης, τον οποίο οι μνημονιακές πολιτικές θα ισοπεδώσουν. Όχι, δεν θέλει αυτός ο άνθρωπος να διαβάσει τις νεοαυριανιστικές αηδίες για τις διακοπές της Ζωής Κωνσταντοπούλου (δεν θα μπω καν στη διαδικασία σε αυτό το κείμενο να αποδομήσω τον ψευδή χαρακτήρα των δημοσιευμάτων – οι πληροφορίες αυτές κυκλοφορούν ευρέως στο διαδίκτυο), δεν θέλει να διαβάσει για καυγάδες σε βενζινάδικα, ηθικολογικές, ψυχαναλυτικές, μισογυνικές, κενές μπούρδες που σκαρφίζονται όσοι θέλουν να κρυφτούν από το πολιτικό. Είναι μπούρδες. Δεν είναι πολιτική. Δεν είναι δημοσιογραφία. Είναι μπούρδες.
Και δυστυχώς δεν θα σταματήσουν να γράφονται, δεν θα σταματήσουν να ξεστομίζονται στην Βουλή – όμως δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι, να εξηγούμε τα αυτονόητα από την αρχή, ξανά και ξανά, και να αναλύουμε έναν λεκτικό εμετό που χρειάζονται μόλις δευτερόλεπτα για να συντεθεί. Πρέπει να αναρωτηθούμε αν στο πλαίσιο της μεταδημοκρατικής πολιτικής υπάρχει περιθώριο ο κοινοβουλευτισμός να μπορέσει να λειτουργήσει, αν μπορεί μια Πρόεδρος της Βουλής να επιτελέσει το έργο της· και αν μπορούμε να αρθρώσουμε έναν πολιτικό λόγο που θα υποβιβάζει τον σεξισμό -και όποιο σκουπίδι γεννάει το μυαλό τους- στις πραγματικές του διαστάσεις, χωρίς κόπο, αλλά μόνο με την αλήθεια.
ΥΓ «Έχω την εντύπωση ότι επειδή τελείωσα τόσο γρήγορα, δε σας άρεσε». Αυτή η φράση ανήκει στον κ. Λυκούδη. Την απηύθυνε στην Πρόεδρο της Βουλής. Δεν μπορεί παρά να αναρωτιέται κανείς: Αξίζει αυτό το επίπεδο, αυτή η ανοησία, στον λαό που βασανίζεται;
πηγή: unfollow.com.gr