Διαπραγμάτευση με την ελπίδα


του Θωμά Σίδερη

Με λένε Γιάννη και εξακολουθώ να γράφω το όνομά μου με δύο νι. Δε βρίσκω κανένα λόγο να το αλλάξω, δε θέλω να αποδείξω σε κανέναν τίποτα και γενικά δε μου αρέσει να πουλάω μούρη δεξιά και αριστερά.Ενσωματωμένη εικόνα 1

Εξακολουθώ να δουλεύω σε αλυσίδα καφέ πέριξ της πλατείας Συντάγματος. Οι απολυμένες καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών και εγώ εξακολουθούμε να υπάρχουμε εδώ. Όλοι οι άλλοι είναι απλώς περαστικοί.

Παρατηρώ συχνά τις γυναίκες αυτές. Δεν είναι εύκολο να είσαι στο πεζοδρόμιο τόσους μήνες. Έμειναν λίγες και παντελώς μόνες τους. Θυμάμαι προ καιρού όταν κάποιοι έγραφαν στον ηλεκτρονικό τοίχο τους «Είμαστε όλοι καθαρίστριες» ή κάποιους άλλους που φορούσαν το γάντι της καθαρίστριας και σήκωναν το χέρι τους ψηλά. Τίποτα από αυτά δεν είναι αθώο. Αθώα είναι τα μάτια του παιδιού που κάποια απ’ τις γυναίκες αυτές κουβαλάει μαζί της. Τα μεσημέρια φεύγει.

Εξακολουθώ να αμείβομαι με 580 ευρώ (παντρεμένος με ένα ανήλικο παιδί, ετών 31). Στο χέρι παίρνω τα 300. Τα υπόλοιπα μου τα δίνουν σε επιταγές για να πηγαίνω σε σούπερ μάρκετ. Ούτε οι επιταγές φτάνουν για να φάμε, ούτε τα μετρητά για να βγάλουμε τον μήνα.

Πριν τις εκλογές άκουσα ότι ο κατώτατος μισθός θα φτάσει τα 751 ευρώ. Ρώτησα έναν φίλο μου, «καθαρά ή μεικτά». Δεν ήξερε να μου απαντήσει, αλλά όπως και να είχε, μου ακουγόταν καλύτερο.

Στη δουλειά μου εξακολουθούν να με υποχρεώνουν σε παραίτηση κάθε χρόνο. Μένω εκτός δυο τρεις μέρες και με προσλαμβάνουν ξανά. Για να μη θεμελιώνω κανένα εργασιακό δικαίωμα. Το δέχομαι. Τι άλλο να κάνω; Κάνω υπερωρίες που δεν τις πληρώνομαι. Επίσης, δεν πληρώνομαι όταν με απασχολούν για εκπαίδευση εκτός ωραρίου.

Εξακολουθώ να παλεύω με το στεγαστικό μου δάνειο. Δεν είναι μεγάλο, αλλά η δόση είναι θηλιά. Έμεινα πίσω 8 μήνες. Η τράπεζα συνεχίζει να βάζει τόκους. Ρώτησα έναν φίλο δικηγόρο. Μου είπε ότι όταν υπάρχουν εμπράγματες εξασφαλίσεις, δεν μπαίνουν τόκοι μετά τους έξι πρώτους μήνες. Δηλαδή; Μα η τράπεζα βάζει και ξαναβάζει τόκους. Είναι παράνομο και δεν είναι το μόνο. Οι περισσότερες πρακτικές των τραπεζών είναι παράνομες. Εγώ όμως τι να κάνω;

Η τράπεζα με καλεί για διαπραγμάτευση. Εγώ όμως είμαι πολύ μικρός για διαπραγμάτευση. Και όταν λέω μικρός, δεν εννοώ σε ηλικία. Σε οντότητα. Και πώς να διαπραγματευτώ όταν εξακολουθώ να γράφω το «Γιάννης» με δύο νι; Κανένας δε θα με πάρει στα σοβαρά.

Εξάλλου, στην εθνική προσπάθεια αυτό που προέχει είναι η ρευστότητα των τραπεζών και η ανάπτυξη. Και όχι η ζωή κάποιου Γιάννη, που πρέπει να σκύψει το κεφάλι και να συνεχίσει να το παλεύει. Η διαπραγμάτευση με την ελπίδα (ή με την απελπισία) μόλις αρχίζει.

#treno

Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 14/06/2013 - 23:54