Η διπλή ήττα του Σεπτέμβρη και η δυνατότητα ανάταξής της, του Γιώργου Νικολαΐδη

Χάσαμε…

Κανείς πρέπει να είναι ειλικρινής με τον εαυτό του: λίγες μέρες πριν από τις εκλογές σε ένα μάλλον ασυνήθιστο για την περίοδο κείμενο[1] υποστήριζα πως για την Αριστερά και τα λαϊκά συμφέροντα θα πρέπει να έχουν τρεις εκλογικούς στόχους[2]: την τιμωρητική απομείωση των ποσοστών του μεταλλαγμένου ΣΥΡΙΖΑ, την ενίσχυση του ρεύματος που αποσπάστηκε από αυτόν, της ΛΑΕ, και τη συγκράτηση των ποσοστών της Χρυσής Αυγής. Μετά το εκλογικό αποτέλεσμα είναι προφανές ότι μόνον ο τρίτος στόχος επιτεύχθηκε σε κάποιο βαθμό, ενώ στους άλλους δυο σημειώθηκε αποτυχία από κάθε άποψη.[3]

Με αυτή την έννοια, όσοι στοιχηθήκαμε σε μια προοπτική παρόμοια με εκείνη που περιγράφαμε λίγες μέρες πριν από τις εκλογές οφείλουμε σήμερα να παραδεχθούμε την απλή αλήθεια: χάσαμε. Οτιδήποτε λιγότερο από αυτό είναι τούτες τις ώρες μάλλον μικρόψυχο και αναντίστοιχο: πάντα στο πολιτικό παιχνίδι ο διαιτητής είναι στημένος, το γκαζόν βρεγμένο, η κερκίδα αντίθετη – αλλά, σε τελική ανάλυση, το αποτέλεσμα είναι εκείνο που μετράει. Κι εμείς σε αυτή τη μάχη παίξαμε και χάσαμε. Ο πόλεμος βέβαια συνεχίζεται...

Το εντυπωσιακότερο σημείο της ήττας που υπέστη το λαϊκό κίνημα και η μάχιμη Aριστερά στο σύνολό της είναι ότι δεν έχασε απλώς μια από τις εκδοχές της αριστερής αντιμνημονιακής πολιτικής: χάσαμε όλοι, άλλος λιγότερα, άλλος περισσότερα. Και μόνο το γεγονός ότι οι απώλειες που μπόρεσε να προκαλέσει στον ΣΥΡΙΖΑ περιορίστηκαν στο ένα πέμπτο της εκλογικής επιρροής του του Ιανουαρίου, παρά την πολιτική μεταστροφή, είναι από μόνο του αρνητικό μέγεθος[4]. Όπως επίσης και το γεγονός ότι, από τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ τον Γενάρη που απογοητεύτηκαν από αυτόν και απεγκλωβίστηκαν από την επιρροή του, το μεγαλύτερο μέρος προτίμησε να πάει σπίτι του και δεν επέλεξε να ψηφίσει καμία από τις διατιθέμενες αριστερές εκδοχές του αντιμνημονίου[5]. Με δυο λόγια: η πλειονότητα του λαού που στοιχήθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ τον Γενάρη παρέμεινε εκεί, έστω με τις όποιες επιφυλάξεις ή εσφαλμένες προσδοκίες (περί «ηπιότερης εφαρμογής των μέτρων»), ενώ από το ευμέγεθες τμήμα που αποστοιχήθηκε από αυτόν, το μεγαλύτερο μέρος προτίμησε την αποχή και όχι την οποιαδήποτε εκδοχή αριστερής αντιμνημονιακής πολιτικής. Χάσαμε δυο φορές, δηλαδή, κατά κάποιον τρόπο: και από τον ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα και από τον εαυτό μας. Ο πόλεμος βέβαια συνεχίζεται…

Δεν πείσαμε…

Δεν πείσαμε λοιπόν. Και για να είμαστε όσο ειλικρινείς με τα πράγματα απαιτείται τέτοιες ώρες, δεν έπεισε κανένας μας. Αυτό φαίνεται ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι η αυξημένη σε σχέση με τον Γενάρη αποχή ήταν περίπου ισότιμα κατανεμημένη σε περιοχές διαφορετικής κοινωνικής σύνθεσης και από το ότι οι τρεις προαναφερόμενες εκδοχές του αριστερού αντιμνημονίου σε γενικές γραμμές πήραν και στις πιο εργατικές περιοχές λίγο παραπάνω από τα εθνικά τους ποσοστά. Δεν υπήρξε δηλαδή η ταξική πόλωση που είδαμε π.χ. στο δημοψήφισμα, ούτε καμία άλλη ένδειξη πως η γραμμή της ρήξης «περπάτησε» καλύτερα στα πιο φτωχά λαϊκά στρώματα από ό,τι στα μικροαστικά κ.λπ.[6] Σε κάθε περίπτωση, όλοι έχουμε να απαντήσουμε το ερώτημα: αν ύστερα από μια εξαετία ολομέτωπης επίθεσης στα λαϊκά συμφέροντα και την αποκάλυψη του ρόλου του νεομνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ όλες οι εκδοχές της Αριστεράς δεν καταγράφουν παρά πάνω κάτω μισό εκατομμύριο ψηφοφόρους, τότε θα πρέπει να παραδεχτούμε πως δεν πείσαμε το λαό να μας ακολουθήσει μέχρι τώρα. Αν θέλουμε αυτό να αλλάξει στο μέλλον. Γιατί ο πόλεμος συνεχίζεται…

Γιατί δεν πείσαμε…

Γιατί και σε τι ακριβώς δεν πείσαμε λοιπόν;

  • Δεν πείσαμε ότι ένας άλλος δρόμος ρήξης, εναλλακτικός της σημερινής διεθνοποίησης της χώρας, είναι εφικτός; Δεν πείσαμε ότι «γίνεται αλλιώς»; Το ερώτημα δεν είναι απλό: πώς μπορούμε να φανταστούμε την πορεία της κοινωνίας μας, μιας από τις αναπτυγμένες χώρες του σύγχρονου καπιταλισμού ακόμα, αν αποφασίσει να αποδεσμευτεί από το σημερινό στάτους αλληλεξαρτήσεών της με τις χώρες του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού; Απλοϊκές απαντήσεις περί BRICS ή Λατινικής Αμερικής δεν μοιάζουν να επαρκούν, ούτε απλή αναπαραγωγή των εμπειριών των επαναστάσεων του 20ού αιώνα που πραγματοποιήθηκαν σε βασικά αγροτικές κοινωνίες, και συνήθως μεγάλες, αλλά υπανάπτυκτες.
  • Δεν πείσαμε ότι αν «γίνεται αλλιώς» αυτό είναι προς το αντικειμενικό συμφέρον των λαϊκών στρωμάτων; Ο λαός πράττει και επιπλέον ψηφίζει με βάση τα υλικά του συμφέροντα όπως τα αντιλαμβάνεται κάθε στιγμή: πιθανώς στο μεγαλύτερο μέρος του λαού αυτό που σε μας φαινόταν σχέδιο ρήξης να φαινόταν επιβαρυμένο με μεγαλύτερο αντίτιμο από το να υπομείνει ένα ακόμα μνημόνιο από μια νέα κυβέρνηση Τσίπρα.
  • Δεν πείσαμε ότι αυτό το «γίνεται αλλιώς» κάποιο από τα εκλογικά κατεβάσματα της αντιμνημονιακής Αριστεράς το είχε συλλάβει, το είχε δουλέψει επαρκώς, το είχε καθαρό στο μυαλό του μεταξύ των μελών του και το πρόβαλλε ως τέτοιο στον κόσμο; Το γεγονός π.χ. ότι κανένα από τα εκλογικά κατεβάσματα της αντιμνημονιακής Αριστεράς δεν παρουσίασε συνεκτικό πρόγραμμα είναι ενδεικτικό. Δεν θα αρκούσε όμως ούτε απλώς να δημοσιευόταν ένα τέτοιο πρόγραμμα: οι απαιτήσεις των καιρών ήταν μάλλον να συζητηθεί με τον κόσμο, να προβληθεί στους επιμέρους χώρους, με ό,τι αυτό συμπεριλάμβανε για τον καθένα. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν γινόταν μέσα σε ένα μήνα: είναι μάλλον έλλειμμα των τελευταίων έξι χρόνων, που όμως τώρα πληρώθηκε.
  • Δεν πείσαμε ότι κάποια από τις εκδοχές της αντιμνημονιακής Αριστεράς ήταν αρκετά φερέγγυα  ώστε να εκπροσωπήσει και να υλοποιήσει ένα τέτοιο «γίνεται αλλιώς»; Δεν πείσαμε δηλαδή ότι στη σημερινή μας κατάσταση είμαστε μέρος της λύσης και όχι του προβλήματος; Για το μεγαλύτερο μέρος των λαϊκών στρωμάτων, της νεολαίας ιδιαίτερα που συντάχθηκε με το «Όχι» και αποστοιχήθηκε από το μπλοκ του Τσίπρα, αρκετά από τα χαρακτηριστικά των εκλογικών σχημάτων της αντιμνημονιακής Αριστεράς υπήρξαν ξένα, ταυτισμένα με το πολιτικό σκηνικό από το οποίο αισθάνθηκε προδομένο. Ο παραγοντισμός, ο σεχταρισμός, η εμμονική πολιτική ιδεολογικής καθαρότητας, ο λόγος και η αισθητική του παρελθόντος, ο κακώς εννοούμενος «επαγγελματισμός της πολιτικής», τα σοβαρά ελλείμματα αυτοκριτικής για τη στάση του καθενός στο αμέσως προηγούμενο διάστημα μάλλον δυσκόλεψαν την ένταξη νέων και παλαιών αγωνιστών στα μπλοκ της εκλογικής μάχης.
  • Δεν πείσαμε, ακόμα κι αν υπάρχει «αλλιώς», ακόμη κι αν έχει νόημα για το λαό κι αν κάποια εκδοχή της Αριστεράς όντως αναγνωρίζεται ως ικανή να το εκπροσωπήσει συγκροτημένα, ακόμα και τότε γιατί η υπερψήφισή της στη νέα βουλή είχε νόημα; Αυτό δεν σημαίνει πως οι απογοητευμένοι από τον νεομνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ έγιναν αίφνης αντιεκλογικοί αντεξουσιαστές. Σημαίνει όμως ότι, μπροστά σε μια εκλογή από την οποία ήταν δεδομένη και η καταθλιπτική μνημονιακή πλειοψηφία και η υλοποίηση από τη νέα κυβέρνηση, όποια κι αν ήταν αυτή, της ίδιας μνημονιακής πολιτικής, το ερώτημα τι θα βοηθούσε η μια ή η άλλη αντιμνημονιακή Αριστερά στο κοινοβούλιο θεωρήθηκε δεδομένα απαντημένο ενώ μάλλον δεν ήταν.
Πώς πάμε παρακάτω…

Ίσως όλα τα παραπάνω ισχύουν (μαζί με μερικά ακόμη). Σίγουρα ισχύουν για την καθεμιά από τις κύριες συνιστώσες της αντιμνημονιακής Αριστεράς και άλλα, ειδικότερα ερωτήματα που αφορούν την ιδιαίτερη φυσιογνωμία και κατεύθυνσή της. Αν δεν καθίσουμε να σκεφτούμε και να συζητήσουμε εκ του μηδενός και θέτοντας τέτοιου είδους ερωτήματα, δύσκολα θα μπορέσουμε να χαράξουμε διαφορετική πορεία στο άμεσο μέλλον[7]. Ο ακτιβισμός από μόνος του μάλλον δεν θα επαρκέσει. Και επίσης ο ρόλος της αριστερής αντιπολίτευσης ή της αριστερής αντιπολίτευσης της αντιπολίτευσης δεν αντιστοιχεί πια σε κανένα κοινωνικό επίδικο. Όποιος θέλει, μπορεί να τον ακολουθεί εσαεί. Όποιος όμως θέλει να έχει όντως συμμετοχή στις ταξικές συγκρούσεις, συνειδητοποιεί σήμερα πως τα δρώντα κοινωνικά υποκείμενα δεν προσανατολίζονται με βάση τη συνέπεια ή την ιδεολογική καθαρότητα αλλά ποια πολιτικά υποκείμενα έχουν να του προτείνουν κάτι συγκεκριμένο και συγκροτημένο που να ανταποκρίνεται στα αντικειμενικά τους υλικά συμφέροντα. Τέλος, αν θέλουμε να έχουμε καλύτερη τύχη στις επόμενες συγκρούσεις (που έρχονται στα σίγουρα), θα πρέπει να αποφασίσουμε ότι ο χρόνος της πολιτικής δεν είναι ο χρόνος που απαιτούν οι συλλογικότητες της Αριστεράς για να ωριμάσουν μέσα σε αυτές οι όποιες απαραίτητες αλλαγές κατεύθυνσης: το να «παίζεται» η γραμμή που ήταν επίκαιρη το 2012 το έτος 2015 δεν την κάνει κατ’ ανάγκη το ίδιο επίκαιρη.

Από την άλλη όμως, για το στρατόπεδο των κερδισμένων των εκλογών και τον πρωθυπουργό ισχύει επίσης ότι, αν τα δύσκολα πέρασαν, τα δυσκολότερα έρχονται: ο νεομνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ μπόρεσε να διατηρήσει μεγάλο μέρος της λαϊκής ψήφου ακριβώς λόγω του χρόνου των εκλογών (και του ότι δεν εφάρμοσε ακόμα την πολιτική του νέου μνημονίου) και με την προσδοκία από τις λαϊκές τάξεις που τον ξαναψήφισαν πως η εφαρμογή των απαιτούμενων μέτρων από μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι κάπως ηπιότερη από ό,τι ζήσαμε μέχρι σήμερα. Με τους πιστωτές αγριεμένους και σε θέση ισχύος μετά τη συνθηκολόγηση Τσίπρα, όλα ετούτα δεν προμηνύονται ευοίωνα για την κυβέρνηση, μόλις ξεκινήσει την υλοποίηση των 100 και πλέον εφαρμοστικών μέτρων του νέου μνημονίου. Και φυσικά το πολιτικό κεφάλαιο της εκλογικής νίκης θα τεθεί σε αμφισβήτηση με τους ρυθμούς του συμπυκνωμένου πολιτικού χρόνου που είδαμε και προηγουμένως στα έξι αυτά χρόνια της κρίσης. Το στοίχημα ωστόσο δεν είναι αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα δοκιμαστεί στριμωγμένος ανάμεσα στη λαϊκή προσδοκία της «ηπιότερης» εφαρμογής και στις απαιτήσεις των ξένων και ντόπιων κέντρων[8]. Το στοίχημα είναι αν κάποια αντίπαλη πολιτική πρόταση θα μπορέσει τότε να εκπροσωπήσει τα λαϊκά συμφέροντα και άρα να επιχειρήσει να συγκροτήσει όρους κοινωνικού και πολιτικού μπλοκ εξουσίας.

Λίγες μέρες πριν από τις εκλογές υποστήριζα[9] ότι «…η Λαϊκή Ενότητα αλλά και οι λοιπές “φυλές του ΟΧΙ”, είτε εκφράζονται από εκλογικά κατεβάσματα είτε όχι, θα βρεθούν μπροστά σε σημαντικές προκλήσεις υπέρβασης ήδη από την επομένη των εκλογών και ανεξαρτήτως του όποιου αποτελέσματος». Εξακολουθώ να το υποστηρίζω. Πρότεινα τότε μια σειρά από άξονες ανασυγκρότησης του αριστερού ριζοσπαστικού εγχειρήματος όπως:

  • Ο αγωνιστικός προσανατολισμός στη συγκρότηση πρακτικών αντίστασης στην εφαρμογή νέων και παλαιών μνημονίων.
  • Ο ενωτικός προσανατολισμός προς όλες τις μαχόμενες δυνάμεις της Αριστεράς, ενταγμένες σήμερα ή όχι, χωρίς αποκλεισμούς και με ανοιχτό δημοκρατικό τρόπο.
  • Η μεταστροφή του κυρίαρχου σήμερα κοινοβουλευτισμού της ανάθεσης σε μάχιμη στράτευση σε μιαν άλλη πορεία για την κοινωνία και σε πραγματική συμπόρευση σε συγκεκριμένο σχέδιο ρήξης με το Διευθυντήριο των Βρυξελλών.
  • Η εκπροσώπηση του κόσμου της εργασίας αλλά και της νεολαίας στη σύγχρονή του μορφή από ένα ανοιχτό μέτωπο πολιτικής έκφρασης που θα μπορεί να συμπεριλάβει και εναλλακτικές μορφές και πρακτικές αντίστασηςέξω από τις παραδοσιακές φόρμες της αριστερής πολιτικής.
  • Η επεξεργασία του «άλλου δρόμου», του «πώς αλλιώς» και στη γενικότητά του αλλά και ανά κλάδους - χώρους, και η πλατιά συζήτηση του εναλλακτικού σχεδίου με το λαό, συμπεριλαμβανόμενης της νέας πορείας διεθνοποίησης της χώρας στην οποία το σχέδιο αυτό κατατείνει[10].
  • Η «αλλαγή παραδείγματος» στον τρόπο πολιτικής δουλειάς, η αναίρεση της γραφειοκρατίας και της «λογικής της συνήθειας», του «επαγγελματισμού», της επικοινωνιακής διαχείρισης των προβλημάτων προς όφελος της συμμετοχής εκείνων που θέλουμε η Αριστερά του 21ου αιώνα να εκπροσωπήσει.
Η δυνατότητα ανασυγκρότησης του αριστερού ριζοσπαστικού εγχειρήματος

Σίγουρα και πολλά άλλα μπορούν να προστεθούν στην παραπάνω παράθεση. Και μπορεί κανείς να είναι όσο ανοιχτός απαιτείται στη μεθοδολογία και τον τρόπο μιας τέτοιας πρωτοβουλίας επαναθεμελίωσης του εγχειρήματος. Με αυτή την έννοια, ιδιαίτερα η Λαϊκή Ενότητα ως το πιο συγκροτημένο αυτή τη στιγμή μέτωπο στο χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς[11], βρίσκεται μπροστά σε σημαντικές προκλήσεις ανάληψης γενναίων πρωτοβουλιών επανίδρυσής της, ανοίγματος του διαλόγου στο χώρο, ανασυγκρότησης της κατεύθυνσης, των πρακτικών και της μορφής του υποκειμένου αριστερής έκφρασης των λαϊκών συμφερόντων. Οι προκλήσεις αυτές μοιάζουν να είναι:

  • Θα αναλάβει πλατιά, ανοιχτή πρωτοβουλία ενωτικής και μετωπικής επανίδρυσης του αναγκαίου μετώπου αριστερής ριζοσπαστικής έκφρασης χωρίς προκατειλημμένα δεδομένα, σύμβολα ή οφίκια και «καθιερωμένους» ρόλους;
  • Θα έχει την τόλμη να ανοίξει συστηματικά και συγκροτημένα την συζήτηση για θέματα όπως τα παραπάνω, με τρόπο παραγωγικό, αλλά και φτάνοντας «το μαχαίρι στο κόκκαλο», όπως χρειάζεται;
  • Θα δείξει την παρρησία της απαιτούμενης αυτοκριτικής για την παρούσα φάση αλλά και για τον ιστορικό εαυτό των βασικών της συνιστωσών;
  • Θα πάει κόντρα στην περπατημένη των συζητήσεων «ηγεσιών οργανώσεων» και παραγόντων της αριστεράς ώστε να ανοιχτεί στους απλούς αγωνιστές και στον κόσμο της εργασίας ξεπερνώντας την εγγενή γραφειοκρατικοποίηση των σχηματισμών της αριστεράς;
  • Θα αναπροσδιορίσει τον τρόπο συζήτησης εντός της αριστεράς θέτοντας την συζήτηση (για τα παραπάνω και όχι μόνο) στην βάση της οργάνωσης κοινωνικών συλλογικοτήτων και μαζικών πρακτικών και όχι της θεωρητικολογίας αμφιθεάτρων ή γραφείων;
  • Θα εκτεθεί στον κοινωνικό πειραματισμό διευρύνοντας την συζήτηση και τους δυνάμει συζητητές του αριστερού ριζοσπαστικού εγχειρήματος;
Διατηρούμε την πεποίθηση πως και μπορεί και είναι αναγκασμένη να δράσει με τέτοιους ρηξικέλευθους τρόπους στην παρούσα φάση. Αντί να κλειστεί σε μια εσωστρεφή διαδικασία ενδοσκόπησης ή να διαχυθεί σε έναν γενικευμένο κινηματισμό του «μια από τα ίδια», η Λαϊκή Ενότητα μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία

(α) αναδιατύπωσης του περιεχομένου,

(β) αναπροσδιορισμού των όρων διαμόρφωσης και εκπροσώπησης και

(γ) διεύρυνσης, όχι πια του ακροατηρίου, αλλά και των συμμετεχόντων

του εγχειρήματος ανασυγκρότησης του πολιτικού εγχειρήματος χειραφέτησης των εκμεταλλευόμενων μαζών στην χώρα μας. Και προς τούτο πρέπει να διαμορφώσειβήμα προς βήμα συγκεκριμένες προτάσεις διαλόγου, ενότητας και δράσης προς το σύνολο των κοινωνικών συλλογικοτήτων και αγωνιστών (και όχι μόνο απλώς των οργανωμένων δυνάμεων του εξωκοινοβουλίου). Φυσικά, ανάλογη ευθύνη, πρόκληση και ευκαιρία βρίσκεται μπροστά σε κάθε μικρότερη ή μεγαλύτερη συλλογικότητα της μαχόμενης ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αν ανταποκριθούμε αυτήν τη φορά, μπορούμε να ευελπιστούμε πως θα κάνουμε πράξη την προσταγή του παλαιού αντάρτικου: «Κι από την ήττα κάνε να πυργώσει νίκη περήφανη, τρανή».

Η μάχη χάθηκε, ο πόλεμος συνεχίζεται σφοδρότερος από ποτέ. Οι ευκαιρίες δεν θα μας λείψουν, ούτε οι δυνατότητες. Αρκεί να το τολμήσουμε._

______________________

Σημειώσεις

[1] Τις μέρες πριν από τις εκλογές συνήθως δημοσιεύονται δημεγερτικά άρθρα «ντρεσαρίσματος» και όχι πιο στρατηγικού τύπου τοποθετήσεις.

[2] Γ. Νικολαΐδη, «Χθες, σήμερα, αύριο: 10 σημεία για την συγκυρία», RedNotebook,14.09.2014

[3] Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ συγκράτησε τα ποσοστά του και σχημάτισε κυβέρνηση μόνο με τους ΑΝΕΛ ξανά, υποστηρίζοντας δικαίως (όπως άλλωστε είπε ο Τσίπρας στην επινίκια δήλωσή του το βράδυ της Κυριακής) πως η πολιτική μεταστροφή του δικαιώθηκε από τη λαϊκή ψήφο, η δε ΛΑΕ απέτυχε για 7.000 ψήφους να μπει στη βουλή, ενώ απείχε πολύ περισσότερο από το να αποτελέσει θελκτικό για το λαό πόλο ευρύτερης έκφρασης ενός άλλου δρόμου για την κοινωνία. Όσο για τον τελευταίο στόχο της συγκράτησης της Χ.Α., μάλλον πραγματοποιήθηκε παρά την κατάκτηση της τρίτης θέσης (αφού μειώθηκε η εμβέλειά της σε ψήφους ενώ σε ποσοστά κατέγραψε σχετικά ισχνή άνοδο). Ωστόσο αυτό μάλλον συνέβη όχι επειδή υπήρξε επαρκής πολιτική απάντηση στο νεοναζιστικό αυτό μόρφωμα αλλά διότι οι κοινωνικοί όροι που το εξέθρεψαν και εκτίναξαν από την αφάνεια σε αναγνωρίσιμη πολιτική δύναμη έχουν τροποποιηθεί αρκετά τα τελευταία χρόνια.

[4] Ο ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές έχασε 320.000 ψηφοφόρους. Εύλογα υποστηρίζεται πως οι πραγματικές του απώλειες ίσως ξεπερνούν το μισό εκατομμύριο, αφού όλες οι ενδείξεις υποδεικνύουν πως σε αυτές τις εκλογές ταυτόχρονα κέρδισε κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες ψήφους από τα δεξιά του αντλώντας από τη συρρικνωμένη δεξαμενή ψήφων του Ποταμιού και των ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ-ΚΙΔΗΣΟ. Αυτό το μισό και πλέον εκατομμύριο ψηφοφόροι εγκατέλειψαν τον νέο ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα μάλλον απογοητευμένοι από την πολιτική του στροφή. Παρόλα αυτά κοντά 2 εκατομμύρια ψηφοφόροι επέλεξαν και πάλι ΣΥΡΙΖΑ.

[5] Η ΛΑΕ κέρδισε μόλις 156.000, των οποίων μάλλον η πλειονότητα είχε ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ τον Γενάρη, το ΚΚΕ έχασε καμιά 40.000 ψήφους μένοντας στα ίδια ποσοστά και η συνεργασία ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΕΕΚ αύξησε τους ψήφους της κατά 3.000 ή λίγο περισσότερο αντισταθμίζοντας τις απώλειες των διαρροών προς τη ΛΑΕ. Τίποτα όμως από αυτά δεν συνιστά μαζική κοινωνική εκπροσώπηση του μπλοκ του «Όχι», αν θέλουμε να σεβόμαστε στοιχειωδώς τα ιστορικά μεγέθη. Τα υπόλοιπα είναι γηπεδικού τύπου ντοπαρίσματα ηθικού και ανόητες χαιρεκακίες που δυστυχώς δεν λείπουν ποτέ από τις ενδοαριστερές αντιπαραθέσεις.

[6] Σε αυτή την εκλογική στιγμή η γραμμή της ρήξης ηττήθηκε και κέρδισε έστω πρόσκαιρα η γραμμή του There Is No Alternative. Και κέρδισε και στα πιο φτωχά λαϊκά στρώματα (έχοντας φυσικά περισσότερα ερείσματα στις πιο πλούσιες αστικές περιοχές). Αυτό βέβαια –αντίθετα με τα όσα λένε τα νεοπαγή παπαγαλάκια του ΣΥΡΙΖΑ– δεν καθιστά τον ΣΥΡΙΖΑ «κόμμα της εργατικής τάξης»: αν ήταν έτσι τότε θα πρέπει να αναγνωρίσουμε την ιδιότητα αυτή στο ΠΑΣΟΚ και την Νέα Δημοκρατία για όλα τα μεταδικτατορικά χρόνια μέχρι το 2012. Σημαίνει όμως ότι οι πολιτικοί σχηματισμοί της Αριστεράς δεν κατάφεραν να πείσουν το λαό πως μπορούν να εκπροσωπήσουν τα συμφέροντά του. Τώρα, αν κάποια αριστερή εκδοχή επιλέγει να μείνει στο φαντασιακό συγκριτικό πλεονέκτημα που νομίζει ότι κατέγραψε έναντι της άλλης, αυτό δεν έχει καμία σημασία από κοινωνική σκοπιά.

[7] Έχει νόημα να συζητήσουμε γιατί δεν πείσαμε; Ή μήπως θέτοντας έτσι τη συζήτηση θα απογοητεύσουμε τον κόσμο που στρατεύτηκε και έδωσε τη μάχη των εκλογών; Η συζήτηση αυτή είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαία, διότι οποιαδήποτε στρατηγική για την ανασυγκρότηση της Αριστεράς και του κινήματος μετεκλογικά δεν περιλαμβάνει μια σοβαρή απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι καταδικασμένη να οδηγήσει σε νέες ήττες και άρα και αποστρατεύσεις. Πέραν τούτου αυτή την περίοδο η τόλμη της αυτοκριτικής και της αναγκαστικά εκ βάθρων αναθεώρησης της κατεύθυνσης όφειλε να είναι συστατικό στοιχείο της αριστερής πολιτικής: ο κόσμος δεν έχει ανάγκη από μισόλογα πλέον, ιδιαίτερα από την Αριστερά της ρήξης. Και αν τα μισόλογα και οι αμφιλογίες μπορεί να έκαναν ή και να συνεχίζουν να κάνουν τη δουλειά τους για ένα χώρο όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, για μια παράταξη της σύγκρουσης μέχρι τέλους με τις κυρίαρχες στρατηγικές επιλογές του κατεστημένου δεν πείθουν κανέναν. Άρα η συζήτηση αυτή πρέπει να ανοίξει διάπλατα χωρίς κανένα ταμπού ή θέσφατο.

[8] Αυτό είναι μάλλον βέβαιο, αφού το αντίθετο θα προϋπέθετε μια εκτίμηση επικείμενης σταθεροποίησης της οικονομικής και πολιτικής κατάστασης στην παρούσα φάση, εκτίμηση που ούτε οι πιο φλογεροί τσιπροφρουροί ευλόγως δεν αποτολμούν.

[9] Όπ. π., 14/09/2015.

[10] Και μια τέτοια συζήτηση δεν μπορεί να γίνει με όρους διαχωρισμών «διεθνιστών-πατριωτών» ούτε με αναφορά στις ιστορικές διαχωριστικές γραμμές του κομμουνιστικού κινήματος αλλά στη βάση της ανάλυσης της παρούσας κατάστασης για την Ελλάδα του 21ου αιώνα.

[11] Στο βαθμό που το ΚΚΕ έχει αυτοεξαιρεθεί από όλα αυτά.



πηγή: rednotebook.gr
Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 14/06/2013 - 23:54