«ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ» του ΡΙΤΣΟΥ στο ΑΛΚΥΟΝΙΣ
"Tο τραγούδι, η μουσική, ο λόγος των ποιητών είναι μεγάλο όπλο στα χέρια των λαών" Σπύρος Σαμοΐλης
«ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ» του ΡΙΤΣΟΥ στο ΑΛΚΥΟΝΙΣ
Μια συζήτηση με το Σπύρο Σαμοΐλη με αφορμή τη μεγάλη Συναυλία του την Δευτέρα 13 Μαρτίου στις 20.00 στο ΑΛΚΥΟΝΙΣ newstarartcinema. Θα παρουσιαστεί το σπουδαίο του έργο του ποιητή της ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσου «ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ».
Ο Σπύρος Σαμοΐλης διευθύνει λαϊκή ορχήστρα ερμηνεύουν Ελένη Βιτάλη, Νίκος Θεοδωράκης, Αγγελική Καββαδία, Στέλιος Αλεξανδράκης, Δημήτρης Καλογερόπουλος, συμμετέχει η Χορωδία του Περιβαλλοντικού και καλλιτεχνικού συλλόγου Κέρκυρας «Ο Αϊ Μαθιάς» με μαέστρο τον Μιχάλη Καποδίστρια.
«Πώς να σου το περιγράψω… Έχουν περάσει από τότε σχεδόν 40 χρόνια κι όμως κάθε φορά που το φέρνω στο νου μου χάνω τα λόγια. Είχαμε μπροστά μας τον ίδιο τον Γιάννη Ρίτσο να απαγγέλει τη Ρωμιοσύνη. Μέσα στο ημίφως της μπουάτ, τον ακούγαμε να μιλάει με μια φωνή τόσο χαμηλή, πιο πολύ ήταν ψίθυρος παρά απαγγελία. Μας κοιτούσε στα μάτια και με πολύ αργό, ήρεμο ρυθμό έλεγε “σώπα… όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες…” To μαγαζί γεμάτο νεολαία, αλλά αν έκλεινες τα μάτια σου, θα νόμιζες ότι ήσουν μόνος, δεν ακουγόντουσαν ούτε οι αναπνοές τους». Με αυτά τα λόγια περιγράφει ο συνθέτης Σπύρος Σαμοΐλης εκείνη τη βραδιά του Νοέμβρη του 1973. Σε μια μπουάτ, κάπου μέσα στα στενά σοκάκια της Πλάκας μια μεγάλη συντροφιά νέων ανθρώπων, προσπαθούσε να διαρρήξει το πνευματικό σκοτάδι που είχε επιβάλλει η χούντα των συνταγματαρχών. Με την παρουσία του Ρίτσου, με τους στίχους της Ρωμιοσύνης, με τη φωνή του να αναδύεται μαλακά μέσα στο ημίφως, ο ποιητής στάθηκε στο πλευρό των νέων, στην ανάγκη τους να ζήσουν ελεύθεροι και περήφανοι.
Ο Σπύρος Σαμοΐλης ήταν σχεδόν 25 χρονών, αλλά είχε ήδη ξεκινήσει την καλλιτεχνική του πορεία μελοποιώντας τους πιο ριζοσπάστες, τους πιο πρωτοπόρους δημιουργούς μας, τον Βάρναλη, τον Ρίτσο, τον Λουντέμη. Η μουσική αποτελεί μέρος της ζωής του από τα παιδικά του χρόνια. Μεγαλώνει τη δεκαετία του ’50 σε ένα χωριό στη νότια Κέρκυρα. Παιδί αγροτών, σε μια μετεμφυλιακή Ελλάδα που αιμορραγεί στις εξορίες και στα ξερονήσια για πολλά χρόνια μετά την τυπική λήξη του πολέμου, ο νεαρός Σπύρος βρίσκει καταφύγιο στη μουσική. Η φιλαρμονική του χωριού και οι καθηγητές του σχολείου γίνονται οι οδηγοί του, τον διδάσκουν τις νότες και την ποίηση, θέτοντας τις βάσεις σε μια πορεία που έμελλε να ξεκινήσει συστηματικά στις αρχές της δεκαετίας του ‘70.
Το 1972, όταν η δαμόκλειος σπάθη της χούντας κρέμεται πάνω από κάθε ελεύθερο πνεύμα, όταν απαγορεύεται να προφέρεται ακόμα και το όνομα του Μίκυ Θεοδωράκη, όταν ο Ρίτσος έχει μόλις επιστρέψει από τις εξορίες, ο Σπύρος Σαμοΐλης οργανώνει την πρώτη του συναυλία στο θέατρο Diana. Είναι 29 Μαΐου του 1972. «Μέσα από τις φοιτητικές παρέες, γεννήθηκε η ιδέα να βγάλουμε προς τα έξω αυτά τα τραγούδια που λέγαμε μεταξύ μας. Εκείνη την εποχή, στα τέλη Μάη του 1972, δεν υπήρχε ακόμα η λογοκρισία για τις συναυλίες. Η διαδικασία ήταν ακόμα απλή, πήγαινες στην εφορία, σφράγιζαν τα εισιτήρια και τελείωνες. Έτσι ξεκίνησε η συναυλία. Όταν μαζεύτηκε ο κόσμος αναφερθήκαμε, από μικροφώνου, στο έργο του Βάρναλη και του Θεοδωράκη. Εκείνη την εποχή ήταν απαγορευμένη δια ροπάλου η αναφορά των ονομάτων τους, πολύ περισσότερο απαγορεύονταν τα έργα τους. Λοιπόν, αυτή ήταν μια μαγική στιγμή. Μόλις ακούστηκε από μικροφώνου το όνομα του Θεοδωράκη άρχισαν οι φοιτητές να πετάνε τα σακάκια από τη χαρά τους μέχρι την οροφή. Ειδικά όταν ακούστηκε το «Ένας-Όλοι» του Βάρναλη, δεν περιγράφεται ο ενθουσιασμός. Ήμουν νέο παιδί και είδα κάτω στο κοινό τον Βάρναλη μαζί με την Έλλη Αλεξίου… τι να σας πω… θαμπώθηκα»
Ήταν τέτοιος ο ενθουσιασμός, που η φοιτητική παρέα που απαρτίζονταν, κατά κύριο λόγο, από την Ένωση Κερκυραίων Φοιτητών, αποφάσισε να διοργανώσει μια δεύτερη συναυλία λίγες μέρες αργότερα. «Αποφασίσαμε να πάμε στο θέατρο Royal, απέναντι από το Πολυτεχνείο. Όταν πήγαμε ξανά στην εφορία για τη σφράγιση των εισιτηρίων, όπως την πρώτη φορά, μας σταμάτησαν. Μας ενημέρωσαν ότι, αμέσως μετά την πρώτη συναυλία, είχε βγει καινούριος νόμος για λογοκρισία, που συμπεριελάμβανε και στις συναυλίες. Ο νόμος βγήκε στις 3 Ιουνίου 1972, πέντε μέρες μετά την πρώτη μας συναυλία.»
Αποτέλεσμα του νέου νόμου, ήταν να λογοκριθούν τα δεκατέσσερα από τα είκοσι τραγούδια που σκόπευαν να παρουσιάσουν. Το νέο το έφερε στην παρέα ο τραγουδιστής Νίκος Πανδής την ώρα που η ορχήστρα έκανε τις τελευταίες πρόβες στο θέατρο. Ο προβληματισμός για το αν, τελικά, θα πραγματοποιούνταν η διοργάνωση ήταν μεγάλος. «Σκεφτήκαμε, με το Γιώργο Ζωγράφο ότι, δεν μπορούσαμε να υποχωρήσουμε. Θα την κάναμε τη συναυλία. Εκείνη τη βραδιά ήρθε ξανά ο Βάρναλης με την Αλεξίου. Καθίσανε στην πρώτη σειρά, μαζί με τον δημοσιογράφο τον Άρη Σκιαδόπουλο, τον Γεραμάνη, τον Χαλιβελάκη και την παρέα. Περίμεναν όλοι να ακούσουν το Βάστα Καρδιά. Το τραγούδι είχε μια μακρόσυρτη εισαγωγή. Όταν τελείωσε έκανα νόημα στο Γιώργο Ζωγράφο να αρχίσει να τραγουδά. Εκείνος με κοίταξε και έμεινε άφωνος. Οι μουσικοί επανέλαβαν την εισαγωγή. Τον κοιτούσα στα μάτια για να δω τι θα κάνει. Τη δεύτερη φορά, που θα έμπαινε να πει τα λόγια, με κοίταξε με νόημα και ενώ θα έπρεπε να πει “Να με ξεριζώσεις χάρε δεν μπορείς…”, αρχίζει να τραγουδά λέγοντας “λαλαλα Λαέ, Λαέ, Λαέ”. Ο κόσμος φώναζε από κάτω “λόγια – λόγια” και ο Ζωγράφος την ώρα που τραγουδούσε λέγοντας Λαέ, λαέ έκανε με τα χέρια του σινιάλο στον κόσμο ότι του είχαν κλείσει το στόμα… δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψουν το αίσθημα αυτό… από κάτω ο Βάρναλης προσπαθούσε να καταλάβει τι λόγια ακούγονταν. Έγειρε στην Αλεξίου και της είπε “..δεν καταλαβαίνω, τι λόγια λένε; Δεν ακούω τους στίχους”. Μετά άρχισαν τα κυνηγητά, μια στην Ασφάλεια της Πλάκας, μια στη Μεσογείων…»
Aυτή η δεύτερη συναυλία, ήταν μια από τις πολλές που ακολούθησαν, με τη σταθερή παρουσία ασφαλιτών στο κοινό, την εγκατάσταση κοριών στα μαγαζιά για να μπορεί η Ασφάλεια να παρακολουθεί ό,τι λέγονταν κεκλισμένων των θυρών και σε ορισμένες περιπτώσεις, την καταστροφή των συναυλιακών χώρων. Όπως λέει ο ίδιος ο Σαμοΐλης, «πρώτες την πλήρωναν οι φωτεινές επιγραφές και οι τζαμαρίες».
Μια απ’ αυτές τις συναυλίες, τον επόμενο χρόνο, ξεκίνησε στο θέατρο Χατζηχρήστου, αλλά έμελλε να τελειώσει στο Παρίσι. Ο Σπύρος Σαμοΐλης θυμάται και χαμογελά, αλλά διευκρινίζει ότι το χαμόγελο μπόρεσε να το νιώσει πολλά χρόνια μετά, αφού και μετά την μεταπολίτευση οι διώξεις και οι μηνύσεις της Ασφάλειας δεν σταμάτησαν. Εκείνο το βράδυ στο θέατρο Χατζηχρήστου ήταν μια νεαρή κοπέλα που προλόγισε το συνθέτη και τα έργα του. Σύμφωνα με τον ίδιον, «Η Νόρα Βαλσάμη, τότε ακόμα μικρή κοπέλα στα πρώτα της βήματα, διάβασε τον πρόλογο της συναυλίας που ξεκινούσε λέγοντα ότι, “κάτω από την πολιτική καταπίεση που στην εποχή μας ασκείται πιο έντονα από κάθε άλλη φορά...”. Πάντα μέσα στις συναυλίες υπήρχαν ασφαλίτες για να παρακολουθούν τον κόσμο και εμάς. Μόλις ακούστηκαν αυτά τα λόγια σηκώθηκαν να μας συλλάβουν. Τότε μεσολάβησε ο αδερφός του Κώστα Χατζηχρήστου, που ήταν υπεύθυνος του θεάτρου και ζήτησε να περιμένουν μέχρι το τέλος, να φύγει ο κόσμος. Στο διάλειμμα μας ειδοποίησαν ότι στη λήξη θα μας συλλάβουν. Όταν τελειώσαμε και άρχισε ο κόσμος να έρχεται για να μας χαιρετίσει εμείς κρυφτήκαμε στα υπόγεια του θεάτρου. Ουσιαστικά κρυφτήκαμε στο στόμα του λύκου, αφού το θέατρο Χατζηχρήστου ήταν στην οδό Σταδίου 10, κάτω από την Ασφάλεια. Μείναμε εκεί μέχρι τα ξημερώματα. Μετά φύγαμε για το σπίτι μου στην Καλλιθέα, μαζί με τους φοιτητές. Ξέραμε ότι το πρωί θα με συλλαμβάνανε. Τότε είπαμε να φύγω για Παρίσι, ωστόσο δεν υπήρχαν χρήματα και βάλανε όλα τα παιδιά βερεσέ ό,τι είχαν και πήρα το εισιτήριο. Ευτυχώς το διαβατήριό μου έγραφε επάγγελμα ζωγράφος και όχι μουσικός. Εκείνο το πρωί έφυγα με το τρένο. Στο Παρίσι συνάντησα τον Θεοδωράκη, τη Μερκούρη και άλλους».
Μετά το Παρίσι και την επιστροφή στην Αθήνα η ζωή του Σπύρου Σαμοΐλη δεν αλλάζει. Οι φοιτητικές μαζώξεις, οι προσαγωγές στην Ασφάλεια, η ποίηση, η μουσική συνεχίζονται, όπως πριν. Ο καιρός περνά και φτάνουμε στο φθινόπωρο, λίγες μέρες πριν ξεκινήσουν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Τότε αποφασίζεται να δοθεί μια συναυλία προς τιμή του Γιάννη Ρίτσου. Ο χώρος θα ήταν η μπουάτ που ήδη φιλοξενεί τον καλλιτέχνη, στην Πλάκα. Όπως μας αποκαλύπτει ο συνθέτης, «όταν βγήκε στη σκηνή ο Ρίτσος και άρχισε να απαγγέλει τη Ρωμιοσύνη, το μόνο που άκουγες από κάτω ήταν οι λυγμοί από το κλάμα του κόσμου. Εκείνο το βράδυ, όπως και άλλες φορές, η Ασφάλεια μπήκε στο μαγαζί και άρχισε τα σπασίματα… ο κόσμος, όμως, είχε προλάβει να ακούσει τον ίδιο το Ρίτσο να του διαβάζει… ξέρεις πόσο σημαντικό ήταν αυτό; Πέρα που ήταν μεγάλη τιμή για μένα, η παρουσία του στη συναυλία έδωσε κουράγιο και δύναμη στους ανθρώπους. Τον λάτρευαν τον Ρίτσο, ο ίδιος την ένιωθε τόσο δυνατά την αγάπη του κόσμου που, χρόνια μετά, μου έλεγε ότι χρειάζονταν δεκαπέντε μέρες να συνέλθει από τη συγκίνηση που του προκαλούσε».
Η μετάβαση από τη χούντα στη μεταπολίτευση σήμανε για τον Σπύρο Σαμοΐλη την αρχή μιας ιδιαίτερα δημιουργικής δεκαετίας. Το 1975 διοργανώνει συναυλία από κοινού με τον Μίκη Θεοδωράκη στο Δημοτικό Στάδιο Κέρκυρας. Την ίδια χρονιά βγαίνει ο πρώτος του προσωπικός δίσκος με τίτλο «Βάστα Καρδιά» σε ποίηση Κώστα Βάρναλη, Νίκου Πανδή και Σαράντη Αλεβιζάτου. Εκεί ερμηνεύουν ο Πέτρος Πανδής και η Ελένη Βιτάλη. Σύντομα ακολουθούν οι δίσκοι «Κραυγή στα Πέρατα» σε ποίηση Μενέλαου Λουντέμη και «Οι Γειτονιές του Κόσμου» σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου. Στην πορεία των χρόνων μελοποιεί Οδυσσέα Ελύτη, Τάσο Λειβαδίτη, Γιώργο Κοτζιούλα, Μαγιακόφσκι και πολλούς άλλους. Συνεργάζεται με σπουδαίους τραγουδιστές, το Γιώργο Ζωγράφο, τον Αντώνη Καλογιάννη, την Ελένη Βιτάλη, τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου κι άλλους πολλούς. Παράλληλα με την καλλιτεχνική παραγωγή, αρχίζουν οι περιοδείες σε ολόκληρη την ελληνική επαρχεία. Πρόκειται για μια δεκαετή περιπλάνηση, όπου ο συνθέτης καταγράφει ρεκόρ συναυλιών. Εκτιμάται ότι σε αυτή τη δεκαετία, 1976-1986, οργανώνει σχεδόν 2.000 συναυλίες, δηλαδή σχεδόν διακόσιες κάθε χρόνο.
Κλείνοντας την τόσο ενδιαφέρουσα συζήτηση μαζί του, μια συζήτηση ταξίδι στα πιο αυταρχικά και μαύρα χρόνια της πιο πρόσφατης ιστορίας της πατρίδας μας, ο ίδιος μιλά για την αξία της καλλιτεχνικής δημιουργίας σε σχέση με τις ανάγκες του λαού. Όπως δηλώνει, «το τραγούδι, η μουσική, ο λόγος των ποιητών είναι μεγάλο όπλο στα χέρια των λαών. Ο καλλιτέχνης οφείλει να είναι μπροστάρης, να προσπαθεί να αλλάξει τον κόσμο. Πολιτική είναι το καθετί που κάνει κανείς και η μουσική, όταν μιλά για τους ανθρώπους και τις ζωές τους, είναι πολιτική δραστηριότητα. Το κοινωνικό τραγούδι είναι το πολιτικό τραγούδι, είναι το τραγούδι του λαού»
Youtube “ΣΠ. ΣΑΜΟΪΛΗΣ - Α, ΜΑΓΙΑΚΟΒΣΚΙ”
https://www.youtube.com/watch? v=ThPrN1nD1XE
Youtube “ΣΠ. ΣΑΜΟΪΛΗΣ: "ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΣΥΝΤΡΟΦΕ"”
https://www.youtube.com/watch? v=TH-WzsmnZFw
Εισιτήριο.: €8.00, Φοιτητικό/Ανέργων €5.00.
Πληροφορίες κρατήσεις :
ΑΛΚΥΟΝΙΣ newstarart cinema
ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ 42-46, ΠΛΑΤΕΙΑ ΒΙΚΤΩΡΙΑΣ (ΜΕΤΡΟ Βικτώρια)
Parking διαθέσιμο κάτω από τον κινηματογράφο.
«ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ» του ΡΙΤΣΟΥ στο ΑΛΚΥΟΝΙΣ
Μια συζήτηση με το Σπύρο Σαμοΐλη με αφορμή τη μεγάλη Συναυλία του την Δευτέρα 13 Μαρτίου στις 20.00 στο ΑΛΚΥΟΝΙΣ newstarartcinema. Θα παρουσιαστεί το σπουδαίο του έργο του ποιητή της ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσου «ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ».
Ο Σπύρος Σαμοΐλης διευθύνει λαϊκή ορχήστρα ερμηνεύουν Ελένη Βιτάλη, Νίκος Θεοδωράκης, Αγγελική Καββαδία, Στέλιος Αλεξανδράκης, Δημήτρης Καλογερόπουλος, συμμετέχει η Χορωδία του Περιβαλλοντικού και καλλιτεχνικού συλλόγου Κέρκυρας «Ο Αϊ Μαθιάς» με μαέστρο τον Μιχάλη Καποδίστρια.
«Πώς να σου το περιγράψω… Έχουν περάσει από τότε σχεδόν 40 χρόνια κι όμως κάθε φορά που το φέρνω στο νου μου χάνω τα λόγια. Είχαμε μπροστά μας τον ίδιο τον Γιάννη Ρίτσο να απαγγέλει τη Ρωμιοσύνη. Μέσα στο ημίφως της μπουάτ, τον ακούγαμε να μιλάει με μια φωνή τόσο χαμηλή, πιο πολύ ήταν ψίθυρος παρά απαγγελία. Μας κοιτούσε στα μάτια και με πολύ αργό, ήρεμο ρυθμό έλεγε “σώπα… όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες…” To μαγαζί γεμάτο νεολαία, αλλά αν έκλεινες τα μάτια σου, θα νόμιζες ότι ήσουν μόνος, δεν ακουγόντουσαν ούτε οι αναπνοές τους». Με αυτά τα λόγια περιγράφει ο συνθέτης Σπύρος Σαμοΐλης εκείνη τη βραδιά του Νοέμβρη του 1973. Σε μια μπουάτ, κάπου μέσα στα στενά σοκάκια της Πλάκας μια μεγάλη συντροφιά νέων ανθρώπων, προσπαθούσε να διαρρήξει το πνευματικό σκοτάδι που είχε επιβάλλει η χούντα των συνταγματαρχών. Με την παρουσία του Ρίτσου, με τους στίχους της Ρωμιοσύνης, με τη φωνή του να αναδύεται μαλακά μέσα στο ημίφως, ο ποιητής στάθηκε στο πλευρό των νέων, στην ανάγκη τους να ζήσουν ελεύθεροι και περήφανοι.
Ο Σπύρος Σαμοΐλης ήταν σχεδόν 25 χρονών, αλλά είχε ήδη ξεκινήσει την καλλιτεχνική του πορεία μελοποιώντας τους πιο ριζοσπάστες, τους πιο πρωτοπόρους δημιουργούς μας, τον Βάρναλη, τον Ρίτσο, τον Λουντέμη. Η μουσική αποτελεί μέρος της ζωής του από τα παιδικά του χρόνια. Μεγαλώνει τη δεκαετία του ’50 σε ένα χωριό στη νότια Κέρκυρα. Παιδί αγροτών, σε μια μετεμφυλιακή Ελλάδα που αιμορραγεί στις εξορίες και στα ξερονήσια για πολλά χρόνια μετά την τυπική λήξη του πολέμου, ο νεαρός Σπύρος βρίσκει καταφύγιο στη μουσική. Η φιλαρμονική του χωριού και οι καθηγητές του σχολείου γίνονται οι οδηγοί του, τον διδάσκουν τις νότες και την ποίηση, θέτοντας τις βάσεις σε μια πορεία που έμελλε να ξεκινήσει συστηματικά στις αρχές της δεκαετίας του ‘70.
Το 1972, όταν η δαμόκλειος σπάθη της χούντας κρέμεται πάνω από κάθε ελεύθερο πνεύμα, όταν απαγορεύεται να προφέρεται ακόμα και το όνομα του Μίκυ Θεοδωράκη, όταν ο Ρίτσος έχει μόλις επιστρέψει από τις εξορίες, ο Σπύρος Σαμοΐλης οργανώνει την πρώτη του συναυλία στο θέατρο Diana. Είναι 29 Μαΐου του 1972. «Μέσα από τις φοιτητικές παρέες, γεννήθηκε η ιδέα να βγάλουμε προς τα έξω αυτά τα τραγούδια που λέγαμε μεταξύ μας. Εκείνη την εποχή, στα τέλη Μάη του 1972, δεν υπήρχε ακόμα η λογοκρισία για τις συναυλίες. Η διαδικασία ήταν ακόμα απλή, πήγαινες στην εφορία, σφράγιζαν τα εισιτήρια και τελείωνες. Έτσι ξεκίνησε η συναυλία. Όταν μαζεύτηκε ο κόσμος αναφερθήκαμε, από μικροφώνου, στο έργο του Βάρναλη και του Θεοδωράκη. Εκείνη την εποχή ήταν απαγορευμένη δια ροπάλου η αναφορά των ονομάτων τους, πολύ περισσότερο απαγορεύονταν τα έργα τους. Λοιπόν, αυτή ήταν μια μαγική στιγμή. Μόλις ακούστηκε από μικροφώνου το όνομα του Θεοδωράκη άρχισαν οι φοιτητές να πετάνε τα σακάκια από τη χαρά τους μέχρι την οροφή. Ειδικά όταν ακούστηκε το «Ένας-Όλοι» του Βάρναλη, δεν περιγράφεται ο ενθουσιασμός. Ήμουν νέο παιδί και είδα κάτω στο κοινό τον Βάρναλη μαζί με την Έλλη Αλεξίου… τι να σας πω… θαμπώθηκα»
Ήταν τέτοιος ο ενθουσιασμός, που η φοιτητική παρέα που απαρτίζονταν, κατά κύριο λόγο, από την Ένωση Κερκυραίων Φοιτητών, αποφάσισε να διοργανώσει μια δεύτερη συναυλία λίγες μέρες αργότερα. «Αποφασίσαμε να πάμε στο θέατρο Royal, απέναντι από το Πολυτεχνείο. Όταν πήγαμε ξανά στην εφορία για τη σφράγιση των εισιτηρίων, όπως την πρώτη φορά, μας σταμάτησαν. Μας ενημέρωσαν ότι, αμέσως μετά την πρώτη συναυλία, είχε βγει καινούριος νόμος για λογοκρισία, που συμπεριελάμβανε και στις συναυλίες. Ο νόμος βγήκε στις 3 Ιουνίου 1972, πέντε μέρες μετά την πρώτη μας συναυλία.»
Αποτέλεσμα του νέου νόμου, ήταν να λογοκριθούν τα δεκατέσσερα από τα είκοσι τραγούδια που σκόπευαν να παρουσιάσουν. Το νέο το έφερε στην παρέα ο τραγουδιστής Νίκος Πανδής την ώρα που η ορχήστρα έκανε τις τελευταίες πρόβες στο θέατρο. Ο προβληματισμός για το αν, τελικά, θα πραγματοποιούνταν η διοργάνωση ήταν μεγάλος. «Σκεφτήκαμε, με το Γιώργο Ζωγράφο ότι, δεν μπορούσαμε να υποχωρήσουμε. Θα την κάναμε τη συναυλία. Εκείνη τη βραδιά ήρθε ξανά ο Βάρναλης με την Αλεξίου. Καθίσανε στην πρώτη σειρά, μαζί με τον δημοσιογράφο τον Άρη Σκιαδόπουλο, τον Γεραμάνη, τον Χαλιβελάκη και την παρέα. Περίμεναν όλοι να ακούσουν το Βάστα Καρδιά. Το τραγούδι είχε μια μακρόσυρτη εισαγωγή. Όταν τελείωσε έκανα νόημα στο Γιώργο Ζωγράφο να αρχίσει να τραγουδά. Εκείνος με κοίταξε και έμεινε άφωνος. Οι μουσικοί επανέλαβαν την εισαγωγή. Τον κοιτούσα στα μάτια για να δω τι θα κάνει. Τη δεύτερη φορά, που θα έμπαινε να πει τα λόγια, με κοίταξε με νόημα και ενώ θα έπρεπε να πει “Να με ξεριζώσεις χάρε δεν μπορείς…”, αρχίζει να τραγουδά λέγοντας “λαλαλα Λαέ, Λαέ, Λαέ”. Ο κόσμος φώναζε από κάτω “λόγια – λόγια” και ο Ζωγράφος την ώρα που τραγουδούσε λέγοντας Λαέ, λαέ έκανε με τα χέρια του σινιάλο στον κόσμο ότι του είχαν κλείσει το στόμα… δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψουν το αίσθημα αυτό… από κάτω ο Βάρναλης προσπαθούσε να καταλάβει τι λόγια ακούγονταν. Έγειρε στην Αλεξίου και της είπε “..δεν καταλαβαίνω, τι λόγια λένε; Δεν ακούω τους στίχους”. Μετά άρχισαν τα κυνηγητά, μια στην Ασφάλεια της Πλάκας, μια στη Μεσογείων…»
Aυτή η δεύτερη συναυλία, ήταν μια από τις πολλές που ακολούθησαν, με τη σταθερή παρουσία ασφαλιτών στο κοινό, την εγκατάσταση κοριών στα μαγαζιά για να μπορεί η Ασφάλεια να παρακολουθεί ό,τι λέγονταν κεκλισμένων των θυρών και σε ορισμένες περιπτώσεις, την καταστροφή των συναυλιακών χώρων. Όπως λέει ο ίδιος ο Σαμοΐλης, «πρώτες την πλήρωναν οι φωτεινές επιγραφές και οι τζαμαρίες».
Μια απ’ αυτές τις συναυλίες, τον επόμενο χρόνο, ξεκίνησε στο θέατρο Χατζηχρήστου, αλλά έμελλε να τελειώσει στο Παρίσι. Ο Σπύρος Σαμοΐλης θυμάται και χαμογελά, αλλά διευκρινίζει ότι το χαμόγελο μπόρεσε να το νιώσει πολλά χρόνια μετά, αφού και μετά την μεταπολίτευση οι διώξεις και οι μηνύσεις της Ασφάλειας δεν σταμάτησαν. Εκείνο το βράδυ στο θέατρο Χατζηχρήστου ήταν μια νεαρή κοπέλα που προλόγισε το συνθέτη και τα έργα του. Σύμφωνα με τον ίδιον, «Η Νόρα Βαλσάμη, τότε ακόμα μικρή κοπέλα στα πρώτα της βήματα, διάβασε τον πρόλογο της συναυλίας που ξεκινούσε λέγοντα ότι, “κάτω από την πολιτική καταπίεση που στην εποχή μας ασκείται πιο έντονα από κάθε άλλη φορά...”. Πάντα μέσα στις συναυλίες υπήρχαν ασφαλίτες για να παρακολουθούν τον κόσμο και εμάς. Μόλις ακούστηκαν αυτά τα λόγια σηκώθηκαν να μας συλλάβουν. Τότε μεσολάβησε ο αδερφός του Κώστα Χατζηχρήστου, που ήταν υπεύθυνος του θεάτρου και ζήτησε να περιμένουν μέχρι το τέλος, να φύγει ο κόσμος. Στο διάλειμμα μας ειδοποίησαν ότι στη λήξη θα μας συλλάβουν. Όταν τελειώσαμε και άρχισε ο κόσμος να έρχεται για να μας χαιρετίσει εμείς κρυφτήκαμε στα υπόγεια του θεάτρου. Ουσιαστικά κρυφτήκαμε στο στόμα του λύκου, αφού το θέατρο Χατζηχρήστου ήταν στην οδό Σταδίου 10, κάτω από την Ασφάλεια. Μείναμε εκεί μέχρι τα ξημερώματα. Μετά φύγαμε για το σπίτι μου στην Καλλιθέα, μαζί με τους φοιτητές. Ξέραμε ότι το πρωί θα με συλλαμβάνανε. Τότε είπαμε να φύγω για Παρίσι, ωστόσο δεν υπήρχαν χρήματα και βάλανε όλα τα παιδιά βερεσέ ό,τι είχαν και πήρα το εισιτήριο. Ευτυχώς το διαβατήριό μου έγραφε επάγγελμα ζωγράφος και όχι μουσικός. Εκείνο το πρωί έφυγα με το τρένο. Στο Παρίσι συνάντησα τον Θεοδωράκη, τη Μερκούρη και άλλους».
Μετά το Παρίσι και την επιστροφή στην Αθήνα η ζωή του Σπύρου Σαμοΐλη δεν αλλάζει. Οι φοιτητικές μαζώξεις, οι προσαγωγές στην Ασφάλεια, η ποίηση, η μουσική συνεχίζονται, όπως πριν. Ο καιρός περνά και φτάνουμε στο φθινόπωρο, λίγες μέρες πριν ξεκινήσουν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Τότε αποφασίζεται να δοθεί μια συναυλία προς τιμή του Γιάννη Ρίτσου. Ο χώρος θα ήταν η μπουάτ που ήδη φιλοξενεί τον καλλιτέχνη, στην Πλάκα. Όπως μας αποκαλύπτει ο συνθέτης, «όταν βγήκε στη σκηνή ο Ρίτσος και άρχισε να απαγγέλει τη Ρωμιοσύνη, το μόνο που άκουγες από κάτω ήταν οι λυγμοί από το κλάμα του κόσμου. Εκείνο το βράδυ, όπως και άλλες φορές, η Ασφάλεια μπήκε στο μαγαζί και άρχισε τα σπασίματα… ο κόσμος, όμως, είχε προλάβει να ακούσει τον ίδιο το Ρίτσο να του διαβάζει… ξέρεις πόσο σημαντικό ήταν αυτό; Πέρα που ήταν μεγάλη τιμή για μένα, η παρουσία του στη συναυλία έδωσε κουράγιο και δύναμη στους ανθρώπους. Τον λάτρευαν τον Ρίτσο, ο ίδιος την ένιωθε τόσο δυνατά την αγάπη του κόσμου που, χρόνια μετά, μου έλεγε ότι χρειάζονταν δεκαπέντε μέρες να συνέλθει από τη συγκίνηση που του προκαλούσε».
Η μετάβαση από τη χούντα στη μεταπολίτευση σήμανε για τον Σπύρο Σαμοΐλη την αρχή μιας ιδιαίτερα δημιουργικής δεκαετίας. Το 1975 διοργανώνει συναυλία από κοινού με τον Μίκη Θεοδωράκη στο Δημοτικό Στάδιο Κέρκυρας. Την ίδια χρονιά βγαίνει ο πρώτος του προσωπικός δίσκος με τίτλο «Βάστα Καρδιά» σε ποίηση Κώστα Βάρναλη, Νίκου Πανδή και Σαράντη Αλεβιζάτου. Εκεί ερμηνεύουν ο Πέτρος Πανδής και η Ελένη Βιτάλη. Σύντομα ακολουθούν οι δίσκοι «Κραυγή στα Πέρατα» σε ποίηση Μενέλαου Λουντέμη και «Οι Γειτονιές του Κόσμου» σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου. Στην πορεία των χρόνων μελοποιεί Οδυσσέα Ελύτη, Τάσο Λειβαδίτη, Γιώργο Κοτζιούλα, Μαγιακόφσκι και πολλούς άλλους. Συνεργάζεται με σπουδαίους τραγουδιστές, το Γιώργο Ζωγράφο, τον Αντώνη Καλογιάννη, την Ελένη Βιτάλη, τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου κι άλλους πολλούς. Παράλληλα με την καλλιτεχνική παραγωγή, αρχίζουν οι περιοδείες σε ολόκληρη την ελληνική επαρχεία. Πρόκειται για μια δεκαετή περιπλάνηση, όπου ο συνθέτης καταγράφει ρεκόρ συναυλιών. Εκτιμάται ότι σε αυτή τη δεκαετία, 1976-1986, οργανώνει σχεδόν 2.000 συναυλίες, δηλαδή σχεδόν διακόσιες κάθε χρόνο.
Κλείνοντας την τόσο ενδιαφέρουσα συζήτηση μαζί του, μια συζήτηση ταξίδι στα πιο αυταρχικά και μαύρα χρόνια της πιο πρόσφατης ιστορίας της πατρίδας μας, ο ίδιος μιλά για την αξία της καλλιτεχνικής δημιουργίας σε σχέση με τις ανάγκες του λαού. Όπως δηλώνει, «το τραγούδι, η μουσική, ο λόγος των ποιητών είναι μεγάλο όπλο στα χέρια των λαών. Ο καλλιτέχνης οφείλει να είναι μπροστάρης, να προσπαθεί να αλλάξει τον κόσμο. Πολιτική είναι το καθετί που κάνει κανείς και η μουσική, όταν μιλά για τους ανθρώπους και τις ζωές τους, είναι πολιτική δραστηριότητα. Το κοινωνικό τραγούδι είναι το πολιτικό τραγούδι, είναι το τραγούδι του λαού»
Youtube “ΣΠ. ΣΑΜΟΪΛΗΣ - Α, ΜΑΓΙΑΚΟΒΣΚΙ”
https://www.youtube.com/watch? v=ThPrN1nD1XE
Youtube “ΣΠ. ΣΑΜΟΪΛΗΣ: "ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΣΥΝΤΡΟΦΕ"”
https://www.youtube.com/watch? v=TH-WzsmnZFw
Εισιτήριο.: €8.00, Φοιτητικό/Ανέργων €5.00.
Πληροφορίες κρατήσεις :
ΑΛΚΥΟΝΙΣ newstarart cinema
ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ 42-46, ΠΛΑΤΕΙΑ ΒΙΚΤΩΡΙΑΣ (ΜΕΤΡΟ Βικτώρια)
Parking διαθέσιμο κάτω από τον κινηματογράφο.