Δημογραφικό / Ρεκόρ υπογεννητικότητας το 2023 – Προς δραματική μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας

Δημογραφικό / Ρεκόρ υπογεννητικότητας το 2023 – Προς δραματική μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας

Σάββατο, 20/01/2024 - 14:53

Ο μικρότερος που καταγράφηκε μέχρι στιγμής αναμένεται να είναι ο αριθμός των γεννήσεων το 2023, όπως τονίστηκε σε διεθνές συνέδριο του Economist, στο Καβούρι.

Σύμφωνα με την ΕΡΤ, για τα τελευταία 91 χρόνια, από το 1932, οι γεννήσεις το 2023 είναι λιγότερες από 73.000, για την ακρίβεια 72.244, που αναμένεται βεβαίως να οριστικοποιηθούν από τα ληξιαρχεία και την ΕΛΣΤΑΤ το επόμενο διάστημα.

Ο δείκτης γονιμότητας έχει πέσει κάτω από το 1,5% από το 1987 και μετά. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε ενάμισι παιδί ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας, κάτι ιδιαίτερα ανησυχητικό.

Αυτό μεταφράζεται σε συρρίκνωση του πληθυσμού, ο οποίος αναμένεται, σύμφωνα με τις πιο ζοφερές εκτιμήσεις, να μειωθεί την τελευταία 25ετία έως και 1,5 εκατομμύριο, ενώ με κάποια πιο αισιόδοξα στοιχεία, ίσως η μείωση του πληθυσμού θα είναι 1,15 εκατομμύριο.

Αυτό σημαίνει ότι η μείωση του πληθυσμού κάτω των 65 ετών θα είναι 1,8 εκατομμύρια άτομα.

Δημογραφικό: Αρνητικό ρεκόρ για Ελλάδα - Στην 6η θέση παγκοσμίως στη γήρανση του πληθυσμού

Παρασκευή, 08/12/2023 - 16:43

Βασίλης Τσακίρογλου

Στη διάρκεια του 2022, δηλαδή του τελευταίου έτους για το οποίο η ΕΛΣΤΑΤ έχει ολοκληρωμένη στατιστική εικόνα, επιβεβαιώθηκε η τάση συρρίκνωσης του ελληνικού πληθυσμού: Οι γεννήσεις ήταν μειωμένες κατά 10,31% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Σε απόλυτους αριθμούς, το 2022 γεννήθηκαν 76.541 παιδιά -και, προοπτικά, νέοι Έλληνες πολίτες- ήτοι 8.805 λιγότερα από τα 85.346 παιδιά που καταγράφηκαν στα ληξιαρχεία ανά την επικράτεια το 2021.

Μάλιστα, το σύνολο των γεννήσεων του 2022 κατέρριψε κάθε προηγούμενο αρνητικό ρεκόρ για τη χώρα μας από το 1955, καθώς για πρώτη φορά από τότε που τηρούνται επίσημα και έγκυρα στατιστικά στοιχεία, καταγράφηκαν λιγότερες από 80.000 γεννήσεις ετησίως στην Ελλάδα.

pinakas-1 Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ



Το πιο δυσοίωνο στοιχείο είναι όμως ότι τα τελευταία 67 χρόνια οι γεννήσεις στην Ελλάδα βαίνουν σταδιακά μειούμενες. Η δε καθοδική τάση γίνεται πιο έντονη τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα μετά από το 2008, μια χρονική περίοδο που χαρακτηρίστηκε από την οικονομική κρίση, τόσο παγκοσμίως όσο -και ίσως πολύ πιο επώδυνα για την πλειονότητα των πολιτών- στην Ελλάδα. Έτσι, ενώ τη δεκαετία των '00s εκδηλώθηκε μια αναλαμπή αύξησης των γεννήσεων, από το 2008 και εξής ο πληθυσμιακός κατήφορος κυριαρχεί. Και προβληματίζει, βεβαίως, θέτοντας επιτακτικά ακόμη και ζήτημα ύπαρξης της Ελλάδας στο βάθος του χρόνου.

Την ως άνω, εξαιρετικά ανησυχητική εικόνα, με τη σαφή πληθυσμιακή συρρίκνωση της χώρας, αποτυπώνει εναργώς σε μια διεξοδική επιστημονική μελέτη με τίτλο «Υπογεννητικότητα και Θνησιμότητα στην Ελλάδα», την οποίαν εκπόνησαν ο καθηγητής Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης (Ακαδημαϊκός, Βασιλική Ακαδημία Οικονομικών & Χρηματοοικονομικών, Βασιλική Ευρωπαϊκή Ακαδημία των Διδακτόρων Ισπανίας, Επίτιμος Δρ. ΑΠΘ, Πολυτεχνείο Κρήτης & Audencia Business School στη Γαλλία), ο Δρ. Δημήτρης Μπατάκης (Πολυτεχνείο Κρήτης, Εργαστήριο Financial Engineering, Μ.Sc. LSE International Health Policy, M.Sc. Health Economics and Management) και ο Μανώλης Καρακώστας (M.Sc. Διοίκησης Επιχειρήσεων Επαγγελματίας Υγείας – Ερευνητής).

 

pinakas-5 Πηγή: The World Factbook (cia.gov)

 

pinakas-6 Πηγή: statista.com



Η συγκριτική παρατήρηση και η αντιπαραβολή του ρυθμού γεννήσεων με τον αντίστοιχο των θανάτων, εικονογραφεί με ακόμη μεγαλύτερη ακρίβεια το μέγεθος του προβλήματος. Διότι, βάσει των στατιστικών στοιχείων, καθίσταται σαφές ότι από το 2010 το ισοζύγιο γεννήσεων/θανάτων είναι μονίμως αρνητικό, έχοντας σταθερά αυξητικές τάσεις.

Όπως σημειώνουν χαρακτηριστικά οι ερευνητές «ανά μέσο όρο πενταετίας από το 1955, ο αριθμός των θανάτων συνεχώς αυξάνεται. Μάλιστα, την τριετία 2020-2022 η αύξηση είναι αισθητά μεγαλύτερη από την αντίστοιχη των προηγούμενων χρονικών περιόδων. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως αυτό οφείλεται στην πανδημία του κορονοϊού, για τα έτη 2021 και 2022, όμως η εκτίναξη των θανάτων στους 131.084 το 2020 από τους 124.954 που ήταν το 2019, μαρτυρά πως το πρόβλημα είναι βαθύτερο».

Η άμεση συνέπεια της υστέρησης των γεννήσεων έναντι των θανάτων, είναι ότι η Ελλάδα γερνά. Μέσα σε 50 χρόνια οι Έλληνες ηλικίας έως 14 ετών μειώθηκαν κατά 11,3%: Το 1971 ήταν 25,4% επί του συνόλου του πληθυσμού, ενώ το 2021 μετρήθηκαν μόλις στο 14,1%. Ταυτόχρονα, αντιστρόφως ανάλογη είναι η πορεία των ηλικιωμένων. Η πληθυσμιακή ομάδα των ατόμων άνω των 65 ετών αυξήθηκε σχεδόν όσο μειώθηκαν οι νέοι, με 11,7%.

 

pinakas-2 Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ



Ως προς τη σύγκριση με ό,τι ισχύει παγκοσμίως, η μελέτη διαπιστώνει ότι, ως προς την γήρανση του πληθυσμού, η Ελλάδα βρίσκεται στην 6η θέση παγκοσμίως, με το 22,8% των κατοίκων της να είναι ηλικίας άνω των 65 ετών. Έως το 2050, αυτή η πληθυσμιακή ομάδα θα περιλαμβάνει το 34,5% των κατοίκων, φέρνοντας την χώρα μας στην 7η θέση του σχετικού καταλόγου.

 

pinakas-7 Πηγή: statista.com / World Data Forum

Εξυπακούεται ότι όταν αυξάνονται οι ηλικιωμένοι και μειώνονται οι νεότεροι, πολλαπλασιάζονται οι θάνατοι. Και η περιδίνηση προς την εξαφάνιση, καθώς επιταχύνει συν τω χρόνω, από ένα ορισμένο χρονικό σημείο και μετά, καθίσταται μη αναστρέψιμη. Παράλληλα, θα πρέπει να λάβει κανείς υπόψιν του ότι πχ στην Αφρική παρατηρείται τα τελευταία χρόνια αντίστροφη τάση, με τον εκεί πληθυσμό να αυξάνεται, τον ηλικιακό μέσον όρο να πέφτει κ.ο.κ.

 

pinakas-3 Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ

 

pinakas-4 Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ

Εύλογα, λοιπόν, διατυπώνεται η υπόθεση ότι η Ελλάδα θα είναι όλο και πιο ευάλωτη στο μέλλον, όλο και πιο ανίσχυρη να αντισταθεί σε κύματα μετανάστευσης από τον διεθνή περίγυρο. Η προοπτική «κατάκτησης» της Ελλάδας από φύλα διαφορετικής εθνοτικής, θρησκευτικής, πολιτισμικής κ.λπ. προέλευσης, δεν είναι μια εθνικιστικού και αντιδραστικού τύπου κινδυνολογία. Δεν προκύπτει από ιδεολογικές, ρατσιστικές επί της ουσίας, φοβίες ή προκαταλήψεις. Είναι απλώς μια πραγματικότητα που αποτυπώνεται στα ψυχρά στατιστικά στοιχεία και επιβεβαιώνεται από μελέτες όπως η συγκεκριμένη που παρουσιάζει το protothema.gr.

Ο Δήμος Αγράφων θα δίνει 3.000 ευρώ για κάθε γέννηση παιδιού από το 2024

Τρίτη, 24/10/2023 - 12:06

Το ποσό των 3.000 ευρώ θα δίνει από το 2024 ο Δήμος Αγράφων για κάθε παιδί που γεννιέται στο Δήμο, ενώ σήμερα το ποσό που ισχύει, ανέρχεται στα 1.500 ευρώ.

Μάλιστα, σύμφωνα με τον δήμαρχο Αγράφων, Αλέξη Καρδαμπίκη, ο δήμος παροτρύνει και νέα ζευγάρια που θέλουν να ξεκινήσουν τη δική τους οικογένεια, αν το επιθυμούν να εγκατασταθούν στα Άγραφα. Όπως ο ίδιος είπε, μιλώντας στο τηλεοπτικό δίκτυο Action24 τη Δευτέρα (23.10.23), χρηματοδοτεί και την εξωσωματική γονιμοποίηση για τα παιδιά που θα γεννηθούν στο Δήμο.

«Προσπαθούμε να κάνουμε ό,τι μπορούμε, με τις λίγες δυνάμεις που έχουμε», σημείωσε, μιλώντας στο Action24.

«Εμείς σε όλα τα ζευγάρια που τεκνοποιούν και μένουν στο Δήμο, δίνουμε 1500 ευρώ, ενώ έχουμε δεσμευτεί ότι από τις αρχές του 2024 τα χρήματα θα γίνουν 3.000. Έχουμε ζητήσει βοήθεια φίλων των Αγράφων να ενισχύσουν με κάποιο τρόπο τις νέες μανάδες στα Άγραφα. Σύμφωνα με το πρόγραμμα στο οποίο συμμετέχουμε όποιο παιδί γεννιέται στα Άγραφα, γεννιέται δωρεάν», είπε. 

Το 2060 ένας στους τρεις Ευρωπαίους θα είναι πάνω από 65 ετών - Βραδυφλεγής βόμβα το δημογραφικό στην Ελλάδα

Κυριακή, 16/06/2019 - 16:00

Οι Ευρωπαίοι μπορούν να προσβλέπουν σε ζωές πιο μακριές, υγιείς και δραστήριες, χάρη στις συνεχείς προόδους στη βιοϊατρική και στην ποιότητα ζωής, που έχουν ως αποτέλεσμα το μέσο προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση ενός ανθρώπου στην Ευρωπαϊκή Ένωση να είναι σήμερα περίπου τα 81 έτη, εννέα χρόνια πάνω από το μέσο παγκόσμιο όρο.

         Το προσδόκιμο ζωής του μέσου Ευρωπαίου προβλέπεται ότι στο μέλλον θα αυξάνεται κατά δύο χρόνια ανά δεκαετία.

Αν αυτή η τάση όντως επιβεβαιωθεί, τότε -σύμφωνα με μια νέα μελέτη του Κοινού Κέντρου Ερευνών (Joint Research Centre-JRC) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Διεθνούς Ινστιτούτου Ανάλυσης Εφαρμοσμένων Συστημάτων- το 2060 το 32% του πληθυσμού της ΕΕ, δηλαδή σχεδόν ο ένας στους τρεις κατοίκους, θα είναι άνω των 65 ετών, έναντι ποσοστού 19% το 2015 και μόνο 13% το 1960.

         Επιπλέον, έως το 2060 η ΕΕ θα διαθέτει ένα μικρότερο εργατικό δυναμικό (215 εκατομμύρια έναντι 245 εκατομμυρίων το 2015), αλλά ακόμη καλύτερα μορφωμένο (το 59% θα έχει μετα-δευτεροβάθμια εκπαίδευση το 2060, έναντι 35% το 2015). Όμως επειδή, αν και πιο μορφωμένοι, οι μελλοντικοί Ευρωπαίοι εργαζόμενοι θα είναι συνολικά λιγότεροι λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, αυτό θα αποτελέσει μεγάλη πρόκληση για τα ασφαλιστικά-συνταξιοδοτικά συστήματα και το κράτος πρόνοιας. Λιγότεροι εργαζόμενοι θα πρέπει να υποστηρίζουν με τις εισφορές τους περισσότερους ηλικιωμένους και συνταξιούχους, οι οποίοι θα εξαρτώνται από τους πρώτους.

    Η αναλογία ανενεργού-ενεργού πληθυσμού -δηλαδή ο βαθμός εξάρτησης των συνταξιούχων και λοιπών μη απασχολούμενων από τους εργαζόμενους- ήταν περίπου 1,05 στην ΕΕ το 2015 (δηλαδή 105 μη εργαζόμενοι ήσαν εξαρτημένοι από 100 εργαζόμενους) και προβλέπεται -με τις σημερινές τάσεις- να αυξηθεί στο 1,36 το 2060, αν και θα υπάρχουν μεγάλες διαφορές από χώρα σε χώρα. Χώρες που συνδυάζουν υπογεννητικότητα, υψηλό προσδόκιμο ζωής και χαμηλή απασχόληση, θα έχουν το μεγαλύτερο πρόβλημα.
Για την Ελλάδα π.χ. προβλέπεται αναλογία 1,69 (169 μη εργαζόμενοι θα εξαρτώνται από 100 εργαζόμενους) και για την Ιταλία 1,72, ενώ στο άλλο άκρο θα βρίσκονται χώρες όπως η Σουηδία (1,04) και η Δανία (1,05). 

         Η μελέτη του JRC εξετάζει διάφορα σενάρια για να βελτιωθεί η κατάσταση.
Από τις τρεις βασικές κυριότερες επιλογές (αύξηση της γεννητικότητας, της εισροής μεταναστών από χώρες εκτός ΕΕ και της απασχόλησης), οι ερευνητές θεωρούν πιο κρίσιμο να διευρυνθεί η απασχόληση.

Δηλαδή ένα ολοένα μεγαλύτερο μέρος του ευρωπαϊκού πληθυσμού, που βρίσκεται σε ηλικία για εργασία, να βρίσκει όντως δουλειές. Μεταξύ άλλων, αυτό αφορά την περαιτέρω διεύρυνση της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας.

    Παράλληλα, προτείνεται να ενθαρρυνθεί και η συνέχιση της εργασίας πέρα από τα 65 χρόνια. Σύμφωνα με την έκθεση, η ηλικία των 65 δεν πρέπει πια να θεωρείται συνώνυμη με το τέλος της παραγωγικής ζωής ενός ανθρώπου και η ηλικία συνταξιοδότησης πρέπει να γίνει πιο ευέλικτη στο μέλλον.

   Αν όλα τα κράτη μέλη βελτίωναν έως το 2060 το ποσοστό απασχόλησης του εργατικού δυναμικού τους για να φθάσουν τις χώρες με την καλύτερη επίδοση σήμερα (π.χ. Σουηδία), τότε η ΕΕ δεν θα εξαρτιόταν τόσο από την αύξηση της εισροής μεταναστών ως εργατικού δυναμικού, ούτε από την αύξηση της γεννητικότητας.

         Η έκθεση θεωρεί σημαντική τη μετανάστευση για τις μελλοντικές δημογραφικές εξελίξεις στην ΕΕ, τόσο για το μέγεθος του εργατικού δυναμικού, όσο και του συνολικού πληθυσμού της Ευρώπης. Χωρίς καθόλου έξωθεν μετανάστευση, ο πληθυσμός της ΕΕ προβλέπεται ότι -λόγω υπογεννητικότητας- θα μειωθεί στα 466 εκατομμύρια το 2060, δηλαδή στα επίπεδα της δεκαετίας του 1980, ενώ με τη μετανάστευση, μπορεί να φθάσει τα 521 εκατομμύρια.

   Όμως, από την άλλη, η έκθεση επισημαίνει ότι η μετανάστευση δεν μπορεί να επιβραδύνει σημαντικά τη γήρανση του ευρωπαϊκού πληθυσμού (η οποία θεωρείται δημογραφικά σχεδόν αναπότρεπτη), ούτε να λύσει από μόνη της τη δυσμενή αναλογία εργαζομένων/συνταξιούχων σε βάθος χρόνου. Σύμφωνα με τα σενάρια της μελέτης, ακόμη και με διπλάσια μετανάστευση, που θα αυξήσει τον πληθυσμό της ΕΕ στα 632 εκατομμύρια το 2060, το ποσοστό των ηλικιωμένων άνω των 65 ετών δεν θα υποχωρήσει κάτω από το 29% (ενώ χωρίς καθόλου μετανάστευση, από την άλλη, θα έφθανε το 34%). Αν εξάλλου η γεννητικότητα αυξηθεί κατά 25%, το ποσοστό του πληθυσμού της τρίτης ηλικίας το 2060 υπολογίζεται γύρω στο 30%. Με άλλα λόγια, μετανάστευση και γεννητικότητα είναι ανεπαρκείς, χωρίς να «βάλει το χεράκι» της η διεύρυνση της απασχόλησης.

   Το πρόβλημα της Ελλάδας

    Πριν ενάμισι αιώνα, η Ευρώπη είδε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της να φεύγει για το Νέο Κόσμο, κυρίως τις ΗΠΑ. Μεταξύ 1850-1913 πάνω από 40 εκατομμύρια Ευρωπαίοι μετανάστευσαν. Τώρα η κατάσταση έχει αντιστραφεί και η Ευρώπη υποδέχεται κύματα μεταναστών.

Αλλά, σύμφωνα με τη μελέτη, σε μερικές χώρες της ΕΕ, όπως η Ελλάδα, λόγω και της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, στο ισοζύγιο των ροών της μετανάστευσης (πόσοι φεύγουν από τη χώρα και πόσοι έρχονται σε αυτήν) η ζυγαριά εξακολουθεί να γέρνει υπέρ των εκροών, καθώς η μορφωμένη νέα γενιά αναζητά καλύτερη τύχη σε άλλες χώρες.

   Η μελέτη επίσης προειδοποιεί ότι μερικές χώρες του ευρωπαϊκού Νότου (όπως η Ελλάδα) μπορεί να αντιμετωπίσουν περαιτέρω συρρίκνωση πληθυσμού έως το 2060, αλλά και γήρανση του, καθώς -παράλληλα με την ενδημική υπογεννητικότητα τους- συνεχίζουν να μεταναστεύουν σε άλλες χώρες δυναμικά τμήματα του εργατικού δυναμικού τους, ένα φαινόμενο που εν μέρει οφείλεται στη «διαρροή εγκεφάλων».

Για τη Ρουμανία, για παράδειγμα, προβλέπεται ότι -με τη σημερινή τάση- ο πληθυσμός της θα μειωθεί από 19,9 εκατομμύρια το 2015 σε 13,8 εκατομμύρια το 2060 (μείωση 30%). Αν όμως σταματούσε η μετανάστευση Ρουμάνων σε άλλες χώρες της ΕΕ, τότε η μείωση του ρουμανικού πληθυσμού θα ήταν περίπου η μισή (14%) έως το 2060.



ΑΠΕ

Ο αποδεκατισμός των Ελλήνων. Του Νίκου Ιγγλέση

Δευτέρα, 21/01/2019 - 20:00

Του Νίκου Ιγγλέση
https://greekattack.wordpress.com

Ο συνολικός πληθυσμός της Ελλάδας μειώνεται σταθερά τα τελευταία μνημονιακά χρόνια, προδιαγράφοντας ένα ζοφερό μέλλον για την οικονομική, κοινωνική και εθνική επιβίωση της πατρίδας μας. Η μείωση του πληθυσμού οφείλεται σε δύο βασικούς λόγους: Ο πρώτος είναι η φυσική κίνηση, δηλαδή, η διαφορά μεταξύ γεννήσεων και θανάτων. Ο δεύτερος είναι η καθαρή μετανάστευση, δηλαδή, η διαφορά μεταξύ εισερχομένων και εξερχομένων ανθρώπων από τη χώρα. Το σημαντικό έγκειται στο γεγονός ότι οι εισερχόμενοι είναι αλλοεθνείς και οι εξερχόμενοι είναι, κατά κανόνα, Έλληνες. 

Από το 2011 η φυσική κίνηση του πληθυσμού έγινε αρνητική, για πρώτη φορά από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) το 2017 καταγράφηκαν 124.501 θάνατοι (αύξηση κατά 4,8% σε σχέση με το 2016) και μόνο 88.553 γεννήσεις (μείωση κατά 4,7% σε σχέση με το 2016). Από το λόγο αυτό ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 35.948 άτομα μέσα σ’ ένα χρόνο, όσοι περίπου είναι οι κάτοικοι μιας πόλης σαν την Καρδίτσα. Σημαντικό είναι να επισημάνουμε ότι από τις συνολικές γεννήσεις οι 12.397 ή το 14% προέρχονται από αλλοδαπές μητέρες. Έτσι τα Ελληνόπουλα που γεννήθηκαν, μέσα στη χώρα, το 2017 ήταν μόνο 76.156. Σημειώνουμε ότι το 2010 ήταν η τελευταία χρονιά που οι γεννήσεις υπερτερούσαν κατά 5.682 των θανάτων.

Η μείωση των γεννήσεων οφείλεται σε μια σειρά από λόγους που σχετίζονται με την οικονομική ανασφάλεια, το χαμηλό εισόδημα, την ανεργία, την αναγκαιότητα εργασίας για τις γυναίκες προκειμένου να συνεισφέρουν στα οικογενειακά βάρη, την έλλειψη κοινωνικών υποδομών (βρεφονηπιακοί σταθμοί-ολοήμερα σχολεία) και ουσιαστικών κρατικών οικονομικών ενισχύσεων για τα έξοδα ανατροφής των παιδιών. Συνέπεια όλων αυτών είναι οι νέοι Έλληνες να μην κάνουν οικογένεια ή να την κάνουν σε μεγαλύτερη ηλικία και αυτή να είναι ολιγομελής. Η ηλικία των γυναικών που τεκνοποιούν για πρώτη φορά αυξήθηκε, κατά μέσον όρο, από τα 28,8 έτη το 2008 στα 32,3 έτη το 2016. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ οι Ελληνίδες γεννούν, κατά μέσον όρο, μόνο 1,3 παιδιά κατά τη διάρκεια της ζωή τους, όταν για να μην υπάρχει μείωση του πληθυσμού θα έπρεπε να γεννούν 2,1 παιδιά.

Η υπογεννητικότητα προκαλεί τη γήρανση του πληθυσμού. Μειώνεται συνεχώς η ηλικιακή ομάδα μέχρι 14 έτη (14,4% του πληθυσμού) και αυξάνεται η ηλικιακή ομάδα άνω των 60 ετών. Η τελευταία ανέρχεται ήδη σε 2,7 εκατ. ή το 25,2% του συνολικού πληθυσμού. Καμιά οικονομική ανάπτυξη δεν μπορεί να υπάρξει, κανένα ασφαλιστικό σύστημα δεν μπορεί είναι βιώσιμο, παρά τα όσα λέγονται, σε μια χώρα της οποίας ο πληθυσμός μειώνεται και γερνάει ταυτόχρονα.

Παράλληλα η μετανάστευση Ελλήνων στο εξωτερικό, κυρίως προς τις ανεπτυγμένες χώρες, για αναζήτηση εργασίας με ικανοποιητικές αποδοχές και προοπτικές επαγγελματικής σταδιοδρομίας αποτελεί το δεύτερο λόγο μείωσης του πληθυσμού. Σύμφωνα με παλαιότερη δήλωση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννη Στουρνάρα, από το 2008 μέχρι το 2013 μετανάστευσαν (brain drain-διαρροή εγκεφάλων) 427.000 Έλληνες. Σήμερα ο αριθμός αυτός έχει υπερβεί τις 450.000 Πρόκειται κυρίως για νέους και μορφωμένους ανθρώπους ηλικίας μέχρι 40 ετών. Η Ελλάδα δε χάνει μόνο αυτούς τους πολίτες της, για τους οποίους δαπάνησε σημαντικά ποσά για την εκπαίδευσή τους, αλλά χάνει και τα παιδιά τους.

Ο συνολικός πληθυσμός της χώρας μας, σύμφωνα με την απογραφή του 2011, ήταν 10,8 εκατ. Από αυτούς 9,9 εκατ. ή το 90,8% είχαν την ελληνική ιθαγένεια συμπεριλαμβανομένων και των αλλοδαπών στους οποίους αυτή έχει χορηγηθεί. Οι υπόλοιποι 912 χιλιάδες ή το 9,2% ήταν αλλοεθνείς. Νεότερα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Αρχής (Eurostat) για το 2016 ανεβάζουν τον αριθμό των μεταναστών σε 1,25 εκατ. ή το 11,6% του συνολικού πληθυσμού, από τους οποίους 345 χιλιάδες ή το 3,2% προέρχονται από κράτη της Ε.Ε. (κυρίως Βουλγαρία και Ρουμανία) και 905 χιλιάδες ή 8,4% από κράτη εκτός της Ε.Ε.

Αν οι σημερινές δημογραφικές τάσεις συνεχιστούν, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει (Ageing Report 2018) ότι ο πληθυσμός της Ελλάδας θα μειωθεί μέχρι το 2060  κατά 2,5 εκατ. (από 10,8 εκατ. σε 8,3 εκατ. συμπεριλαμβανομένων και των μεταναστών). Κάτι αντίστοιχο έγινε και στη Βουλγαρία, μετά την κατάρρευση του «κομμουνιστικού» καθεστώτος, της οποίας ο πληθυσμός, από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, λόγω της μείωσης των γεννήσεων – συνέπεια της οικονομικής αποδιάρθρωσης – και της μετανάστευσης ελαττώθηκε κατά 2 εκατ. Η Ελλάδα πορεύεται ήδη σε μια ανάλογη κατεύθυνση με διαφορά φάσης 20 ετών. Στην περίπτωση της χώρας μας οι μνημονιακές πολιτικές προκάλεσαν μεγαλύτερη οικονομική ύφεση απ’ ό,τι η αλλαγή του οικονομικού συστήματος της Βουλγαρίας.

Η δημογραφική κατάρρευση της χώρας, εκτός των οικονομικών – κοινωνικών έχει και εθνικές διαστάσεις. Πόσοι θα είναι οι Έλληνες αύριο που θα υπερασπιστούν τα εθνικά συμφέροντα έναντι της τουρκικής απειλής και του αλβανικού και σκοπιανού αναθεωρητισμού; Οι Έλληνες το γένος μειώνονται και οι αλλοεθνείς αυξάνονται. Αυτό αλλάζει τη γεωπολιτική ταυτότητα της χώρας, γιατί γεωπολιτική είναι η γεωγραφία και οι άνθρωποι, όταν αλλάζουν οι άνθρωποι τότε αλλάζει η γεωπολιτική ταυτότητα της Ελλάδας. Η ευρωστία και ομοιογένεια του πληθυσμού αποτελούν έναν από τους σημαντικότερους συντελεστές ισχύος μιας χώρας.

Απαιτείται μια ριζική αλλαγή, στις ακολουθούμενες μέχρι σήμερα πολιτικές, για την επιβίωση του Ελληνισμού ως διακριτής οντότητας. Πριν να είναι πολύ αργά πρέπει:

Πρώτον: Να υλοποιηθεί ένα μεγάλο πρόγραμμα παραγωγικών επενδύσεων στον αγροτικό, βιοτεχνικό και βιομηχανικό τομέα που θα προσφέρει σταθερές και με ικανοποιητική αμοιβή θέσεις εργασίας, για να μειωθεί η ανεργία και να σταματήσει η μετανάστευση στο εξωτερικό.

Δεύτερον: Να ενισχύεται κάθε οικογένεια που αποκτάει ένα νέο παιδί μ’ ένα αξιόλογο εφάπαξ ποσό. Στο οικογενειακό εισόδημα να καθοριστεί ένα αφορολόγητο ποσό για κάθε παιδί που θα καλύπτει τις πραγματικές δαπάνες διαβίωσής του και δε θα είναι συμβολικό όπως σήμερα. Για τις οικογένειες με χαμηλό εισόδημα (π.χ. άνεργοι), που δε θα μπορούν να επωφεληθούν από το αφορολόγητο, το αντίστοιχο ποσό θα δίνεται ως κοινωνικό επίδομα τέκνων, μέχρι την ενηλικίωση των παιδιών. Τα μέτρα αυτά να ισχύουν μόνο για τους έλληνες πολίτες, γιατί διαφορετικά θα αποτελούν κίνητρο για την προσέλκυση περισσότερων αλλοδαπών μεταναστών, προκειμένου να επωφεληθούν από αυτά οι, πολυπληθείς κατά κανόνα, οικογένειές τους. Το κράτος πρέπει με έξοδά του να αναλάβει την ανατροφή των Ελληνόπουλων για να υπάρχει και το ίδιο αύριο.

Τρίτον: Να ενισχυθεί το δίκτυο των βρεφονηπιακών σταθμών και των ολοήμερων σχολείων στα οποία προτεραιότητα θα έχουν οι ελληνίδες εργαζόμενες μητέρες.

Τέταρτον:  Να δοθούν, σε συνδυασμό με τις παραγωγικές επενδύσεις, ειδικά κίνητρα για τον επαναπατρισμό ενός – όσον το δυνατόν μεγαλύτερου – μέρους των Ελλήνων που αναγκάστηκαν, τα μνημονιακά χρόνια, να μεταναστεύσουν σε αναζήτηση εργασίας. Η χώρα μας χρειάζεται όχι μόνο αυτούς τους μορφωμένους Έλληνες αλλά και τα παιδιά τους, καθώς και αυτά που πρόκειται να γεννηθούν.

Οι γενναίες αυτές πολιτικές όμως απαιτούν χρήματα που σήμερα δεν υπάρχουν γιατί προέχει η εξυπηρέτηση (όχι η αποπληρωμή) ενός δυσθεώρητου συναλλαγματικού χρέους. Κάθε χρόνο απαιτείται η επίτευξη ενός πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ (περίπου 6,5 δις. ευρώ) για να πληρώνονται οι τόκοι και μόνο αυτοί, του δημόσιου χρέους. Το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό των τοκοχρεολυσίων πηγαίνει στους ξένους δανειστές, που απορροφούν κάθε οικονομική ικμάδα της χώρας. Οι κυβερνήσεις και τα πολιτικά κόμματα που κυβέρνησαν την Ελλάδα τα τελευταία, τουλάχιστον, 20 χρόνια, υλοποιούν τις πολιτικές της παγκοσμιοποίησης όπως αυτές εκπορεύονται από την Ε.Ε. και την Ευρωζώνη. «Χωρίς λύπην, χωρίς περίσκεψιν, χωρίς αιδώ», δεξιοί και αριστεροί εθνομηδενιστές επιδιώκουν να μετατρέψουν την Ελλάδα σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία που θα απαρτίζεται από διάφορες πληθυσμιακές μειονότητες, μία εκ των οποίων θα είναι η, συνεχώς συρρικνούμενη, ελληνική. Μόνο που μια κοινωνία αποτελούμενη από διάφορες μειονότητες δεν μπορεί να υπερασπιστεί τα έσχατα εθνικά συμφέροντα που δεν είναι πια κοινά για τις διαφορετικές πληθυσμιακές κοινότητες.

Ο Νίκος Ιγγλέσης είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας του βιβλίου
«Στρατηγικές Επιλογές Επιβίωσης του Ελληνισμού»
που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Στοχαστής».

Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ στις 19-1-2019 

Δημογραφικός μαρασμός - Η Eλλάδα συρρικνώνεται: Έκθεση SOS από τον ΣΕΒ για τον πληθυσμό της χώρας που μειώνεται και γερνάει

Παρασκευή, 07/12/2018 - 09:00



Η Ελλάδα βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή, προειδοποιεί ο Σύνδεσμος


Αυτό σημειώνει ο ΣΕΒ στο Εβδομαδιαίο Δελτίο της Πέμπτης 6 Δεκεμβρίου 2018 για την Ελληνική οικονομία - Οικονομία και τις Επιχειρήσεις με τίτλο: «SOS: Ο πληθυσμός της χώρας μειώνεται και γερνάει...»

«H Ελλάδα έχει τη δυνατότητα σε βάθος λίγων δεκαετιών να αυξήσει σημαντικά τον πληθυσμό της και μόνο υπό αυτή την προϋπόθεση θα μπορέσει να αποκτήσει βαρύνοντα γεωπολιτικό και οικονομικό ρόλο στην περιοχή της ΝΑ Μεσογείου».

Όπως αναφέρεται στην επισκόπηση του δελτίου: «Ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώνεται από το 2011. Αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέχρι και το ξέσπασμα της κρίσης, ο πληθυσμός αυξανόταν, καθώς η μετανάστευση και, πιο πρόσφατα, η τροφοτοδούμενη από την κατανάλωση ανάπτυξη της δεκαετίας του 2000, δημιουργούσαν μια επίπλαστη ευημερία. Αυτοί οι παράγοντες συγκάλυπταν σε μεγάλο βαθμό την ουσιαστική στασιμότητα της φυσικής κίνησης του πληθυσμού (σχεδόν μηδενική διαφορά γεννήσεων-θανάτων), που είχε ξεκινήσει προς τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Στα χρόνια της κρίσης και προσαρμογής, όμως, όλα άλλαξαν, και οι γεννήσεις μειώθηκαν κατά 29.380 μεταξύ 2009 και 2017, όσο περίπου είχαν μειωθεί τη δεκαετία του 1940 (- 30 χιλ.). Έτσι σταδιακά ο πληθυσμός άρχισε να μειώνεται. Η μείωση αυτή μπορεί, βεβαίως, να αποδειχθεί προσωρινού χαρακτήρα, και να αντιστραφεί καθώς η οικονομία ανακάμπτει».

Εάν όμως «δεν ανακάμψει δυναμικά ο πληθυσμός, όλα τα παιδιά που δεν γεννήθηκαν ή δεν θα γεννηθούν από εδώ και πέρα, θα λείπουν ως παραγωγικό δυναμικό στις δεκαετίες του 2030 και 2040, και αυτό θα προκαλέσει καθήλωση της δυνητικής ανάπτυξης της χώρας» τονίζεται.

Όπως σημειώνεται ακόμη στο δελτίο: «Η Ελλάδα βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή. Έχουμε υποχρέωση απέναντι στα παιδιά μας να αναστρέψουμε το δημογραφικό μαρασμό της χώρας. Και αυτό μόνο με αλλαγή προτεραιοτήτων στη δημοσιονομική και μεταναστευτική πολιτική μπορεί να επιτευχθεί. Στο πλαίσιο αυτό, εποικοδομητικό ρόλο θα παίξει η μείωση του μη μισθολογικού κόστους και του φορολογικού βάρους των οικογενειών, βελτιώσεις στην προστασία της απασχόλησης των γυναικών κατά τη διάρκεια της μητρότητας, η διευκόλυνση της απασχόλησης των γυναικών, μέσω της παροχής καθολικής βρεφονηπιακής φροντίδας, φορολογικά κίνητρα για επιστροφή Ελλήνων από το εξωτερικό και μια στοχευμένη πολιτική προσέλκυσης μεταναστών με ειδικές δεξιότητες για τις ανάγκες κλάδων της οικονομίας που βρίσκονται σε δυναμική τροχιά ανάπτυξης».

«Η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα σε βάθος λίγων δεκαετιών να αυξήσει σημαντικά τον πληθυσμό της και μόνο υπό αυτή την προϋπόθεση θα μπορέσει να αποκτήσει βαρύνοντα γεωπολιτικό και οικονομικό ρόλο στην περιοχή της ΝΑ Μεσογείου» καταλήγει η επισκόπηση του δελτίου.

Εκρηκτικό μίγμα η γήρανση του πληθυσμού με την υπογεννητικότητα στην Ελλάδα

Κυριακή, 30/09/2018 - 13:00

Από δυσοίωνα έως και αρκετά ανησυχητικά θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν τα στατιστικά στοιχεία και οι προοπτικές μελέτες για την εξέλιξη του πληθυσμού της Ελλάδας αλλά και της Ευρώπης.
Τα συστηματικά χαμηλά ποσοστά γεννήσεων και το υψηλότερο προσδόκιμο ζωής μετασχηματίζουν τη σύνθεση της ηλικιακής πυραμίδας. Η σημαντικότερη αλλαγή θα είναι ίσως η μεγάλη μετάβαση προς έναν κατά πολύ γηραιότερο πληθυσμό, κάτι που είναι ήδη εμφανές σε αρκετά κράτη-μέλη της ΕΕ.

Αυτά επισημαίνει η Ελληνική Γεροντολογική και Γηριατρική Εταιρεία εν όψει της 1ης Οκτωβρίου, Παγκόσμιας Ημέρας Ηλικιωμένων, και τονίζει πως η υπογεννητικότητα είναι χρόνιο πρόβλημα για την πατρίδα μας.

Σύμφωνα με τα στοιχειά που δίνει στη δημοσιότητα, ο μέσος όρος ολικής γονιμότητας, δηλαδή παιδιών ανά ζεύγος, είναι 1,26, σταθερός τα τελευταία χρόνια, όταν ο μέσος όρος της ΕΕ είναι 1,49. Επισημαίνεται ότι για να διατηρηθεί σταθερός ο πληθυσμός πρέπει ο δείκτης γονιμότητας να είναι πάνω από 2,1. Η Ελλάδα και η Ιταλία καταγράφουν τον τρίτο χαμηλότερο δείκτη γεννήσεων (9?) στην Ε.Ε., μετά τη Γερμανία (8,4?) και την Πορτογαλία (8,5?).

Στα 8,3 έως 10 εκατ. κατοίκους ο πληθυσμός στην Ελλάδα το 2050

Ως αποτέλεσμα της υπογεννητικότητας και της γήρανσης του πληθυσμού αλλά και του αρνητικού ισοζυγίου μετανάστευσης, υπολογίζεται ότι θα έχουμε μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας από τα 11 εκατομμύρια το 2013 στα 8,3 έως 10 εκατομμύρια το 2050. Η ελάττωση του πληθυσμού θα κυμανθεί από 800.000 μέχρι 2,5 εκατομμύρια άτομα. Ο πληθυσμός της ΕΕ την 1η Ιανουαρίου 2016 εκτιμήθηκε σε 510,3 εκατ. Οι νέοι (0 έως 14 ετών) αντιστοιχούσαν στο 15,6% του πληθυσμού της ΕΕ, ενώ τα πρόσωπα που θεωρούνται ότι είναι σε ηλικία εργασίας (15 έως 64 ετών) αντιστοιχούσαν στο 65,3% του πληθυσμού. Οι ηλικιωμένοι (65 ετών και άνω) αποτελούσαν το 19,2% (αύξηση 0,3% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος και αύξηση 2,4% σε σύγκριση με 10 χρόνια πριν). Σύμφωνα με τις καταγραφές της EuroStat, η Ιταλία (22,0%), η Ελλάδα (21,3%) και η Γερμανία (21,1%) είχαν τα υψηλότερα ποσοστά ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών, ενώ η Ιρλανδία είχε το χαμηλότερο ποσοστό (13,2%).

Οι προβλέψεις του ΟΗΕ

Με βάση τις εκτιμήσεις των Ηνωμένων Εθνών για την προοπτική εξέλιξης του παγκόσμιου πληθυσμού από το 2010 μέχρι το 2050, προβλέπεται αύξηση 188% για τα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών, 351% για τα άτομα ηλικίας άνω των 85 ετών και 1004% για τα άτομα που ξεπερνούν τα 100 χρόνια. Αυτές οι εντυπωσιακές αυξήσεις των ατόμων της τρίτης ηλικίας βρίσκονται σε αντιδιαστολή με μία αύξηση μόλις 22% του γενικού πληθυσμού ηλικίας από 0-64 ετών για το ίδιο χρονικό διάστημα. Στις προβολές EUROPOP 2015, ο πληθυσμός της ΕΕ αναμένεται να κορυφωθεί στα 528,6 εκατ. περίπου το 2050 και στη συνέχεια να μειωθεί σταδιακά σε 518,8 εκατομμύρια έως το 2080.

Αυξάνουν οι πολύ ηλικιωμένοι

Μια άλλη πτυχή της δημογραφικής γήρανσης είναι η σταδιακή γήρανση του ίδιου του πληθυσμού των ηλικιωμένων, καθώς η σχετική σημασία των πολύ ηλικιωμένων αυξάνεται με ταχύτερο ρυθμό απ' ό,τι οποιαδήποτε άλλη ηλικιακή κατηγορία του πληθυσμού της ΕΕ. Το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 80 ετών και άνω στον πληθυσμό της ΕΕ-28 προβλέπεται να υπερδιπλασιαστεί μεταξύ του 2016 και του 2080, από 5,4% σε 12,7%.

Η Ελλάδα κατατάσσεται στις πρώτες θέσεις μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε γηράσκοντα πληθυσμό (ποσοστό αύξησης 21,4%) έναντι μέσου όρου της ΕΕ 17,2%. Τα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών αντιπροσωπεύουν σήμερα στη χώρα μας ποσοστό πάνω από το 21,3% του πληθυσμού και σύμφωνα με τις προβλέψεις το 2030 θα είναι περίπου το 30% του πληθυσμού ενώ το 2050 θα πλησιάσουν το 1/3 του πληθυσμού.

Αυτή η δημογραφική γήρανση -κοινή σε όλες τις δυτικού τύπου χώρες- προκαλεί πολλά προβλήματα ιατρικά, κοινωνικά, οικογενειακά, οικονομικά, ασφαλιστικά, κ.ά. που θα προσλάβουν εκρηκτικές διαστάσεις στις προσεχείς δεκαετίες. Εξάλλου, δεδομένα από την ετήσια έκθεση της διεθνούς οργάνωσης Help Age International του 2015 για την ποιότητα της ζωής των ηλικιωμένων χαρακτηρίζει την Ελλάδα ως μια από τις χειρότερες χώρες για να ζουν οι πολίτες άνω των 60 ετών και κατατάσσει τη χώρα μας στην 79η θέση μεταξύ 96 χωρών, όσον αφορά την κοινωνικο-οικονομική ευημερία, δηλ. κάτω από τη Βενεζουέλα και τη Νότια Αφρική.






ΑΠΕ