«Οι Φονιάδες» από την ταινιοθήκη της ΕΡΤ- 3

ΤΟ ΥΠΑΡΞΙΑΚΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΟ «ΟΙ ΦΟΝΙΑΔΕΣ»

ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΕΡΤ-3


Η μεγάλη επιτυχία που γνωρίζει η Ταινιοθήκη της ΕΡΤ-3 καθορίζει και την απόδειξη της ανάγκης ύπαρξης στη Θεσσαλονίκη ενός θεσμού που θα λειτουργεί και ως λαϊκό πανεπιστήμιο.

Τη Δευτέρα, λοιπόν,  17 Φεβρουαρίου στις 21:00 στον Αλέξανδρο (Εθνικής Αμύνης 1) πάντα με δωρεάν είσοδο, στο μεγάλο αφιέρωμα Μαύρα μαργαριτάρια, παρουσιάζεται το απρόβλητο στη Θεσσαλονίκη (σε επίπεδο επανεκδόσεων) έξοχο, φιλμ- νουάρ Οι φονιάδες (Τhe killers, 1946, ΗΠΑ) του Ρόμπερτ Σιόντμακ, που προτάθηκε για Όσκαρ σκηνοθεσίας, σεναρίου, μοντάζ και μουσικής.

Οι προβολές, που συγκεντρώνουν πλήθος κόσμου (πάνω από 250 άτομα), γίνονται πάντα με τη συμπαράσταση του ΚΕΜΕΣ (Κέντρο Μελετών και Ερευνών για το σινεμά) και την ευγενική παραχώρηση της αίθουσας από την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας- Κέντρο Πολιτισμού.

Το σενάριο της ταινίας προέρχεται από την ομώνυμη μικρή ιστορία του Έρνεστ Χέμινγουέι, ενώ στους βασικούς ρόλους είναι οι Μπαρτ Λάνκαστερ, Άβα Γκάρντνερ, Έντμοντ Ο’ Μπράιαν.

Προλογίζει ο Αλέξης Ν. Δερμεντζόγλου, του οποίου έντυπη ανάλυση από το υπό έκδοση  βιβλίο του Στις Ομίχλες του νουάρ θα διανεμηθεί στους θεατές.  Μετά το τέλος της προβολής θα ακολουθήσει μακρά συζήτηση με το κοινό.

Δύο πληρωμένοι δολοφόνοι φτάνουν σε μια μικρή πόλη για να σκοτώσουν έναν τύπο. Παραδόξως, εκείνος τους περιμένει μοιρολατρικά.
Με ένα δαιδαλώδες σύστημα αφήγησης, με συνεχείς αναδρομές στο παρελθόν μαθαίνουμε συγκλονιστικά πράγματα. Είναι ένα νουάρ κλασικό, γεμάτο υπαρξιακά ερωτηματικά και αναφορές για το τέλος του ρομαντισμού.

Η ανάλυση που θα διανεμηθεί είναι η ακόλουθη:

«Παρόλο που οι Αγγλοσάξονες κριτικοί έγραψαν μεταξύ άλλων πως στο νουάρ του Σιόντμακ 90% είναι η παρέμβαση της εταιρείας παραγωγής και μόνον 10% ο Χέμινγουέι, αρκεί αυτό το μικρό, μειοψηφικό ποσοστό για να αλλάξει η φιλοσοφία του φιλμ.
Αρχικά μιλάμε για μιαν ανυπέρβλητη οπτική δύναμη του Σιόντμακ. Η επιλογή των χώρων, το φιλμάρισμά τους, η αίσθηση της μοναχικότητας, η εκκρεμότητα της αναμονής, η μέσω των φλας μπακ αφήγηση είναι ανυπέρβλητες. Διακρίνεται το ελλειπτικό, μυστικιστικό, απαισιόδοξο στιλ του Χέμινγουέι, το οποίο, είναι αλήθεια, σεβάστηκε περισσότερο ο Ζίγκελ στο έγχρωμο ριμέικ του `60. Είναι φανερό πως ο Χέμινγουέι επιθυμούσε να γοητευθεί ο ιχνηλάτης (Έντμοντ Ο’ Μπράιεν) από το παράδοξο, αυτοκτονικό στιλ του ήρωα, που είχε παραιτηθεί από τη ζωή.
Ο Σιόντμακ τελειώνει το φιλμ, δικαιώνοντας μιαν υλιστική έρευνα, αφήνοντας τον ιχνηλάτη αλώβητο από το υπαρξιακό μυστήριο που συνάρπασε ακόμη και τον Ταρκόφσκι, που γύρισε μια μικρού μήκους ταινία με το θέμα. Έτσι ή αλλιώς, η αίσθηση της μεταπολεμικής προδοσίας (δες και «Κύριο Βερντού» του Τσάπλιν) είναι ολοφάνερη. Η ζωή δεν έγινε καλύτερη, ο έρωτας δεν απέκτησε ρομαντισμό και η απάτη επέστρεψε σε κάθε διακανονισμό.
Ο Σουηδός πρέπει να αποσυρθεί, γιατί πιστεύει σε κάποιες αξίες. Ο ιχνηλάτης είναι το νέο πρόσωπο, ο νέος ήρωας, αυτός που ταιριάζει σε μια Αμερική με τετράγωνη λογική κοντά στο νόμο μακριά από ψυχοφθόρα, ιδεολογικά οράματα και πάθη».

Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 14/06/2013 - 23:54