Η πορεία προς τα Ιουλιανά
Απόστολος Διαμαντής:
Η Ένωση Κέντρου, με τον Γεώργιο Παπανδρέου και τον Σοφοκλή Βενιζέλο επικεφαλής, ήρθε στην εξουσία αρχικά στις εκλογές του 1963, χωρίς κοινοβουλευτική πλειοψηφία και οριστικά το 1964. Στην προεκλογική περίοδο πεθαίνει αιφνιδιαστικά ο Σοφοκλής Βενιζέλος, γεγονός που καθιστά τον Παπανδρέου απόλυτο κυρίαρχο εσωκομματικά. Η παρουσία του Βενιζέλου εξισορροπούσε απολύτως τις ποικίλες τάσεις στο εσωτερικό του πολιτικού συνασπισμού που ήταν η ΕΚ. Πολύ περισσότερο που οι διαφορετικές πολιτικές αντιλήψεις ανάμεσα στον Παπανδρέου και τον Βενιζέλο επέβαλαν πάντα την λογική των εσωκομματικών συνεννοήσεων και της αναζήτησης κοινής πολιτικής συνισταμμένης.1
Ωστόσο η μεγάλη εκλογική νίκη της ΕΚ στις εκλογές του 1964 (53%) ήταν αναμενόμενο να ενισχύσει το κύρος του Γ. Παπανδρέου τόσο εσωκομματικά, όσο και απέναντι στον άλλο πόλο εξουσίας, το Παλάτι. Οι σχέσεις ανάμεσα στην πολιτική ηγεσία και το Βασιλιά, που είχαν διαταραχθεί από τη σύγκρουση του Παλατιού με τον Κ. Καραμανλή κατά το 1963, ξανάγιναν αρμονικές, μετά την άριστη συνεργασία του Παπανδρέου με τον νέο βασιλιά Κωνσταντίνο, ο οποίος είχε ενθρονισθεί τον Μάρτιο του 64, ένα μήνα μετά την εκλογική νίκη της ΕΚ. Οι σχέσεις αυτές επισφραγίστηκαν με την ανάθεση αφενός του Υπουργείου Αμύνης στον Πέτρο Γαρουφαλιά και αφετέρου του αρχηγείου ΓΕΣ στον στρατηγό Γεννηματά, οι οποίοι είχαν άριστες σχέσεις με το παλάτι. Ενώ όμως ο Γαρουφαλιάς ήταν της απολύτου εμπιστοσύνης του Πρωθυπουργού και παλιός προσωπικός του φίλος, ο Γεννηματάς είχε κατηγορηθεί για τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στις εκλογές «βίας και νοθείας» του 1961.
Οι αποφάσεις αυτές του Παπανδρέου, που έδειχναν υπερβολική φιλοβασιλική διάθεση εκ μέρους του, προκάλεσαν τις πρώτες σοβαρές τριβές στο εσωτερικό του κόμματος, που εκδηλώθηκαν με δημοσιεύματα στον φιλοκυβερνητικό τύπο, (κυρίως στην «Ελευθερία», που κυκλοφόρησε με τίτλο «Αιδώς Αργείοι» ) και κατέληξαν στην έμπρακτη διαφοροποίηση στην εκλογή προέδρου της Βουλής, η οποία απεδείκνυε την εύθραυστη εσωκομματική ισορροπία. Αρκετά γρήγορα μάλιστα, μετά τις πρώτες σημαντικές μεταρρυθμίσεις στο χώρο της παιδείας και της κοινωνικής πολιτικής, άρχισαν να εμφανίζονται και σοβαρά προβλήματα διακυβέρνησης. Τα προβλήματα αυτά αφορούσαν κυρίως την ακολουθούμενη πολιτική παροχών, η οποία θεωρήθηκε ότι υπερβαίνει τις αντοχές της οικονομίας και προκαλεί μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα.
Η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης έθεσε σε δεύτερη μοίρα τη νομισματική σταθερότητα και κατευθύνθηκε στην τόνωση της ζήτησης. Ρυθμίστηκαν αγροτικά χρέη, αυξήθηκαν σημαντικά οι μισθοί και ικανοποιήθηκαν αιτήματα πολλών κοινωνικών ομάδων, χωρίς πάντα να κρατούνται οι ισορροπίες ανάμεσα στην ικανοποίηση μιας απαίτησης και την τήρηση κάποιων τυπικών κανόνων. Η κυβέρνηση της ΕΚ ήταν φανερό πως υπό την πίεση χρονίων κοινωνικών προβλημάτων στρεφόταν προς μια λαϊκιστική πρακτική, η οποία ικανοποιούσε προσωρινά κάποιες κοινωνικές ομάδες, αλλά δημιουργούσε μεγάλη ανησυχία στους οικονομικούς παράγοντες εσωτερικά και διεθνώς, καθώς ορισμένοι οικονομικοί δείκτες έδειχναν σημάδια αντιστροφής του θετικού οικονομικού κύκλου της διακυβέρνησης 55-63. 2
Η ίδια ανησυχία μεταφέρθηκε και στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, οι οποίες ενδιαφέρονταν για το επενδυτικό περιβάλλον και το εξωτερικό χρέος. Στην ετήσια έκθεσή του για το 1965 ο Άγγλος πρέσβης έγραφε εμπιστευτικά στο Φόρεϊν Όφις για «αυξημένη ανησυχία από την πολιτική παροχών του Παπανδρέου…μη συνετή πολιτική επιχορηγήσεων στον καπνό και το σιτάρι…μη αναμενόμενη αύξηση των εισαγωγών…πτώση των συναλλαγματικών αποθεμάτων…νομισματική νευρικότητα…ελλάτωση της εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών εξ’ αιτίας της υπόθεσης Τομ Πάπας και Πεσινέ».3 Την ίδια περίπου αρνητική κατάσταση αποτύπωνε και η έκθεση για το 1965 του ΟΟΣΑ για την Ελλάδα, η οποία έκανε λόγο για «αύξηση των δαπανών και μείωση των δημοσίων επενδύσεων».4
Η αρχική λαϊκή ευφορία από την αποκατάσταση δημοκρατικών ελευθεριών, την απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων, τις μεταρρυθμίσεις στην Παιδεία και την ικανοποίηση οικονομικών αιτημάτων, έδωσε γρήγορα τη θέση της στην αμφισβήτηση και την καχυποψία. Η αμφισβήτηση αυτή μεταφέρθηκε στο εσωτερικό της κυβέρνησης, με την διατύπωση διαφορετικών προτάσεων για την ακολουθούμενη πολιτική. Ο Υπουργός Οικονομικών Κ. Μητσοτάκης, με επιστολή του προς τον Πρωθυπουργό στις 4- 8-1964 σημείωνε πως «…ηγγίσαμεν τα ακραία όρια αντοχής της οικονομίας και του προϋπολογισμού και επιβάλλεται, επειγόντως πλέον, ρυθμός περισυλλογής, την ανάγκην του οποίου από μακρού και κατ’ επανάληψιν έχω επισημάνει. …Ο προϋπολογισμός του 1965 όχι μόνον θα ευρεθεί εις πλήρη αδυναμίαν να εισφέρει εις τας δημοσίας επενδύσεις, αλλά θα καταλείπη και σημαντικόν έλλειμμα, με τας εντεύθεν δυσμενείς επιδράσεις επί της νομισματικής κυκλοφορίας…¨». 5
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα η παρουσία του Ανδρέα Παπανδρέου στην κυβέρνηση, στο Υπουργείο Προεδρίας αρχικά και μετά στο Συντονισμού, λειτούργησε σαν θρυαλλίδα στο εσωτερικό του κόμματος, καθώς οι λεπτές ισορροπίες των εσωκομματικών τάσεων διαταράχθηκαν από την επιθετική και παρεμβατική τακτική του επίδοξου διαδόχου. Ο Ανδρέας, συγκρότησε μια μικρή αρχικά, αλλά δυναμική ομάδα βουλευτών, και πίεζε για πιο σκληρή στάση απέναντι στο παλάτι, κυρίως στο ζήτημα του ελέγχου του στρατεύματος και της ΚΥΠ. Επίσης, «…από τη θέση του αναπληρωτή υπουργού Συντονισμού, ο Ανδρέας είχε τη δυνατότητα να παρεμβαίνει ουσιαστικά στο έργο των υπολοίπων υπουργείων, γεγονός που προκάλεσε μεγάλες ενδοκυβερνητικές αντιδράσεις».6
Στο αρνητικό κλίμα που άρχισε να διαγράφεται πρέπει να προστεθεί η επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων για το κυπριακό και η δυσφορία των αμερικανών για τη αρνητική στάση του Πρωθυπουργού και την εντύπωση του αντιαμερικανισμού που δημιουργούσε ο Αντρέας. Η δυσφορία αυτή κορυφώθηκε με την απόρριψη του σχεδίου Άτσεσον για την Κύπρο και την καταγγελία του Ανδρέα στην Μοντ στις 5-10-1964, πως σχεδιαζόταν πραξικοπηματική εφαρμογή του σχεδίου Άτσεσον για Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και ανατροπή του Μακαρίου.7
Η κυβέρνηση ισορροπούσε έτσι σε ένα τεντωμένο σχοινί, ανάμεσα στη λαϊκή απαίτηση για βαθύτερες αλλαγές και μεγαλύτερες παροχές και στην αντίθεση των επιμέρους κέντρων εξουσίας απέναντι στις κοινωνικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις, που ουσιαστικά λειτουργούσαν αποσταθεροποιητικά τόσο στο οικονομικό, όσο και το πολιτικό πεδίο. Στην πραγματικότητα βέβαια οι μεταρρυθμίσεις αυτές παρέμεναν, σε μεγάλο βαθμό, στο επίπεδο της ρητορικής και μόνο ένα μέρος τους άρχισε να υλοποιείται. Οι αντιφάσεις αυτές γρήγορα μεταβλήθηκαν σε ραγδαία κρίση εμπιστοσύνης, τόσο από την πλευρά του παλατιού, όσο και από την πλευρά της εκλογικής βάσης του κόμματος, που υπό το κράτος των υψηλών προσδοκιών άρχισε γρήγορα να απογοητεύεται.
Τον Ιούλιο του 64, μόλις 5 μήνες μετά την ορκωμοσία της, η κυβέρνηση υπέστη βαριά ήττα στις δημοτικές εκλογές, γεγονός που άρχισε να προδικάζει και το μέλλον της. Την άνοιξη του 1965 ο Παπανδρέου, υπό την πίεση της πραγματικότητας, αναγκάστηκε να δηλώσει σε δραματικούς τόνους «τέλος οι παροχές», ενώ είχε προσπαθήσει έξυπνα να μεταθέσει το κέντρο βάρους στο πολιτικό πεδίο, αποκαλύπτοντας τον Φεβρουάριο στη Βουλή το «Σχέδιο Περικλής» και κατηγορώντας την ΕΡΕ και παραστρατιωτικούς μηχανισμούς για νοθεία των εκλογών του 1961.
Και ενώ η αποκάλυψη του «Σχεδίου Περικλής» από τον Παπανδρέου εξυπηρετούσε απολύτως την κυβέρνηση, καθώς εξουδετέρωνε προσωρινά την αντιπολιτευτική τακτική της ΕΡΕ, συσπείρωνε την αντιδεξιά εκλογική βάση και μετέθετε τη συζήτηση από την τρέχουσα πολιτική στο παρελθόν, εν τούτοις τα αποτελέσματα της πολιτικής όξυνσης που προκλήθηκε δεν ήταν καθόλου ευχάριστα για την κυβέρνηση. Διότι στην πολιτική δίνη άρχισε να εμπλέκεται και το παλάτι. Είχαν δε μεσολαβήσει, η κατηγορία της αντιπολίτευσης για σκάνδαλο του Ανδρέα με την ανάθεση μελετών δημοσίων έργων σε φιλικό του γραφείο (υπόθεση Σκιαδαρέση), η παραίτηση του Ανδρέα από την κυβέρνηση, η αντικομμουνιστική υστερία που είχε κυριαρχήσει στην αντιπολιτευτική ρητορία της ΕΡΕ και η πρόταση βουλευτών της ΕΔΑ για παραπομπή του Καραμανλή και βουλευτών της ΕΡΕ για σκάνδαλα στις συμβάσεις της ΔΕΗ, η οποία εγκρίθηκε με τη συμφωνία της πλειοψηφίας των βουλευτών της ΕΚ .
Το πολιτικό τοπίο άρχισε να γίνεται εκρηκτικό. Τρεις μήνες μετά ξέσπασε η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, η οποία ήταν λογικό να εκληφθεί αρχικά ως αντιπερισπασμός στο «Σχέδιο Περικλής». Γρήγορα όμως η υπόθεση αυτή, μικρής σχετικά σημασίας όπως απεδείχθη εκ των υστέρων, έλαβε μεγάλες πολιτικές διαστάσεις καθώς ενεπλάκη το όνομα του Ανδρέα Παπανδρέου, ως εμπνευστή της οργάνωσης, που υποτίθεται στόχευε στον κομματικό έλεγχο του στρατού. Σημειωτέον ότι ο Ανδρέας είχε επιστρέψει στην κυβέρνηση από τις 29 Απριλίου, στη θέση του αναπληρωτή Υπουργού Συντονισμού.
Από το σημείο αυτό και μετά οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες. Η Ένωση Κέντρου ήταν παραδομένη σε μια εσωκομματική κρίση διαρκείας εξ’ αιτίας του ανταγωνισμού ανάμεσα στον Κώστα Μητσοτάκη και τον Ανδρέα Παπανδρέου, ανταγωνισμός που εξέφραζε όχι μόνον το πρόβλημα της διαδοχής, αλλά και μια εντελώς διαφορετική αντιμετώπιση του προβλήματος της διακυβέρνησης. Είναι γεγονός πως τη στιγμή εκείνη η μεγάλη πλειοψηφία των Υπουργών και των επικεφαλής του κόμματος είχαν μάλλον αρνητική στάση απέναντι στις ακραίες θέσεις του Αντρέα, οι οποίες δημιουργούσαν και νέα προβλήματα στις σχέσεις με το Παλάτι και χειροτέρευαν το ήδη αρνητικό κλίμα. Ο Πρωθυπουργός προσπάθησε να βγει από το αδιέξοδο, χρησιμοποιώντας αρχικά την υπόθεση Περικλής και στη συνέχεια προσπαθώντας να επιβάλλει κάποιες αλλαγές στην ηγεσία του στρατεύματος. Αυτές ήταν και η αφορμή για τη σύγκρουση με το Παλάτι, καθώς ήδη ο νεαρός βασιλιάς, υπό την επιρροή συμβούλων που μάλλον προετοίμαζαν εκτροπή, είχε αρχίσει να ανησυχεί για τον έλεγχο του στρατού.8
Το αδιέξοδο ήταν πλήρες καθώς η καχυποψία ήταν αμφίπλευρη. Μάλιστα ο άγγλος πρεσβευτής Ρ. Μάρεϋ, στην απόρρητη έκθεσή του προς το Φόρεϊν Όφις, διετύπωνε την ατεκμηρίωτη θέση πως «…υπάρχει κάποιος λόγος για να πιστέψει κανείς, ότι κάποια στιγμή μέσα στον Ιούλιο, ο κ. Παπανδρέου, όντας ακόμη πρωθυπουργός, φλερτάρισε ακόμη και με την ιδέα ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος»! Και συνέχιζε: «Μεταγενέστερες αποκαλύψεις απέδειξαν ότι η ΚΥΠ χρησιμοποιήθηκε σαν όπλο μιας μικρής κομματικής κλίκας μέσα στην κυβέρνηση του Παπανδρέου για την παρακολούθηση των τηλεφώνων άλλων υπουργών, αλλά ακόμη και για να στήσουν μηχανισμούς υποκλοπής μέσα στα ίδια τους τα σπίτια». 9
Αν τέτοιες ήταν οι πληροφορίες που έφταναν στα αυτιά του άγγλου πρέσβη, μπορεί να φανταστεί κανείς τι ακριβώς έφτανε στα αυτιά του νεαρού και άπειρου βασιλιά. Είναι φανερό πως τη σύγκρουση του Πρωθυπουργού με τον Βασιλιά την ευνοούσαν οι διάφορες συνωμοτικές ομάδες που δρούσαν στο στράτευμα και προφανώς σχεδίαζαν την πολιτική όξυνση, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για επέμβαση του στρατού. Τη σύγκρουση αυτή αντικειμενικά επιτάχυνε επίσης η αντιβασιλική ακραία ρητορική του Αντρέα και η αντικομμουνιστική υστερία που είχε καταλάβει την ΕΡΕ του Π. Κανελλόπουλου, η οποία μιλούσε για επικείμενο κομμουνιστικό πραξικόπημα της ΕΔΑ και των «συνοδοιπόρων της».10
Ο Πρωθυπουργός, υπό το βάρος των κατηγοριών για τον χειρισμό της υπόθεσης ΑΣΠΙΔΑ, ζητά ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή την οποία και παίρνει στις 25 Ιουνίου. Στη συνέχεια αποφασίζει την αντικατάσταση του αρχηγού ΓΕΣ Ι. Γεννηματά. Πλην όμως η πρόθεσή του γίνεται γνωστή στον βασιλιά μέσω του Γαρουφαλιά. Ο Κωνσταντίνος διαμαρτύρεται για παράκαμψή του και ο Παπανδρέου αναγκάζεται να τον διαβεβαιώσει πως δεν πρόκειται να γίνει καμία αλλαγή χωρίς προσυνεννόηση. Ταυτοχρόνως όμως αποφασίζει και την αποπομπή του Γαρουφαλιά από το Υπουργείο Αμύνης.
Τα πράγματα έχουν φτάσει ήδη στα άκρα. Ο Γαρουφαλιάς αρνείται να παραιτηθεί, προφανώς σε προσυνεννόηση με τα Ανάκτορα, τα οποία επίσης αρνούνται. Και στις 8 Ιουλίου ο Βασιλιάς με επιτιμητική επιστολή του προς τον Παπανδρέου του ανακοινώνει ότι ήταν ενοχλημένος από ορισμένες προταθείσες αλλαγές στο στρατό, από την δραστηριότητα της ΚΥΠ- η οποία ήταν υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης- και ότι το θέμα αυτό συνδέονταν με την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ.
Ο Παπανδρέου απάντησε σε επίσης αυστηρό ύφος, αρνήθηκε τις κατηγορίες και τόνισε πως είναι δικαίωμά του να ορίζει τους υπουργούς του. Ο Βασιλιάς, με νέα επιστολή, επέστησε την προσοχή στον Παπανδρέου στις αναφορές που συνέδεαν το γιο του με τον ΑΣΠΙΔΑ και επεσήμανε ότι, υπό αυτές τις περιστάσεις, θα έπρεπε να διοριστεί άλλος Υπουργός. Ό Παπανδρέου δεν δέχθηκε τον προσβλητικό υπαινιγμό για επιδιωκόμενη δικαστική κάλυψη του Αντρέα, αλλά στη συνάντηση που είχε με τον Κωνσταντίνο στην Κέρκυρα στις 11 Ιουλίου, δέχθηκε να οριστεί Υφυπουργός Αμύνης ο φιλοβασιλικός στρατηγός Παπανικολόπουλος, υποχωρώντας σχετικά από την αρχική του θέση. Μάλιστα μετά τη συνάντηση ο πρωθυπουργός δήλωσε πως «…διεπιστώθη πλήρης αρμονία απόψεων περί του τρόπου λειτουργίας του πολιτεύματος της Βασιλευομένης Δημοκρατίας».11 Φάνηκε τότε πως η κρίση είχε ξεπεραστεί.
Ήταν όμως μια πρόσκαιρη υποχώρηση. Την επομένη το Υπουργικό Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα την αποπομπή του Γαρουφαλιά, στις 13 η κοινοβουλευτική ομάδα τον διαγράφει και αυθημερόν ο Παπανδρέου ενημερώνει τον Βασιλιά πως επιμένει εκ νέου στην απόφασή του: να αναλάβει αποκλειστικά ο ίδιος το Υπουργείο Αμύνης. Ήταν προφανές πως ο Παπανδρέου, έχοντας πίσω του την ομοφωνία της ΚΟ και προφανώς επηρεαζόμενος και από το στενό του περιβάλλον, κυρίως από τον Ανδρέα ο οποίος δεν ήθελε καμία υποχώρηση στο παλάτι, μετέβαλε γνώμη, πιστεύοντας πως ο βασιλιάς δεν θα είχε δυνατότητα αντίδρασης.
Ωστόσο ακολούθησε και τρίτη επιστολή του Κωνσταντίνου, με την οποία γινόταν φανερό πως δεν υπήρχε δυνατότητα συμβιβασμού. Ο Βασιλιάς επέμενε στην άρνησή του να δεχθεί την ανάληψη του Υπουργείου Αμύνης από τον Παπανδρέου και πρότεινε ένα άλλο στέλεχος του κόμματος, κοινής αποδοχής. Σημείωνε δε, μεταξύ άλλων: «…κατάπληκτος επληροφορήθην την ανακληθείσαν εκ των υστέρων πρότασίν σας περί αναθέσεως του υφυπουργείου Εθνικής Αμύνης εις τον αντιστράτηγον ε.α.κ. Δ. Παπανικολόπουλον».
Η επιστολή επιδόθηκε στον Παπανδρέου στις 14 Ιουλίου. Σύμφωνα με την μαρτυρία του Κ. Μητσοτάκη, ο πρωθυπουργός του τηλεφώνησε στις 6 το απόγευμα της ίδιας ημέρας, για να διερευνήσει την πιθανότητα ανάληψης του υπουργείου Αμύνης από τον Παπανικολόπουλο. Ο Μητσοτάκης του απάντησε πως, παρότι δεν έβρισκε τη λύση άριστη, εν τούτοις «…ήτο απόλυτος ανάγκη να ευρεθεί την στιγμήν εκείνην διέξοδος. Εγώ δεν θα είχον αντίρρησιν να συμφωνήσω». 12
Ωστόσο στην επιλογή αυτή αντέδρασαν αρκετοί βουλευτές του κόμματος και ο Παπανδρέου, χωρίς να ενημερώσει τους υπουργούς για το περιεχόμενο των επιστολών, αποφάσισε να προβεί στον τελικό χειρισμό της κρίσης μόνος του. Παρά τις παροτρύνσεις των κορυφαίων υπουργών του ο Πρωθυπουργός την επομένη, 15 Ιουλίου, στις 7 το βράδυ, παραιτήθηκε, τονίζοντας πως δεν μπορούσε να γίνει πρωθυπουργός «υπό απαγόρευσιν». Την παραίτησή του ακολούθησε η ορκωμοσία της κυβέρνησης Νόβα και η στήριξή της από τον Κώστα Μητσοτάκη και άλλους υπουργούς της ΕΚ, όπως ο Παπασπύρου, ο Κωστόπουλος, ο Αλαμανής, ο Τούμπας, ο Ρέντης, ο Μπακατσέλος κ.α. Ήταν το πρώτο κλιμάκιο των «αποστατών». Μετά την καταψήφιση των κυβερνήσεων Νόβα και Τσιριμώκου και μέχρι τον σχηματισμό της κυβέρνησης Στεφανόπουλου τον Σεπτέμβριο του 1965, είχαν προσχωρήσει και άλλοι κορυφαίοι υπουργοί της ΕΚ, όπως ο Τσιριμώκος, ο Ζαϊμης, ο Τσουδερός, ο Μελάς. Είναι χαρακτηριστικό πως από την κυβέρνηση της ΕΚ που ορκίστηκε το Φεβρουάριο του 64 αποστάτησαν οι μισοί υπουργοί και μάλιστα των κορυφαίων υπουργείων Εσωτερικών, Εξωτερικών, Οικονομικών, Αμύνης, Συγκοινωνιών, Εμπορίου, Εργασίας, καθώς και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και ο πρόεδρος της Βουλής.
Το καθοριστικά ερωτήματα είναι δύο: 1)Ποιοι ήταν οι λόγοι που οδήγησαν τον πρωθυπουργό στην παραίτηση, τη στιγμή που είχε γίνει σαφές πως αυτό θα προκαλούσε εσωκομματική και πολιτειακή κρίση; Και 2) Ποιες ήταν οι επιμέρους στοχεύσεις των πρωταγωνιστών της κρίσης, δηλαδή του Μητσοτάκη, του Αντρέα και του ΚΚΕ;
Δεν είναι καθόλου εύκολο να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα με επιστημονική επάρκεια, καθώς επιμέρους τεκμήρια της εποχής ακόμη δεν έχουν για διάφορους λόγους διερευνηθεί. Ωστόσο είναι θεμιτό να προσπαθήσει κανείς, με τα υπάρχοντα τεκμήρια, να κάνει κάποιες λογικές υποθέσεις, ώστε να σχηματιστεί μια καθαρότερη εικόνα των γεγονότων, από αυτή που δημιούργησαν τα πολιτικά πάθη των κρίσιμων δεκαετιών του 60 και του 70.
Όσον αφορά στο πρώτο ερώτημα είναι αφύσικο να υποθέσει κανείς πως ο πεπειραμένος Γ. Παπανδρέου δεν συνυπολόγιζε το κόστος της εμμονής του για παραίτηση. Ωστόσο δύο κρίσιμοι παράγοντες πιθανόν να βάρυναν στην τελική του απόφαση: αφενός η εμμονή του Ανδρέα για χωρίς συμβιβασμούς σύγκρουση με το Παλάτι, που συνδέονταν φυσικά και με προσωπικούς φόβους για τη σκευωρία του ΑΣΠΙΔΑ και αφετέρου η χρυσή ευκαιρία που δινόταν στον Γ. Παπανδρέου να υπερβεί την αρνητική κυβερνητική πορεία και μέσω του αντιμοναρχικού αγώνα να πετύχει μια νέα μεγάλη εκλογική νίκη. Στους δύο αυτούς παράγοντες πρέπει να προστεθεί και η αδυναμία υποχώρησης μετά την δημοσιοποίηση της διαφωνίας, καθώς αυτό θα μείωνε δραματικά το κύρος του. Ο Γ. Παπανδρέου προφανώς υποεκτίμησε την πιθανότητα στρατιωτικού πραξικοπήματος ή το χειρότερο ρισκάρισε. Σε κάθε περίπτωση, η επιμονή του για σύγκρουση με το παλάτι, την ώρα που βασικά στελέχη του κόμματός του διαφωνούν και ο στρατός βρίσκεται υπό τον έλεγχο του βασιλιά, κρίνεται ως «πολιτικά ακατανόητη».13 Ένας προσωρινός συμβιβασμός με τον Κωνσταντίνο πιθανόν να απέτρεπε κάθε αρνητική εξέλιξη, αφού ήταν εντελώς αδύνατο να οδηγηθεί η χώρα σε εκλογές με πολιτειακό θέμα. Ο ίδιος, σε προσωπική εξομολόγηση στα χουντικά κρατητήρια, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Δημήτρη Πουρνάρα φέρεται να είπε πως «…ήταν λάθος του Ανδρέα και της ΕΔΑ που το παρατραβήξανε από τις 15 Ιουλίου ως τις 20 Αυγούστου του 65…Για μια στιγμή πίστεψα κι εγώ πως θα υποχωρούσε το παλάτι».14
Η στάση του βασιλιά ήταν αναμενόμενη, ευρισκόμενος υπό το κράτος του έντονου φόβου για αντιμοναρχική στροφή της ΕΚ και υπό την καθοδήγηση των συνωμοτών μέσα στο στράτευμα που σχεδίαζαν πολιτική κρίση και εκτροπή. Παρά το γεγονός ότι οι χειρισμοί του ήταν τυπικώς μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του, εντούτοις ουσιαστικά τα υπερέβη εφόσον δεν έλαβε υπόψη του τη θέληση της πλειοψηφίας του κυβερνώντος κόμματος και του πρωθυπουργού. Είναι αλήθεια πως σύμφωνα με το Σύνταγμα του 52, ο Βασιλιάς είχε τη δυνατότητα, παραιτουμένου του Πρωθυπουργού, να δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σε πρόσωπο δικής του επιλογής. Ωστόσο η βιαστική επιλογή Νόβα, πριν καν παραιτηθεί γραπτώς ο πρωθυπουργός, δείχνει τη σπουδή του βασιλιά για αντικατάσταση του Παπανδρέου και αποδεικνύει πως υπήρχε εκτίμηση – λανθασμένη- για στήριξη της κυβέρνησης στη Βουλή. Το γεγονός αυτό δικαίως κρίθηκε ως ανεπίτρεπτη παρέμβαση του βασιλιά στα εσωκομματικά της ΕΚ.
Η στάση του Κ. Μητσοτάκη ήταν αρχικά σωστή, όταν υπεδείκνυε στον πρωθυπουργό πως η παραίτησή του θα ήταν τραγικό λάθος. Ωστόσο η βιαστική του κίνηση να στηρίξει την κυβέρνηση Νόβα που όρκισε αιφνιδιαστικά ο βασιλιάς, όξυνε το κλίμα και έκοψε οριστικά τις γέφυρες συνεννόησης στο εσωτερικό της ΕΚ. Ο Μητσοτάκης και όσοι άλλοι ορθώς διαφωνούσαν με την τακτική σύγκρουσης που είχαν υιοθετήσει ο Αντρέας και ο Πρωθυπουργός, έπρεπε να περιμένουν την επομένη τη σύγκλιση της ΚΟ και εκεί να θέσουν τον πρωθυπουργό προ των ευθυνών του. Διότι ή άνευ όρων αποδοχή των χειρισμών του Κωνσταντίνου, έδωσε την εντύπωση στην κοινή γνώμη της συμμετοχής κορυφαίων στελεχών της ΕΚ σε μια προσχεδιασμένη από το παλάτι ανατροπή του πρωθυπουργού.
Η στάση του Αντρέα ουσιαστικά εμπόδιζε τον συμβιβασμό ανάμεσα στον Πρωθυπουργό και τον Βασιλιά. Οι πολιτικές θέσεις του Αντρέα εξέφραζαν μεν το αίσθημα των ηττημένων του εμφυλίου και μια γενική λαϊκή απαίτηση για δημοκρατική μεταρρύθμιση, πλην όμως ήταν εντελώς άκαιρες και δεν λάμβαναν υπόψη τους τον πραγματικό συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στους πόλους εξουσίας. Οι θέσεις αυτές χρησιμοποιήθηκαν εντέχνως για να κλιμακωθεί η σύγκρουση Κωνσταντίνου- Παπανδρέου και ουσιαστικά άνοιξαν το δρόμο για διάσπαση της ΕΚ, καθώς δημιούργησαν σημαντικές αντισυσπειρώσεις και πανικόβαλαν την παραδοσιακή βενιζελική πτέρυγα του κόμματος.
Η στάση της αριστεράς ουσιαστικά ταυτιζόταν με τη στάση του Αντρέα, πλην ορισμένων κορυφαίων στελεχών, όπως ο Πασαλίδης και ο Ηλιού, οι οποίοι πράγματι προσπάθησαν να εμποδίσουν τον Πρωθυπουργό να παραιτηθεί, διαβλέποντας τον κίνδυνο πραξικοπήματος. Ωστόσο αυτή δεν ήταν η κυρίαρχη τάση. Αμέσως μετά τον σχηματισμό της Kυβέρνησης Στεφανοπούλου, σε μια κοινή συνεδρίαση του ΠΓ με το κλιμάκιο Eσωτερικού του KKE, η οποία πιθανόν να έγινε στις 16- 2- 1966, διαβάζουμε από τα πρακτικά: " Φυσικά σαν έσχατο μέσο ( η χούντα) είναι μέσα στα σχέδιά τους και η συνεχής απομόνωση της κυβέρνησης από το λαό, μεγαλώνει τους κινδύνους τυχοδιωκτικών στρατιωτικών πραξικοπημάτων...".Στη συνέχεια αναλύεται η τακτική του KKE για την απομόνωση της κυβέρνησης και το ΠΓ καταλήγει στο εξής: " H πάλη κατά του παλατιανού πραξικοπήματος όπως είπαμε, συνεχίζεται και μπαίνει σε νέα φάση που μπορεί να οδηγήσει σε ανοιχτό στρατιωτικό πραξικόπημα".15
Το KKE φαίνεται να είχε υιοθετήσει τη λύση κυβέρνησης Στεφανόπουλου, την οποία θα στήριζε και η ΕΚ: «Η λύση Στεφανόπουλου με έγκριση Παπανδρέου που μας είχατε προτείνει και μεις δεν φέραμε αντίρρηση, γενικά δεν είναι κάτι που μπορεί κανείς να απορρίψει», σημείωνε το ΠΓ. Όσον αφορά στην εκτίμηση της πολιτικής Παπανδρέου το ΚΚΕ εμφανίζεται εντελώς αρνητικό. «Πραγματικά με την πολιτική του ως το παλατιανό πραξικόπημα τα έκανε κυριολεκτικά θάλασσα. Είναι γεγονός ότι στελέχη της ΕΚ δεν έχουν καμιά εκτίμηση και εμπιστοσύνη στον Γ. Παπανδρέου και μερικά στελέχη του τον βρίζουν κιόλας…Ο χαρακτηρισμός «αποστάτες» δίνει και παίρνει. Βέβαια εμείς με τη λέξη εννοούμε αποστάτες της δημοκρατίας, αλλά η ΕΚ εννοεί αποστάτες της ΕΚ σαν κόμμα. Θα δημιουργηθεί έτσι σιγά- σιγά η αντίληψη ότι ο καθένας που μεταπηδάει από το ένα κόμμα στο άλλο είναι αποστάτης και τον καταδικάζουμε. Αν αύριο δηλαδή φύγουν μερικοί από το Κέντρο ή από άλλο κόμμα και έρθουν στην ΕΔΑ, αυτοί θα τους λένε το ίδιο αποστάτες, αλλά θα είναι αποστάτες;».Στις τελευταίες σειρές της περίφημης αυτής εισήγησης διαβάζουμε: «Aυτά, ( οι διάφορες δηλαδή προσπάθειες εκτόνωσης της πολιτικής κρίσης), μοιάζουνε με προβληματισμούς που κάνουνε όσοι έχουνε για κύρια δουλειά τους το κοινοβούλιο, που ασχολούνται με τη βουλή και καλά κάνουν. Οι προβληματισμοί όμως ενός επαναστατικού κόμματος...πρέπει να ψάχνουν όλες τις πλευρές και βαθύτερα".
Φαίνεται όμως πως βαθύτερα έψαξαν μόνον εκείνοι που σχεδίασαν και υλοποίησαν τη σύγκρουση Πρωθυπουργού- Βασιλιά, ώστε να δημιουργηθούν οι πολιτικές προϋποθέσεις για την επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας.
Υποσημειώσεις:
1 Ήδη από τα πρώτα χρόνια του «ανένδοτου αγώνα» ήταν εμφανείς οι διαφορές μεταξύ των δύο ανδρών, οι οποίες ωστόσο πάντα έβρισκαν μια κοινή συνισταμένη. Ο άγγλος πρέσβης στην Αθήνα Ρ. Μάρεϋ σημείωνε στην απόρρητη έκθεσή του προς το Φόρεϊν Όφις, για τις πολιτικές εξελίξεις κατά το 1962, πως η ΕΚ «…έχει διατηρήσει τη συνοχή της, παρά τις εμφανείς και επαναλαμβανόμενες διαφορές προσέγγισης μεταξύ του κ. Παπανδρέου και του κ. Βενιζέλου». ( Confindential, 30-1-1963. P.R.O. Ref: F.O. 371/169054 ).
2 Η κυβέρνηση για παράδειγμα «…νομιμοποίησε μαζικά τα πειρατικά ταξί και οι ιδιοκτήτες οργάνωσαν μηχανοκίνητη διαδήλωση για να την ευχαριστήσουν…Οι πρακτικές αυτές θα διαχυθούν στις δεκαετίες που έρχονται με διάφορες μορφές , ως νομιμοποιήσεις αυθαιρέτων, αναγνωρίσεις καταπατήσεως δασών, μαζικές τακτοποιήσεις στο δημόσιο…κλπ». (Π. Καζάκου, Η ελληνική οικονομία 1949- 1967: Ανασυγκρότηση και ανάπτυξη, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Αθήνα 2000, Τ. ΙΣΤ, σελ. 235)
3 Confindential, 11- 1-1966. P.R.O. Ref: F.O. 371/185653
4 Ζαν Μεϋνώ, Πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα. Μέρος Β’, «Μπαϋρον», Αθήνα 1966, σελ. 26.
5 Η επιστολή δημοσιεύθηκε πολύ αργότερα στο τύπο, στην «Ελευθερία» της 21- 12- 1965. (Βλ. Θ. Διαμαντόπουλου, Κων/νος Μητσοτάκης. Πολιτική βιογραφία, «Παπαζήσης», Αθήνα χ.χ. σελ 150-151).
6 Απόρρητη έκθεση του Ρ. Μάρεϋ…ο.π.
7 Α. Παπανδρέου, Η Δημοκρατία στο απόσπασμα, Αθήνα 1974, σελ. 204. Επίσης, Αλέξη Παπαχελά, Ο βιασμός της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ο αμερικανικός παράγων. 1947-1967, « Εστία», Αθήνα 1997, σελ. 125-137.
8 Μάλιστα οι ανησυχίες του Κωνσταντίνου είχαν εκφραστεί από τις πρώτες ώρες της κυβέρνησης στον υφυπουργό Άμυνας Μ. Παπακωνσταντίνου, καθώς οι εφημερίδες της αντιπολίτευσης μιλούσαν για κομματικοποίηση του στρατού και διωγμούς «νομιμοφρόνων» αξιωματικών. (Μ. Παπακωνσταντίνου, Η ταραγμένη εξαετία (1961- 1967), «Προσκήνιο», Αθήνα 1997, Τ. Α. σελ. 170).
9 Έκθεση Ρ. Μάρεϋ…ο.π.
10 «Γενικά στο κόμμα είχε γίνει πιστευτό ότι οι κομμουνιστές …εξοπλίζοντο μυστικά με όπλα, με την ανοχή ή την αδιαφορία της ΕΚ». (Α. Γ. Σπανίδη, Πως αυτοκαταλύθηκε η Δημοκρατία του 1944, «Παπαζήσης», Αθήνα 1981, σ.36).
11 Βλ. Πότη Παρασκευόπουλου, Γεώργιος Παπανδρέου. Τα δραματικά γεγονότα 1961-1967, «Φυτράκης», Αθήνα 1988, σελ. 191, όπου και τα πλήρη κείμενα των επιστολών.
12 Θ. Διαμαντόπουλου…ο.π.σελ. 402
13 Πότη Παρασκευόπουλου,…ο.π. σελ. 205
14 Δημ. Πουρνάρα, Στη φυλακή ο Γ. Παπανδρέου εκμυστηρεύεται και κατηγορεί, «Ελεύθερος», Αθήνα χ.χ. σελ. 50
15 ΑΣΚΙ, Aρχείο KKE, Φ.2/5/19. "Για την πορεία εφαρμογής της 2ης απόφασης της 8ης ολομέλειας του 65".
πηγή: tvxs.gr
Η Ένωση Κέντρου, με τον Γεώργιο Παπανδρέου και τον Σοφοκλή Βενιζέλο επικεφαλής, ήρθε στην εξουσία αρχικά στις εκλογές του 1963, χωρίς κοινοβουλευτική πλειοψηφία και οριστικά το 1964. Στην προεκλογική περίοδο πεθαίνει αιφνιδιαστικά ο Σοφοκλής Βενιζέλος, γεγονός που καθιστά τον Παπανδρέου απόλυτο κυρίαρχο εσωκομματικά. Η παρουσία του Βενιζέλου εξισορροπούσε απολύτως τις ποικίλες τάσεις στο εσωτερικό του πολιτικού συνασπισμού που ήταν η ΕΚ. Πολύ περισσότερο που οι διαφορετικές πολιτικές αντιλήψεις ανάμεσα στον Παπανδρέου και τον Βενιζέλο επέβαλαν πάντα την λογική των εσωκομματικών συνεννοήσεων και της αναζήτησης κοινής πολιτικής συνισταμμένης.1
Ωστόσο η μεγάλη εκλογική νίκη της ΕΚ στις εκλογές του 1964 (53%) ήταν αναμενόμενο να ενισχύσει το κύρος του Γ. Παπανδρέου τόσο εσωκομματικά, όσο και απέναντι στον άλλο πόλο εξουσίας, το Παλάτι. Οι σχέσεις ανάμεσα στην πολιτική ηγεσία και το Βασιλιά, που είχαν διαταραχθεί από τη σύγκρουση του Παλατιού με τον Κ. Καραμανλή κατά το 1963, ξανάγιναν αρμονικές, μετά την άριστη συνεργασία του Παπανδρέου με τον νέο βασιλιά Κωνσταντίνο, ο οποίος είχε ενθρονισθεί τον Μάρτιο του 64, ένα μήνα μετά την εκλογική νίκη της ΕΚ. Οι σχέσεις αυτές επισφραγίστηκαν με την ανάθεση αφενός του Υπουργείου Αμύνης στον Πέτρο Γαρουφαλιά και αφετέρου του αρχηγείου ΓΕΣ στον στρατηγό Γεννηματά, οι οποίοι είχαν άριστες σχέσεις με το παλάτι. Ενώ όμως ο Γαρουφαλιάς ήταν της απολύτου εμπιστοσύνης του Πρωθυπουργού και παλιός προσωπικός του φίλος, ο Γεννηματάς είχε κατηγορηθεί για τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στις εκλογές «βίας και νοθείας» του 1961.
Οι αποφάσεις αυτές του Παπανδρέου, που έδειχναν υπερβολική φιλοβασιλική διάθεση εκ μέρους του, προκάλεσαν τις πρώτες σοβαρές τριβές στο εσωτερικό του κόμματος, που εκδηλώθηκαν με δημοσιεύματα στον φιλοκυβερνητικό τύπο, (κυρίως στην «Ελευθερία», που κυκλοφόρησε με τίτλο «Αιδώς Αργείοι» ) και κατέληξαν στην έμπρακτη διαφοροποίηση στην εκλογή προέδρου της Βουλής, η οποία απεδείκνυε την εύθραυστη εσωκομματική ισορροπία. Αρκετά γρήγορα μάλιστα, μετά τις πρώτες σημαντικές μεταρρυθμίσεις στο χώρο της παιδείας και της κοινωνικής πολιτικής, άρχισαν να εμφανίζονται και σοβαρά προβλήματα διακυβέρνησης. Τα προβλήματα αυτά αφορούσαν κυρίως την ακολουθούμενη πολιτική παροχών, η οποία θεωρήθηκε ότι υπερβαίνει τις αντοχές της οικονομίας και προκαλεί μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα.
Η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης έθεσε σε δεύτερη μοίρα τη νομισματική σταθερότητα και κατευθύνθηκε στην τόνωση της ζήτησης. Ρυθμίστηκαν αγροτικά χρέη, αυξήθηκαν σημαντικά οι μισθοί και ικανοποιήθηκαν αιτήματα πολλών κοινωνικών ομάδων, χωρίς πάντα να κρατούνται οι ισορροπίες ανάμεσα στην ικανοποίηση μιας απαίτησης και την τήρηση κάποιων τυπικών κανόνων. Η κυβέρνηση της ΕΚ ήταν φανερό πως υπό την πίεση χρονίων κοινωνικών προβλημάτων στρεφόταν προς μια λαϊκιστική πρακτική, η οποία ικανοποιούσε προσωρινά κάποιες κοινωνικές ομάδες, αλλά δημιουργούσε μεγάλη ανησυχία στους οικονομικούς παράγοντες εσωτερικά και διεθνώς, καθώς ορισμένοι οικονομικοί δείκτες έδειχναν σημάδια αντιστροφής του θετικού οικονομικού κύκλου της διακυβέρνησης 55-63. 2
Η ίδια ανησυχία μεταφέρθηκε και στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, οι οποίες ενδιαφέρονταν για το επενδυτικό περιβάλλον και το εξωτερικό χρέος. Στην ετήσια έκθεσή του για το 1965 ο Άγγλος πρέσβης έγραφε εμπιστευτικά στο Φόρεϊν Όφις για «αυξημένη ανησυχία από την πολιτική παροχών του Παπανδρέου…μη συνετή πολιτική επιχορηγήσεων στον καπνό και το σιτάρι…μη αναμενόμενη αύξηση των εισαγωγών…πτώση των συναλλαγματικών αποθεμάτων…νομισματική νευρικότητα…ελλάτωση της εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών εξ’ αιτίας της υπόθεσης Τομ Πάπας και Πεσινέ».3 Την ίδια περίπου αρνητική κατάσταση αποτύπωνε και η έκθεση για το 1965 του ΟΟΣΑ για την Ελλάδα, η οποία έκανε λόγο για «αύξηση των δαπανών και μείωση των δημοσίων επενδύσεων».4
Η αρχική λαϊκή ευφορία από την αποκατάσταση δημοκρατικών ελευθεριών, την απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων, τις μεταρρυθμίσεις στην Παιδεία και την ικανοποίηση οικονομικών αιτημάτων, έδωσε γρήγορα τη θέση της στην αμφισβήτηση και την καχυποψία. Η αμφισβήτηση αυτή μεταφέρθηκε στο εσωτερικό της κυβέρνησης, με την διατύπωση διαφορετικών προτάσεων για την ακολουθούμενη πολιτική. Ο Υπουργός Οικονομικών Κ. Μητσοτάκης, με επιστολή του προς τον Πρωθυπουργό στις 4- 8-1964 σημείωνε πως «…ηγγίσαμεν τα ακραία όρια αντοχής της οικονομίας και του προϋπολογισμού και επιβάλλεται, επειγόντως πλέον, ρυθμός περισυλλογής, την ανάγκην του οποίου από μακρού και κατ’ επανάληψιν έχω επισημάνει. …Ο προϋπολογισμός του 1965 όχι μόνον θα ευρεθεί εις πλήρη αδυναμίαν να εισφέρει εις τας δημοσίας επενδύσεις, αλλά θα καταλείπη και σημαντικόν έλλειμμα, με τας εντεύθεν δυσμενείς επιδράσεις επί της νομισματικής κυκλοφορίας…¨». 5
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα η παρουσία του Ανδρέα Παπανδρέου στην κυβέρνηση, στο Υπουργείο Προεδρίας αρχικά και μετά στο Συντονισμού, λειτούργησε σαν θρυαλλίδα στο εσωτερικό του κόμματος, καθώς οι λεπτές ισορροπίες των εσωκομματικών τάσεων διαταράχθηκαν από την επιθετική και παρεμβατική τακτική του επίδοξου διαδόχου. Ο Ανδρέας, συγκρότησε μια μικρή αρχικά, αλλά δυναμική ομάδα βουλευτών, και πίεζε για πιο σκληρή στάση απέναντι στο παλάτι, κυρίως στο ζήτημα του ελέγχου του στρατεύματος και της ΚΥΠ. Επίσης, «…από τη θέση του αναπληρωτή υπουργού Συντονισμού, ο Ανδρέας είχε τη δυνατότητα να παρεμβαίνει ουσιαστικά στο έργο των υπολοίπων υπουργείων, γεγονός που προκάλεσε μεγάλες ενδοκυβερνητικές αντιδράσεις».6
Στο αρνητικό κλίμα που άρχισε να διαγράφεται πρέπει να προστεθεί η επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων για το κυπριακό και η δυσφορία των αμερικανών για τη αρνητική στάση του Πρωθυπουργού και την εντύπωση του αντιαμερικανισμού που δημιουργούσε ο Αντρέας. Η δυσφορία αυτή κορυφώθηκε με την απόρριψη του σχεδίου Άτσεσον για την Κύπρο και την καταγγελία του Ανδρέα στην Μοντ στις 5-10-1964, πως σχεδιαζόταν πραξικοπηματική εφαρμογή του σχεδίου Άτσεσον για Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και ανατροπή του Μακαρίου.7
Η κυβέρνηση ισορροπούσε έτσι σε ένα τεντωμένο σχοινί, ανάμεσα στη λαϊκή απαίτηση για βαθύτερες αλλαγές και μεγαλύτερες παροχές και στην αντίθεση των επιμέρους κέντρων εξουσίας απέναντι στις κοινωνικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις, που ουσιαστικά λειτουργούσαν αποσταθεροποιητικά τόσο στο οικονομικό, όσο και το πολιτικό πεδίο. Στην πραγματικότητα βέβαια οι μεταρρυθμίσεις αυτές παρέμεναν, σε μεγάλο βαθμό, στο επίπεδο της ρητορικής και μόνο ένα μέρος τους άρχισε να υλοποιείται. Οι αντιφάσεις αυτές γρήγορα μεταβλήθηκαν σε ραγδαία κρίση εμπιστοσύνης, τόσο από την πλευρά του παλατιού, όσο και από την πλευρά της εκλογικής βάσης του κόμματος, που υπό το κράτος των υψηλών προσδοκιών άρχισε γρήγορα να απογοητεύεται.
Τον Ιούλιο του 64, μόλις 5 μήνες μετά την ορκωμοσία της, η κυβέρνηση υπέστη βαριά ήττα στις δημοτικές εκλογές, γεγονός που άρχισε να προδικάζει και το μέλλον της. Την άνοιξη του 1965 ο Παπανδρέου, υπό την πίεση της πραγματικότητας, αναγκάστηκε να δηλώσει σε δραματικούς τόνους «τέλος οι παροχές», ενώ είχε προσπαθήσει έξυπνα να μεταθέσει το κέντρο βάρους στο πολιτικό πεδίο, αποκαλύπτοντας τον Φεβρουάριο στη Βουλή το «Σχέδιο Περικλής» και κατηγορώντας την ΕΡΕ και παραστρατιωτικούς μηχανισμούς για νοθεία των εκλογών του 1961.
Και ενώ η αποκάλυψη του «Σχεδίου Περικλής» από τον Παπανδρέου εξυπηρετούσε απολύτως την κυβέρνηση, καθώς εξουδετέρωνε προσωρινά την αντιπολιτευτική τακτική της ΕΡΕ, συσπείρωνε την αντιδεξιά εκλογική βάση και μετέθετε τη συζήτηση από την τρέχουσα πολιτική στο παρελθόν, εν τούτοις τα αποτελέσματα της πολιτικής όξυνσης που προκλήθηκε δεν ήταν καθόλου ευχάριστα για την κυβέρνηση. Διότι στην πολιτική δίνη άρχισε να εμπλέκεται και το παλάτι. Είχαν δε μεσολαβήσει, η κατηγορία της αντιπολίτευσης για σκάνδαλο του Ανδρέα με την ανάθεση μελετών δημοσίων έργων σε φιλικό του γραφείο (υπόθεση Σκιαδαρέση), η παραίτηση του Ανδρέα από την κυβέρνηση, η αντικομμουνιστική υστερία που είχε κυριαρχήσει στην αντιπολιτευτική ρητορία της ΕΡΕ και η πρόταση βουλευτών της ΕΔΑ για παραπομπή του Καραμανλή και βουλευτών της ΕΡΕ για σκάνδαλα στις συμβάσεις της ΔΕΗ, η οποία εγκρίθηκε με τη συμφωνία της πλειοψηφίας των βουλευτών της ΕΚ .
Το πολιτικό τοπίο άρχισε να γίνεται εκρηκτικό. Τρεις μήνες μετά ξέσπασε η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, η οποία ήταν λογικό να εκληφθεί αρχικά ως αντιπερισπασμός στο «Σχέδιο Περικλής». Γρήγορα όμως η υπόθεση αυτή, μικρής σχετικά σημασίας όπως απεδείχθη εκ των υστέρων, έλαβε μεγάλες πολιτικές διαστάσεις καθώς ενεπλάκη το όνομα του Ανδρέα Παπανδρέου, ως εμπνευστή της οργάνωσης, που υποτίθεται στόχευε στον κομματικό έλεγχο του στρατού. Σημειωτέον ότι ο Ανδρέας είχε επιστρέψει στην κυβέρνηση από τις 29 Απριλίου, στη θέση του αναπληρωτή Υπουργού Συντονισμού.
Από το σημείο αυτό και μετά οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες. Η Ένωση Κέντρου ήταν παραδομένη σε μια εσωκομματική κρίση διαρκείας εξ’ αιτίας του ανταγωνισμού ανάμεσα στον Κώστα Μητσοτάκη και τον Ανδρέα Παπανδρέου, ανταγωνισμός που εξέφραζε όχι μόνον το πρόβλημα της διαδοχής, αλλά και μια εντελώς διαφορετική αντιμετώπιση του προβλήματος της διακυβέρνησης. Είναι γεγονός πως τη στιγμή εκείνη η μεγάλη πλειοψηφία των Υπουργών και των επικεφαλής του κόμματος είχαν μάλλον αρνητική στάση απέναντι στις ακραίες θέσεις του Αντρέα, οι οποίες δημιουργούσαν και νέα προβλήματα στις σχέσεις με το Παλάτι και χειροτέρευαν το ήδη αρνητικό κλίμα. Ο Πρωθυπουργός προσπάθησε να βγει από το αδιέξοδο, χρησιμοποιώντας αρχικά την υπόθεση Περικλής και στη συνέχεια προσπαθώντας να επιβάλλει κάποιες αλλαγές στην ηγεσία του στρατεύματος. Αυτές ήταν και η αφορμή για τη σύγκρουση με το Παλάτι, καθώς ήδη ο νεαρός βασιλιάς, υπό την επιρροή συμβούλων που μάλλον προετοίμαζαν εκτροπή, είχε αρχίσει να ανησυχεί για τον έλεγχο του στρατού.8
Το αδιέξοδο ήταν πλήρες καθώς η καχυποψία ήταν αμφίπλευρη. Μάλιστα ο άγγλος πρεσβευτής Ρ. Μάρεϋ, στην απόρρητη έκθεσή του προς το Φόρεϊν Όφις, διετύπωνε την ατεκμηρίωτη θέση πως «…υπάρχει κάποιος λόγος για να πιστέψει κανείς, ότι κάποια στιγμή μέσα στον Ιούλιο, ο κ. Παπανδρέου, όντας ακόμη πρωθυπουργός, φλερτάρισε ακόμη και με την ιδέα ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος»! Και συνέχιζε: «Μεταγενέστερες αποκαλύψεις απέδειξαν ότι η ΚΥΠ χρησιμοποιήθηκε σαν όπλο μιας μικρής κομματικής κλίκας μέσα στην κυβέρνηση του Παπανδρέου για την παρακολούθηση των τηλεφώνων άλλων υπουργών, αλλά ακόμη και για να στήσουν μηχανισμούς υποκλοπής μέσα στα ίδια τους τα σπίτια». 9
Αν τέτοιες ήταν οι πληροφορίες που έφταναν στα αυτιά του άγγλου πρέσβη, μπορεί να φανταστεί κανείς τι ακριβώς έφτανε στα αυτιά του νεαρού και άπειρου βασιλιά. Είναι φανερό πως τη σύγκρουση του Πρωθυπουργού με τον Βασιλιά την ευνοούσαν οι διάφορες συνωμοτικές ομάδες που δρούσαν στο στράτευμα και προφανώς σχεδίαζαν την πολιτική όξυνση, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για επέμβαση του στρατού. Τη σύγκρουση αυτή αντικειμενικά επιτάχυνε επίσης η αντιβασιλική ακραία ρητορική του Αντρέα και η αντικομμουνιστική υστερία που είχε καταλάβει την ΕΡΕ του Π. Κανελλόπουλου, η οποία μιλούσε για επικείμενο κομμουνιστικό πραξικόπημα της ΕΔΑ και των «συνοδοιπόρων της».10
Ο Πρωθυπουργός, υπό το βάρος των κατηγοριών για τον χειρισμό της υπόθεσης ΑΣΠΙΔΑ, ζητά ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή την οποία και παίρνει στις 25 Ιουνίου. Στη συνέχεια αποφασίζει την αντικατάσταση του αρχηγού ΓΕΣ Ι. Γεννηματά. Πλην όμως η πρόθεσή του γίνεται γνωστή στον βασιλιά μέσω του Γαρουφαλιά. Ο Κωνσταντίνος διαμαρτύρεται για παράκαμψή του και ο Παπανδρέου αναγκάζεται να τον διαβεβαιώσει πως δεν πρόκειται να γίνει καμία αλλαγή χωρίς προσυνεννόηση. Ταυτοχρόνως όμως αποφασίζει και την αποπομπή του Γαρουφαλιά από το Υπουργείο Αμύνης.
Τα πράγματα έχουν φτάσει ήδη στα άκρα. Ο Γαρουφαλιάς αρνείται να παραιτηθεί, προφανώς σε προσυνεννόηση με τα Ανάκτορα, τα οποία επίσης αρνούνται. Και στις 8 Ιουλίου ο Βασιλιάς με επιτιμητική επιστολή του προς τον Παπανδρέου του ανακοινώνει ότι ήταν ενοχλημένος από ορισμένες προταθείσες αλλαγές στο στρατό, από την δραστηριότητα της ΚΥΠ- η οποία ήταν υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης- και ότι το θέμα αυτό συνδέονταν με την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ.
Ο Παπανδρέου απάντησε σε επίσης αυστηρό ύφος, αρνήθηκε τις κατηγορίες και τόνισε πως είναι δικαίωμά του να ορίζει τους υπουργούς του. Ο Βασιλιάς, με νέα επιστολή, επέστησε την προσοχή στον Παπανδρέου στις αναφορές που συνέδεαν το γιο του με τον ΑΣΠΙΔΑ και επεσήμανε ότι, υπό αυτές τις περιστάσεις, θα έπρεπε να διοριστεί άλλος Υπουργός. Ό Παπανδρέου δεν δέχθηκε τον προσβλητικό υπαινιγμό για επιδιωκόμενη δικαστική κάλυψη του Αντρέα, αλλά στη συνάντηση που είχε με τον Κωνσταντίνο στην Κέρκυρα στις 11 Ιουλίου, δέχθηκε να οριστεί Υφυπουργός Αμύνης ο φιλοβασιλικός στρατηγός Παπανικολόπουλος, υποχωρώντας σχετικά από την αρχική του θέση. Μάλιστα μετά τη συνάντηση ο πρωθυπουργός δήλωσε πως «…διεπιστώθη πλήρης αρμονία απόψεων περί του τρόπου λειτουργίας του πολιτεύματος της Βασιλευομένης Δημοκρατίας».11 Φάνηκε τότε πως η κρίση είχε ξεπεραστεί.
Ήταν όμως μια πρόσκαιρη υποχώρηση. Την επομένη το Υπουργικό Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα την αποπομπή του Γαρουφαλιά, στις 13 η κοινοβουλευτική ομάδα τον διαγράφει και αυθημερόν ο Παπανδρέου ενημερώνει τον Βασιλιά πως επιμένει εκ νέου στην απόφασή του: να αναλάβει αποκλειστικά ο ίδιος το Υπουργείο Αμύνης. Ήταν προφανές πως ο Παπανδρέου, έχοντας πίσω του την ομοφωνία της ΚΟ και προφανώς επηρεαζόμενος και από το στενό του περιβάλλον, κυρίως από τον Ανδρέα ο οποίος δεν ήθελε καμία υποχώρηση στο παλάτι, μετέβαλε γνώμη, πιστεύοντας πως ο βασιλιάς δεν θα είχε δυνατότητα αντίδρασης.
Ωστόσο ακολούθησε και τρίτη επιστολή του Κωνσταντίνου, με την οποία γινόταν φανερό πως δεν υπήρχε δυνατότητα συμβιβασμού. Ο Βασιλιάς επέμενε στην άρνησή του να δεχθεί την ανάληψη του Υπουργείου Αμύνης από τον Παπανδρέου και πρότεινε ένα άλλο στέλεχος του κόμματος, κοινής αποδοχής. Σημείωνε δε, μεταξύ άλλων: «…κατάπληκτος επληροφορήθην την ανακληθείσαν εκ των υστέρων πρότασίν σας περί αναθέσεως του υφυπουργείου Εθνικής Αμύνης εις τον αντιστράτηγον ε.α.κ. Δ. Παπανικολόπουλον».
Η επιστολή επιδόθηκε στον Παπανδρέου στις 14 Ιουλίου. Σύμφωνα με την μαρτυρία του Κ. Μητσοτάκη, ο πρωθυπουργός του τηλεφώνησε στις 6 το απόγευμα της ίδιας ημέρας, για να διερευνήσει την πιθανότητα ανάληψης του υπουργείου Αμύνης από τον Παπανικολόπουλο. Ο Μητσοτάκης του απάντησε πως, παρότι δεν έβρισκε τη λύση άριστη, εν τούτοις «…ήτο απόλυτος ανάγκη να ευρεθεί την στιγμήν εκείνην διέξοδος. Εγώ δεν θα είχον αντίρρησιν να συμφωνήσω». 12
Ωστόσο στην επιλογή αυτή αντέδρασαν αρκετοί βουλευτές του κόμματος και ο Παπανδρέου, χωρίς να ενημερώσει τους υπουργούς για το περιεχόμενο των επιστολών, αποφάσισε να προβεί στον τελικό χειρισμό της κρίσης μόνος του. Παρά τις παροτρύνσεις των κορυφαίων υπουργών του ο Πρωθυπουργός την επομένη, 15 Ιουλίου, στις 7 το βράδυ, παραιτήθηκε, τονίζοντας πως δεν μπορούσε να γίνει πρωθυπουργός «υπό απαγόρευσιν». Την παραίτησή του ακολούθησε η ορκωμοσία της κυβέρνησης Νόβα και η στήριξή της από τον Κώστα Μητσοτάκη και άλλους υπουργούς της ΕΚ, όπως ο Παπασπύρου, ο Κωστόπουλος, ο Αλαμανής, ο Τούμπας, ο Ρέντης, ο Μπακατσέλος κ.α. Ήταν το πρώτο κλιμάκιο των «αποστατών». Μετά την καταψήφιση των κυβερνήσεων Νόβα και Τσιριμώκου και μέχρι τον σχηματισμό της κυβέρνησης Στεφανόπουλου τον Σεπτέμβριο του 1965, είχαν προσχωρήσει και άλλοι κορυφαίοι υπουργοί της ΕΚ, όπως ο Τσιριμώκος, ο Ζαϊμης, ο Τσουδερός, ο Μελάς. Είναι χαρακτηριστικό πως από την κυβέρνηση της ΕΚ που ορκίστηκε το Φεβρουάριο του 64 αποστάτησαν οι μισοί υπουργοί και μάλιστα των κορυφαίων υπουργείων Εσωτερικών, Εξωτερικών, Οικονομικών, Αμύνης, Συγκοινωνιών, Εμπορίου, Εργασίας, καθώς και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και ο πρόεδρος της Βουλής.
Το καθοριστικά ερωτήματα είναι δύο: 1)Ποιοι ήταν οι λόγοι που οδήγησαν τον πρωθυπουργό στην παραίτηση, τη στιγμή που είχε γίνει σαφές πως αυτό θα προκαλούσε εσωκομματική και πολιτειακή κρίση; Και 2) Ποιες ήταν οι επιμέρους στοχεύσεις των πρωταγωνιστών της κρίσης, δηλαδή του Μητσοτάκη, του Αντρέα και του ΚΚΕ;
Δεν είναι καθόλου εύκολο να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα με επιστημονική επάρκεια, καθώς επιμέρους τεκμήρια της εποχής ακόμη δεν έχουν για διάφορους λόγους διερευνηθεί. Ωστόσο είναι θεμιτό να προσπαθήσει κανείς, με τα υπάρχοντα τεκμήρια, να κάνει κάποιες λογικές υποθέσεις, ώστε να σχηματιστεί μια καθαρότερη εικόνα των γεγονότων, από αυτή που δημιούργησαν τα πολιτικά πάθη των κρίσιμων δεκαετιών του 60 και του 70.
Όσον αφορά στο πρώτο ερώτημα είναι αφύσικο να υποθέσει κανείς πως ο πεπειραμένος Γ. Παπανδρέου δεν συνυπολόγιζε το κόστος της εμμονής του για παραίτηση. Ωστόσο δύο κρίσιμοι παράγοντες πιθανόν να βάρυναν στην τελική του απόφαση: αφενός η εμμονή του Ανδρέα για χωρίς συμβιβασμούς σύγκρουση με το Παλάτι, που συνδέονταν φυσικά και με προσωπικούς φόβους για τη σκευωρία του ΑΣΠΙΔΑ και αφετέρου η χρυσή ευκαιρία που δινόταν στον Γ. Παπανδρέου να υπερβεί την αρνητική κυβερνητική πορεία και μέσω του αντιμοναρχικού αγώνα να πετύχει μια νέα μεγάλη εκλογική νίκη. Στους δύο αυτούς παράγοντες πρέπει να προστεθεί και η αδυναμία υποχώρησης μετά την δημοσιοποίηση της διαφωνίας, καθώς αυτό θα μείωνε δραματικά το κύρος του. Ο Γ. Παπανδρέου προφανώς υποεκτίμησε την πιθανότητα στρατιωτικού πραξικοπήματος ή το χειρότερο ρισκάρισε. Σε κάθε περίπτωση, η επιμονή του για σύγκρουση με το παλάτι, την ώρα που βασικά στελέχη του κόμματός του διαφωνούν και ο στρατός βρίσκεται υπό τον έλεγχο του βασιλιά, κρίνεται ως «πολιτικά ακατανόητη».13 Ένας προσωρινός συμβιβασμός με τον Κωνσταντίνο πιθανόν να απέτρεπε κάθε αρνητική εξέλιξη, αφού ήταν εντελώς αδύνατο να οδηγηθεί η χώρα σε εκλογές με πολιτειακό θέμα. Ο ίδιος, σε προσωπική εξομολόγηση στα χουντικά κρατητήρια, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Δημήτρη Πουρνάρα φέρεται να είπε πως «…ήταν λάθος του Ανδρέα και της ΕΔΑ που το παρατραβήξανε από τις 15 Ιουλίου ως τις 20 Αυγούστου του 65…Για μια στιγμή πίστεψα κι εγώ πως θα υποχωρούσε το παλάτι».14
Η στάση του βασιλιά ήταν αναμενόμενη, ευρισκόμενος υπό το κράτος του έντονου φόβου για αντιμοναρχική στροφή της ΕΚ και υπό την καθοδήγηση των συνωμοτών μέσα στο στράτευμα που σχεδίαζαν πολιτική κρίση και εκτροπή. Παρά το γεγονός ότι οι χειρισμοί του ήταν τυπικώς μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του, εντούτοις ουσιαστικά τα υπερέβη εφόσον δεν έλαβε υπόψη του τη θέληση της πλειοψηφίας του κυβερνώντος κόμματος και του πρωθυπουργού. Είναι αλήθεια πως σύμφωνα με το Σύνταγμα του 52, ο Βασιλιάς είχε τη δυνατότητα, παραιτουμένου του Πρωθυπουργού, να δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σε πρόσωπο δικής του επιλογής. Ωστόσο η βιαστική επιλογή Νόβα, πριν καν παραιτηθεί γραπτώς ο πρωθυπουργός, δείχνει τη σπουδή του βασιλιά για αντικατάσταση του Παπανδρέου και αποδεικνύει πως υπήρχε εκτίμηση – λανθασμένη- για στήριξη της κυβέρνησης στη Βουλή. Το γεγονός αυτό δικαίως κρίθηκε ως ανεπίτρεπτη παρέμβαση του βασιλιά στα εσωκομματικά της ΕΚ.
Η στάση του Κ. Μητσοτάκη ήταν αρχικά σωστή, όταν υπεδείκνυε στον πρωθυπουργό πως η παραίτησή του θα ήταν τραγικό λάθος. Ωστόσο η βιαστική του κίνηση να στηρίξει την κυβέρνηση Νόβα που όρκισε αιφνιδιαστικά ο βασιλιάς, όξυνε το κλίμα και έκοψε οριστικά τις γέφυρες συνεννόησης στο εσωτερικό της ΕΚ. Ο Μητσοτάκης και όσοι άλλοι ορθώς διαφωνούσαν με την τακτική σύγκρουσης που είχαν υιοθετήσει ο Αντρέας και ο Πρωθυπουργός, έπρεπε να περιμένουν την επομένη τη σύγκλιση της ΚΟ και εκεί να θέσουν τον πρωθυπουργό προ των ευθυνών του. Διότι ή άνευ όρων αποδοχή των χειρισμών του Κωνσταντίνου, έδωσε την εντύπωση στην κοινή γνώμη της συμμετοχής κορυφαίων στελεχών της ΕΚ σε μια προσχεδιασμένη από το παλάτι ανατροπή του πρωθυπουργού.
Η στάση του Αντρέα ουσιαστικά εμπόδιζε τον συμβιβασμό ανάμεσα στον Πρωθυπουργό και τον Βασιλιά. Οι πολιτικές θέσεις του Αντρέα εξέφραζαν μεν το αίσθημα των ηττημένων του εμφυλίου και μια γενική λαϊκή απαίτηση για δημοκρατική μεταρρύθμιση, πλην όμως ήταν εντελώς άκαιρες και δεν λάμβαναν υπόψη τους τον πραγματικό συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στους πόλους εξουσίας. Οι θέσεις αυτές χρησιμοποιήθηκαν εντέχνως για να κλιμακωθεί η σύγκρουση Κωνσταντίνου- Παπανδρέου και ουσιαστικά άνοιξαν το δρόμο για διάσπαση της ΕΚ, καθώς δημιούργησαν σημαντικές αντισυσπειρώσεις και πανικόβαλαν την παραδοσιακή βενιζελική πτέρυγα του κόμματος.
Η στάση της αριστεράς ουσιαστικά ταυτιζόταν με τη στάση του Αντρέα, πλην ορισμένων κορυφαίων στελεχών, όπως ο Πασαλίδης και ο Ηλιού, οι οποίοι πράγματι προσπάθησαν να εμποδίσουν τον Πρωθυπουργό να παραιτηθεί, διαβλέποντας τον κίνδυνο πραξικοπήματος. Ωστόσο αυτή δεν ήταν η κυρίαρχη τάση. Αμέσως μετά τον σχηματισμό της Kυβέρνησης Στεφανοπούλου, σε μια κοινή συνεδρίαση του ΠΓ με το κλιμάκιο Eσωτερικού του KKE, η οποία πιθανόν να έγινε στις 16- 2- 1966, διαβάζουμε από τα πρακτικά: " Φυσικά σαν έσχατο μέσο ( η χούντα) είναι μέσα στα σχέδιά τους και η συνεχής απομόνωση της κυβέρνησης από το λαό, μεγαλώνει τους κινδύνους τυχοδιωκτικών στρατιωτικών πραξικοπημάτων...".Στη συνέχεια αναλύεται η τακτική του KKE για την απομόνωση της κυβέρνησης και το ΠΓ καταλήγει στο εξής: " H πάλη κατά του παλατιανού πραξικοπήματος όπως είπαμε, συνεχίζεται και μπαίνει σε νέα φάση που μπορεί να οδηγήσει σε ανοιχτό στρατιωτικό πραξικόπημα".15
Το KKE φαίνεται να είχε υιοθετήσει τη λύση κυβέρνησης Στεφανόπουλου, την οποία θα στήριζε και η ΕΚ: «Η λύση Στεφανόπουλου με έγκριση Παπανδρέου που μας είχατε προτείνει και μεις δεν φέραμε αντίρρηση, γενικά δεν είναι κάτι που μπορεί κανείς να απορρίψει», σημείωνε το ΠΓ. Όσον αφορά στην εκτίμηση της πολιτικής Παπανδρέου το ΚΚΕ εμφανίζεται εντελώς αρνητικό. «Πραγματικά με την πολιτική του ως το παλατιανό πραξικόπημα τα έκανε κυριολεκτικά θάλασσα. Είναι γεγονός ότι στελέχη της ΕΚ δεν έχουν καμιά εκτίμηση και εμπιστοσύνη στον Γ. Παπανδρέου και μερικά στελέχη του τον βρίζουν κιόλας…Ο χαρακτηρισμός «αποστάτες» δίνει και παίρνει. Βέβαια εμείς με τη λέξη εννοούμε αποστάτες της δημοκρατίας, αλλά η ΕΚ εννοεί αποστάτες της ΕΚ σαν κόμμα. Θα δημιουργηθεί έτσι σιγά- σιγά η αντίληψη ότι ο καθένας που μεταπηδάει από το ένα κόμμα στο άλλο είναι αποστάτης και τον καταδικάζουμε. Αν αύριο δηλαδή φύγουν μερικοί από το Κέντρο ή από άλλο κόμμα και έρθουν στην ΕΔΑ, αυτοί θα τους λένε το ίδιο αποστάτες, αλλά θα είναι αποστάτες;».Στις τελευταίες σειρές της περίφημης αυτής εισήγησης διαβάζουμε: «Aυτά, ( οι διάφορες δηλαδή προσπάθειες εκτόνωσης της πολιτικής κρίσης), μοιάζουνε με προβληματισμούς που κάνουνε όσοι έχουνε για κύρια δουλειά τους το κοινοβούλιο, που ασχολούνται με τη βουλή και καλά κάνουν. Οι προβληματισμοί όμως ενός επαναστατικού κόμματος...πρέπει να ψάχνουν όλες τις πλευρές και βαθύτερα".
Φαίνεται όμως πως βαθύτερα έψαξαν μόνον εκείνοι που σχεδίασαν και υλοποίησαν τη σύγκρουση Πρωθυπουργού- Βασιλιά, ώστε να δημιουργηθούν οι πολιτικές προϋποθέσεις για την επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας.
Υποσημειώσεις:
1 Ήδη από τα πρώτα χρόνια του «ανένδοτου αγώνα» ήταν εμφανείς οι διαφορές μεταξύ των δύο ανδρών, οι οποίες ωστόσο πάντα έβρισκαν μια κοινή συνισταμένη. Ο άγγλος πρέσβης στην Αθήνα Ρ. Μάρεϋ σημείωνε στην απόρρητη έκθεσή του προς το Φόρεϊν Όφις, για τις πολιτικές εξελίξεις κατά το 1962, πως η ΕΚ «…έχει διατηρήσει τη συνοχή της, παρά τις εμφανείς και επαναλαμβανόμενες διαφορές προσέγγισης μεταξύ του κ. Παπανδρέου και του κ. Βενιζέλου». ( Confindential, 30-1-1963. P.R.O. Ref: F.O. 371/169054 ).
2 Η κυβέρνηση για παράδειγμα «…νομιμοποίησε μαζικά τα πειρατικά ταξί και οι ιδιοκτήτες οργάνωσαν μηχανοκίνητη διαδήλωση για να την ευχαριστήσουν…Οι πρακτικές αυτές θα διαχυθούν στις δεκαετίες που έρχονται με διάφορες μορφές , ως νομιμοποιήσεις αυθαιρέτων, αναγνωρίσεις καταπατήσεως δασών, μαζικές τακτοποιήσεις στο δημόσιο…κλπ». (Π. Καζάκου, Η ελληνική οικονομία 1949- 1967: Ανασυγκρότηση και ανάπτυξη, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Αθήνα 2000, Τ. ΙΣΤ, σελ. 235)
3 Confindential, 11- 1-1966. P.R.O. Ref: F.O. 371/185653
4 Ζαν Μεϋνώ, Πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα. Μέρος Β’, «Μπαϋρον», Αθήνα 1966, σελ. 26.
5 Η επιστολή δημοσιεύθηκε πολύ αργότερα στο τύπο, στην «Ελευθερία» της 21- 12- 1965. (Βλ. Θ. Διαμαντόπουλου, Κων/νος Μητσοτάκης. Πολιτική βιογραφία, «Παπαζήσης», Αθήνα χ.χ. σελ 150-151).
6 Απόρρητη έκθεση του Ρ. Μάρεϋ…ο.π.
7 Α. Παπανδρέου, Η Δημοκρατία στο απόσπασμα, Αθήνα 1974, σελ. 204. Επίσης, Αλέξη Παπαχελά, Ο βιασμός της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ο αμερικανικός παράγων. 1947-1967, « Εστία», Αθήνα 1997, σελ. 125-137.
8 Μάλιστα οι ανησυχίες του Κωνσταντίνου είχαν εκφραστεί από τις πρώτες ώρες της κυβέρνησης στον υφυπουργό Άμυνας Μ. Παπακωνσταντίνου, καθώς οι εφημερίδες της αντιπολίτευσης μιλούσαν για κομματικοποίηση του στρατού και διωγμούς «νομιμοφρόνων» αξιωματικών. (Μ. Παπακωνσταντίνου, Η ταραγμένη εξαετία (1961- 1967), «Προσκήνιο», Αθήνα 1997, Τ. Α. σελ. 170).
9 Έκθεση Ρ. Μάρεϋ…ο.π.
10 «Γενικά στο κόμμα είχε γίνει πιστευτό ότι οι κομμουνιστές …εξοπλίζοντο μυστικά με όπλα, με την ανοχή ή την αδιαφορία της ΕΚ». (Α. Γ. Σπανίδη, Πως αυτοκαταλύθηκε η Δημοκρατία του 1944, «Παπαζήσης», Αθήνα 1981, σ.36).
11 Βλ. Πότη Παρασκευόπουλου, Γεώργιος Παπανδρέου. Τα δραματικά γεγονότα 1961-1967, «Φυτράκης», Αθήνα 1988, σελ. 191, όπου και τα πλήρη κείμενα των επιστολών.
12 Θ. Διαμαντόπουλου…ο.π.σελ. 402
13 Πότη Παρασκευόπουλου,…ο.π. σελ. 205
14 Δημ. Πουρνάρα, Στη φυλακή ο Γ. Παπανδρέου εκμυστηρεύεται και κατηγορεί, «Ελεύθερος», Αθήνα χ.χ. σελ. 50
15 ΑΣΚΙ, Aρχείο KKE, Φ.2/5/19. "Για την πορεία εφαρμογής της 2ης απόφασης της 8ης ολομέλειας του 65".
πηγή: tvxs.gr