Oι καταθέσεις μαρτύρων για τη φωτιά στο Μάτι συνεχίστηκαν και σήμερα στο Εφετείο Αθηνών. Οι μνήμες εκείνων των τραγικών ημερών ζωντανεύουν μέσα στις δικαστικές αίθουσες ανάμεσα σε φωνές που κομπιάζουν, μάτια βουρκωμένα κι ανατριχιαστικές συγκινήσεις. Λες πως δεν μπορεί να είναι αλήθεια, κι όμως είναι. «Καιγόμασταν ολόκληροι, ήταν σα να μας μαγείρευαν, βράζαμε, έλιωνε το δέρμα μας» περιέγραφαν όσοι βίωσαν τον εφιάλτη. Είδαν τους ανθρώπους τους να καίγονται ζωντανοί, να ουρλιάζουν «γιατί;». «Το ένα μου μάτι τρεμοέπαιζε και το υπόλοιπο πρόσωπο έλιωνε. Τα δάχτυλά μου είχαν μπει μέσα και φαινόταν σαν σκελετός το χέρι μου. Τα μαλλιά μου είχαν γίνει ένα με το πρόσωπο. Τα παπούτσια μου έμπαιναν μέσα στα πόδια μου». Καμία ενημέρωση, καμία σειρήνα, κανείς αρμόδιος εκεί...
της Γεωργίας Κριεμπάρδη
Έχουν περάσει 4,5 χρόνια από την καταστροφική πυρκαγιά που άφησε πίσω της 103 νεκρούς και ανυπολόγιστες καταστροφές. Μας φαίνεται σαν κάτι μακρινό και πράγματι, για πολλούς από εμάς, όσα είδαμε ήταν μέσα από τις οθόνες. Εκεί, όμως, οι άνθρωποι ήταν βουτηγμένοι στις φλόγες.
Ήταν Δευτέρα 23 Ιουλίου του 2018. Η κατηγορία κινδύνου για πυρκαγιές ήταν στο «4 – πολύ υψηλή», με μέγιστο το «5 – κατάσταση συναγερμού». Οι προγνώσεις για τον καιρό στην Αττική έδιναν άνεμους δυτικούς, έντασης έως και 6 μποφόρ (από το μεσημέρι και μετά της 23ης Ιουλίου η ένταση αυξήθηκε στα 7 μποφόρ, με σταδιακή αύξηση στα 9 και 10 μποφόρ στην ανατολική Αττική). Αυτά ήταν γνωστά από την προηγούμενη ημέρα. Κι όμως η ανυπαρξία του κρατικού μηχανισμού κόστισε πόσες ανθρώπινες ζωές και πόνο (!) Ανάληψη ευθύνης μέχρι στιγμής καμία.
Zoe Maria Holohan
Ενώπιον του δικαστηρίου, σήμερα, βρέθηκε η Ιρλανδή Zoe Maria Holohan, από την υπεράσπιση κατηγορίας για τον θάνατο του συζύγου της, Μπράιαν. Ήταν στο Μάτι για ταξίδι του μέλιτος. Ήταν όνειρό της να έρθει στην Ελλάδα. Είχε σπουδάσει αρχαία Ελληνικά. Λάτρευε την Ελλάδα και το παρελθόν της.
«Στις 23 Ιουλίου, ο σύζυγος μου κι εγώ (είχαμε μόλις τέσσερις ημέρες παντρευτεί) ήμασταν στη Ραφήνα για το γαμήλιο ταξίδι. Είχαμε έρθει μόλις δύο μέρες πριν το περιστατικό. Το πρωί της 23ης ξυπνήσαμε, κάτσαμε στην πισίνα και ο άντρας μου πήρε τηλέφωνο τη μητέρα του για τα γενέθλια της. Αυτή ήταν η τελευταία του τηλεφωνική επικοινωνία. Της είπε ότι την αγαπούσε. Στις 12 το μεσημέρι πήγαμε για ύπνο. Κάναμε έρωτα για τελευταία φορά και κοιμηθήκαμε.
Μετά από μία ώρα ξύπνησα και δεν ήταν δίπλα μου. Τον άκουσα από τον κάτω όροφο να μου λέει να κατέβω. Καθόταν στις πόρτες πριν τον κήπο. Είχε πιάσει φωτιά ο κήπος. Εκείνος ήταν σοκαρισμένος. Αμέσως έκλεισε τις πόρτες και μου είπε να κλείσω και την άλλη πόρτα που ήταν στο πίσω μέρος… και εκεί είδα ότι είχε πιάσει φωτιά και ο πίσω κήπος.
Τότε καταλάβαμε ότι έπρεπε να τρέξουμε για τη ζωή μας γρήγορα. Φόρεσα μια λευκή ρόμπα, γιατί πίστευα θα με προστάτευε απ’ τη φωτιά. Πήρα τα διαβατήρια, τα πορτοφόλια μας και τις βέρες και αρχίσαμε να τρέχουμε μέσα από κουζίνα προς το γκαράζ που είχαμε νοικιάσει ένα αυτοκίνητο. Προσπαθήσαμε να ανοίξουμε την καγκελόπορτα για να βγούμε (γιατί τα κάγκελα ήταν ψηλά για να πηδήξουμε) αλλά δε λειτουργούσε το κλειδί και καταλάβαμε ότι είχε κοπεί το ρεύμα. Η ιδιοκτήτρια του ενοικιαζόμενου που μέναμε (βίλα «Αλίκη») μας είχε πει πως αν κοπεί το ρεύμα, θα υπήρχε ένα κλειδί στο γκαράζ για να ανοίγαμε την πόρτα. Ούτε αυτό λειτούργησε.
Ξοδέψαμε πολύ κρίσιμα λεπτά προσπαθώντας να ανοίξουμε την καγκελόπορτα και η φωτιά είχε φτάσει πάνω από το αυτοκίνητο και μας είχε περικυκλώσει. Έπρεπε να τρέξουμε. Ο Μπράιαν με βοήθησε να πηδήξω τα κάγκελα, πήδηξε κι εκείνος κι εκεί καταλάβαμε ότι παντού είχε πιάσει φωτιά.
Ζήτησα του Μπράιαν να μου υποσχεθεί ότι θα ήμασταν και οι δύο καλά, γιατί εκείνος τα έκανε πάντα όλα να είναι καλά. Και μου το υποσχέθηκε. Αλλά ήταν μια υπόσχεση που δεν μπορούσε να τηρήσει…
Αρχίσαμε να τρέχουμε και ήταν πολύ δύσκολο να κοιτάζουμε μπροστά, υπήρχε καπνός και σκοτάδι παρόλο που ήταν μέρα. Είχε μαυρίσει ο τόπος. Τα μάτια μας καίγονταν, δε βλέπαμε, δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε. Προσπαθήσαμε να τρέξουμε ευθεία και δεξιά, μήπως ήταν η θάλασσα. Δεν ξέραμε προς τα πού τρέχαμε. Κάποιες γυναίκες έρχονταν από εκεί και μας είπαν να μην προχωρήσουμε. Σταματήσαμε ένα δευτερόλεπτο και εκεί κατάλαβα ότι είχε πιάσει φωτιά το φόρεμα μου και τα πόδια μου… Δεν μπορώ να σας περιγράψω τον πόνο… Ο Μπράιαν έσβησε τη φωτιά με τα χέρια του. Έπρεπε να συνεχίσουμε να τρέχουμε. Γυρίσαμε ίσως προς τα από εκεί που ερχόμασταν αλλά δεν ήμουν σίγουρη ,δεν βλέπαμε.
Έπιασαν φωτιά τα μαλλιά μου και τα ρούχα και τα χέρια και το πρόσωπό μου. Φτάσαμε στον δρόμο και είδαμε 4-5 μικρά παιδιά 4-5, δεν υπήρχε κανένας ενήλικος… Τα πήραμε στην αγκαλιά μας και συνεχίσαμε να τρέχουμε. Απ’ το πουθενά εμφανίστηκε ένα αυτοκίνητο, υπήρχαν δύο άτομα μπροστά και ένας πίσω. Σταματήσαμε το αυτοκίνητο και βάλαμε τα παιδιά μέσα, αλλά δεν υπήρχε χώρος για εμάς. Μπήκαμε στο πορτ-παγκαζ, κρατιόμασταν από το αμάξι γιατί δε χωρούσαμε ολόκληροι. Οι φλόγες ερχόντουσαν πάνω μας. Είχα πιάσει ολόκληρη φωτιά.
Το αμάξι συγκρούστηκε, έπεσε σε ένα δέντρο και το δέντρο έπεσε πάνω μας. Ο Μπράιαν άρχισε να φωνάζει και δεν μπορούσα να του κρατάω πια το χέρι. Έπεσε από το αυτοκίνητο μέσα στη φωτιά και η τελευταία του λέξη ήταν «γιατί». Προσπάθησα να τον φωνάξω, ήθελα να ακούσει πόσο πολύ τον αγαπούσα και ότι ήταν ο καλύτερος σύζυγος. Ήξερα ότι είχε πεθάνει. Εξαφανίστηκε μέσα στη φωτιά.
Καθόμουν στο πορτ-παγκάζ κι ένιωσα πως ήταν το φέρετρό μου. Το πρόσωπό μου άρχισε να λιώνει και περίμενα τον θάνατο. Εμφανίστηκε κάποιος που φαινόταν σαν πυροσβέστης, νομίζω άκουσε να φωνάζω το όνομα του άντρα μου, με πήρε αγκαλιά και με έβγαλε από το αμάξι. Το ένα μου μάτι τρεμοέπαιζε και το υπόλοιπο πρόσωπο έλιωνε . Με πέρασε μέσα από τη φωτιά και με πήγε σ’ ένα φορτηγό της Πυροσβεστική και του ζήτησα να γυρίσει να πάρει τον Μπράιαν αλλά δεν με κατάλαβε. Με έβαλε στο φορτηγό.
Κοίταξα τα δάχτυλά μου… είχαν μπει μέσα και φαινόταν σαν σκελετός το χέρι μου. Από το ένα μάτι δεν έβλεπα. Τα μαλλιά μου είχαν γίνει ένα με το πρόσωπο. Συνεχίσαμε με το φορτηγό και με αγκάλιασαν και με πήγαν σε μια καμπίνα και με έβαλαν σε ένα κρεβάτι ξαπλωμένη. Τα κομμάτια του φορέματος έλιωναν πάνω στο σώμα μου και τα παπούτσια μου έμπαιναν μέσα στα πόδια μου. Αισθανόμουν σα να έβραζα, σα να με μαγείρευαν. Μαζί με το ρούχο που μου έβγαλαν, ξεκολλούσε και το δέρμα. Η μάρκα από τα παπούτσια που φορούσα είναι ακόμα πάνω στο πόδι μου. Κατάλαβα ότι είχα καεί παντού.
Κόσμος μπαινόβγαινε και κάθε φορά που άνοιγε η πόρτα, ήλπιζα να μπει ο Μπράιαν. Επειδή με έσωσαν, ήθελα να πιστεύω ότι κάποιος έσωσε κι εκείνον. Αλλά δεν ήρθε. Δεν ξέρω πόση ώρα ήμουν εκεί, με σκέπασαν με σεντόνια και μου είπαν θα με πάνε στο νοσοκομείο. Όσο ήμουν στο ασθενοφόρο, ο πόνος ήταν τόσο δυνατός και παρακαλούσα τους τραυματιοφορείς να κάνουν κάτι, έκλαιγα, φώναζα, πίστευα ότι θα πεθάνω… Άρχισαν να γελάνε, δεν ξέρω γιατί, δεν υπήρχε κάτι αστείο, κι ένας που μίλαγε αγγλικά μου είπε να σκάσω και το έκανα. Αισθανόμουν ότι θα πεθάνω.
Όταν έφτασα στο νοσοκομείο (Ευαγγελισμός) υπήρχαν τόσοι πολλοί άνθρωποι που είχαν καεί, φώναζαν κι έκλαιγαν. Εκεί μύριζε καμένο δέρμα. Ήταν κόλαση. Είχα ακόμη στην πλάτη την τσάντα μου με όλα τα στοιχεία μας. Με πλησίασε κάποιος που μιλούσε καλά αγγλικά και μπόρεσε να μου βρει κάποιον από την πρεσβεία της Ιρλανδίας. Ευτυχώς έτσι έβγαλα άκρη. Με πήγαν σε δωμάτιο.
Δεν μπορούσα να κουνηθώ. Έβλεπα το μισό μέρος του προσώπου μου μαύρο και λιωμένο. Καθόμουν στο κρεβάτι και περίμενα να πεθάνω.
Μια γυναίκα με ξύπνησε. Ήταν από την ιρλανδική πρεσβεία. Με ρώτησε τα στοιχεία μου. Ήταν σα να είχαν έναν άγγελο δίπλα μου. Μαζί με την ιδιοκτήτρια της βίλας που μέναμε, την άλλη μέρα το πρωί, με πήραν από εκεί γιατί είχε πολύ κόσμο και με πήγαν στο Μητέρα (είχα και ιδιωτική ασφάλιση).
Ζήτησα να επικοινωνήσουν με την οικογένειά μου και τη μητέρα του Μπράιαν. Ανησυχούσα για τον πατέρα μου γιατί ήταν άρρωστος. Φοβήθηκα ότι θα είχε δει όσα έγιναν από τις ειδήσεις.
Για πρώτη φορά εκεί στο νοσοκομείο, ο χειρουργός με έκανε να ελπίζω. Πίστευα ότι δε θα πεθάνω. Έκανα πολλά χειρουργεία εκεί για περισσότερο από έναν μήνα. Σκεφτείτε, 2-3 χειρουργεία τη μέρα. Τρεις μέρες μετά, ήρθε στο νοσοκομείο ο μεγάλος μου αδερφός και μου επιβεβαίωσε ότι είχε βρεθεί το πτώμα του Μπράιαν.
Ο κολλητός του Μπράιαν ήρθε στο νοσοκομείο και μου είπε ότι ο πατέρας μου πέθανε από καρδιακή προσβολή. Δεν ήθελα να γυρίσω σπίτι. Επέστρεψα δύο εβδομάδες μετά τον θάνατο του πατέρα μου.
Η ζωή μετά
Πόνεσα για να περπατήσω, ήταν περίεργο να περπατάω με καμένα πόδια. Στην Ιρλανδία πήγα σε νοσοκομείο κι είχα πάθει μια ασυνήθιστη σηψαιμία. Κινδύνευε η ζωή μου. Το δέρμα μου άρχισε να ανοίγει. Όλο το σώμα μου έχει ουλές, έχει καταστραφεί. Όταν είχα σηψαιμία, πολλά όργανα μου είχαν καταστραφεί. Ήμουν σε κώμα με σωληνάκια. Οι γιατροί έκαναν τα πάντα για να με κρατήσουν ζωντανή και το πέτυχαν. Ξύπνησα τέλη Σεπτέμβρη, γεμάτη σωληνάκια και χωρίς μαλλιά. Μετά από μερικούς μήνες εκεί, μπόρεσα να ξαναμιλήσω, να μάθω να αναπνέω μόνη μου, να καταπίνω, να χρησιμοποιώ τα χέρια μου.
Χρησιμοποίησαν δέρμα από γουρούνι για να φτιάξουν την πλάτη και τους γλουτούς μου. Πήραν δέρμα από διάφορα μέρη μου και το μετέφεραν στα καμένα. Έπαιρνα βαριά φάρμακα. Για ένα μεγάλο διάστημα δεν ήθελα να ζω. Για τρία χρόνια έκανα φυσιοθεραπείες και μου πήρε καιρό να βγω απ’ το σπίτι. Έκοψα επαφή με τους πάντες, εκτός από λίγους φίλους και συγγενείς. Άλλαξε ο χαρακτήρας μου. Έγινα πιο μοναχική. Δεν κοιμάμαι καλά. Βλέπω εφιάλτες ότι είμαι στο αυτοκίνητο εκείνο. Παλεύω με το μετατραυματικό στρες. Δε βλέπω όπως παλιά. Και σίγουρα δεν μπορώ να ξεπεράσω τον Μπράιαν, δεν έχω κάνει σχέση και δεν το σκέφτομαι».
Ο εισαγγελέας δεν είχε ερώτηση. Από τις ερωτήσεις των δικηγόρων, η ίδια έκανε σαφές στις απαντήσεις της πως δεν υπήρχε καμία ενημέρωση για τη φωτιά. «Κανείς απολύτως δε μας ενημέρωσε. Αν μας είχε προειδοποιήσει κάποιος, θα φεύγαμε αμέσως. Στον δρόμο δεν είδαμε κανέναν από την πυροσβεστική ή την αστυνομία». Ήρωά της αποκαλεί τον πυροσβέστη που την έσωσε, τον Μάνο Τσαλιάγκο. Αργότερα έμαθε πως ήταν εθελοντής πυροσβέστης.
Η ζωή της σήμερα
Πριν συμβεί όλο αυτό, δούλευα στο διαφημιστικό τμήμα μιας εφημερίδας. Μετά, δεν μπορούσα να ξαναβρεθώ στο γραφείο έτσι όπως φαινόμουν. Πήγαινα συνέχεια στο νοσοκομείο κι έπαιρνα μέχρι και 30 διαφορετικά φάρμακα τη μέρα. Όλη τη μέρα την περνούσα για να φροντίζω τις πληγές μου.
Σήμερα είμαι ζωντανή. Πονάω κάθε μέρα στα πόδια μου, περπατάω, αλλά δεν μπορώ να τρέξω ή να πέσω στα γόνατα. Τα κόκαλα μου έχουν τριφτεί και χρειάζομαι δύο νέα γόνατα. Το αριστερό μου μπούτι έχει παραμορφωθεί. Κάνω λέιζερ στα καμένα σημεία. Ούτε η οικογένειά μου ούτε οι φίλοι μου έχουν δει τα πόδια μου κι όταν έχει ζέστη, δε βγαίνω απ’ το σπίτι.
Ψυχολογικά είμαι πιο δυνατή και προσπαθώ να μιλάω για θέματα ψυχολογικά που βιώνω. Στην Ιρλανδία με παρέπεμψε ο χειρουργός σε έναν ψυχίατρο όταν του είπα πως ήθελα να αυτοκτονήσω. Καθόμουν με τις ώρες εκεί. Βρήκα λόγο για να ζω.
Δεν επέστρεψα ποτέ στο γραφείο. Τώρα γράφω για κάποια θέματα ψυχολογίας σε εφημερίδες και είμαι ασφαλισμένη ώστε να καλύπτονται εν μέρει τα ιατρικά μου έξοδα. Τα υπόλοιπα τα καλύπτει η κυβέρνηση της Ιρλανδίας. Από τις ελληνικές Αρχές δεν επικοινώνησε κανείς μαζί μου».
Η βίλα δεν κάηκε… Το έμαθε μετά… Αναρωτήθηκε αν έκαναν καλά που έφυγαν. Όλοι τους είπαν πως αν έμεναν εκεί θα πέθαιναν από τον καπνό.
«Ακόμα φοράω το δαχτυλίδι του» είπε.
Αναστασία Χατζοπούλου
Η Αναστασία Χατζοπούλου βρέθηκε στο δικαστήριο για τον πατέρα της. Εκείνος παραθέριζε στο Μάτι τα τελευταία 25 χρόνια, στην κατασκήνωση σ’ έναν ορειβατικό σύλλογο που ήταν μέλος.
«Ήμουν εκτός Αθήνας όταν έμαθα για τη φωτιά. Τον έπαιρνα τηλέφωνο… κοιμόταν όταν ξεκίνησε η φωτιά… Τον ενημέρωσαν απ’ την κατασκήνωση. Εκείνος μάλλον πήγαινε προς την έξοδο να πάρει το αμάξι και να φύγει αλλά είχε πλησιάσει η φωτιά και κατέβηκε προς ένα ανοιχτό σημείο της κατασκήνωσης, σ’ ένα στο γήπεδο. Η φωτιά τον κυνηγούσε μέχρι να φτάσει στο γήπεδο. Σήκωσε το τηλέφωνο και μου είπε “είμαι καλά, μην ανησυχείς, περιμένω στο γήπεδο να έρθει κάποιος να μας πάρει, είμαι με άλλα τρία άτομα”. Έμεινε εκεί περίπου τρεις ώρες. Έφτασε ο ανιψιός μιας κυρίας που ήταν εκεί και τους πήρε. Τους πήγε στο κέντρο Υγείας, τον μετέφεραν στον Ευαγγελισμό κι εκεί ο αδερφός μου τον βρήκε γεμάτο εγκαύματα. Τον μετέφεραν στο Θριάσιο και την επόμενη μέρα απεβίωσε».
Ο εισαγγελέας δεν είχε ερώτηση.
Προς τιμήν του. Η διαδικασία αυτή, όταν τα θύματα μιλάνε, είναι βαθιά τραυματική.
Ζ. Κωνσταντοπούλου: «Ήταν έγκλημα. Χάθηκαν ζωές με κακουργηματική ευθύνη όσων δεν έπραξαν τα δέοντα»
Η Ζωή Κωνσταντοπούλου, ως πρώην πρόεδρος της Βουλής, επικεφαλής του κόμματος Πλεύση Ελευθερίας και της ΜΚΟ «Δικαιοσύνη για Όλους» , βρέθηκε στο δικαστήριο, αφού έχει καταθέσει μηνυτήρια αναφορά σε βάρος κυβερνητικών και αυτοδιοικητικών προσώπων, καθώς και υπηρεσιακών παραγόντων, των οποίων πράξεις και παραλήψεις συνδέονται αιτιωδώς με το θάνατο δεκάδων πολιτών κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς.
Κατέθεσε την εμπειρία και τις γνώσεις της, ζητώντας την πλήρη διαλεύκανση του συμβάντος. «Είναι κακούργημα που κατέληξε να εξετάζεται εν μέρει υπό τη σκοπιά πλημμελήματος. Η υπόθεση του Ματιού δεν ήταν ατύχημα. Δεν έγινε καταλάθος. Ήταν έγκλημα. Χάθηκαν ζωές με κακουργηματική ευθύνη όσων δεν έπραξαν τα δέοντα» είπε αρχικά στην κατάθεσή της.
Αναφέρθηκε στις καιρικές προγνώσεις που υπήρχαν για εκείνη τη μέρα και τις την απάθεια του κρατικού μηχανισμού. «Δεν υπήρχε μετρό πρόβλεψης , προστασίας και διαφύλαξης και τελικά ούτε σχεδιασμός πλάνου εκκένωσης των οικισμών των κατοικημένων περιοχών. Ολόκληρος ο κρατικός κ αυτοδιοικητικός μηχανισμός ήταν επί ποδός για την έξοδο της χώρας απ’ τα μνημόνια που θα ερχόταν τον Αύγουστο. Ο Αλ. Τσίπρας πήγε στη Βοσνία να βραβευτεί για τη συνθήκη της Βόρειας Μακεδονίας, ενώ η φωτιά είχε ξεσπάσει και πολύ μετά την τραγωδία έμενε ακόμη εκεί…».
«Για τη φωτιά που ξέσπασε, το πανελλήνιο δεν έλαβε γνώση. Η ειδησεογραφία μέχρι και το απόγευμα κατακλυζόταν από ειδήσεις για τη φωτιά και την εκκένωση στην Κινέτα. Από το απόγευμα άρχισαν να έρχονται ειδήσεις για τη δυσκολία των ρεπόρτερ να καλύψουν το γεγονός και μετά τις 18.00 κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο η πρώτη είδηση για πληροφορία για νεκρό στην περιοχή. Μετά έρχονταν θολές πληροφορίες. Μιλάμε για ολοκαύτωμα σε καιρό Ειρήνης. Ήταν ό,τι πιο τραγικό, συγκλονιστικό, ανατριχιαστικό μπορούμε να φανταστούμε. Κάηκαν άνθρωποι μέσα στο σπίτι τους. Κανείς δεν τους ειδοποίησε. Δεν τους έδωσαν το δικαίωμα, την ευκαιρία να σωθούν. Κανείς από τους αρμόδιους δεν έπραξε το αυτονόητο.
Ένας ράθυμος μηχανισμός που αντί να δρα, απείχε. Δεν είχε προβλέψει να μη συμβεί όλο αυτό αλλά κι όταν ξεκίνησε η φωτιά, δεν υπήρχε έγκαιρη κινητοποίηση. Και μετά, το χειρότερο είναι ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι προσπάθησαν με τρόπο λυσσαλέο να αποσείσουν την ευθύνη που τους βαρύνει, να απειλήσουν, να εξαγοράσουν, να επηρεάσουν αρμόδιους… Ο κ. Τσιπρας είπε ότι και η φωτιά της Κινέτας και του Ματιού κινήθηκαν γρήγορα, μέσα σε 2 ώρες, για να δώσει άφεση αμαρτιών στον εαυτό του και στους υπεύθυνους.
Η κατηγορία μεθοδεύτηκε και το βούλευμα παραπομπής για πλημμέλημα κι όχι κακούργημα επιδόθηκε στους ανθρώπους το 2022, ΑΚΡΙΒΩΣ την ημέρα που κατέστη αμετάκλητο.
Μέχρι το βράδυ που ήρθε ο πρωθυπουργός, δεν υπήρξε από τους αρμόδιους καμία ενημέρωση προς τους πολίτες… προκειμένου να μη δημοσιευτεί τίποτα πριν φτάσει ο πρωθυπουργός και να μαγειρεύτουν τα πράγματα. Στις 11 το βράδυ που βράδυ ο πρωθυπουργός ρίχνει την ευθύνη στα θύματα, λέγοντας πως “είναι ώρα ενότητας και έχει σημασία η ανθρώπινη ζωή -δεν έχουν σημασία οι περιουσίες”. Υπαινισσόταν δηλαδή ότι κάποιοι θα πέθαιναν προσπαθώντας να σώσουν τα σπίτια τους… αυτοί οι “κακοί κάτοικοι” όπως θέλησαν να τους εμφανίσουν. Δίνεται συνέντευξη τύπου από το συντονιστικό κέντρο πυροσβεστικής στο Χαλάνδρι, όπου συμμετείχαν οι υπεύθυνοι επιτελείς εκείνης της στιγμής. Ο κόσμος ακούει στις 12 το βράδυ ότι οι δυνάμεις είναι εκεί. Η Ρένα Δούρου είναι αμίλητη. Ο Παύλος Πολάκης μιλάει για κάποιους τραυματισμένους που μεταφέρθηκαν σε νοσοκομείο με πλοίο του λιμενικό, λέγοντας πως θα πήγαινε κι άλλο και πως κάποιοι λίγοι έχουν εγκλωβιστεί στο κόκκινο λιμανάκι.
Ενεργοποιήθηκε ένα τερατόμορφος μηχανισμός παραποίησης της κατάστασης. Ακόμα και στις 12 το βράδυ αφιέρωσαν τις δυνάμεις τους στο να σκηνοθετήσουν αυτή τη συνέντευξη και να παραπλάνησαν την κοινή γνώμη, ενώ ήδη είχαν πεθάνει τόσοι άνθρωποι. Το πρωί της 24ης Ιουλίου, στις 2.40, έγινε η πρώτη επίσημη ανακοίνωση από την κυβέρνηση και τον κ. Τζανακόπουλο (όπου ο κόσμος πιθανότατα θα κοιμόταν και δε θα την έβλεπε). Ανακοίνωσε σε ζωντανή σύνδεση ότι έχουμε 20 νεκρούς.
Βρέθηκα στο Μάτι την επόμενη μέρα, στις 24 Ιουλίου. Οι άνθρωποι μου έλεγαν ότι δεν άκουσαν ούτε μια σειρήνα, ούτε μια καμπάνα. Δεν υπήρχε καμία ενημέρωση, ούτε εναέριες κι επίγειες δυνάμεις».
Πηγή: thepressproject.gr