6η Διεθνή Συνάντηση για την αυτοδιαχείριση και την άμεση δημοκρατία 28 Αυγούστου έως 2 Σεπτεμβρίου, στο Μπουένος Άιρες - Η εισήγηση με θέμα “Η διαχείριση των ιστορικών μνημείων σαν κοινά αγαθά”

Η εισήγηση που θα παρουσιάσει εκ μέρους της Εναλλακτικής Δράσης ο Μάκης Σταύρου στην 6η Διεθνή Συνάντηση για την αυτοδιαχείριση και την άμεση δημοκρατία, που θα γίνει από 28 Αυγούστου έως 2 Σεπτεμβρίου, στο Μπουένος Άιρες, στην Αργεντινή.

Η εισήγηση είναι με θέμα
“Η διαχείριση των ιστορικών μνημείων σαν κοινά αγαθά”:

ΕΙΣΗΓΗΣΗ

Η διαχείριση των ιστορικών και πολιτιστικών μνημείων από την ίδια την κοινωνία σαν κοινά αγαθά




Η αυγή όπως και η εξέλιξη της ιστορικής πορείας της ανθρωπότητας, κατέδειξε ότι οι λαοί σε όλες τις περιοχές του πλανήτη δημιούργησαν και άφησαν σε εμάς τους μεταγενέστερους εξαιρετικά έργα πολιτισμού. Όλα αυτά τα δημιουργήματα, που είναι αποτέλεσμα οργανωμένης και συλλογικής ζωής σκοπό είχαν να καλύψουν τις ανάγκες τους.(παραγωγικές, οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές ,πνευματικές και συναισθηματικές). Για το σκοπό αυτό δημιουργήθηκαν οι κατοικίες , τα ιερά,, οι ναοί, τα ανάκτορα, τα υδραγωγεία, αλλά και τα αγάλματα, οι ζωγραφικοί πίνακες όπως και τα λογοτεχνικά η φιλοσοφικά κείμενα. Μπορούμε δηλαδή να πούμε ότι τα έργα αυτά ενσωματώνουν την οικονομική παραγωγή, την κοινωνική συνεργασία, την προσωπική συμμετοχή και την ιδεολογία της κάθε εποχής και κοινωνίας. Τέτοια έργα, μνημεία μεγάλων πολιτισμών βρίσκουμε σήμερα στην Κίνα από την εποχή της Δυναστείας των Ξία και των Σανγκ, στην Περσία και τη Μέση Ανατολή όπου έζησαν οι Χετταίοι, οι Μήδοι, οι Πέρσες, οι Σουμέριοι, οι Βαβυλώνιοι, οι Ασύριοι, οι Αιγύπτιοι, οι Φοίνικες, στη Μεσόγειο που δημιουργήθηκε ο ελληνικός πολιτισμός (Μινωϊκός, Μυκηναϊκός, γεωμετρικός αρχαϊκός, κλασσικός, ελληνιστικός) και στη συνέχεια ο Ρωμαϊκός, στην Κεντρική και τη Λατινική Αμερική όπου δημιουργήθηκαν οι πολιτισμοί των Αζτέκων, των Μάγιας, των Ίνκας και αντίστοιχα σε άλλες περιοχές του κόσμου. Το ίδιο ισχύει για τα μνημεία της θρησκευτικής παράδοσης των θρησκειών όλων των λαών, για τα μνημεία της αναγέννησης και του διαφωτισμού που δημιουργήθηκαν στην Ευρώπη από τον !5ο έως τον 17ο αιώνα, αλλά και τα μνημεία της νεότερης ιστορίας.

Όμως αν και οι λαοί σε όλες τις εποχές παρήγαγαν συλλογικά ό,τι χρειάζονταν και κατασκεύαζαν αξιοθαύμαστα έργα, δεν είχαν τη δυνατότητα να διαχειριστούν οι ίδιοι συλλογικά τον πλούτο που δημιουργούσαν. Ο χωρισμός της κοινωνίας σε τάξεις και η δύναμη, οικονομική και πολιτική, που είχε η κάθε φορά κυρίαρχη τάξη (δουλοκτήτες, φεουδάρχες, καπιταλιστές) είχε ένα παράλογο και βαθιά αντικοινωνικό αποτέλεσμα: Το γεγονός δηλαδή ότι αν και τον πλούτο τον δημιουργεί η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων, τις αποφάσεις για τη διαχείρισή του τις παίρνουν οι λίγοι, οι οποίοι μάλιστα, παρά το γεγονός ότι ελάχιστα συμβάλλουν στη δημιουργία του πλούτου, εκμεταλλεύονται και καταπιέζουν τους πολλούς που τον δημιουργούν. Αυτή την κατάσταση εκμετάλλευσης, και καταπίεσης που οδηγεί σε ανισότητα, αδικία και στέρηση της ελευθερίας, δε μπορούν να την ανεχθούν οι λαοί και σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας αγωνίζονται για να την ανατρέψουν. Αγωνίζονται δηλαδή για να παίρνουν τις αποφάσεις για τη διαχείριση του πλούτου εκείνοι που τον παράγουν.




Οι αγώνες των λαών για αυτοδιαχείριση και άμεση δημοκρατία, για να αποφασίζουν αυτοί που παράγουν

Επειδή λοιπόν ο υλικός, κοινωνικός και πνευματικός πλούτος, αυτό που σήμερα θαυμάζουμε στα μνημεία του πολιτισμού σε όλες τις εποχές αποτελούσε κοινωνική ιδιοκτησία, αφού τα δημιουργούσαν οι ίδιοι οι άνθρωποι για να καλύψουν τις ανάγκες τους, οι λαοί σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας, όπως προαναφέρθηκε, αγωνίζονται με σκοπό να τον διαχειριστούν οι ίδιοι. Από την ιστορία, παλαιότερη και πρόσφατη, γνωρίζουμε πολλά παραδείγματα τέτοιων αγώνων, που σε ορισμένες περιπτώσεις είχαν θετική έκβαση. Ένα τέτοιο παράδειγμα στην αρχαιότητα, οι αγώνες που οδήγησαν στην άμεση δημοκρατία στην Αρχαία Αθήνα από τον 5ο έως τον 3ο π.Χ αιώνα, μια ιστορική περίοδος, όπου για δύο αιώνες οι πολίτες έπαιρναν όλες τις αποφάσεις για τη διακυβέρνηση του κράτους, σε ανοιχτή συνέλευση που ονομάζονταν εκκλησία του δήμου. Άλλα ιστορικά παραδείγματα, όπου οι άνθρωποι οργάνωναν τη ζωή τους συλλογικά και αποφάσιζαν οι ίδιοι για όλα τα θέματα ήταν τα πρωτοχριστιανικά κοινόβια στη Ρώμη από τον 1ο έως τον 3ο μ.Χ αι, που δημιουργήθηκαν μετά από την εξέγερσης του Σπάρτακου εναντίον των Ρωμαίων, τα γνωστά “Μιρ”, αγροτικά κοινόβια στη Ρωσία τον 7ομ.Χ αιώνα, τα συνεταιριστικά εγχειρήματα που ξεκίνησαν το 18ο από την Ελλάδα και απλώθηκαν στη συνέχεια τον 19ο αιώνα στην Ευρώπη (Σκωτία, Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία και αλλού), τα Ισραηλινά κοινόβια Κιμπούτς, η Κομμούνα της Μπάχα-Καλιφόρνια, η Κομμούνα του Παρισιού τον 19ο αιώνα, η Κινέζικη Αγροτική Κομμούνα στα 1911, τα σοφχόζ, τα κολχόζ και τα σοβιέτ που δημιουργήθηκαν στη σοβιετική επανάσταση στον 20ο αιώνα, η κολεκτιβοποίηση και η αυτοδιαχείριση των εργοστασίων και των άλλων επιχειρήσεων στην Ισπανία στη διάρκεια της ισπανικής επανάστασης (1936-1939), αλλά και του εμφυλίου. Αλλά και στην πιο πρόσφατη ιστορία μέχρι και τις μέρες μας υπάρχουν σημαντικά εγχειρήματα αυτοδιαχείρισης, όπως στη διάρκεια του Μάη του 1968 στο Παρίσι, στο κίνημα των Τσιάπας στο Μεξικό, το αυτοδιαχειριστικό εγχείρημα στα τρία ανεξάρτητα δημοκρατικά και αυτόνομα καντόνια στη (Cezire, Kobane και Efrin).της Ροζάβα στην περιοχή των Κούρδων, και στις ανακαταλήψεις εργοστασίων στη Λατινική Αμερική και ιδιαίτερα στην Αργεντινή. Και αυτά είναι μόνο μερικά από τα εγχειρήματα αυτοδιαχείρισης και άμεσης δημοκρατίας στην εξέλιξη της ανθρωπότητας, που δείχνουν ότι σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας οι λαοί αγωνίσθηκαν και συνεχίζουν να αγωνίζονται για να ελέγχουν τον πλούτο -οικονομικό και πολιτιστικό- που παράγουν και να παίρνουν οι ίδιοι όλες τις αποφάσεις για τη διαχείρισή του.

Μπορούμε μάλιστα να πούμε με βεβαιότητα μελετώντας αυτή την πλούσια ιστορική εμπειρία ότι η συλλογικής δημιουργία και η συλλογική διαχείριση αποτελεί την κινητήρια δύναμη εμφάνισης και εδραίωσης όλων των πολιτισμών. Για το λόγο αυτό βρίσκεται και σήμερα στο επίκεντρο αναζητήσεων και προβληματισμών σε όλες τις χώρες του πλανήτη. Βρίσκεται επίσης στο επίκεντρο του προβληματισμού της 6ης Διεθνούς Συνάντησης για την Οικονομία των Εργαζομένων που γίνεται αυτές τις ημέρες εδώ στο Μπουένος Άιρες. Γιατί η μεγαλύτερη πολιτιστική κατάκτηση για όλες τις εποχές και για όλους τους λαούς είναι η ιδεολογική αρχή που ταυτόχρονα αποτελεί και μοναδική κοινωνική αξία, δηλαδή να διαχειρίζονται τον πλούτο, υλικό, κοινωνικό και πνευματικό οι ίδιοι οι λαοί που τον παράγουν. Αντίθετα οι μεγάλες κοινωνικές και πολιτιστικές καταστροφές, οι πόλεμοι, οι στερήσεις, οι ανισότητες και η αδικία σε όλες τις εποχές και σε όλα τα κοινωνικά συστήματα πηγάζουν από το γεγονός ότι ενώ οι λαοί παράγουν τον οικονομικό και τον πολιτιστικό πλούτο, μια μικρή μειοψηφία εκμεταλλευτών αποφασίζει για τη διαχείρισή του. Και αυτή η “κοινωνική ανωμαλία”, που συμβαίνει με ιδιαίτερα ακραίο και βάρβαρο τρόπο σήμερα στο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, είναι ανάγκη να ανατραπεί το συντομότερο δυνατό, ώστε να επανέλθουν οι κοινωνίες στη ”φυσιολογική” τους κατάσταση, δηλαδή να συμμετέχουν οι ίδιοι οι πολίτες αποφασιστικά σε κάθε τι που τους αφορά.

Ο καπιταλισμός, η “ανάπτυξη” οι ”αγορές” και τα μνημεία του πολιτισμού




Από το 18ο αιώνα που κυριάρχησε ο καπιταλισμός ένα σύστημα ακραία ατομικιστικό, έχει διαμορφώσει ένα μοντέλο ανάπτυξης που καθορίζει με κυριαρχικό τρόπο τις κοινωνικές σχέσεις, τους νομικούς κανόνες και τις ανθρώπινες σχέσεις στην καθημερινότητα. Για αιώνες αυτό το μοντέλο αυτό έχει οδηγήσει σε διάσπαση τις κοινωνίες σε όλο τον κόσμο και έχει συντελέσει στη λεηλασία των φυσικών πόρων, των ιστορικών και πολιτιστικών μνημείων και της ζωή μας συνολικά. Γιατί για το σύστημα αυτό ο σημαντικότερος σκοπός είναι η συσσώρευση του κεφαλαίου και η αποκόμιση κερδών και προκειμένου να υπηρετηθεί ο σκοπός αυτός έχει δημιουργήσει μια αντίστοιχη ιδεολογία χρησιμοποιώντας σκόπιμα λέξεις με ψεύτικο περιεχόμενο για να παραπλανήσει ανθρώπους και τους λαούς. Έτσι η λέξη ανάπτυξη έχει ταυτισθεί με τη συνεχή παραγωγή υλικών αγαθών και τη διαμόρφωση της ιδεολογίας του καταναλωτισμού. Επίσης η δυνατότητα των βιομηχανικών χωρών να παράγουν και να εξάγουν όσο γίνεται περισσότερα προϊόντα, όπως επίσης και η δυνατότητα των λαών να καταναλώνουν όλα αυτά τα προϊόντα ονομάζεται ”πρόοδος”. Με τον τρόπο αυτό το κεφάλαιο πετυχαίνει από τη μια να αυξάνει συνεχώς τα κέρδη του και από την άλλη οι λαοί να πιστεύουν ότι η πραγματική πρόοδος και η πραγματική ανάπτυξη που καθορίζουν την ποιότητα της ζωής τους βρίσκονται μόνο στον καταναλωτισμό.

Όμως στην εποχή μας οι προσδοκίες για συνεχή υπερκατανάλωση έφθασαν τα όρια τους. Η ιδιωτικοποίηση αναρίθμητων δημόσιων πόρων, ο πολλαπλασιασμός των διαφημίσεων σε κάθε πτυχή της καθημερινής ζωής και ο όλο και μακρύτερος κατάλογος των άλυτων περιβαλλοντικών προβλημάτων δείχνουν με τον πιο σαφή τρόπο τα αδιέξοδα της κρίσης στην οποία έχει οδηγηθεί ο καπιταλισμός. Και οι άνθρωποι βιώνουν με τον πιο βίαιο τρόπο τις καταστροφικές συνέπειες αυτής της κρίσης. Οι ανησυχητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και η ερήμωση τεράστιων περιοχών, η αύξηση της πείνας, της εξαθλίωσης και της ανεργίας σε συνδυασμό με τη στέρηση των κοινωνικών δικαιωμάτων, την ένταση του αυταρχισμού και την όξυνση των πολεμικών συγκρούσεων οδηγούν την ανθρωπότητα στο χείλος της καταστροφής.

Παρόλα αυτά οι μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις υποστηρίζουν ότι η κρίση μπορεί να περάσει, μόνο αν οι ίδιες αυξήσουν ακόμη περισσότερο τα κέρδη τους. Για να το πετύχουν αυτό υπογράφουν διεθνείς εμπορικές συμφωνίες, όπως είναι η TTIP, η CETA, η TiSA, NAFTA κ.α, με τις οποίες προσπαθούν, αφενός να καταργήσουν κάθε είδους έλεγχο στη διακίνηση των βιομηχανικών και αγροτικών προϊόντων και αφετέρου να μετατρέψουν σε εμπορεύματα όλα τα δημόσια αγαθά και τις δημόσιες υπηρεσίες. Με τον τρόπο αυτό υγεία και παιδεία θα έχουν μόνο εκείνοι που μπορούν να πληρώσουν, ενώ οι άνθρωποι θα πληρώνουν πολύ ακριβά για να έχουν πρόσβαση στην ενέργεια, τις συγκοινωνίες, ακόμη και στο νερό.

Η μετατροπή όλων των αγαθών, των υπηρεσιών, των φυσικών και ενεργειακών πόρων και των αγροτικών προϊόντων σε εμπορεύματα που θα διακινούνται μόνο από τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες είχε σαν αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένας άτυπος μεν αλλά ουσιαστικός οικονομικός και πολιτικός θεσμός οι περίφημες “αγορές”, στις οποίες συμμετέχουν κατά κύριο λόγο αποκλειστικά τοκογλυφικοί κερδοσκοπικοί οργανισμοί, όπως είναι οι τράπεζες, τα χρηματιστήρια, άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τα hedge funds (αμοιβαία και ανταποδοτικά κεφαλαιουχικά προϊόντα) και άλλα, όπου οι κεφαλαιοκράτες επενδύουν τα χρήματα τους με σκοπό την μεγιστοποίηση των κερδών τους. Σε αυτούς τους κερδοσκοπικούς οργανισμούς προσφεύγουν πλέον οι κυβερνήσεις, για να δανειστούν χρήματα και να πετύχουν την περίφημη ανάπτυξη. Φθάνουν μάλιστα οι περισσότερες κυβερνήσεις στο σημείο να θεωρούν πολιτική επιτυχία και να θριαμβολογούν επειδή μπορούν να "βγαίνουν στις αγορές", δηλαδή να δανείζονται χρήματα από τους προαναφερόμενους τοκογλυφικούς, “θεσμικούς” επενδυτές. Παράλληλα όμως, για να πάρουν τα χρήματα αυτά θα πρέπει να προσαρμόσουν τις οικονομίες τους στις πολιτικές απαιτήσεις των φορέων της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, όπως είναι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), η Διεθνής Τράπεζα και για την Ευρώπη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα. Και όπως είναι γνωστό οι φορείς αυτοί επιβάλλουν από τη μία μεριά την περικοπή των μισθών και των συντάξεων καθώς και την πλήρη απελευθέρωση της εργασίας, δηλαδή την κατάργηση. όλων των εργασιακών δικαιωμάτων και από την άλλη την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων αγαθών (νερό, ενέργεια κ.α), των δημοσίων υπηρεσιών (υγεία, παιδεία, ασφάλιση, συγκοινωνίες κ.α) και των δημόσιων χώρων (δάση, παραλίες, λίμνες, άλση, και πάρκα και άλλοι δημόσιοι ελεύθεροι χώροι. Με την εμπορευματοποίηση μάλιστα των δημοσίων των χώρων, που εκποιούν στους κερδοσκόπους επενδυτές για ποικίλες εμπορικές και τουριστικές χρήσεις με την κατασκευή τεράστιων εγκαταστάσεων, πολύ συχνά κατά παράβαση του Συντάγματος και της νομοθεσίας, οι κυβερνήσεις ονειρεύονται την “ανάπτυξη”. Μία “ανάπτυξη”, που δεν καταστρέφει μόνο το φυσικό περιβάλλον με τα τσιμεντένια μεγαθήρια που κατασκευάζονται, αλλά προκαλεί και ανυπολόγιστη ζημιά στην τοπική οικονομία, αφού οι μικρές επιχειρήσεις στις γειτονιές των αστικών κέντρων, κλείνουν μην αντέχοντας στον ανταγωνισμό με τις μεγάλες. Και για να έχουν οι “αγορές” τη βεβαιότητα ότι η καταστροφική αυτή για το περιβάλλον και την κοινωνία πολιτική εφαρμόζεται με “επιτυχία” ;έχουν θεσπίσει ειδικούς θεσμούς για να επιθεωρούν και να ελέγχουν το “έργο” των κυβερνήσεων. Αυτοί είναι οι ονομαζόμενοι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης, όπως ο Moodys, ο Fitch, ο Standard & Poors κ.α, από τη βαθμολόγηση των οποίων, καθορίζεται η στάση της αγοράς προς τις διάφορες χώρες.

Δυστυχώς σε αυτή τη διαδικασία πλήρους εμπορευματοποίησης, έχουν ενταχθεί και τα μνημεία της ιστορίας και πολιτισμού, σε όλο τον κόσμο. Αν δηλαδή η “ανάπτυξη” μιας περιοχής απαιτήσει να εμπορευματοποιηθούν ή και να καταστραφούν ιστορικά μνημεία ή ακόμα και ιστορικές πόλεις, οι κυβερνήσεις και οι αρμόδιες υπηρεσίες φροντίζουν να παίρνουν αποφάσεις ή και να ψηφίζουν νόμους προκειμένου να διευκολυνθούν οι “επενδυτές”. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, που έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις από οργανώσεις πολιτιστικές και περιβαλλοντικές, αλλά και από άλλους φορείς σε όλο τον κόσμο είναι η σχεδιαζόμενη καταστροφή της πόλης Χασάνκεϊφ με ιστορία 12.000 ετών, που βρίσκεται στην περιοχή των Κούρδων στη Μεσοποταμία. Η πόλη θα βυθισθεί στο νερό και θα εξαφανισθεί, γιατί θα κατασκευασθεί ένα τεράστιο υδροηλεκτρικό φράγμα στον ποταμό Τίγρη, κοντά στον οποίο βρίσκεται η πόλη. Παρόμοια παραδείγματα υπάρχουν πολλά σε πολλές περιοχές.

Και στη χώρα μου, την Ελλάδα, γνωστή για την ιστορία της και τα μνημεία του πολιτισμού, βιώνουμε την ίδια εμπειρία: Σημαντικά ιστορικά μνημεία καταστρέφονται ή απαξιώνονται στο όνομα της τουριστικής ή της εμπορικής και γενικότερα της οικονομικής “ανάπτυξης” η οποία όμως ταυτόχρονα προκαλεί κοινωνική και περιβαλλοντική υποβάθμιση. Στην Κρήτη για παράδειγμα, στην περιοχή Κάβο Σίδερο, που προστατεύεται από τη νομοθεσία και είναι ενταγμένη στο Δίκτυο “Natura 2000”, σε μια έκταση 60.000 στρεμμάτων όπου έχουν γίνει περισσότερες από 40 αρχαιολογικές ανασκαφές από αρχαιολόγους καθηγητές ελληνικών και ξένων πανεπιστημίων, η πολυεθνική εταιρία “LoyalwardLtd”, στην οποία έχει εκποιηθεί η περιοχή, σχεδιάζει να κατασκευάσει ξενοδοχείο 2000 κλινών και γήπεδα γκολφ. Είναι τόσο μεγάλη η καταστροφή των ιστορικών μνημείων, που θα προκληθεί από τη συγκεκριμένη “επένδυση”, ώστε το Παγκόσμιο Αρχαιολογικό Κογκρέσο έστειλε επιστολή στον Έλληνα πρωθυπουργό ζητώντας του να μην πραγματοποιηθούν τα σχεδιαζόμενα έργα.. Επίσης στο χώρο της Σχολής που δίδαξε ο Πλάτωνας, ο μεγάλος αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος, η εταιρία Artume, που ελέγχεται από την πολυεθνική Blackrock, μετά από απόφαση της κυβέρνησης θα κατασκευάσει ένα εμπορικό μεγαθήριο, εμβαδού 55.000 τ.μ. που θα περιλαμβάνει εμπορικούς χώρους, εστιατόρια, καφετέριες, μπαρ, και κινηματογράφους, ενώ ο αρχαιολογικός χώρος, απλά θα διακοσμεί την αυλή της επιχείρησης. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στην περιοχή των Σκουριών στη Χαλκιδική, όπου εκτός από το δάσος καταστρέφεται ένας αρχαιολογικός χώρος του 2ου π.Χ αιώνα, από τις εξορύξεις για χρυσό που πραγματοποιεί η καναδική πολυεθνική Ελ Ντοράντο. Αντίστοιχα στην περιοχή που κατοικώ εγώ, στο δήμο Βάρης-Βούλας-Βουλιαγμένης, η πολυεθνική εταιρία JermynRealEstate, εκτός από το δάσος που θα καταστρέψει, θα απαξιώσει θα απαξιώσει τελείως ένα σημαντικό αρχαιολογικό χώρο, για να κατασκευάσει πολυτελείς τουριστικές εγκαταστάσεις. Ο αρχαίος ναός του Απόλλωνα δηλαδή, που βρίσκεται εκεί μαζί με τα άλλα ιερά μνημεία σχεδιάζεται να λειτουργήσει κυρίως σαν διακοσμητικό ντεκόρ των εγκαταστάσεων αυτών.

Την ίδια αντιμετώπιση βέβαια έχουν τα μνημεία της ιστορίας και του πολιτισμού στις περισσότερες, για να μην πω σε όλες τις χώρες, όπου επικρατεί ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός. Εδώ μάλιστα στη Λατινική Αμερική τα ιερά μνεία των Ίνκας και των Μάγιας, όπως και τα ήθη και τα έθιμα των ιθαγενών, μετατρέπονται σε φορκλόρ για τους τουρίστες, με στόχο να αυξήσουν τα κέρδη τους οι μεγάλες τουριστικές επιχειρήσεις, όπως τονίζει στο βιβλίο του Vivir Bien o Βολιβιανός στοχαστής FernantoMamani.




Τα ιστορικά μνημεία κινδυνεύουν και από τους ιδιώτες και από το κράτος




Η ιδεολογική προσέγγιση που κυριαρχεί σήμερα όσον αφορά τα μνημεία του πολιτισμού, όπως και το δημόσιο χώρο γενικότερα, περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά στον φαινομενικά ανταγωνιστικό ρόλο ανάμεσα στο κράτος και τους ιδιώτες. Πολύ συχνά δηλαδή γίνονται συζητήσεις και καλούμαστε να απαντήσουμε στο ερώτημα “το κράτος ή οι ιδιώτες, μπορούν να προστατεύσουν να αναδείξουν και να αξιοποιήσουν καλλίτερα τα ιστορικά μνημεία;” Με βάση τις απαντήσεις που δίνονται στο ερώτημα αυτό διαμορφώνονται δύο αντιλήψεις η μια που παρουσιάζεται σαν συντηρητική, σύμφωνα με την οποία οι ιδιώτες δηλαδή οι ιδιωτικές εταιρείες μπορούν να προστατεύσουν και να αναδείξουν τα ιστορικά μνημεία αξιοποιώντας τα ταυτόχρονα και για την οικονομική ανάπτυξη της κάθε περιοχής. Από την άλλη πλευρά παρουσιάζεται σαν προοδευτική η αντίληψη ότι τα ιστορικά μνημεία πρέπει να ανήκουν στο κράτος και ότι μόνο αυτό θα έχει την ευθύνη για την προστασία, ανάδειξή και διαχείρισή τους.

Όπως όμως δείχνει η πραγματικότητα και το κράτος και ακόμη περισσότερο οι ιδιώτες αντιμετωπίζουν και τα ιστορικά μνημεία σαν εμπορεύματα και πρωταρχικό στόχο έχουν την αποκόμιση κερδών, με πρόσχημα βέβαια την “ανάπτυξη”. Τα παραδείγματα καταστροφής ή απαξίωσης των ιστορικών μνημείων που αναφέρθηκαν πιο πάνω -και είναι μόνο ενδεικτικά, γιατί παρόμοια παραδείγματα υποβάθμισης και εμπορευματοποίησης των μνημείων υπάρχουν χιλιάδες σε όλες τις χώρες του κόσμου- δείχνουν ότι το κράτος στηρίζει με κάθε τρόπο τους ιδιώτες για να κερδοσκοπούν σε βάρος του πολιτισμού και της ιστορίας. Το κράτος είναι εκείνο που ψηφίζει νόμους και δίνει τις άδειες στις ιδιωτικές επιχειρήσεις για όλες τις δραστηριότητες (εξορύξεις, φράγματα, τουριστικές και άλλες εμπορικές επενδύσεις) αδιαφορώντας για τα μνημεία και τους αρχαιολογικούς χώρους που κινδυνεύουν με εξαφάνιση η υποβάθμιση.

Εκτός όμως από τις προαναφερθείσες αρνητικές επιπτώσεις που έχει η διαχείριση των μνημείων από το κράτος σε όφελος των κερδοσκοπικών συμφερόντων υπάρχει και μια ακόμη πιο σημαντική, κατά την άποψή μου, αρνητική παράμετρος. Οι πολίτες δηλαδή, σε πολύ μεγάλο ποσοστό, έχοντας κατά νου την απατηλή εικόνα του κράτους σαν θεσμού που λειτουργεί σε όφελος της κοινωνίας, πιστεύουν ότι το κράτος έχει τη δύναμη και την ευθύνη να προστατέψει και να αναδείξει τα ιστορικά μνημεία, με αποτέλεσμα να αδιαφορούν τόσο για την εμπορευματοποίηση του πολιτισμού και της ιστορίας που γίνεται από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις με τη σύμφωνη γνώμη του κράτους, όσο και για την πλήρη εγκατάλειψη εκατοντάδων μνημείων, πολλά από τα οποία έχουν μετατραπεί σε σκουπιδότοπους. Αυτή η αντιμετώπιση των μνημείων, όπως είναι φυσικό, οδηγεί και στην αδιαφορία των πολιτών για την ιστορία και ιδιαίτερα για την τοπική. Χαρακτηριστικό είναι ότι το μάθημα τοπικής ιστορίας στη χώρα μου, με ευθύνη του κράτους ή απουσιάζει τελείως από τα σχολεία ή είναι υποβαθμισμένο. Σε αυτό το κλίμα ακόμη και οι ξεναγήσεις στα ιστορικά μνημεία, που στις περισσότερες περιπτώσεις, έχουν αποκλειστικά οικονομικό κίνητρο, είναι αποσπασματικές και τυποποιημένες και δε συμβάλλουν στην τόνωση του ενδιαφέροντος αυτών που τις παρακολουθούν, να ασχοληθούν με την ιστορία γενικότερα και με την ιστορία του τόπου τους ειδικότερα.

Κλείνοντας το κεφάλαιο αυτό θα ήθελα να επισημάνω ότι με τον ίδιο τρόπο που το κράτος αντιμετωπίζει τα μνημεία, τα αντιμετωπίζουν στην πλειοψηφία τους και οι δημοτικές αρχές. Όσον δηλαδή αφορά την εμπορευματοποίηση των μνημείων οι περισσότεροι δήμαρχοι είναι υπέρ της κερδοσκοπικής τους εκμετάλλευσης και στηρίζουν τις αποφάσεις του κράτους για την κερδοσκοπική αξιοποίηση τους, προβάλλοντας και αυτοί κατά κόρον τον μύθο των “επενδύσεων” και της “ανάπτυξης”. Επίσης και οι δημοτικές αρχές, αν και θα μπορούσαν να ενδιαφερθούν περισσότερο για τα τοπικά μνημεία, δείχνουν και αυτές την ίδια αδιαφορία με το κράτος. Πολλά μνημεία σε διάφορες περιοχές είναι εγκαταλελειμμένα και απαξιώνονται, ενώ θα μπορούσαν να έχουν αξιοποιηθεί και για την προβολή των δήμων, αλλά και για την ενημέρωση των πολιτών και ιδιαίτερα των νέων σχετικά με την τοπική ιστορία.

Γίνεται λοιπόν φανερό ότι είναι κίβδηλο το δίλημμα αν το κράτος ή οι ιδιώτες μπορούν να προστατέψουν τα ιστορικά μνημεία και να τα διαχειριστούν σε όφελος της κοινωνίας. Διότι και το κράτος και οι ιδιώτες στις καπιταλιστικές κοινωνίες μόνο στα λόγια δείχνουν ενδιαφέρον για τα ιστορικά μνημεία. Στην πράξη αυτό που τους ενδιαφέρει είναι η αποκόμιση κερδών. Οι ιδιώτες και το κράτος, άλλοτε διαφορετικές σφαίρες ηθικής και πολιτικής, σήμερα είναι πλέον κολλημένα σαν σιαμαία αδέρφια, με κοινό όραμα την τεχνολογική πρόοδο, την κυριαρχία του κέρδους, τη συνεχή οικονομική μεγέθυνση και την κατανάλωση. Οι εργαζόμενοι όμως που παράγουν τα αγαθά συνειδητοποιούν ότι αυτό το όραμα για την ανθρωπότητα δεν είναι απλώς ηθικά και πνευματικά ανεπαρκές, αλλά · είναι μια ουτοπική φαντασίωση και επιπλέον περιβαλλοντικά καταστροφικό. Η συνύπαρξη κράτους και ιδιωτικών επιχειρήσεων με στόχο την ανάπτυξη είναι ένα καταρρέον είδωλο που δεν μπορεί πλέον να επιβάλει το σεβασμό που κάποτε θεωρούσε δεδομένο. Επομένως είναι εντελώς άγονη η αντιπαράθεση ανάμεσα στους “συντηρητικούς” που είναι υπέρ του ρόλου της ιδιωτικής πρωτοβουλία και στους “προοδευτικούς” που υποστηρίζουν τον καθοριστικό ρόλο του κράτους. Αυτή η αντιπαράθεση έχει σαν αποτέλεσμα να εγκλωβίζονται οι πολίτες στο ψευτοδίλημμα “αν είναι καλλίτερο τα ιστορικά μνημεία, όπως και τα υπόλοιπα δημόσια αγαθά και ο δημόσιος χώρος να διαχειρίζονται από το κράτος ή από τους ιδιώτες, αφού και οι δύο στηρίζουν την ιδιωτικοποίηση και την εμπορευματοποίησή τους” Κάτι που όχι μόνο δεν προσφέρει καμία προοπτική, αλλά αποτελεί επικίνδυνα ανασταλτικό παράγοντα για την βιώσιμη κοινωνικά και οικολογικά ανασυγκρότηση κάθε κοινωνίας.




Τα μνημεία της ιστορίας και του πολιτισμού σαν κοινά αγαθά




Όπως αποδείχθηκε από την πιο πάνω παρουσίαση η διαχείριση των ιστορικών μνημείων και των αρχαιολογικών χώρων είτε γίνεται από κρατικούς φορείς είτε από ιδιωτικές εταιρείες τελικά αποβαίνει σε όφελος των επιχειρηματιών. Ο λόγος είναι απλός, αλλά δεν είναι αυτονόητος όπως θα έπρεπε να ήταν. Ο λόγος δηλαδή είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις από τη διαχείριση λείπει η κοινωνία, λείπουν οι πολίτες στους οποίους πραγματικά ανήκουν τα ιστορικά μνημεία και είναι οι μόνοι που θα μπορούσαν να τα διαχειριστούν σαν κοινά αγαθά σε όφελος του κοινωνικού συνόλου. Το ίδιο ισχύει βέβαια και για τους υπόλοιπους τομείς της κοινωνίας (εργοστάσια, σχολεία, πανεπιστήμια, νοσοκομεία κ.α). Και αυτό συμβαίνει, διότι όπως σωστά επισημαίνει ο Αμερικανός ερευνητής DavidBollier στο βιβλίο του Κοινά “στα σύγχρονα βιομηχανικά κράτη, τα κοινά αγαθά συνήθως γίνονται αντιληπτά σαν μια αλλόκοτη, μπερδεμένη ιδέα, αφού η χρήση της είναι σπανιότατη. Επιπλέον τα κοινά δεν μας είναι οικεία πολιτισμικά. Συνήθως πιστεύουμε ότι για να έχει κάτι αξία, θα πρέπει να συνδέεται είτε με την «ελεύθερη αγορά» είτε με το κράτος. Η ιδέα ότι οι άνθρωποι θα μπορούσαν να καταστρώσουν οι ίδιοι στέρεα, συνεκτικά σχέδια για τη διαχείριση των πόρων τους και των αγαθών που παράγουν και ότι ένα τέτοιο παράδειγμα κοινωνικής διακυβέρνησης θα μπορούσε να παράγει τεράστια αξία το ίδιο, ακούγεται ουτοπική και κομμουνιστική ή το λιγότερο, ανεδαφική. Η ιδέα ότι τα κοινά θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα όχημα για την κοινωνική και πολιτική χειραφέτηση και τον κοινωνικό μετασχηματισμό ακούγεται εντελώς παράλογη”

Και είναι φυσικό να θεωρείται παράλογη η διαχείριση των κοινών από τους ίδιους τους πολίτες, διότι το καπιταλιστικό σύστημα προσπαθεί να επιβάλλει σαν λογική την αποκόμιση κερδών από τα αναρίθμητα κοινά που συναντάμε στην καθημερινή μας ζωή και αφορούν τους φυσικούς πόρους, τις δημόσιες κοινωνικές υπηρεσίες, τα παραγόμενα προϊόντα, την ηλεκτρονική πληροφόρηση κ.α. Όμως αυτά τα κοινά ενσωματώνουν τη συνεργασία των ανθρώπων και τη συμμετοχή τους στην οικονομική παραγωγή, στους κοινωνικούς θεσμούς και στην πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία, δηλαδή σε κάθε τι που αναφέρεται στην κάλυψη των πραγματικών αναγκών (υλικών, κοινωνικών και πνευματικών) του ανθρώπου και επομένως και της κοινωνίας. Επομένως η διαχείρισή τους από αυτούς που τα παράγουν δημιουργεί ένα νέο τύπο κοινωνικής οργάνωσης που αθόρυβα αλλά αποφασιστικά δηλώνει ότι ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός. Και, ακόμα περισσότερο, ότι μπορούμε να τον οικοδομήσουμε εμείς οι ίδιοι, τώρα.

Ένα σημαντικό παράδειγμα των κοινών σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας ήταν και η δημιουργία και η διαχείριση του ανθρώπινου πολιτισμού. και των μνημείων που τον συνοδεύουν. Από αμνημονεύτων χρόνων, οι άνθρωποι μοιράζονταν ελεύθερα μεταξύ τους τη δημιουργικότητά τους. Ο πολιτισμός πάντα είχε να κάνει με τη μίμηση, τη διεύρυνση και τη διασκευή προηγούμενων δημιουργικών έργων, και με την έμπνευση από αυτά.. Η Θεογονία του Ησίοδου και η υπόλοιπη μυθολογία όπως τα ομηρικά έργα (Ιλιάδα και Οδύσσεια) εμπνέουν τον Φειδία και άλλους γλύπτες και ζωγράφους, εμπνέουν επίσης τους τραγικούς ποιητές (όπως ο Σοφοκλής, ο Αισχύλος και ο Ευριπίδης).Ταυτόχρονα οι αρχαίοι Αθηναίοι, στην κορυφαία στιγμή της καλλιτεχνικής δημιουργίας, δηλαδή στην κλασσική περίοδο, διαχειρίζονται οι ίδιοι αυτόν τον καλλιτεχνικό πλούτο, κάτι που διασφάλιζε η άμεση δημοκρατία με την οποία λειτουργούσε πολιτικά η Αθήνα την εποχή εκείνη. Οι θεατρικές και μουσικές παραστάσεις, τα μεγάλα έργα της ζωγραφικής, της αρχιτεκτονικής και της γλυπτικής και όλα τα υπόλοιπα έργα της καλλιτεχνικής δημιουργίας όχι μόνο ήταν ελεύθερα προσβάσιμα σε όλους τους πολίτες, αλλά ταυτόχρονα αποτελούσαν μέσα ευαισθητοποίησης των πολιτών και διαπαιδαγώγησης των νέων. Κάτι ανάλογο συνέβαινε σε όλες τις περιόδους της πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας, όπως είναι η Αναγέννηση. Κάτι ανάλογο είναι αναγκαίο να επιδιώξουμε και στις κοινωνίες που σήμερα ζούμε, προκειμένου να πετύχουμε την “αναγέννηση των κοινών” και στον πολιτισμό.




Πώς μπορούν οι πολίτες να συμμετέχουν στην προστασία και ανάδειξη των μνημείων




Η διαχείριση των μνημείων της ιστορίας και του πολιτισμού από τους ίδιους τους πολίτες σε όφελος της κοινωνίας είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα διαχείρισης των κοινών. Οι πρωτοβουλίες που μπορούν να αναληφθούν προς την κατεύθυνση αυτή είναι:

-Δημιουργία ανοιχτών ομάδων σε κάθε περιοχή από άτομα που ενδιαφέρονται για την ιστορία του τόπου και για την προστασία και ανάδειξη των ιστορικών μνημείων.

-Ενημέρωση των πολιτών για την τοπική ιστορία.

-Οργανωμένες δράσεις σχετικές με την ανάδειξη της σημασίας της τοπικής ιστορίας και των μνημείων που υπάρχουν στην περιοχή

-Τρόποι αξιοποίησης των ιστορικών μνημείων για την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των πολιτών και ιδιαίτερα των νέων

-Τρόποι αξιοποίησης των μνημείων για την προβολή και ανάδειξη της κάθε περιοχής,

-Σύνδεση των ιστορικών μνημείων με το φυσικό περιβάλλον και την ήπια ανάπτυξη

-Σύνδεση των ομάδων που ασχολούνται με τα ιστορικά μνημεία στις διάφορες περιοχές με στόχο το συντονισμό των δράσεων σε ευρύτερο επίπεδο

Οι πρωτοβουλίες αυτές στηρίζονται σε ένα ολοκληρωμένο σκεπτικό που έχει σα βάση του τρείς άξονες: α) την προστασία και την ανάδειξη των ιστορικών μνημείων, β) την αξιοποίησή τους για την προβολή του τόπου και την ενίσχυση της τοπικής οικονομίας με σεβασμό στο περιβάλλον και γ) την αποφασιστική συμμετοχή των πολιτών.

Η όλη προσπάθεια ξεκινά από τη δημιουργία ανοιχτών ομάδων πολιτών σε κάθε δήμο οι οποίοι αναζητούν και καταγράφουν τα ιστορικά μνημεία όλων των περιόδων που υπάρχουν στους δήμους. Στη συνέχεια αφού διαμορφώσουν ένα πρώτο υλικό, έντυπο και ηλεκτρονικό που παρουσιάζει και περιγράφει τα μνημεία, οι ομάδες αυτές οργανώνουν ενημερωτικές συναντήσεις σε συνεργασία με τοπικούς συλλόγους άλλες ομάδες πολιτών. Με τον τρόπο αυτό αφενός γίνεται γνωστή ευρύτερα η τοπική ιστορία και ταυτόχρονα αυξάνεται ο αριθμός των πολιτών που συμμετέχουν στις ανοιχτές ομάδες, οι οποίες έχουν από την αρχή προκαθορισμένες ημερομηνίες ανοιχτών συναντήσεων (ανά εβδομάδα, δεκαπενθήμερο ή μήνα.) Στις συναντήσεις αυτές γίνονται συζητήσεις για πραγματοποίηση δράσεων που θα αποβλέπουν τόσο στην προστασία όσο και στην ανάδειξη των μνημείων. Μπορούν δηλαδή να οργανωθούν εθελοντικοί καθαρισμοί σε ιστορικούς χώρους, εξωραϊσμός των χώρων, δωρεάν ξεναγήσεις ντόπιων κατοίκων ή κατοίκων άλλων περιοχών με εθελοντική συμμετοχή ειδικών επιστημόνων (ξεναγών, ιστορικών ή αρχαιολόγων), ανοιχτές καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, μουσικές ή θεατρικές κοντά στους χώρους. Μπορούν επίσης να οργανώνονται ειδικές εκδηλώσεις για την ενημέρωση των παιδιών με διαδραστικό τρόπο ώστε να είναι πιο ευχάριστες στις μικρές ηλικίες.

Εκτός από τις δράσις στα μνημεία μπορούν να οργανώνονται εκδηλώσεις με ειδικούς επιστήμονες σχετικές με τα ιστορικά γεγονότα και τις εξελίξεις της περιόδου που ανήκουν τα μνημεία. Το περιεχόμενο και ο τρόπος των συζητήσεων μπορεί να προσαρμόζεται στην ηλικία αυτών που θα παρακολουθήσουν.

Με το πέρασμα του χρόνου και όσο οι εκδηλώσεις και οι δράσεις οι σχετικές με τα μνημεία πληθαίνουν οι περιοχές γίνονται γνωστές, αφού εν τω μεταξύ θα έχει δημιουργηθεί και ηλεκτρονική ενημέρωση με ιστοσελίδες, blog, facebook και άλλα μέσα..

Οι ανοικτές ομάδες που στο διάστημα αυτό θα έχουν αποκτήσει αρκετή εμπειρία, μπορούν να συνεργάζονται με επιστημονικούς φορείς, όπως ο Σύλλογος Αρχαιολόγων, ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων, αλλά και με πανεπιστήμια προκειμένου να διαμορφώσουν ολοκληρωμένα σχέδια και προγράμματα ήπιας ανάπτυξης της περιοχής συνδέοντας τα ιστορικά μνημεία με φυσικά τοπία π.χ δάση και ελεύθερους χώρους π.χ πάρκα ή παραλίες. Με τον τρόπο αυτό οι περιοχές αναδεικνύονται ακόμη περισσότερο και αυξάνεται η επισκεψιμότητα τους κάτι που βοηθά πολύ και στην τόνωση της τοπικής οικονομίας. Στα προγράμματα αυτά μπορούν να βοηθούν και οι δήμοι με την προϋπόθεση βέβαια ότι οι αποφάσεις θα παίρνονται από τους πολίτες.

Όμως εκτός από τις εκδηλώσεις και τις δράσεις που πραγματοποιούνται στα πλαίσια των δήμων μπορούν να οργανώνονται και δραστηριότητες από κοινού με αντίστοιχες ομάδες γειτονικών δήμων. Μπορούν δηλαδή να πραγματοποιούνται ανοιχτές και δωρεάν ξεναγήσεις σε τοπικά ή κεντρικά ιστορικά μνημεία ή μουσεία από εθελοντές ξεναγούς, αρχαιολόγους ή ιστορικούς, αφού όλα τα μνημεία είτε σε μουσεία είτε σε αρχαιολογικούς χώρους είναι δημόσια περιουσία και επομένως είναι κοινά αγαθά. Μπορούν επίσης να πραγματοποιούνται κοινές επιστημονικές ή καλλιτεχνικές εκδηλώσεις από ομάδες διαφορετικών δήμων ώστε να γίνεται συνολικότερη η ανάδειξη των ιστορικών μνημείων μιας ευρύτερης περιοχής.

Βέβαια είναι σίγουρο ότι στις σκέψεις αυτές μπορούν να προστεθούν και άλλες ακόμη πιο πρωτότυπες και πιο αποτελεσματικές παραμένοντας πάντα σταθερά σε δύο βασικούς στόχους που είναι: α) να αντιμετωπίζονται τα ιστορικά μνημεία σαν κοινά αγαθά και όχι σαν εμπορεύματα για την αποκόμιση κερδών και β) να συμμετέχουν οι πολίτες αποφασιστικά στη διαχείρισης τους σε όφελος του πολιτισμού και της κοινωνίας.

Η Εναλλακτική Δράση, η ελληνική οργάνωση που έχω την τιμή να εκπροσωπώ εδώ, στο Μπουένος Άιρες, στην 6η Διεθνή Συνάντηση για την Οικονομία των Εργαζομένων, έχει εδώ και αρκετά χρόνια αναλάβει πρωτοβουλίες και οργανώσει εκδηλώσεις και δραστηριότητες στην προσπάθειά της να αναδείξει τα ιστορικά μνημεία σαν κοινά αγαθά και να πείσει τους πολίτες ότι αξίζει να συμμετέχουν στη διαχείρισή τους




Μάκης Σταύρου – Ιστορικός

Εκπρόσωπος της Εναλλακτικής Δράσης




PONENCIA

La gestión de monumentos históricos y culturales como bienes comunes por parte de la propia sociedad




El amanecer de la historia de la humanidad, así como su trayectoria, ponen de manifiesto que los pueblos de todas la regiones del planeta han creado obras culturales extraordinarias y nos las han legado a los que venimos después de ellos. Todas estas obras, que son resultado de la vida organizada y colectiva, tenían como fin cubrir sus necesidades (de índole productiva, económica, social, política, intelectual y sentimental). Para ello se crearon viviendas, santuarios, templos, palacios, acueductos, así como esculturas, pinturas y textos literarios y filosóficos. Se puede, pues, decir que dichas obras incorporan la producción económica, la cooperación social, la participación personal y la ideología de cada época y sociedad. Tales obras, monumentos de grandes culturas, encontramos hoy en China desde la época de la Dinastía Xia y Shang, en Persia y Oriente Medio donde vivieron hetitas, medos, persas, sumerios, babilonios, asirios, egipcios, fenicios, en el Mediterráneo que dio lugar a la civilización griega (minoica, micénica, arcaica geométrica, clásica, helenística) y a continuación a la romana, en América Central y América Latina donde surgieron las culturas azteca, maya e inca, así como en otras zonas del mundo. Y lo mismo puede decirse de los monumentos de la tradición religiosa de los credos de todos los pueblos, de los monumentos del Renacimiento y la Ilustración erigidos en Europa de los siglos XV al XVII, y de los monumentos de la historia contemporánea.

Pero aunque los pueblos de todas las épocas han producido lo que necesitaban de manera colectiva, dando lugar a obras admirables, no han tenido la oportunidad de gestionar ellos mismos, de manera colectiva, la riqueza creada. La división de la sociedad en clases y el poder económico y político que detentaba en cada ocasión la clase dominante (esclavista, feudal, capitalista) tenía un efecto absurdo y profundamente antisocial: el hecho de que aunque la riqueza la crea la inmensa mayoría de las personas, las decisiones sobre su gestión las toman unos pocos que además, a pesar de contribuir mínimamente a la creación de esa riqueza, explotan y oprimen a la mayoría que la crea. Los pueblos no pueden tolerar este estado de explotación y opresión que conduce a la desigualdad, la injusticia y la ausencia de libertad, y a lo largo de toda la historia han luchado por revertirlo. Luchando, pues, porque quienes tomen las decisiones con respecto a la gestión de la riqueza sean aquellos que la crean.




La lucha de los pueblos por la autogestión y la democracia directa, para que decidan aquellos que producen

Toda vez que la riqueza material, social y cultural, lo que hoy admiramos en los monumentos de la cultura de todas las épocas, constituía una propiedad social, ya que las propias personas la crearon para cubrir sus necesidades, los pueblos, como se ha dicho, han luchado a lo largo de toda la historia por gestionarla ellos mismos. Conocemos por la historia, antigua y reciente, numerosos ejemplos de dichas luchas, que en algunos casos han obtenido un resultado positivo. Un ejemplo tal en la Antigüedad lo encontramos en las luchas que condujeron a la democracia directa en la antigua Atenas entre los siglos V y III a.C., un periodo histórico en el que durante dos siglos los ciudadanos tomaban todas las decisiones sobre el gobierno del estado, en asamblea abierta llamada asamblea del pueblo. Otros ejemplos históricos en los que la gente organizaba su vida de manera colectiva, decidiendo sobre todas las cuestiones, eran los cenobios cristianos de Roma de los siglos I-III d.C., creados a partir de la rebelión de Espartaco contra los romanos, los conocidos "Mir", comunas agrarias de la Rusia del siglo VII, las empresas cooperativas que comenzaron en Grecia en el siglo XVIII y se extendieron luego, en el siglo XIX por Europa (Escocia, Alemania, Francia, España y otros lugares), las comunas kibbutz de Israel, la Comuna de Baja California, la Comuna de París del siglo XIX, la Comuna Agraria de China en 1911, los sovjoz, los koljoz y los soviets creados en la Revolución soviética en el siglo XX, la colectivización y autogestión de las fábricas y otras empresas en España durante la revolución española y la guerra civil (1936-1939). Y también en la historia más reciente y hasta nuestros días hay importantes tentativas de autogestión, como durante el mayo del 68 en París, en el movimiento de Chiapas en México, la tentativa autogestionaria en los tres cantones independientes, autónomos y democráticos de Rojava (Cezire, Kobane y Efrin) en territorio kurdo, y en la ocupación de fábricas en América Latina y espacialmente en Argentina. Y estas son solo algunas de las tentativas de autogestión y democracia directa en la trayectoria de la humanidad que muestran que a lo largo de toda la historia los pueblos han luchado y siguen luchando por controlar la riqueza -económica y cultural- que producen, y por tomar ellos mismos todas las decisiones sobre su gestión.

Podemos decir con seguridad, estudiando esta rica experiencia histórica, que la creación colectiva y la gestión colectiva son la fuerza motor que promueve la aparición y consolidación de todas las culturas. Por esta razón, se encuentra hoy en el centro de la discusión y la reflexión en todos los países del planeta. Y está también en el centro de las reflexiones del VI Encuentro Internacional "La Economía de los Trabajadores" que tiene lugar estos días aquí, en Buenos Aires. Porque la mayor conquista cultural de todas la épocas y para todos los pueblos es el principio ideológico que constituye al mismo tiempo un excepcional valor social, a saber, que gestionen la riqueza material, social y cultural los propios pueblos que la producen. Por el contrario, las grandes catástrofes sociales y culturales, las guerras, la privación, la desigualdad y la injusticia derivan en todas la épocas y en todos los sistemas sociales del hecho de que, a pesar de que los pueblos producen la riqueza económica y cultural, una pequeña minoría de explotadores decide sobre su gestión. Y esta “anomalía social”, que tiene lugar hoy de manera especialmente bárbara y extrema bajo el capitalismo neoliberal, debe ser revertida lo antes posible, para que las sociedad vuelvan a su estado "natural", la participación de los propios ciudadanos en la decisión sobre todo lo que les concierne.

El capitalismo, el “desarrollo”, los ”mercados” y los monumentos de la cultura




Desde que en el siglo XVIII se impuso el capitalismo, un sistema extremadamente individualista, se configuró un modelo de desarrollo que determina de manera autoritaria las relaciones sociales, las normas jurídicas y las relaciones personales en lo cotidiano. Durante siglos este modelo ha llevado a las sociedades de todo el mundo a la ruptura, y ha contribuido al expolio de los recursos naturales, de los monumentos históricos y culturales y de la vida en general. Porque para este sistema el fin último es la acumulación del capital y la obtención de beneficios, y para servir a dicho fin ha creado su correspondiente ideología utilizando premeditadamente palabras de contenido falaz para engañar a pueblos y personas. De este modo, la palabra desarrollo se ha identificado con la incesante producción de bienes materiales y la creación de la ideología del consumismo. Asimismo, a la capacidad del ámbito industrial para producir y exportar cuantos productos sea posible, así como a la capacidad de los pueblos de consumir todos esos productos se le llama ”progreso”. De esta manera el capital logra por una parte aumentar continuamente sus beneficios, y por otra, que los pueblos crean que el verdadero progreso y el auténtico desarrollo que determinan su calidad de vida residen exclusivamente en el consumismo.

Pero en nuestra época las expectativas de un creciente híper-consumo han llegado al límite. La privatización de incontables recursos naturales, la multiplicación de la publicidad en cada aspecto de la vida cotidiana y la cada vez más larga lista de problemas medioambientales sin resolver muestran del modo más explícito el abismo de la crisis a la que ha llevado el capitalismo. Y la gente vive de la manera más violenta las catastróficas consecuencias de dicha crisis. La inquietante repercusión en el medio ambiente y la desertización de enormes extensiones, el aumento del hambre, la miseria y el desempleo en combinación con la privación de derechos sociales, el crecimiento del autoritarismo y el agravamiento de los conflictos bélicos llevan a la humanidad al borde de la destrucción.

A pesar de ello las grandes empresas multinacionales sostienen que la crisis solo podrá superarse si ellas ven crecer aun más sus beneficios. Para conseguirlo firman acuerdos comerciales internacionales, como el TTIP, el CETA, TiSA, NAFTA, etc., mediante los cuales intentan por una parte suprimir todo tipo de control sobre el tráfico de productos industriales o agrícolas y por otra convertir en mercancía todos los bienes y servicios públicos. De este modo, la sanidad y la educación serán accesibles solo a quienes puedan pagarlas, a la vez que se tendrá que pagar muy caro el acceso a la energía, al transporte e incluso al agua.

La conversión de todos los bienes, los servicios, los recursos naturales y energéticos en mercancía ofrecida exclusivamente por las grandes compañías multinacionales ha tenido por consecuencia la creación de una institución económica y política informal, pero real, los célebres “mercados”, en los que participan fundamentalmente solo organismos lucrartivos basados en la usura, como los bancos, las bolsas, y las entidades de crédito, los hedge funds(productos de capitales mutuos y contributivos) y otros, donde los capitalistas invierten su dinero aspirando a obtener el máximo beneficio. A estos organismos de lucro recurren ahora los gobiernos para obtener dinero prestado y responder al renombrado desarrollo. La mayoría de los gobiernos llegan incluso a considerar un éxito político del que vanagloriarse cuando pueden "salir al mercado", es decir, tomar dinero prestado de los referidos usureros, inversores “institucionales”. Pero al mismo tiempo, para recibir ese dinero deben adecuar sus economías a las exigencias políticas de las instituciones de la globalización capitalista neoliberal, como son el Fondo Monetario Internacional (FMI), el Banco Mundial y, para Europa, la Comisión Europea y el Banco Europeo. Y, como es bien sabido, dichas instituciones imponen por una parte el recorte de sueldos y pensiones, así como la liberalización absoluta del trabajo, es decir, la derogación de todos los derechos laborales, y por otra la privatización de los bienes públicos (agua, energía, etc.), los servicios públicos (sanidad, educación, seguros, transporte, etc.) y de los espacios públicos (bosques, playas, lagos, parques y otros espacios públicos libres). Precisamente con la mercantilización de los espacios públicos liquidados a favor de los inversores en busca de beneficios para variados usos comerciales y turísticos mediante la construcción de inmensas instalaciones, muy a menudo infringiendo la Constitución y la legislación, los gobiernos sueñan con el “desarrollo”. Un “desarrollo” que no solo destruye el medio natural con sus monstruosas construcciones de cemento, sino que también provoca un daño incalculable en la economía local, ya que las pequeñas empresas de los barrios de los centros urbanos se ven obligadas a cerrar al no poder sostener la competencia de las grandes. Y para que los “mercados” tengan la seguridad de que esta política, catastrófica para el medio amiente y para la sociedad, se aplica “exitosamente”, han instaurado entidades específicas para supervisar y controlar la “labor” de los gobiernos. Estas son las llamadas agencias de calificación internacionales, como Moody’s, Fitch, Standard&Poor’s, etc., de cuya evaluación depende la actitud del mercado con respecto a los distintos países.

Desafortunadamente, en este proceso de plena mercantilización se han incluido también los monumentos de la historia y la cultura de todo el mundo. Es decir, si el “desarrollo” de una zona exige la comercialización o la destrucción de monumentos históricos o incluso de ciudades históricas, los gobiernos y los servicios competentes se ocupan de tomar las decisiones o votar las leyes necesarias para dar facilidades a los “inversores”. Un ejemplo ilustrativo, que ha provocado la airada reacción de organizaciones culturales y medioambientales y otras entidades de todo el mundo, es la planeada destrucción de la ciudad de Hasankeyf, con una historia de 12.000 años, que se encuentra en la región de los kurdos en Mesopotamia. La ciudad quedará anegada por el agua para la construcción de una inmensa presa en el río Tigris, cerca del cual se encuentra la ciudad. Ejemplos similares se encuentran en abundancia en numerosos puntos del mundo.

Y en mi país, Grecia, conocido por su historia y los monumentos de su cultura, vivimos la misma experiencia: Importantes monumentos históricos se destruyen y pervierten en nombre del "desarrollo" turístico o comercial y, en general, económico, que no obstante provoca a la vez una degradación medioambiental. En Creta, por ejemplo, en la región de Cabo Sídero, protegida por la ley e incluida en la Red “Natura 2000”, en una extensión de 60 km2 en la que se han llevado a cabo más de 40 excavaciones arqueológicas por parte de profesores arqueólogos de universidades griegas y extranjeras, la compañía multinacional “Loyalward Ltd.”, a la que se ha vendido el terreno, planea construir un hotel de 2000 camas y campos de golf. Es tan grande la destrucción de monumentos históricos que provocará la “inversión” en cuestión, que el Congreso Mundial de Arqueología remitió una carta al Primer Ministro de Grecia pidiéndole que no se llevaran a cabo las obras planeadas. Asimismo, en el lugar donde estuvo la Academia en que enseñó Platón, el gran filósofo de la Antigüedad griega, la compañía Artume, controlada por la multinacional Blackrock, construirá, por decisión del gobierno, un monstruo comercial de 55.000 m2 de extensión que incluirá espacios comerciales, restaurantes, cafeterías, bares y cines, mientras que el espacio arqueológico quedará limitado a decorar el patio de la empresa. Algo similar ocurre en la zona de Skouries, en la Calcídica, donde además del bosque se está destruyendo un espacio arqueológico del siglo II a.C. a causa de las extracciones de oro efectuadas por la multinacional canadiense Eldorado. E igualmente en la zona donde yo mismo vivo, el municipio de Vari-Voula-Vouliagmeni, la compañía multinacional Jermyn Real Estate, además del bosque que va a destruir, degradará por completo un importante recinto arqueológico para construir instalaciones turísticas de lujo. Es decir, se planea que el antiguo templo de Apolo que se encuentra allí junto a otros monumentos sagrados funcione como un simple decorado ornamental para dichas instalaciones.

El mismo trato reciben, desde luego, los monumentos de la historia y la cultura en la mayoría de los países, por no decir todos, allá donde impera el capitalismo neoliberal. Precisamente aquí, en América Latina, los monumentos sagrados de los incas y los mayas, así como las tradiciones y costumbres de los indígenas, se están convirtiendo en folklore para los turistas, para que las grandes empresas turísticas aumenten sus beneficios, como señala en su libro Vivir Bien el pensador boliviano Fernando Mamani.




Los monumentos históricos amenazados por las empresas privadas y el estado




La perspectiva ideológica que impera actualmente en lo que respecta a los monumentos de la cultura, y al ámbito público en general, queda exclusivamente limitada a la aparente competencia entre estado e inversión privada. Es decir, a menudo se debate y se nos plantea esta cuestión “¿quién puede promover y valorizar mejor los monumentos históricos, el estado o la inversión privada?”. Y conforme a las respuestas que se formulan resultan dos concepciones diferentes: una que se presenta como conservadora, según la cual el sector privado, es decir, las empresas privadas pueden proteger y promover los monumentos históricos a la vez que los ponen en valor para el desarrollo económico de cada región; y por otra parte se presenta como progresista la concepción de que los monumentos históricos deben pertenecer al estado y que solo este será responsable de su protección, promoción y gestión.

Pero, como muestra la realidad, tanto el estado como, aun en mayor medida, el sector privado contemplan los monumentos históricos como una mercancía, y su principal objetivo es la obtención de beneficios, siempre con el pretexto, desde luego, del “desarrollo”. Los ejemplos de destrucción y degradación de monumentos históricos mencionados más arriba -y solo a título ilustrativo, ya que ejemplos similares de degradación y mercantilización de los monumentos se encuentran por miles en todos los países del mundo- demuestran que el estado apoya por todos los medios posibles al sector privado en su lucro a costa de la cultura y la historia. El estado es quien legisla y concede las licencias a las empresas privadas para todas sus actividades (extracciones, diques, inversiones turísticas o comerciales de todo tipo), sin preocuparse de los monumentos y los espacios arqueológicos en peligro de desaparecer o verse degradados.

Pero además del referido impacto negativo que conlleva la gestión de los monumentos por parte del estado en beneficio de los intereses lucrativos, hay otro parámetro negativo aun más grave, en mi opinión. Es decir, los ciudadanos, en gran medida, teniendo en mente la falaz imagen del estado como institución que funciona en beneficio de la sociedad, creen que el estado tiene la capacidad y la responsabilidad de proteger y promover los monumentos históricos, de manera que se muestran indiferentes tanto frente a mercantilización de la cultura y la historia por parte de las empresas privadas con la anuencia del estado, como frente al abandono absoluto de cientos de monumentos, muchos de los cuales se han convertido en basureros. Dicha actitud frente a los monumentos conduce, como es natural a la indiferencia de los ciudadanos con respecto a la historia, particularmente la local. Resulta ilustrativo que la asignatura de la historia local en mi país está completamente ausente de las escuelas o recibe escasa atención, bajo la responsabilidad del estado. En este contexto, incluso las visitas a los monumentos históricos, que en la mayor parte de los casos siguen un interés meramente económico, son fragmentarias y estandarizadas, y contribuyen a reforzar el desinterés de quienes asisten a ellas por ocuparse de la historia en general y de la de su lugar en particular.

Para terminar con este capítulo me gustaría señalar que del mismo modo que el estado contempla los monumentos, lo hacen en su mayoría las autoridades municipales. Pues en lo que respecta a la mercantilización de los monumentos, la mayoría de los alcaldes se muestra a favor de su explotación con fines lucrativos y apoyan las decisiones del estado para su explotación comercial, aireando también ellos hasta la saciedad el mito de la “inversión” y el “desarrollo”. Además, las autoridades municipales, aunque podrían estar más interesadas en los monumentos locales, muestran también la misma indiferencia que el estado. Numerosos monumentos en distintas regiones se ven abandonados y degradados, aunque podrían haberse puesto en valor para la propia promoción de los municipios y para informar a los ciudadanos, y especialmente a los jóvenes, sobre la historia local.

Queda pues de manifiesto que es falso el dilema de si es el estado o el sector privado quien puede proteger los monumentos históricos y gestionarlos en beneficio de la sociedad. Porque el estado y el ámbito privado en las sociedades capitalistas solo de palabra expresan su interés por los monumentos históricos. En la práctica, lo que les interesa es la obtención de beneficios. El sector privado y el estado, en otro tiempo esferas de valor ético y político bien diferenciadas, hoy están unidos hermanos siameses, en la misma aspiración al progreso tecnológico, el predominio del beneficio, el continuo crecimiento económico y el consumo. Pero los trabajadores que producen los bienes son conscientes de que esta aspiración para la humanidad no es solo insuficiente desde el punto de vista ético y cultural, sino que se trata de una fantasía utópica y además catastrófica en lo que concierne al medio ambiente. La cohabitación de estado y empresas privadas en pro del desarrollo es un ídolo que se derrumba, que no puede ya imponer el respeto que una vez daba por hecho. Por tanto, es completamente improductiva la contraposición entre los “conservadores” que defienden el papel de la iniciativa privada y los “progresistas” que apoyan el papel determinante del estado. Dicha contraposición ha tenido por consecuencia que los ciudadanos se hayan visto atrapados en el falso dilema de “si es mejor que los monumentos históricos, al igual que los demás bienes y espacios públicos, sean administrados por el estado o por el sector privado”, ya que ambos apoyan su privatización y mercantilización. Lo cual no solo no presenta ninguna perspectiva de futuro, sino que supone un factor peligrosamente coercitivo para la reconstrucción social y ecológica sostenible de toda sociedad.




Los monumentos de la historia y la cultura como bienes comunes




Como queda demostrado a partir de lo expuesto, la gestión de los monumentos históricos, tanto si la realizan autoridades estatales como si lo hacen empresas privadas, acaba resultando en beneficio de los empresarios. La razón es sencilla, pero no tan evidente como debiera. Y esa razón es que en ambos casos la sociedad está ausente de la gestión, están ausentes los ciudadanos a los que verdaderamente pertenecen los monumentos históricos, y que son los únicos que podrían gestionarlos como bienes comunes en beneficio del conjunto de la sociedad. Lo mismo ocurre, desde luego, con los demás sectores de la sociedad (fábricas, escuelas, universidades, hospitales, etc.). Y ello ocurre porque, como bien apunta el investigador americano David Bollier en su libro Los comunes “en los modernos países industriales, los bienes comunes suelen concebirse como una idea extraña y confusa, ya que su uso es muy escaso. Además, lo común no nos resulta culturalmente familiar. A menudo pensamos que para que algo tenga valor debe estar relacionado con el «libre mercado» o con el estado. La idea de que la gente pueda establecer por sí misma planes sólidos y coherentes para la gestión de sus recursos y de los bienes que producen, y de que tal paradigma de gobernanza social pueda producir por sí mismo un enorme valor, parece utópica y comunista y, cuando menos, falta de fundamento. La idea de que lo común pueda ser un vehículo para la emancipación social y política y la transformación social parece completamente absurda.”

Y es natural que la gestión de lo común por parte de los propios ciudadanos resulte absurda, ya que el sistema capitalista intenta imponer la lógica de la obtención de beneficios a partir de los innumerables bienes comunes que encontramos en nuestra vida cotidiana en lo referente a los recursos naturales, los servicios sociales públicos, los productos elaborados, la información electrónica, etc. Pero estos bienes comunes incorporan la cooperación entre las personas y su participación en la producción económica, las instituciones sociales y la creación intelectual y artística, es decir, en todo cuanto sirve para cubrir las necesidades reales (materiales, sociales y culturales) del ser humano y, por ende, de la sociedad. Por tanto, su gestión por quienes los producen da lugar a un nuevo tipo de organización social que silenciosamente pero con decisión sostiene que otro mundo es posible. Y, aun más, que podemos construirlo nosotros mismos, ahora.

Un ejemplo destacado de lo común a lo largo de la historia ha sido la creación y gestión de la cultura humana y de los monumentos que la acompañan. Desde tiempos inmemoriales, los hombres han compartido libremente entre ellos su creatividad. La cultura siempre ha estado relacionada con la imitación, la investigación y la reinterpretación de anteriores obras creativas, y con la inspiración que estas ofrecían. La Teogonía de Hesíodo y el resto de la mitología, como las obras de Homero (Iliada y Odisea) inspiran a Fidias y otros escultores y pintores, e inspiran asimismo a los poetas trágicos (como Sófocles, Esquilo y Eurípides). Al mismo tiempo, los antiguos atenienses, en el momento cumbre de su creación artística, la época clásica, gestionan por sí mismos esta riqueza artística, lo cual era posible gracias a la democracia directa mediante la cual se regía la política en la Atenas de aquella época. Los espectáculos teatrales y musicales, las grandes obras pictóricas, arquitectónicas y escultóricas, y el resto de obras de de arte no solo eran accesibles a todos los ciudadanos, sino que al mismo tiempo constituían un medio para concienciar a los ciudadanos y educar a los jóvenes. Algo similar ha ocurrido en todas las épocas de la creación intelectual y artística, como en el Renacimiento. Y algo así es lo que debemos perseguir en las sociedades en que vivimos hoy, para conseguir el “renacimiento de lo común” también en el terreno de la cultura.




Cómo pueden participar los ciudadanos en la protección y promoción de los monumentos




La gestión de los monumentos de la historia y la cultura por parte de los propios ciudadanos en beneficio de la sociedad es un buen ejemplo de gestión de lo común. Las iniciativas que pueden adoptarse en este sentido son:

-Creación de grupos abiertos en todas las regiones por parte de personas interesadas en la historia del lugar y en la protección y promoción de los monumentos históricos

-Información de los ciudadanos con respecto a la historia local

-Acciones organizadas relativas a la promoción de la importancia de la historia local y de los monumentos existentes en la zona

-Modos de poner en valor los monumentos históricos para informar y sensibilizar a los ciudadanos y en particular a los jóvenes

-Modos de emplear los monumentos para promover y valorizar cada región

-Conexión de los monumentos históricos con el entorno natural y el desarrollo no agresivo

-Conexión entre los grupos que se ocupan de los monumentos históricos en distintas zonas para coordinar sus acciones a un nivel más amplio

Estas inciativas se apoyan en una lógica integral basada en tres ejes: a) la protección y la promoción de los monumentos históricos, b) su aprovechamiento para promover el lugar y reforzar la economía local respetando el medio ambiente, y c) la participación decisiva de los ciudadanos.

Todo el proyecto parte de la creación de grupos abiertos en cada municipio, que localizan y registran los monumentos históricos de todas las épocas existentes en dichos municipios. A continuación, una vez se ha dado forma a un primer material impreso y electrónico que presente y describa los monumentos, estos grupos organizan encuentros informativos en colaboración con colectivos locales y otras agrupaciones ciudadanas. De este modo, por una parte se da a conocer ampliamente la historia local, y al mismo tiempo aumenta el número de ciudadanos que participa en los grupos abiertos, que han establecido previamente desde el principio las fechas de los encuentros abiertos (semanal, quincenal o mensualmente). En estos encuentros se debate sobre la realización de acciones dirigidas tanto a la protección como a la promoción de los monumentos. Es decir, pueden organizarse operaciones de limpieza voluntaria en lugares históricos, embellecimiento de esos espacios, visitas gratuitas para los habitantes del lugar o de otras zonas con la participación voluntaria de especialistas (guías, historiadores o arqueólogos), eventos artísticos abiertos, musicales o teatrales en la proximidad de esos espacios. Se pueden también organizar eventos específicos para la información de los niños, de manera interactiva que los haga más atractivos para los más jóvenes.

Aparte de las acciones en los monumentos pueden también organizarse eventos con especialistas sobre los acontecimientos históricos y la evolución de la época a la que pertenecen los monumentos. El contenido y formato de los debates puede adaptarse a la edad de los asistentes.

Con el paso del tiempo y la multiplicación de eventos y acciones relacionados con los monumentos, las regiones se dan a conocer, pues entretanto se habrá creado la correspondiente información electrónica por medio de páginas web, blogs, facebook y otros medios.

Los grupos abiertos que en este periodo hayan adquirido la experiencia suficiente podrán colaborar con entidades científicas, como el Colegio de Arqueólogos, el Colegio de Arquitectos, etc., y con universidades, para establecer planes integrales y programas de desarrollo no agresivo de la zona conectándolos con los monumentos históricos, con entornos naturales, como los bosques, y con espacios libres, como parques y playas. De este modo los territorios se dan más a conocer y aumentan las visitas, lo que contribuirá a la estimulación de la economía local. En estos programas podrán colaborar los ayuntamientos siempre que las decisiones sean tomadas por los ciudadanos.

Pero aparte de los eventos y acciones realizados en el marco de los municipios podrán organizarse actividades en común con grupos afines de municipios vecinos. Podrá haber visitas guiadas, abiertas y gratuitas a monumentos o museos locales o centrales por parte de guías, arqueólogos o historiadores voluntarios, ya que todos los monumentos, ya se encuentren en museos o en lugares arqueológicos, son propiedad pública y por tanto son bienes comunes. Podrá también haber eventos comunes científicos o artísticos por grupos de diferentes municipios, de manera que sea más global la promoción de los monumentos históricos de toda una región.

Desde luego es seguro que a estas reflexiones se podrán añadir otras más originales y más eficaces, pero permaneciendo siempre firmes en dos objetivos que son: a) contemplar siempre los monumentos como bienes comunes y no como mercancías para la obtención de beneficios, y b) que los ciudadanos participen decisivamente en su gestión en beneficio de la cultura y de la sociedad.

Acción Alternativa, la organización griega que tengo el honor de representar aquí, en Buenos Aires, en el VI Encuentro "La Economía de los Trabajadores", ha emprendido desde hace años iniciativas y ha organizados eventos y actividades en su intento de promover los monumentos históricos como bienes comunes, y ha convencido a los ciudadanos de que vale la pena participar en su gestión.




Makis Stavrou – Historiador

Representante de Acción Alternativa



Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 14/06/2013 - 23:54