Το …επίδομα εργοδοσίας

Τετάρτη, 31/08/2016 - 17:00
(ή μικρές και  μεγάλες εικόνες για μια μεγάλη κυβερνητική απάτη)
Παναγιώτης Μαυροειδής
αναδημοσίευση από pandiera


Η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι (πιλοτικά), αντί για επίδομα ανεργίας στον άνεργο θα δίνεται το αντίστοιχο ποσό ως επιδότηση στην επιχείρηση για να τον προσλάβει. Με τον τρόπο αυτό η τελευταία θα καταβάλει μόνο τη διαφορά. Για παράδειγμα, για επιδοτούμενο από τον ΟΑΕΔ άνεργο με επίδομα ανεργίας 360 ευρώ που θα προσληφθεί σε θέση πλήρους απασχόλησης με μισθό 586 ευρώ (ή 511 ευρώ για τους νέους), ο εργοδότης θα καταβάλλει κάθε μήνα 226 (ή 151 ευρώ για τους νέους), ευρώ συν τις αναλογούσες στο ποσό αυτό εισφορές.

Κατ’ αρχήν ας δούμε πόσους και ποιους αφορά το μέτρο, που ανακοινώθηκε «εν χορδαίς και οργάνοις»: Θα εφαρμοστεί πιλοτικά για 10.000 εγγεγραμμένους και επιδοτούμενους από τον ΟΑΕΔ ανέργους. Σε ένα σύνολο περίπου 120.000 επιδοτούμενων από ένα γενικό σύνολο περίπου 1.200.000 εγγεγραμμένων στον ΟΑΕΔ. Έτσι για να μη χάνουμε τη μεγάλη και θλιβερή εικόνα…

Έτσι λοιπόν το γλίσχρο επίδομα ανεργίας το οποίο καταβαλλόταν μόλις στο 10% των εγγεγραμμένων ανέργων, προοδευτικά και ξεκινώντας από τις «μικρές επιχειρήσεις» που απασχολούν 1-9 άτομα (αποτελούν το 90% των επιχειρήσεων!), θα πηγαίνει στην τσέπη του εργοδότη αντί του ανέργου. Σημειώνεται ότι τα χρήματα αυτά του ΟΑΕΔ έχουν προκύψει από εισφορές των εργαζομένων. Δηλαδή, το κράτος παίρνει  από το ‘’τσουβάλι’’ των ασφαλιστικών κρατήσεων υπέρ ανεργίας ή της «εισφοράς αλληλεγγύης» και δίνει κατ’ ευθείαν στις επιχειρήσεις…

Ας δούμε το πρώτο παραμύθι που συνοδεύει το μέτρο:

«Διευκολύνεται η επιχείρηση να προσλάβει και έτσι θα μειωθεί η ανεργία».

Ας αναζητήσουμε ξανά τη «μεγάλη εικόνα», θέτοντας το ερώτημα:

Από την καταβαράθρωση των μισθών και γενικά του εργοδοτικού κόστους την τελευταία εξαετία, μειώθηκε μήπως η ανεργία ή μήπως αυξήθηκε συντριπτικά;  

Η λειτουργία της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας με όρους «ανταγωνιστικότητας» και «ανοιχτών αγορών» στο πλαίσιο της ΕΕ, είναι αδύνατη χωρίς συνεχή και κολοσσιαία μείωση των μισθών, καθώς αυτοί όχι μόνο είναι πολλοί χαμηλότεροι σε άλλες γειτονικές χώρες της ΕΕ, αλλά και επειδή την ίδια πορεία μείωσης ή παγώματος βλέπουμε και στις ηγεμονικές χώρες της ΕΕ όπως τη Γερμανία.

Επομένως, το δίλημμα «υψηλοί μισθοί και ανεργία ή χαμηλοί μισθοί και δουλειά για περισσότερους», είναι εντελώς κάλπικο.

Η αλήθεια είναι αδυσώπητη:  Και χαμηλοί μισθοί και μαζική ανεργία, μεταξύ των άλλων ως πίεση για χαμηλούς μισθούς.

Διέξοδος από αυτό το καταστροφικό σπιραλ για την εργατική τάξη στην Ελλάδα, δεν υπάρχει παρά μόνο με μέτρα που θα «κονταίνουν» το κεφάλαιο και θα ανατρέπουν την πρόσδεση της Ελλάδας στο σφαγείο της ΕΕ.

Υπάρχει τώρα και ένα δεύτερο παραμύθι:

«Το μέτρο είναι εθελοντικό και συμβάλλει στην επιβίωση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και ισχύει μόνο για αυτές».

Κατ’ αρχήν ας μη ξεχάσουμε ότι μιλάμε για το 90% των επιχειρήσεων. Επίσης, ας είμαστε σίγουροι ότι συντομότατα ο περιορισμός αυτός θα αρθεί και θα ισχύσει και για τις μεγάλες επιχειρήσεις και επίσης δε θα υπάρχει «επιλογή» του ανέργου.

Το σπουδαιότερο όμως βρίσκεται αλλού: Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, όπως και όλες οι προηγούμενες αστικές κυβερνήσεις, μεταφέρει στο μικρο-μεσαίο κεφάλαιο ένα συγκεκριμένο μήνυμα που αποτελεί σημαντικότατη πλευρά των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής («μνημόνια»):

«κοιτάξτε κύριοι, όντως σας έχει μπει η θηλιά στο λαιμό από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις και τον ανταγωνισμό που επιβάλλουν, αλλά ακόμη και σε αυτές λόγω των υπέρτερων δυνατοτήτων που έχουν οι Ευρωπαϊκές Πολυεθνικές. Όμως, μπορείτε να παρηγορηθείτε έχοντας ως αντίτιμο την υποστήριξή μας στην απόλυτη καθίζηση του εργατικού μισθού».

Πρόκειται δηλαδή για τη συνομολόγηση ενός ιδιότυπου  «αστικού κοινωνικού συμβολαίου» με ταυτόχρονο εξανδραποδισμό του κόσμου της εργασίας και διαμόρφωση κοινωνικού μπλόκ συμμαχιών εναντίον του. Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για φενάκη, καθώς με ταχύτατο ρυθμό οι μικρο-μεσαίες επιχειρήσεις καταπίνονται από τις μεγάλες πολυεθνικές, συνιστά μια διαδικασία κοινωνικής και πολιτικής αντιδραστικοποίησης των μεσαίων στρωμάτων, που μπορεί να αναχαιτιστεί μόνο με όρους εργατικής πολιτικής και όχι υποταγής σε μια δήθεν συμμαχική συμπόρευση με τον υπό εκτέλεση αφηνιασμένο «μικρό εργοδότη».

Ας δούμε και το τρίτο παραμύθι:

«Με τον τρόπο αυτό, βοηθούμε τον άνεργο να κινηθεί δραστήρια, δουλεύοντας και αποκτώντας εμπειρία και όχι να επαφίεται σε ένα μικρό επίδομα, αδιαφορώντας για την ανεύρεση δουλειάς».

Κατ’ αρχήν δεν πρόκειται για  πρωτότυπο επιχείρημα. Αντίθετα στα Βρυξελιανά, αυτό το έχουν ονομάσει«ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης» και είναι σήμα κατατεθέν των πολιτικών της ΕΕ. Έχουν δε δαπανηθεί δις και δις για την χρηματοδότηση αυτής της κατεύθυνσης από τα κοινοτικά προγράμματα. Ασφαλώς και είχε αποτέλεσμα, αλλά μόνο στο φτήνεμα της εργασίας και την εξάπλωση της μερικής και προσωρινής απασχόλησης.

Πέραν τούτου, το επιχείρημα αυτό έχει και ισχυρή ιδεολογική λειτουργία, ακόμη και εντός των λαϊκών στρωμάτων. Η αντίληψη που πλασάρεται είναι ότι οι άνεργοι  υπάρχουν ακριβώς επειδή «δε θέλουν να δουλέψουν» ή επειδή παίρνουν επίδομα και με αυτό «πίνουν φραπέδες».

Αλήθεια, ποια ανθηρή βιομηχανία, σφύζων ιδιωτικός τομέας ή δημόσιος, περιμένουν αυτούς τους «τεμπέληδες» να πιάσουν δουλειά;  Και πάλι η «μικρή εικόνα» του παραιτημένου ανθρώπου λόγω της αδυναμίας να βρει κάποια δουλειά με στοιχειωδώς αξιοπρεπείς όρους, κρύβει τη «μεγάλη εικόνα» της παραγωγικής ερήμωσης, μαζικής ανεργίας, αλλά και μαζικής μετανάστευσης.

Καθόλου αθώο βέβαιο αυτό το σχήμα: Το «φάρμακο» ενάντια στην «τεμπελιά» είναι να δουλέψει κανείς όχι μόνο με τους προαναφερόμενους όρους του «επιδόματος εργοδοσίας», αλλά ακόμη και τζάμπα. Πάνω από ένα εκατομμύριο είναι ήδη οι τσαλαπατημένοι εργαζόμενοι που δουλεύουν χωρίς να πληρώνονται καθόλου ή που παίρνουν μόνο κάποιο ακαθόριστο «έναντι».

Και εδώ τα πράγματα γίνονται σοβαρότερα:

Ζητούμενο δεν είναι μόνο ο φτηνός εργαζόμενος αλλά και η διάλυση της προσωπικότητάς του με την αποδοχή της σύγχρονης εργασιακής δουλοπαροικίας ως αρετής επιβίωσης.

Για αυτό και η αντίσταση σε αυτόν τον μεσαίωνα δεν μπορεί να γίνει μόνο με οικονομικούς όρους και λογικές «επιβίωσης», αλλά και  με απελευθερωτικούς όρους ατομικής και συλλογικής αξιοπρέπειας των εργαζομένων, δηλαδή από τη σκοπιά ενός μαχόμενου μετώπου χειραφετητικής εργατικής πολιτικής

Δολοφονήστε επειγόντως το BREXIT!

Κυριακή, 19/06/2016 - 17:09
Παναγιώτης Μαυροειδής

Η  42χρονη βουλευτίνα  των Εργατικών Jo Cox  δολοφονήθηκε την Πέμπτη 16/6/2016, από το χέρι κάποιου που συνδέεται σύμφωνα με πληροφορίες με ακροδεξιά οργάνωση.

Συγκλονιστικό πραγματικά γεγονός για τη Μεγάλη Βρετανία, που δείχνει προς τα πού πηγαίνουν τα πράγματα.

Το τι και πως συνέβη πίσω από τη στυγερή δολοφονία, θα αποκαλυφθεί σύντομα. Ωστόσο έχει σημασία να δούμε πως αντιμετωπίζουν το γεγονός τα συστημικά μέσα ενημέρωσης στη Μεγάλη Βρετανία και όχι μόνο.

Λένε πως «σύμφωνα με πληροφορίες» ο δράστης πριν υψώσει το δολοφονικό του χέρι, φώναξε «Πρώτα η Βρετανία».

Ο συνειρμός είναι κάτι παραπάνω από φανερός: Οι οπαδοί του BREXIT αν δεν έχουν άμεση εμπλοκή, σίγουρα διαμορφώνουν το έδαφος για ανάπτυξη δολοφονική βίας.

Επίσης, τονίζεται με έμφαση πως η αδικοχαμένη βουλευτίνα, στην παρθενική της ομιλία μετά την εκλογή της στη Βουλή, είχε μιλήσει σθεναρά υπέρ των δικαιωμάτων των προσφύγων.

Εδώ ο συνειρμός είναι πιο έμμεσος: Οι οπαδοί του ΒΡΕΧΙΤ, στοχεύουν ακριβώς αυτούς που δίνουν μια ηρωική μάχη με κίνδυνο της ζωής τους, για τους ευγενέστερους σκοπούς. Φυσικά η Jo Cox δε μπορεί να μας πει αν δέχεται αυτή τη χυδαία ένταξη των προσπαθειών της στην πτέρυγα του REMAIN EU.

H εφημερίδα Guardian δεν κρατάει τα προσχήματα και βιάζεται να μπει στο ψητό: «Ραγδαία αλλαγή του κλίματος για το δημοψήφισμα», αναγγέλλει περίοπτα στην ηλεκτρονική της έκδοση μιλώντας για ανακοπή του ρεύματος του BREXIT. Ωστόσο, παρ’ όλα αυτά, πάντα σύμφωνα με την εφημερίδα,  η αποχώρηση από την ΕΕ έχει προβάδισμα με ποσοστό 48% έναντι 43% που επιθυμούν την παραμονή. Σίγουρα ωστόσο το αποτέλεσμα αυτό δίνει άλλη εικόνα από αυτή της προηγούμενης βδομάδας όπου σύμφωνα με την εταιρεία ερευνών Ipsos το BREXIT είχε άνοδο κατά 10% με ισοδύναμη υποχώρηση του στρατοπέδου της παραμονής.

Μην ξεχνιόμαστε: όλα αυτά συζητούνται μία μόλις βδομάδα πριν το κρίσιμο δημοψήφισμα της ερχόμενης Πέμπτης και ενώ τα πολυβόλα της κινδυνολογίας στην περίπτωση του BREXIT βρυχώνται ακατάπαυστα.

Το ΔΝΤ με έκθεσή του βεβαιώνει πως οι επιπτώσεις θα είναι βαρύτατες, με πρώτη συνέπεια την δραματική αύξηση των φόρων για τους Βρετανούς πολίτες.

Από κοντά και το London School of Economics που κάνει λόγο για τραγικές αναταράξεις στον τομέα της κατοικίας και της αγοράς real estate.

Ευρωπαϊκή Ένωση κλονίζεται συθέμελα, από τις ίδιες τις δικές της αξεπέραστες αντιφάσεις. Λειτούργησε και λειτουργεί  ως βασικό  εργαστήρι  και υπερ-όπλο  του κεφαλαίου για την προώθηση τρομακτικών αντεργατικών, αντικοινωνικών, αντιδημοκρατικών τομών βάθους που οδηγούν σε μόνιμη μαζική ανεργία και καταβαράθρωση μισθών, εργασιακών σχέσεων και κοινωνικών πολιτικών. Η ίδια η «επιτυχία» της στην καταβαράθρωση της θέσης της εργατικής τάξης στα σπλάγχνα της, δημιουργεί τους όρους της κοινωνικής  αστάθειας και πολιτικής απο-νομιμοποίησής της. Η προοδευτική σοσιαλιστική εναλλακτική σε αυτή την κατάρρευση κάθε άλλο παρά είναι υπαρκτή, μεταξύ των άλλων διότι η πλειονότητα της αριστεράς θεώρησε τη μακροημέρευση της ΕΕ ως δεδομένη. Στα συντρίμμια της αποδόμησής τους (μια υπόθεση που επανέρχεται κατά κύματα με  GREXIT, BREXIT, παλιότερα απορριπτικά δημοψηφίσματα για Ευρωσύνταγμα κ.α.), θα βρεθούν τα υλικά νέων αναζητήσεων και ποικίλων πολιτικών και κοινωνικών προσανατολισμών σε σφοδρή ταξική  αντιπαράθεση μεταξύ τους

Δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο από τραγικό από το να σπεύδουν στην υπεράσπιση αυτού του  πτώματος δυνάμεις που μιλούν στο όνομα της αριστεράς όπως η νέα ‘’αριστερή» ηγεσία των Εργατικών υπό τον Corbyn  ή πιο γελοίο από το να κρατιούνται ίσες αποστάσεις όπως κάνει το ΚΚΕ.

Το συμφέρον του εργατικού κινήματος είναι μια νίκη του ΒΡΕΧΙΤ και ένας δυνατός, αλυσιδωτός κλονισμός της αντιδραστικής μηχανής που λέγεται ΕΕ.

Και μετά;

Δυστυχώς είναι ανάγκη να πούμε τα αυτονόητα.

Η αποχώρηση χωρών από την ΕΕ είναι απολύτως ΑΝΑΓΚΑΙΑ συνθήκη για ήττα της νεοφιλελεύθερης αντεργατικής πολιτικής του φονικού καπιταλισμού της εποχής μας. Δεν είναι όμως και ΙΚΑΝΗ, καθώς απαιτείται μια καθολική ρήξη σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο κατά των καπιταλιστικών δομών και της συνολικής εξουσίας του κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστικών οργανισμών του. Εδώ ακριβώς είναι που συναντάται η μάχη για δημοκρατία, λαϊκή κυριαρχία και αποτίναξη του ιμπεριαλιστικού βρόγχου της ΕΕ,  με τον ταξικό αντικαπιταλιστικό αγώνα στο εσωτερικό κάθε χώρας.

Το ερώτημα δεν  είναι γιατί υπάρχουν τμήματα του κεφαλαίου τα οποία ως αποτέλεσμα της βαθιάς πολιτικής κρίσης του οικοδομήματός του, πλαισιώνουν και τις δύο πλευρές του διλήμματος   «έξοδος ή παραμονή;». Απλούστατα αναζητούν  εναλλακτικό Σχέδιο Β στο βασικό  κλυδωνιζόμενο σχέδιο του αστικού κόσμου.  Αντίθετα, είναι απορίας άξιο:  ως πότε οι  δυνάμεις της εργατικής πολιτικής θα επιμένουν να μην κατανοούν ότι πρωτίστως πρέπει να πάρουν θέση χωρίς μασημένα λόγια υπέρ του  Σχεδίου Α του εργατικού κινήματος που είναι ο δρόμος  ρήξης και αποδέσμευσης με σκοπό την διάλυση και καταστροφή της Ευρωπαϊκής Ένωσης;

Τα παραμύθια έχουν τελειώσει. Στην ΕΕ δεν κυριαρχεί (συγκυριακά) ο νέο-φιλελευθερισμός όπως παπαγαλίζει η «ευρωπαϊκή αριστερά» μιλώντας για «μετασχηματισμό» της, αλλά αντίθετα η ΕΕ είναι ο ίδιος ο  νεοφιλελευθερισμός ή πιο σωστά η συμπυκνωμένη μορφή του κοινωνικού πολέμου του κεφαλαίου σε βάρος των εργαζομένων.

Η Ελλάδα, η Γαλλία, οι εργατογειτονιές του Λονδίνου και αλλού, δεν αποτελούν τίποτα άλλο παρά ψηφίδες της κοινωνικές Guernica που σχηματίζεται μπρος στα μάτια μας, από την πιο μεγάλη κοινωνική αναμέτρηση όλων των εποχών. Αυτή που δεν έχουμε συνειδητοποιήσει και δεν έχουμε διαμορφώσει σχέδιο επαναστατικής απάντησης…



πηγή pandiera

Γιατί μπορούν και τα κάνουν; Τόσο εύκολα;

Κυριακή, 29/05/2016 - 17:05
Αναδημοσίευση από pandiera

Τα μέτρα που  ψηφίστηκαν στη Βουλή ή αυτά που συμφωνήθηκαν στο Eurogroup  δε θέλουν  ανάλυση. Όση προκλητικήψευδολογία και αν επιστρατεύσει η κυβέρνηση, η ουσία δεν αλλάζει.

Μείωση των συντάξεων, εξοντωτική φοροληστεία, θέσπιση μνημονίου διαρκείας με τον λεγόμενο «κόφτη», αμόκ ιδιωτικοποιήσεων, πλήρης καταστρατήγηση κάθε έννοιας λαϊκής κυριαρχίας και παράδοση των πάντων στο Διευθυντήριο της ΕΕ και του διεθνούς κεφαλαίου (αυτό που βαφτίζουν πιστωτές και επενδυτές) για 100 χρόνια.

Μια ακραία δεξιά νεοφιλελεύθερη πολιτική, που έχουν το θράσος να τη ντύνουν με «αριστερά» περιτυλίγματα φουσκώνοντας την προπαγάνδα της ακροδεξιάς.

Κατά τα άλλα, πέφτει χοντρό δούλεμα στον κόσμο που παρατηρεί σαστισμένος.

Έτσι, οι μεν ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ λένε ότι ψηφίζουν πανστρατιά τα μέτρα (πλην μισής διαφοροποίησης)  που «δεν τους αρέσουν και τόσο», οι δε ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΠΟΤΑΜΙ, δεν ψηφίζουν τα  μέτρα, τα οποία τους «αρέσουν τρομερά», πολύ περισσότερο και από το περασμένο καλοκαίρι όταν τα είχαν ψηφίσει!

Πως το μπορούν όμως και δε καίγεται το σύμπαν;

«Αδιάφορος παλιο-λαός» μήπως;

Βολεύει πολλούς αυτή η ερμηνεία.

Βολεύει τους κυβερνητικούς ασχημονούντες που καμώνονται πως αυτά κάνουν μιας και ο «κόσμος δεν έχει κότσια για πολλά».

Βολεύει την τουλάχιστον ανεπαρκή αριστερή κοινοβουλευτική (ή κοινοβουλευτικής λογικής) αντιπολίτευση: «αφού δε  ξεσηκώνετε ο κόσμος, τι να σου κάνουμε και εμείς;»

Βολεύει και το «μέσο πολίτη», που με το γνωστό «αφού κανείς δε νοιάζεται…», μιλώντας για τους «άλλους», τακτοποιεί και τη δική του απουσία  δράσης. «Πάντα για άλλους μιλάμε…», που λέει και ο στίχος.

Ας μη μιλήσουμε ξανά για την αντεργατική εκστρατεία της ΕΕ, το νεοφιλελεύθερο Μητσοτάκη ή τον «προδότη» Τσίπρα. Δε λένε πολλά ούτε και οι κατάρες και τα ηχηρά λόγια  πως ο τελευταίος «θα πληρώσει, θα κάτσει στο σκαμνί» και άλλα τέτοια, που αμολάει η Ζωή Κωνσταντοπούλου. Έκατσαν μήπως ο Σαμαράς, ο Βενιζέλος,  ο Παπαδήμος, ή οι εκάστοτε Υπουργοί Οικονομικών και Εργασίας;

Τολμούμε να πούμε: Δε θα λογοδοτήσει και δε θα πληρώσει κανείς, αν δε συζητήσουμε ουσιαστικά και πάνω στα ουσιώδη ερωτήματα που αφορούν όχι «αυτούς», αλλά «εμάς», την  αριστερά,  την αντίσταση σε αυτούς με στόχο την ανατροπή της πολιτικής τους.

Διατυπώνουμε μερικές σκέψεις.

Ας θυμηθούμε το «όλοι μαζί τα φάγαμε» του Πάγκαλου. Ήταν για πολλούς πρόκληση και ύβρις, αλλά δεν ήταν μπαρούφα της στιγμής. Οι του ΠΑΣΟΚ (και όχι μόνο) επιχείρησαν τότε, απευθυνόμενοι σε τμήματα των μικρομεσαίων, αλλά και κάποιων καλύτερα αμειβόμενων μισθωτών στρωμάτων, να μετατρέψουν  τη συνενοχή τους σε μια ορισμένη (και περιορισμένη) περίοδο σε πρακτικές συναλλαγής κάτω από το τραπέζι με την εξουσία, σεπολιτική ανοχή στο μνημόνιο διαρκείας που έσκαγε μύτη.

Ε, λοιπόν σήμερα έχουμε από μεριάς ΣΥΡΙΖΑ το εξής ανάλογο: «Μαζί δεν τα χάψαμε;». Ούτε αυτό είναι στον αέρα. Εξηγούμαστε:

Πρώτον, η κυβέρνηση και οι λοιποί, τολμούν  και τα κάνουν, διότι ηγεμόνευσε καταλυτικά μέσα στην αριστερά και στο ευρύτερο λαϊκό κίνημα,  η άποψη ότι «το πρώτο και κύριο ζητούμενο είναι να έχεις μια‘’αριστερή’’ κυβέρνηση στα χέρια σου και όλα τα άλλα θα έρθουν». Το μνημόνιο θα το καταργούσε με ένα νόμο και χωρίς να ανοίξει ρουθούνι με την ευρωζώνη και την ΕΕ. Το χρέος θα ψιλο-σβηνόταν μετά από εξήγηση του θέματος στους «εταίρους».  Η ΕΕ θα άλλαζε μαγικά και θα γινόταν των λαών. Οι συντάξεις και μισθοί θα βελτιώνοντας χωρίς να πειραχτεί καθόλου η αστική ολιγαρχία, εκτός ίσως των «καναλαρχών».  Δεν πρόκειται καθόλου για θεωρητικό ζήτημα. Αυτό συμπύκνωσε ο ΣΥΡΙΖΑ, αυτό εισπράττεται με πλήρη απογοήτευση τώρα σε ευρεία τμήματα.

Η αντίληψη πως το ΠΡΩΤΟ, το ΚΥΡΙΟ και το ΚΑΘΟΡΙΣΤΙΚΟ, δεν είναι μια κυβέρνηση –που αναγκαστικά θα διαχειρίζεται  τη συνέχεια ενός εχθρικού προς το λαό κράτους, καθώς και τη διεκπεραίωση των ‘’υποχρεώσεων’’ προς το ευρωπαϊκό κεφάλαιο- αλλά ο οργανωμένος και μαχόμενος λαός που με τη δύναμη της συλλογικής δράσης,  θα μπορεί να  καθυστερεί την επίθεση, να καταχτά πράγματα,  να ανατρέπει και τελικά κάτω υπό προϋποθέσεις άλματος στη δράση του να επιβάλει   και άλλο δρόμο και δική του κυβέρνηση και εξουσία, δυστυχώς δεν πήρε κεφάλι. Δεν ηττήθηκε οριστικά ή στρατηγικά, αλλά σε αυτή τη φάση (της «αντι-μνημονιακής» κολασμένης εποχής), δεν πήρε σημαντικό προβάδισμα και δεν όρισε τις εξελίξεις.

Αυτή η κατεύθυνση, με ευθύνη πολλών, ακόμη και αριστερών και μαρξολογούντων, παρουσιάστηκε ως πολύ «λίγη» έναντι του «θαύματος» της «αριστερής κυβερνητικής αλλαγής» και ως φτωχή «κινηματική» προσέγγιση έναντι της πεμπτουσίας της «μαγικής» πολιτικής πρότασης για την «κυβέρνηση της αριστεράς».

Μη ξεχνάμε πόσοι και πόσοι στριμώχτηκαν στην «αριστερή» (και πάντα …κριτική)  υποστήριξη της πολιτικής στρατηγικής ΣΥΡΙΖΑ και κάθε «διαπραγματευτικής» πιρουέτας του. Μη λησμονούμε τη σιγουριά τους για την «τεράστια ανακούφιση που θα έφερνε η πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ σε εκατομμύρια Ελλήνων», η οποία υποτίθεται ότι δεν προϋπόθετε κανενός είδους «αριστερή πολιτική» ή ρήξη, άσχετο αν η τελευταία ήταν ίσως επιθυμητή καθαρά για «ιδεολογικούς λόγους», χωρίς ωστόσο «να είναι και της ώρας».   Έκδηλη η απουσία τόσο ορθής εκτίμησης για τον χαρακτήρα της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και –ακόμη σπουδαιότερο – λάθη ιεράρχησης πολιτικών και κινηματικών καθηκόντων μα και συνδυασμού κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής πάλης, που σήμερα κοστίζουν πολύ ακριβά. Λίγη και λειψή η αυτοκριτική για όλα αυτά.

Δεύτερο, μπορούν και τα κάνουν, διότι η άλλη, η πιο αριστερή εκδοχή  της κοινοβουλευτικής διαχειριστικής αριστεράς,  δηλαδή το ΚΚΕ,   δεν πίστεψε ποτέ ότι μπορεί να υπάρξει ανατροπή της αντεργατικής αστικής μνημονιακής εκστρατείας και δε στόχευσε σε αυτήν. Στη βάση αυτής της ηττοπαθούς εκτίμησης, κινήθηκε  λάθος σε δύο βασικά θέματα.

Το πρώτο ήταν και είναι  το θέμα του χρόνου: «Αφού δε μπορεί να υπάρξει ανατροπή τώρα, έτσι και εμείς επιλέγουμε αγωνιστικό σημειωτόν, θεωρώντας ότι το μέλλον -λες και αυτό έχει μια αυτοτελή ύπαρξη έναντι του ρέοντος παρόντος -με ένα μαγικό τρόπο θα μας δικαιώσει, «όταν θα έχει ξεβρακωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ».

Το δεύτερο, ήταν και είναι το ζήτημα του πεδίου: «Αφού στο ευρύ πεδίο των μαζικών κοινωνικών αγώνων και ακόμη περισσότερο της συνολικής πολιτικής επαναστατικής ανατροπής ‘’δεν υπάρχουν όροι και προϋποθέσεις’’, επιλέγουμε εκλογική προπαγάνδα, αποκαλύψεις, συλλογή ψήφων και μελών. Μαζί και  περίκλειστες, ελεγχόμενες  συμβολικές κινητοποιήσεις, προσδοκώντας σε μια διαρκή ‘’εξαγωγή πολιτικών συμπερασμάτων’’ και ‘’αλλαγή των συσχετισμών’’. Όχι στο επίπεδο της συνολικής ταξικής πολιτικής διαπάλης, αλλά εντός των ‘’οικοπέδων» της αριστεράς’’.

Ωστόσο, τραγικά αποδεικνύεται ότι, μια κοινωνία που ηττάται και κυρίως κόσμος που χάνει τα πάντα χωρίς να έχει την αίσθηση ότι έδωσε μάχες στις οποίες αν μη τι άλλο θα ένοιωθε και θα στερέωνε την συλλογική  δύναμή του, δεν έχει ιδιαίτερη όρεξη για «πολιτικά συμπεράσματα».

Η αντικαπιταλιστική κομμουνιστική αριστερά, κινούμενη ανάμεσα στις δύο αυτές συμπληγάδες, έθεσε διαφορετικά κριτήρια, ακούστηκε, προβλημάτισε, κέρδισε την εκτίμηση,  αλλά δεν κατάφερε πολλά πράγματα, δεν συγκέντρωσε σημαντικές δυνάμεις. Υπάρχουν αντικειμενικοί, αλλά και υποκειμενικοί λόγοι για αυτό. Συνέβαλαν σε αυτό και οι ταλαντεύσεις τμημάτων της, που πρόβαλαν λογικές «αριστερού μετώπου για κυβερνητική λύση» , προτάσσοντάς το στην ουσία  έναντι της αναγκαίας αριστερής πολιτικής και των προϋποθέσεων ρήξης. Στο μέτρο που της αναλογεί, χρεώνεται και αυτή άλλης τάξης, αλλά όχι λιγότερο σοβαρές ευθύνες.

Μπορούν και τα κάνουν λοιπόν, η κυβέρνηση και τα αφεντικά της στην ΕΕ,  διότι «εμείς» οι άλλοι (ο πληθυντικός χρησιμοποιείται αρκετά καταχρηστικά), για διαφορετικούς λόγους είμαστε πράγματι «λίγοι».

Όλα αυτά δεν αφορούν μόνο την προ-ΣΥΡΙΖΑ εποχή, αλλά και την περίοδο που διανύουμε.

Τόσο οι μεγάλες αντοχές και το απόθεμα αλληλεγγύης που φανέρωσε η κοινωνία με αφορμή τους πρόσφυγες, όσο και η αγωνιστική ανάταση του διμήνου Γενάρη-Φλεβάρη, μας έδειξαν ότι ο κόσμος δεν έχει ηττηθεί. Υπάρχουν ευρείες ζώνες κοινωνικής μαχητικότητας αλλά και πολιτικών διεργασιών προς τα αριστερά, που τροφοδοτούνται και από το διαρκές φυλλορρόημα  του ΣΥΡΙΖΑ.

Πως λαμβάνονται αυτά τα δύο μηνύματα αλήθεια;

Ποιος θυμάται την περιβόητη 48ωρη απεργία- φάντασμα της ΓΣΕΕ, που είχε μάλιστα αποφασιστεί με πρόταση και διαρκή ακατάσχετη υμνολογία του ΠΑΜΕ;

Έγινε με αυτή το ανήκουστο και δεν πρέπει να περάσει χωρίς συζήτηση: Μετά την αγωνιστική ανάταση αγροτών, εργατικών κλάδων και επιστημόνων του περασμένου διμήνου Γενάρη-Φλεβάρη, η «συνέχεια» ήταν ότι «θα κλιμακώσουμε με απεργία όταν και αν η κυβέρνηση κατεβάσει το ασφαλιστικό». Κοντολογίς, η «αριστερή» αντιπολίτευση ζήτησε από την κυβέρνηση να ορίσει αυτή την ημερομηνία της απεργίας. Και η κυβέρνηση με ευχαρίστηση το έκανε, επιλέγοντας πασχαλινές και άλλες Κυριακές για να κάνει την κηδεία των συντάξεων και της δημόσιας περιουσίας, χωρίς βέβαια να υπάρξει κάποια σημαντική αντίσταση.

Δυστυχώς το ΚΚΕ διαβάζει ανάποδα το δίδαγμα ΣΥΡΙΖΑ: Συνεχίζοντας τα λάθη της περιόδου 2010-2012,  όπου δεν πήρε χαμπάρι τη μνημονιακή επέλαση που θα έφερνε τα πάνω κάτω στη συνείδηση και κινητικότητα του κόσμου και  έχοντας πλήρως αποδράσει σε μια «μοιρολατρική αισιοδοξία» ενός άχρονου μέλλοντος, φαίνεται να λέει στους εργαζόμενους: «Δε σας τα έλεγα; Είδατε που  είχατε αυταπάτες ότι μπορείτε να αλλάξετε τα πράγματα; Καθίστε στα αυγά σας και απλά βγάλτε πολιτικά συμπεράσματα».

Από την άλλη, οι σημαντικές πολιτικές διαφοροποιήσεις δύσκολα ενοποιούνται μετωπικά σε αγωνιστική αντικαπιταλιστική και αντι-ΕΕ κατεύθυνση. Όχι μόνο λόγω αδυναμίας ουσιαστικής υπέρβασης  της «λογικής ΣΥΡΙΖΑ» τμημάτων που αποσπώνται από αυτόν, αλλά και εξ αιτίας πολιτικών ταλαντεύσεων και  παλινωδιών σε τμήματα της  αντικαπιταλιστικής αριστεράς.

Το «τι να κάνουμε;», προϋποθέτει μια ανοιχτή συζήτηση για τα παραπάνω, τουλάχιστον σε επίπεδο μιας πολιτικής πρωτοπορίας. Περιλαμβάνει όχι μόνο το «τι» αλλά και το «πως» και «από ποιόν».

Τις απαντήσεις δε θα τις βρούμε στην απλή «ανασύνθεση εκ των ενόντων», βρίσκοντας το μέσο όρο των σημερινών υπαρκτών δυνάμεων, αλλά αναζητώντας ένα δυναμικό προωθητικό μετασχηματισμό τους εντός του πεδίου της οργάνωσης και της μαχητικής πάλης του λαού,  που θα υπερβαίνει το δίπολο διαχειριστικών αυταπατών και  σημειωτόν αναμονής του μέλλοντος.

Μπορούμε να αραδιάσουμε πολλά και χρήσιμα σχέδια για ένα εναλλακτικό δρόμο εξόδου από τη μέγγενη των μνημονίων και της φυλακής της ΕΕ.

Μπορούμε με κάποια επάρκεια να περιγράψουμε μια κοινωνική πορεία με κριτήριο τα συμφέροντα της κοινωνικής πλειοψηφίας και το δημόσιο κοινωνικό όφελος, αντί της εμπορευματοποίησης των πάντων, του απαραβίαστου του καπιταλιστικού κέρδους και του μονοθεϊσμού μιας δήθεν ουδέτερης «αγοράς» ή «παγκοσμιοποίησης».

Όμως, πάντα το καθοριστικό ερώτημα, το έδαφος πάνω στο οποίο θα κρίνονται όλα αυτά, θετικά ή αρνητικά, είναι αυτό που αφορά την απάντηση στο «ποιος θα κρεμάσει την κουδούνα στου γάτου την ουρά;». Δηλαδή στο ζήτημα του κοινωνικού και πολιτικού υποκειμένου της ρήξης και της ανατροπής. Της συνεκτικότητας και τηςδύναμης που θα έχει. Της ικανότητάς του να συγκεντρώνει πυρά και να περνά στην αντεπίθεση.

Το ερώτημα αυτό δεν απαντάται με μαγικά κόλπα και κινήσεις, εκτός αν θέλει κανείς να κυνηγάει συνεχώς την ουρά του.

Η πολιτική απάντηση προς όφελος της εργαζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας με πρόσημο δημοκρατίας και ελευθερίας, σε μια σύγκρουση αμείλικτη που βρίσκεται σε εξέλιξη (και δεν είμαστε στο τέρμα της!), θα κριθεί στο επίπεδο της ανατροπής του ταξικού συσχετισμού δύναμης,  στο πεδίο μιας πρωτόγνωρης κλιμάκωσης της κινηματικής και πολιτικής διαπάλης. Με άλλα όπλα, με άλλους φορείς, όχι με τα παλιά αποτυχημένα ή ανεπαρκή υλικά!

Σήμερα, το μπλοκ το «δικό» μας σε αυτή τη μάχη όχι μόνο δεν υπάρχει με μαζικούς όρους, αλλά είναι και λειψή η συνείδηση της ανάγκης και του χαρακτήρα του. Για αυτό και δεν μιλάμε στην ουσία για ταξική διαπάλη, αλλά για μονόπλευρη,  ανηλεή ταξική σφαγή από μεριάς των αντιπάλων.  Ο κόσμος το νοιώθει αυτό…

Ένα πολιτικό σχέδιο ανάταξης του κλίματος ηττοπάθειας και διαμόρφωσης όρων μιας κινηματικής και πολιτικής αντεπίθεσης, πρέπει να περιλαμβάνει βήματα σε πολλά επίπεδα.

Κατ’ αρχήν, πρέπει να έχουμε μια αυτοπεποίθηση για τις δυνατότητες και να μη θεωρούμε ως τη μεγαλύτερη σοφία τη συνηγορία υπέρ των υπαρκτών πλέον αρνητικών τάσεων στη συνείδηση των εργαζομένων.

Ας κρατήσουμε την εικόνα της Γαλλίας: Την ίδια στιγμή που υπάρχει μια πολιτική μαυρίλα στο επίσημο πολιτικό σκηνικό, ειδικά με την άνοδο της ακροδεξιάς, οι υπόγειες κοινωνικές διεργασίες βγαίνουν στο προσκήνιο με μιααποφασιστική εργατική κινητοποίηση που συγκεντρώνει την προσοχή της Ευρώπης.

Πρέπει να αλλάξουμε μυαλά όμως.

Χρειαζόμαστε ένα αγωνιστικό κέντρο, συνάντησης των κοινωνικών και πολιτικών αντιστάσεων, σε πλήρη ανεξαρτησία από την  συστημική, κυβερνητική πολιτική και τον υποταγμένο συνδικαλισμό.  Είναι το Α της απάντησής μας.

Δεν αφορά αυτό μια συνδικαλιστική τακτική, όσο μια πολιτική κατεύθυνση συγκρότησης αντίπαλου μαχόμενου δέους, που να δίνει αυτοπεποίθηση και να απαντά στο ερώτημα της οργάνωσης και του πραγματικού αγώνα. Να τελειώνουμε με τον πολιτικό και κινηματικό ακολουθητισμό στον υποταγμένο συνδικαλισμό και με την ανοησία της δήθεν κλιμάκωσης με συγκέντρωση στη Βουλή όταν ψηφίζεται το ένα ή το άλλο μέτρο, εν μέσω κοινοβουλευτικών δεκάρικων λόγων. Όχι άλλες κηδείες και μνημόσυνα… Τέτοιες μπορεί να τις οργανώνει μια χαρά η κυβέρνηση,

Στο ζήτημα αυτό,  θα κριθούν όλες οι πολιτικές δυνάμεις της (δυνάμει) αριστερής πολιτικής αντιπολίτευσης, καθώς και οι μαχόμενες τάσεις μέσα στο εργατικό κίνημα. Κάθε βήμα σε αυτό το δρόμο, αξίζει χίλιες φορές περισσότερο από κάθε ντουζίνα ‘’πολιτικών προγραμμάτων διεξόδου’’ που πετιούνται στον αέρα. Αν δε γίνει «της Γαλλίας», τα λόγια περιττεύουν…

Παράλληλα (και όχι στη συνέχεια), είναι επείγον να υπάρξουν πρωτοβουλίες πολιτικής συνάντησης  πάνω σε έναπρόγραμμα πολιτικής τομής σε σχέση με ότι «κόντυνε» τελικά τις προοπτικές της ανατρεπτικής πολιτικής δράσης και οδήγησε στη σημερινή ήττα. Όχι, δε χρεωνόμαστε εξίσου τη σημερινή ηττοπάθεια, μαζί με αυτούς που ήταν θιασώτες και αρχιτέκτονες της λογικής που την προετοίμασε.

Αντίθετα, διεκδικούμε τη συγκρότηση ενός μετώπου που θα κινείται σε κατεύθυνση αποφασιστικής ρήξης με την αστική πολιτική και εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, προτάσσοντας την ανάγκη για «ψωμί, δουλειά, δημοκρατία» πάνω από όλα για τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, τους ανέργους, τη νεολαία, τα φτωχο-μεσαία στρώματα της πόλης και της περιφέρειας. Αναζητώντας τη συνολική αντικαπιταλιστική επαναστατική ανατροπή.

Υπάρχουν παλιές και νέες δυνάμεις που μπορούν και πρέπει να συγκλίνουν σε αυτή την κατεύθυνση.  Δε χρειαζόμαστε ούτε αναγέννηση του «πρωτο-ΣΥΡΙΖΑ», με κόμματα που  θα αρχίζουν και θα τελειώνουν σε ρητορείες για «αντι-μνημονιακά, πατριωτικά μέτωπα»  και (ξανά μανά) «κυβέρνηση της αριστεράς», ούτε αρχηγικά κόμματα στημένα στις λογικές  life style και πολιτικού marketing με απουσία αριστερής και εργατικής πολιτικής. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑδικαιούται, αλλά και υποχρεούται να διεκδικήσει ένα πρωταρχικό ρόλο  στην προσπάθεια για ένα ευρύτερο μαχόμενο αντικαπιταλιστικό, αντι-ΕΕ πόλο, με ενεργή παρουσία και αλληλεπίδραση με την αντεπίθεση των κοινωνικών αγώνων.

Έτσι και αλλιώς η ιστορία δεν παίζεται ποτέ από την αρχή όπως τα σήριαλ σε επανάληψη… Η τομή προς τα εμπρόςείναι όρος για την ανάταξη του κλίματος ηττοπάθειας και της εργατικής και λαϊκής αντεπίθεσης για την ανατροπή. Διαφορετικά, μας νικούν εύκολα...