Η ύπουλη μετάλλαξη της τυραννίας

SERGEI GURIEV & DANIEL TREISMAN
Spin Dictators
εκδ. Princeton University Press, σελ.360

Οι δικτατορίες αλλάζουν. Τον περασμένο αιώνα ο Χίτλερ, ο Στάλιν και ο Μάο κυβέρνησαν χρησιμοποιώντας τη μαζική βία, τον τρόμο, την προσωπολατρεία, την ωμή προπαγάνδα, την απόλυτη ιδεολογική συμμόρφωση και την ξενοφοβία. Στον 21ο αιώνα του αλληλοεξαρτώμενου και δικτυωμένου κόσμου, οι «δικτάτορες του φόβου» έχουν περιοριστεί, αλλά μια νέα γενιά «δικτατόρων της εξαπάτησης» έχουν έλθει στο προσκήνιο, όπως ο Βλαντιμίρ Πούτιν, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και ο Βίκτορ Ορμπαν, που προσποιούνται τους δημοκράτες, αποφεύγουν κατά το δυνατόν την αιματηρή καταπίεση του παρελθόντος και μονοπωλούν την εξουσία διαστρέφοντας την αλήθεια, αξιοποιώντας τη σύγχρονη τεχνολογία για να ελέγχουν τους πολίτες και υπονομεύοντας συστηματικά τους θεσμούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Η στροφή από τον φόβο στην εξαπάτηση οφείλεται κυρίως στις δυνάμεις του εκσυγχρονισμού και της παγκοσμιοποίησης, που εντείνουν τις πιέσεις για ανοικτές κοινωνίες και πολιτικές ελευθερίες. Η παραπλάνηση είναι το εργαλείο με το οποίο αυτά τα αυταρχικά καθεστώτα αντιστέκονται στις πιέσεις που δέχονται από το εσωτερικό και το εξωτερικό.

Αυτά είναι τα βασικά μηνύματα του βιβλίου του Σεργκέι Γκούριεφ, καθηγητή Οικονομικών στη Sciences Po στο Παρίσι και του Ντάνιελ Τράισμαν, καθηγητή Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Αντζελες, με το οποίο σκιαγραφούν το νέο πρόσωπο του αυταρχισμού, το οπλοστάσιο που χρησιμοποιεί και τον τρόπο που οι φιλελεύθερες δημοκρατίες μπορούν να απαντήσουν στην απειλή.

Η μέθοδος

Πώς από τους «δικτάτορες του φόβου» περάσαμε σε αυτούς «της εξαπάτησης», οι οποίοι μονοπωλούν την εξουσία διαστρέφοντας την αλήθεια.

Με πλήθος παραδειγμάτων από τον χώρο της Δεξιάς και της Αριστεράς περιγράφουν πώς «οι δικτάτορες της εξαπάτησης» συγκαλύπτουν τις καταχρήσεις τους, αποσπούν τη λαϊκή υποστήριξη με επιτηδευμένη προπαγάνδα, νοθεύουν τη δημοκρατία, χειραγωγούν τη δικαιοσύνη, εκβιάζουν τους πολιτικούς αντιπάλους τους και υποσκάπτουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στους δημοκρατικούς θεσμούς, διασπείροντας την παραπληροφόρηση, τον κυνισμό και τον διχασμό, ενώ αποφεύγουν τη διεθνή απομόνωση αναπτύσσοντας δεσμούς με τις δυτικές ελίτ προς όφελός τους.

Καλλιεργώντας την εικόνα των ικανών ηγετών που εγγυώνται την ευημερία του λαού, κατηγορούν τους αντιφρονούντες για μειωμένο πατριωτισμό και προσπαθούν να αποκρύψουν τον αυταρχισμό τους μέσα από τυπικά δημοκρατικές διαδικασίες, αχρηστεύοντας τα συνταγματικά αντίβαρα του ελέγχου της εξουσίας. Επιτρέπουν μεν τη συμμετοχή κομμάτων της αντιπολίτευσης σε εκλογές, αλλά εγείρουν εμπόδια στην πολιτική δράση τους. Αντί της αυστηρής λογοκρισίας ενθαρρύνουν την αυτολογοκρισία και ανέχονται την κυκλοφορία ολίγων επικριτικών ΜΜΕ, για να δείχνουν ότι σέβονται την ελευθερία έκφρασης, ενώ ταυτόχρονα ελέγχουν ασφυκτικά τα κρατικά ΜΜΕ και αναθέτουν σε φίλους τους να αποκτήσουν την ιδιοκτησία όσων ανεξαρτήτων ΜΜΕ μπορούν να αμφισβητήσουν την κυριαρχία τους.

Η ύπουλη μετάλλαξη της τυραννίας-1

Οι «δικτάτορες της εξαπάτησης» έχουν τελειοποιήσει το ψέμα και χειρίζονται επιδέξια και δόλια την πληροφορία. Με τη βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας παρακολουθούν και εκφοβίζουν τους αντιπάλους τους στην πολιτική και τα ΜΜΕ, απειλώντας τους με φορολογικά αδικήματα, ποινικές διώξεις και διαρροή προσωπικών δεδομένων. Για να εξασφαλίσουν δε την έξωθεν καλή μαρτυρία αγοράζουν τις υπηρεσίες προθύμων δυτικών επιχειρήσεων, τραπεζιτών, δικηγόρων και εταιρειών λόμπι. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των συγγραφέων, οι «δικτάτορες του φόβου» αντιπροσώπευαν το 60% του συνόλου το 1970 και λιγότερο από το 10% τη δεκαετία του 2000. Το ποσοστό των «δικτατόρων της εξαπάτησης» ανήλθε από το 13% στο 53% την ίδια περίοδο. Οι υπόλοιπες περιπτώσεις χαρακτηρίζονται υβριδικές.

Για την κατάταξη των αυταρχικών ηγετών σε «δικτάτορες του φόβου ή της εξαπάτησης» χρησιμοποιούνται διάφορα κριτήρια. Ο Κιμ Γιονγκ Ουν της Βόρειας Κορέας και ο Μπασάρ αλ Ασαντ της Συρίας κατατάσσονται στους «δικτάτορες του φόβου». Η Κίνα έχει περάσει από διάφορες μεταλλάξεις, αλλά τελευταία η κοινή αντίληψη είναι ότι ο Σι Τζινπίνγκ έχει επιλέξει το κράτος παρακολούθησης και φόβου, όπως ο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν στη Σαουδική Αραβία και ο Ερντογάν στην Τουρκία, μετά την απόπειρα πραξικοπήματος το 2016. Αν η συγγραφή του βιβλίου είχε ολοκληρωθεί μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, υποψήφιος για την ίδια στήλη θα ήταν σίγουρα και ο Πούτιν.

Οι συγγραφείς συνιστούν στη Δύση να ακολουθήσει απέναντί τους την «εμπλοκή της αντιπαλότητας», με διαρκή εγρήγορση, σθεναρή αντίσταση στις προσπάθειες υπονόμευσης των δημοκρατικών θεσμών, μεθοδική καταγραφή των καταχρήσεων και υπεράσπιση του παγκοσμίου φιλελευθέρου συστήματος. Η Δύση καλείται να παύσει να βοηθάει τους δικτάτορες να ξεπλένουν το μαύρο χρήμα και τη φήμη τους και να πιέζει διαρκώς για τον εκσυγχρονισμό, την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, που αποτελούν την καλύτερη ελπίδα για τη στροφή προς τη δημοκρατία. Είναι επίσης επιτακτικό να τακτοποιήσει τα του οίκου της, ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών και να πληγεί έτσι η προπαγάνδα ότι η Δύση είναι διεφθαρμένη και βρίσκεται σε παρακμή. Η έλξη που ασκεί η δημοκρατία παγκοσμίως αποτελεί ένα πανίσχυρο όπλο στην αντιπαράθεση με τα αυταρχικά καθεστώτα. Ο προσφορότερος τρόπος να ηττηθεί μια ιδέα είναι με μια καλύτερη ιδέα και ο αυταρχισμός σίγουρα δεν προσφέρει ένα καλύτερο όραμα, καταλήγουν.

* Ο κ. Αχιλλέας Παπαρσένος υπηρέτησε στην ελληνική πρεσβεία της Ουάσιγκτον ως προϊστάμενος του γραφείου Τύπου και Επικοινωνίας.

Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ