Πέθανε η γκαλερίστα και ιδρύτρια του ΙΣΕΤ Τζούλια Δημακοπούλου

Πέθανε σε ηλικία 92 ετών η γκαλερίστα και ιδρύτρια του ΙΣΕΤ (Ινστιτούτο Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης) Τζούλια Δημακοπούλου, μια από τις προσωπικότητες που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην προβολή και την ανάδειξη της σύγχρονης τέχνης στη μεταπολεμική Ελλάδα. 

Στην Τζούλια Δημακοπούλου ο κόσμος της τέχνης αλλά και ο κόσμος που ενδιαφέρεται για την τέχνη χρωστά πολλά. Στην γκαλερί Νέες Μορφές, μια ιστορική γκαλερί της Αθήνας, δεν παρουσίαζε μόνο  ατομικές εκθέσεις καθιερωμένων και νέων καλλιτεχνών, αλλά και θεματικές εκθέσεις, σε συνεργασία με ιστορικούς της τέχνης και επιμελητές. 

Αυτές οι διοργανώσεις συνοδεύονταν από ενημερωτικούς καταλόγους, διαλέξεις και συζητήσεις, ώστε να διαμορφώνουν αποδέκτες με κριτική στάση απέναντι στις καλλιτεχνικές εξελίξεις. Στα πενήντα χρόνια λειτουργίας της, μέχρι το 2009,  οι Νέες Μορφές συνέβαλαν αποφασιστικά στη διαμόρφωση της σύγχρονης ελληνικής τέχνης. 

Η Τζούλια Δημακοπούλου με τους βασικούς συντελεστές της γκαλερί αποφάσισαν να ιδρύσουν το ΙΣΕΤ (Ινστιτούτο Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης) το οποίο αποτελεί ίσως την πιο σημαντική προσφορά της στην σύγχρονη τέχνη. Σκοπός του είναι η συγκέντρωση αρχειακού υλικού, για την καταγραφή, όσο το δυνατό πληρέστερα, της πορείας της ελληνικής τέχνης από το 1945 έως τις μέρες μας. 

 

Πέθανε η γκαλερίστα και ιδρύτρια του ΙΣΕΤ Τζούλια Δημακοπούλου

Η Τζούλια Δημακοπούλου γεννήθηκε σε μια μεσοαστική οικογένεια που εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1940. «Έμαθα λίγο πιάνο και λίγα γαλλικά σε πολύ μικρή ηλικία. Πήγα σε πολλά σχολεία, αλλά από το σχολείο βγήκα αμόρφωτη, γιατί τις βασικές τάξεις τις κάναμε όπως νάναι, ήταν μέσα στον πόλεμο. Βγάζαμε τις τάξεις δυο  - δυο. Μέναμε στη μεριά της Πατησίων από την κάτω μεριά που τότε ακόμα ήταν πολύ ωραία».

Δεν κατάφερε να φοιτήσει στην Καλών Τεχνών. «Έδωσα στην Καλών Τεχνών αλλά με κόψανε. Πήγε λοιπόν ένας φίλος μου γλύπτης και ρώτησε τον Τόμπρο: «Καλή ήταν η Δημακοπούλου, γιατί την κόψατε; Έ! Όχι και να παίρνουμε όλο γυναίκες, του απάντησε, καλύτερα να μείνουν οι θέσεις για τους άντρες». Στην πραγματικότητα ήθελε να γίνει γιατρός, αλλά δούλεψε σαν σχεδιάστρια στο Υπουργείο Συντονισμού. 
Πήγε στο Παρίσι και έμεινε έξι μήνες τριγυρνώντας και βλέποντας ό,τι μπορούσε να δει ενώ στη συνέχεια μετακόμισε στο Μιλάνο. Έκανε σκηνογραφία και ζωγραφική, τέλειωσε κοστούμι και μόδα και από εκεί βρέθηκε στη Βενετία».

Στη Βενετία καταφέρνει να επισκεφθεί τον αρχιτέκτονα Κάρλο Σκάρπα, ένα εξαιρετικό και ιδιοφυή άνθρωπο όπως τον αποκαλούσε, ο οποίος επηρέασε τη ζωή της. «Μου λέει ο Σκάρπα: διαβάζουμε την ελληνική ποίηση σε ερασμιακά, εσύ πώς τη διαβάζεις; Και μου δίνει ένα βιβλίο με ποιήματα της Σαπφούς. Άρχισα λοιπόν να του διαβάζω. Όταν  έφτασα στη λέξη θάλασσα, μου λέει τι σημαίνει αυτό; Λέω «mare”. Ε γιαυτό μου λέει, είσαστε μεγάλος λαός. Γιατί η λέξη έχει τον ήχο της θάλασσας. Είναι η θάλασσα. Σαν ευαίσθητος άνθρωπος, έπιασε αμέσως τη διαφορά της γλώσσας. Μούπε αμέσως να μείνω και με έστειλε να μάθω αρχιτεκτονικό και προοπτικό σχέδιο. Αργότερα, με έστειλε μετά στην Πάντοβα να δούμε ένα σπίτι και να το επανασχεδιάσουμε. Πριν πάω μου είπε ότι αυτή είναι μουσικός και αυτός συγγραφέας. Και ότι έπρεπε να το λάβουμε υπόψιν μας αυτό. Ποτέ δεν πρέπει να σχεδιάζεις κάτι σαν να πρόκειται να κατοικήσεις εσύ. Θα το φτιάξεις για αυτούς που θα το χρησιμοποιήσουν. Αν ακούσεις κάποια πράγματα τόσο βασικά, με άδειο μυαλό, όπως ήμουν εγώ, σου δημιουργούν μια κατάσταση, μια φυσιογνωμία. Θέλω να πω ότι μερικά γεγονότα μου ήρθαν βολικά και έτσι ξεκίνησα. Όταν γύρισα εργάσθηκα σαν διακοσμήτρια και ξαναγύρισα στην Ιταλία για να σπουδάσω με μια υποτροφία ζωγραφική και ιστορία της τέχνης». 

Το 1957-8 ως διακοσμήτρια επέστρεψε  στην Ελλάδα και ένα χρόνο αργότερα με τον Ανδρέα Προκοπίου και την Διονυσία Προκοπίου ίδρυσαν τις Νέες Μορφές.

«Είχαμε νοικιάσει αρχικά, ένα χώρο τον οποίο διαχειριζόταν η Εθνική, της οποίας ο Ανδρέας ήταν συνταξιούχος, και του προσέφεραν μια καλή τιμή αγοράς για τα διπλανά, οπότε αγοράστηκαν και τα τρία μαγαζιά που ήταν μαζί, δίπλα.  Ο Άγγελος Προκοπίου, λοιπόν, πρότεινε να κρατήσουμε το ένα για διακοσμήσεις, και τα άλλα δύο για εκθέσεις. Έτσι ξεκίνησε. Τότε υπήρχαν μόνο ο Ζυγός και ο Χρηστάκης. Έπειτα ήμαστε μόνο εμείς, και έπειτα ήρθε η Μαριλένα (Λιακοπούλου) στο Χίλτον.

Εγώ βρέθηκα εκεί χωρίς να το καταλάβω, ήμουν άσχετη. Αλλά τότε υπήρχε ένα άλλο πνεύμα στην Αθήνα γιατί έρχονταν διευθυντές μουσείων, συλλέκτες, αμερικάνικες οργανώσεις –κυρίως από γυναίκες- που έρχονταν στην Ελλάδα για να δουν εκθέσεις. Όμως δεν είχαν πού να τις πάνε, γιατί τότε δεν υπήρχε Πινακοθήκη, και εκτός από τα ατελιέ μερικών μεγάλων καλλιτεχνών τους έφερναν και σε εμάς. Εξ αρχής δουλεύαμε διαφορετικά. Δεν ήταν μια στενά εμπορική γκαλερί. Οι Νέες Μορφές ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 59. Ο τίλος Νέες Μορφές δόθηκε από τον Άγγελο Προκοπίου και σημαίνει κάτι που αφορά σήμερα και το Ινστιτούτο. Νέες Μορφές με την έννοια ότι ο θεατής ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του, την μόρφωσή του, ότι είναι σαν οντότητα, βλέπει κάτι καινούργιο.

Το μυστικό των Νέων Μορφών ήταν πάντα ότι υπολόγιζε το κοινό. «Το κοινό το έβλεπα σαν τον εαυτό μου, μπροστά σε καινούρια πράγματα, και στο τι θα μου άρεσε να δω. Γι αυτό φρόντιζα πάντα να υπάρχει μια ποικιλία. Διαφορετικοί τρόποι έκφρασης. Αυτό ήταν πάντα στο μυαλό μου. Νέους και καταξιωμένους, καταξιωμένους και νέους. Έπρεπε να υπάρχει πάντοτε ένας σωστός τρόπος» λέει η Τζούλια Δημακοπούλου που πιστεύει πως ο πιο συγκλονιστικός ρόλος μιας γκαλερί είναι όταν σε φωνάζει ένας καλλιτέχνης να πας να δεις μια δουλειά. «Πηγαίνεις, λοιπόν, στο δικό του χώρο, στην ατμόσφαιρά του, και σου εξομολογείται τις πρώτες του σκέψεις και έχεις ένα διάλογο πια μαζί του. Υπάρχει κάτι που πρέπει να κάνεις όταν μπαίνεις για πρώτη φορά μέσα στο εργαστήριο ενός καλλιτέχνη, να αφήνεις τον εαυτό σου απέξω. Πρέπει να προσπαθείς να δεις με τα μάτια κοινού, και το τι προσπαθεί να κάνει. Γιατί αν πας με δεδομένες απόψεις, δεν πρόκειται να δεις τίποτα».

 

Πέθανε η γκαλερίστα και ιδρύτρια του ΙΣΕΤ Τζούλια Δημακοπούλου

Ο γκαλερίστας όπως πίστευε η Τζούλια Δημακοπούλου διαλέγει ανάλογα με τη συγκίνηση που του προκαλεί εκείνη τη στιγμή ένα έργο προσπαθώντας να το δει αντικειμενικά. Έτσι, διάλεξε και ανέδειξε δεκάδες καλλιτέχνες. Μετά τη δύσκολη περίοδο της χούντας, στην οποία έκανε δυο σημαντικές εκθέσεις, η μια αφιερωμένη στο Χαλεπά και άλλη στον Στέρη, ενώ το 1980  ξεκίνησε μια συνεργασία με την Ελένη Βακαλό. «Η Βακαλό είχε μια ωραία, μεγάλη ιδέα, να γράψει αυτό το επικίνδυνο βιβλίο «Φυσιογνωμία της  μεταπολεμικής τέχνης», την οποία ήθελε να εμπλουτίσει με την ανάλογη μουσική, λογοτεχνία κλπ που τη δημιούργησε. Έτσι, ξεκινήσαμε να κάνουμε – σε τρεις φάσεις- τη φυσιογνωμία της μεταπολεμικής τέχνης, ενώ εγώ είχα αναλάβει και την επιμέλεια, να συγκεντρώνω το υλικό, τα βιογραφικά, τις φωτογραφίες των καλλιτεχνών».

Λίγα χρόνια νωρίτερα το 1976, αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη της στη Βασιλεία, όπου γίνονται οι μεγαλύτερες φουάρ διεθνώς. Με την επιστροφή της, άρχισε τις προσπάθειές της για την Art –Athina. Το 1987 ιδρύεται ο ΠΣΑΤ.  (Πανελλήνιος Σύνδεσμος Αιθουσών Τέχνης) και ξεκινούν πάλι οι προσπάθειες για να γίνει μια Art Athina στην Ελλάδα. Στην πρώτη διοργάνωση, το 1993 συμμετείχαν 18 ελληνικές γκαλερί. Η Τζούλια Δημακοπούλου έμεινε πρόεδρος του ΠΣΑΤ για 18 ολόκληρα χρόνια, οι Νέες Μορφές έκλεισαν το 2009, αλλά στο πίσω μέρος του μυαλού της υπήρχε η ιδέα της ίδρυσης ενός κέντρου τεκμηρίωσης της σύγχρονης ελληνικής τέχνης. 

«Η προσπάθεια και η διαφοροποίηση αυτού που κάνουμε είναι η αντικειμενικότητα. Βέβαια, απόλυτα κανείς δεν μπορεί να είναι αντικειμενικός, αλλά μας ενδιαφέρει το περιβάλλον μέσα στο οποίο δημιουργήθηκε η τέχνη, και βάζουμε και κάποιον φυσικό ορίζοντα, -για να μην πηγαίνουμε πίσω- τη σύγχρονη τέχνη, δηλαδή, τέχνη που δημιουργήθηκε από το 1945 και έπειτα. Ώστε να περισώσουμε όσα πράγματα μπορούμε γιατί πολλά τα χάσαμε, και συγχρόνως έχουμε και την ευχαρίστηση ότι λόγω της μεγάλης φήμης που έχει αποκτήσει το ινστιτούτο, μας φέρνουν πράγματα.  Δεχόμαστε πολλά, από καλλιτέχνες που τα κληρονόμησαν από άλλους, από εκθέσεις, από προσκλήσεις, από καταλογάκια, τα δεχόμαστε όλα. Πιστεύω ότι σε αυτό τον τόπο λείπει η παράδοση. Γι αυτό και τη γκαλερί την κρατούσα τόσο καιρό, γιατί θεωρούσα αδικία να χαθεί κάτι που είχε βασιστεί σε κάποια συνέχεια.

Το φιλόδοξο και μακροπρόθεσμο πρόγραμμα του ΙΣΕΤ είναι η μεγάλη κληρονομιά που μας αφήνει η Τζούλια Δημακοπούλου που έχει αποδείξει την πίστη της στις δημιουργικές δυνάμεις, το πάθος και το όραμα για κάθε δημιουργική διαδικασία και περισσότερο από όλα για την διάσωση και την διαφύλαξη της σύγχρονης τέχνης. «Από την αρχή που είχαμε τις Νέες Μορφές, είχαμε γραφτεί στα αποκόμματα Τύπου για οτιδήποτε αφορούσε τα εικαστικά. Μας έστελναν, λοιπόν, τα πάντα και τα τοποθετούσαμε σε φακέλους. Η προσπάθεια ήταν να συγκεντρώσουμε τα αρχεία. Και σώσαμε αρκετά. Και αυτό που κάνουμε τώρα στο ινστιτούτο αν τα δουν σε πενήντα χρόνια θα τα δουν με άλλο μάτι και ίσως δουν πράγματα καινούργια που εμείς δεν έχουμε αξιολογήσει και δεν μπορούμε να τα δούμε». 

Το IΣΕT, πέρασε μέσω δωρεάς, το 2022 στην Εθνική Πινακοθήκη. «Η δωρεά στην Πινακοθήκη υπογραμμίζει την ανάγκη ύπαρξης φορέων που θα συμβάλουν συστηματικά στη μελέτη, στην έρευνα και στην πρόοδο της τέχνης. Χωρίς παρόμοια κέντρα έρευνας πολλά καλλιτεχνικά εγχειρήματα χάνονται στο πέρασμα του χρόνου, με αποτέλεσμα να μη δημιουργείται το πλαίσιο για ιστορικές και συγχρονικές συνδέσεις και αναφορές που είναι απαραίτητες για την εξέλιξη του πολιτισμού» πίστευε η Τζούλια Δημακοπούλου.