αναδημοσίευση από την
efsyn
Τάσος Κωστόπουλος:
Τις θλιβερότερες στιγμές της καταστροφικής φάρσας των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 θύμιζε η πρόσφατη πανηγυρική τελετή της παραλαβής από το ελληνικό κράτος της «
δωρεάς» του Κέντρου Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΚΠΙΣΝ) που θα στεγάσει την Εθνική Βιβλιοθήκη και τη Λυρική Σκηνή.
«
Η μεταφορά της Εθνικής Βιβλιοθήκης», διακήρυξε στην ομιλία του ο πρωθυπουργός, «θα συμβάλει στο να είναι το πολύτιμο αυτό υλικό προσβάσιμο σε ολοένα και ευρύτερο κοινό».
Στην πραγματικότητα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Μέχρι τη φετινή Πρωτοχρονιά η Εθνική Βιβλιοθήκη ήταν απόλυτα προσβάσιμη στο κοινό καθώς λειτουργούσε στο κέντρο της Αθήνας, δίπλα σε σταθμό του μετρό.
ΑΠΕ - ΜΠΕ / ΣΥΜΕΛΑ ΠΑΝΤΖΑΡΤΖΗΜε τη μετεγκατάστασή της θα μείνει κλειστή για τουλάχιστον επτά μήνες και όταν ξανανοίξει πρέπει να ταξιδεύει κανείς ώς την παραλιακή, να πληρώνει πάρκινγκ (του Ιδρύματος) και να εξαρτάται από τις καντίνες του πολυτελούς και απομονωμένου «
Κέντρου Πολιτισμού», δίχως την ευχέρεια των αντίστοιχων επιλογών που προσφέρει το αθηναϊκό κέντρο. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, μόνο για «
άνοιγμα» της βιβλιοθήκης δεν μπορεί να γίνει λόγος.
Ο πρωθυπουργός έχει βέβαια το ελαφρυντικό ότι δεν επέλεξε ο ίδιος την παραλαβή της «
δωρεάς», αλλά δέθηκε χειροπόδαρα από τις ρήτρες της λεόντειας σύμβασης που υπέγραψαν το 2009 με το Ιδρυμα Νιάρχος οι τότε υπουργοί Πολιτισμού και Παιδείας, Αντώνης Σαμαράς και Αρης Σπηλιωτόπουλος.
Νομιμοποίησε όμως με την ομιλία του μια πρακτική που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από το έπος του Μεγάρου Μουσικής, που ο ίδιος στηλίτευσε στην ομιλία του.
Αρκεί να ξεφυλλίσει κανείς την επίμαχη σύμβαση, που κυρώθηκε μ’ έναν από τους τελευταίους νόμους της κυβέρνησης Καραμανλή (Ν. 3785 της 7/8/2009), και τις διαφημιστικές «
Μελέτες Επιδράσεων» που συνέταξε για λογαριασμό του Ιδρύματος κάποιο Boston Consulting Group (BCG) κι έχουν αναρτηθεί στον ιστότοπο του Κέντρου (
www.snfcc.org), για να διαπιστώσει πως η «
δωρεά» δεν είναι στην ουσία παρά έμμεση ιδιωτικοποίηση ενός από τους σημαντικότερους πνευματικούς θεσμούς της χώρας.
Διαρκής ομηρία
ΑΠΕ - ΜΠΕ /ANDREA BONETTIΟ πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας με τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος κατά την πανηγυρική τελέτη παράδοσης στο Δημόσιο. Η’ μήπως της έμμεσης «παράδοσης» του Δημοσίου; Ο Αλέξης Τσίπρας πάντως έχει ένα... ελαφρυντικό: ότι δεν επέλεξε ο ίδιος την παραλαβή της «δωρεάς», αλλά δέθηκε χειροπόδαρα από τις ρήτρες της λεόντειας σύμβασης που υπέγραψαν άλλοι το 2009Κατ’ αρχάς, δεν πρόκειται για κανονική δωρεά αλλά για μεταμφιεσμένη μίσθωση. Σύμφωνα με το άρθρο 29§1 της σύμβασης του 2009, το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος διατηρεί το δικαίωμα να ανακαλέσει μονομερώς τη «
δωρεά» με μια απλή αιτιολογημένη «
έγγραφη δήλωσή του προς το Ελληνικό Δημόσιο»· η λύση επέρχεται μέσα σ’ ένα δίμηνο, αν το Δημόσιο δεν «προβεί στις κατάλληλες ενέργειες θεραπείας των συγκεκριμένων πράξεων ή παραλείψεων, οι οποίες αναφέρονται στην ανωτέρω δήλωση του Ιδρύματος» (ΦΕΚ 2009/Α/138, σ. 3945). Κανονικό τελεσίγραφο, δηλαδή.
Οι ρήτρες που δεσμεύουν το Δημόσιο στην περίπτωση τέτοιας μονομερούς λύσης της σύμβασης ισοδυναμούν με πραγματική ομηρία.
Μέσα σ’ ένα τρίμηνο θα πρέπει να καταβάλει στο Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος όσα αυτό (ισχυριστεί ότι) ξόδεψε για την κατασκευή του Κέντρου, βάσει δικών του επιλογών και δίχως τον παραμικρό κρατικό έλεγχο πάνω στις επιμέρους δαπάνες.
Τι ακριβώς μπορεί να περιληφθεί σ’ αυτό το ποσό μας το διευκρινίζει («ενδεικτικά») το άρθρο 29§2: «
Το σύνολο των αμοιβών και των πάσης φύσεως δαπανών των εκπονηθεισών μελετών, της κατασκευής και διαμόρφωσης του Κ.Π., της αγοράς και τοποθέτησης εξοπλισμού, των υπηρεσιών συμβούλων και συνεργατών του Ιδρύματος και του Οργανισμού για τις ανάγκες υλοποίησης του Κ.Π. καθώς και το κόστος διακοπής των σχετικών εργασιών, προμηθειών και συμβάσεων».
Το ποσό αυτό θα προσαυξηθεί για κάθε χρονιά «
κατά ποσοστό ίσο με την αύξηση του τιμαρίθμου» (μείον 1,5%), σε περίπτωση δε καθυστέρησης της καταβολής επιβαρύνεται με τόκο υπερημερίας (άρθρο 29§4).
Σύμφωνα με το φυλλάδιο του BCG, το Ιδρυμα προσδιόρισε το κόστος κατασκευής σε 596 εκατομμύρια ευρώ. Ο δε πρωθυπουργός, στην πανηγυρική ομιλία του, ανέφερε ακόμη μεγαλύτερο ποσό (617 εκατομμύρια).
Μολονότι άκρως λεπτομερειακό, το κείμενο της σύμβασης δεν αναφέρει τίποτα για την τύχη του περιεχομένου της Εθνικής Βιβλιοθήκης σε περίπτωση λύσης της σύμβασης.
Το πιθανότερο είναι να εφαρμοστούν οι σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Να μετατραπούν δηλαδή τα βιβλία και τα σπάνια χειρόγραφα σε ενέχυρο στα χέρια του «δωρητή» για τη διασφάλιση των απαιτήσεών του.
Με ποιες δικαιολογίες μπορεί να καταγγελθεί η σύμβαση; Εκτός από διάφορες επιπλοκές που ανάγονταν στην κατασκευή του έργου, ενίοτε αρκετά εύγλωττες (όπως η περίπτωση καθυστέρησης του έργου πάνω από ένα τρίμηνο «
λόγω ανεύρεσης αρχαιοτήτων», άρθρο 29§1.ε), πιθανότερη αιτία αποτελεί η πρόβλεψη του άρθρου 29§1.ιδ: αν το Δημόσιο, η Βιβλιοθήκη ή η Λυρική μέσα στα πρώτα πέντε χρόνια λειτουργίας του Κέντρου «καταγγείλουν τις συμβάσεις παροχής ολοκληρωμένων υπηρεσιών» που, βάσει του άρθρου 16 της σύμβασης, θα τους παρέχει κατ’ αποκλειστικότητα η Α.Ε. «
Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος», «
ή/και τις συμβάσεις που έχει συνάψει» η Α.Ε. «
πριν την ολοκλήρωση» του έργου.
Για την έκταση που μπορούν να πάρουν αυτές οι απαιτήσεις, αποκαλυπτική είναι η «Μελέτη Επιδράσεων» που συνέταξε το BCG.
Ως «
προαπαιτούμενο» για την αποδοτική λειτουργία του Κέντρου «
κατά τα διεθνή πρότυπα», απαιτείται εκεί προϋπολογισμός 14,5 εκατομμυρίων ευρώ τον χρόνο για τη Λυρική, 8 εκατομμυρίων για τη Βιβλιοθήκη και 5 για την Α.Ε. – συνολικά 27,5 εκατομμύρια (σ. 69).
Ο συνολικός προϋπολογισμός της Εθνικής Βιβλιοθήκης για το 2016 ήταν αντίθετα λίγο πάνω από ένα εκατομμύριο (1.189.579,58 ευρώ).
Ο δωρητής τα παίρνει όλα
Ο αρχιτέκτονας του έργου Ρέντσο Πιάνο (όρθιος) παρουσιάζει στον τότε πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή τη μακέτα του έργου. Αριστερά ο Φίλιππος Νιάρχος |EUROKINISSI / ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗΗ βασική ιδιομορφία της επίμαχης «
δωρεάς» έγκειται στο γεγονός ότι βασικές λειτουργίες του «δώρου» περνούν από τα χέρια του (τύποις) «
ιδιοκτήτη» σ’ εκείνα του «
δωρητή». Η ιδιοτυπία αυτή δεν αποκρύπτεται αλλά εξυμνείται, με την κατάλληλη φυσικά φρασεολογία, στη διαφημιστική «
Μελέτη Επιδράσεων» του BCG:
«
Στα επιπρόσθετα οφέλη για την ελληνική οικονομία από το ΚΠΙΣΝ», διαβάζουμε, «συμπεριλαμβάνεται το μοναδικό μοντέλο συνεργασίας δημοσίου-ιδιωτικού τομέα που αναπτύχθηκε μέσω της συνεργασίας του ΚΠΙΣΝ με το ελληνικό κράτος» (σ. 52 και ξανά σ. 53).
Προεξοφλείται, μάλιστα, πως «το ΚΠΙΣΝ μπορεί να λειτουργήσει ως πρότυπο για μελλοντικές συνεργασίες μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα σε παρόμοια έργα» (σ. 63).
Τι ακριβώς προβλέπει αυτή η συνεργασία όσον αφορά τη λειτουργία της Εθνικής Βιβλιοθήκης; Σύμφωνα με το άρθρο 2§3 της σύμβασης, «
η διαχείριση και συντήρηση του συνόλου των υποδομών του Κ.Π. θα γίνεται από τον Οργανισμό» (δηλαδή την Α.Ε.) μέσω ενός «συμφωνητικού παροχής ολοκληρωμένων υπηρεσιών», το οποίο θα αφορά «
ενδεικτικά» τις «
υπηρεσίες συντήρησης, φύλαξης και καθαριότητας των εγκαταστάσεων».
Σκοπό της Α.Ε. αποτελούν όχι μόνο τα παραπάνω, αλλά και «η εν γένει αξιοποίηση και διαχείριση του Κέντρου Πολιτισμού» (άρθρο 3). Ως βασική πηγή εσόδων της Α.Ε. προβλέπεται «
η επαρκής χρηματοδότηση από το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών» (άρθρο 3§2.3.2), με συμπληρωματικές εισροές από δωρεές, επιχορηγήσεις, ευρωπαϊκά προγράμματα κ.λπ., αλλά και τα «
έσοδα από την παροχή ολοκληρωμένων υπηρεσιών προς την Ε.Β.Ε. και την Ε.Λ.Σ., την εκμετάλλευση των υποδομών του Κ.Π. και την παροχή υπηρεσιών για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών των υποδομών αυτών».
Η ίδια διάταξη επαναλαμβάνεται ως άρθρο 7 του καταστατικού της Α.Ε., που έχει ενσωματωθεί στον ίδιο νόμο (σ. 5.962).
Παρά τη στρυφνή νομική γλώσσα, τα πράγματα είναι εξαιρετικά σαφή. Το Δημόσιο υποχρεώνεται να καλύπτει το κόστος λειτουργίας του πολυδάπανου Κέντρου που του «
χάρισε» το Ιδρυμα, τόσο μέσω της απευθείας χρηματοδότησης όσο και μέσω του προϋπολογισμού των κρατικών ιδρυμάτων που φιλοξενούνται εκεί. Η δε Α.Ε. εκμεταλλεύεται κατ’ αποκλειστικότητα τις «
υποδομές» και τις «
παροχές υπηρεσιών» του Κέντρου.
Σύμφωνα λ.χ. με τα άρθρα 6 και 7 του (δεσμευτικού) «
σχεδίου σύμβασης» Α.Ε. και Εθνικής Βιβλιοθήκης, που έχει επίσης ενσωματωθεί στον Ν. 3785, η τελευταία «
δεν δικαιούται να συμμετέχει στα έσοδα από την εκμετάλλευση των χώρων στάθμευσης» των πελατών της, ούτε «στα έσοδα από την εκμετάλλευση των εστιατορίων και των κυλικείων» (σ. 5.949).
Πρόκειται για το ίδιο μοντέλο διαχείρισης (δημόσιων πόρων από ανεξέλεγκτους ιδιωτικούς φορείς) που μεγαλούργησε προ δεκαπενταετίας στα χέρια της Γιάννας Αγγελοπούλου.
Παρά την υποχρεωτική χρηματοδότηση της Α.Ε. από το κράτος, ξεκαθαρίζει το άρθρο 3§3.1 της σύμβασης, αυτή «
δεν υπάγεται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, το δημόσιο λογιστικό, τις εθνικές διατάξεις περί εκπόνησης μελετών, παροχής υπηρεσιών, εκτέλεσης έργων και διενέργειας προμηθειών του δημοσίου, τις διατάξεις για την πρόσληψη προσωπικού στον δημόσιο τομέα και θα λειτουργεί ως φορέας ιδιωτικού δικαίου» (σ. 5.936).
Εξίσου εύγλωττη είναι η ρητή απαλλαγή της Α.Ε. (άρθρο 3§4.3) «
από την υποχρέωση υποβολής στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. προς θεώρηση συμβάσεων ή συμφωνητικών και καταστάσεων με συμβάσεις ή συμφωνητικά που συνομολογεί με τρίτους».
Ποιος όμως κουμαντάρει αυτή την τόσο προνομιούχα Α.Ε.; Σύμφωνα με το καταστατικό της (άρθρο 16§2), διευθύνεται από επταμελές Δ.Σ. που ορίζει η Γ.Σ. των μετόχων – το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος μέχρι τώρα, το ελληνικό Δημόσιο εφεξής.
Με κάποιους, όμως, ρητούς περιορισμούς όσον αφορά τη διακριτική ευχέρεια αυτού του τελευταίου. Η Εθνική Βιβλιοθήκη και η Λυρική απαγορεύεται π.χ. ρητά από τη σύμβαση να υποδείξουν περισσότερα από τρία συνολικά μέλη (άρθρο 3§2.4). «
Επιπλέον», ξεκαθαρίζει το άρθρο 16§4 του καταστατικού της Α.Ε., «τα μέλη του Δ.Σ. θα πρέπει να μην έχουν ανταγωνιστικά προς τον Οργανισμό ή το Ιδρυμα συμφέροντα». Αρμόδιο για την επισήμανση «
ανταγωνιστικών συμφερόντων» είναι, λογικά, το ίδιο το Ιδρυμα. Νιάρχος κερνά και Νιάρχος πίνει...
Disclaimer, δηλαδή... χάντρες και καθρεφτάκια
Η άτυπη αυτή ιδιωτικοποίηση συνοδεύεται στη «
Μελέτη Επιδράσεων» από φανταχτερές υποσχέσεις, μπροστά στις οποίες ωχριούν οι μεγαλόστομες επαγγελίες των παπαγάλων του αλήστου μνήμης «
Αθήνα 2004»: οι τουρίστες θα παρατείνουν τη διαμονή τους στην Αθήνα για να επισκεφτούν το ΚΠΙΣΝ, επιστήμονες απ’ όλο τον κόσμο θα εισρεύσουν για να φωτιστούν, χιλιάδες θέσεις εργασίας θα δημιουργηθούν, το Δημόσιο θα μαζέψει φόρους, η γύρω περιοχή θα αναπτυχθεί και άλλα συναφή.
Στην τελευταία σελίδα του φυλλαδίου, αμετάφραστη και τυπωμένη με μικροσκοπικά γράμματα (σε αντίθεση με τα πολύχρωμα διαγράμματα του κυρίως περιεχομένου), παρατίθεται η αγγλόγλωσση «
Αποποίηση Ευθύνης» (Disclaimer) της συντάκτριας εταιρείας:
«
Οι οικονομικές εκτιμήσεις», διαβάζουμε, «και τα συμπεράσματα που περιέχονται σ’ αυτά τα υλικά βασίζονται σε πάγιες μεθοδολογίες αποτίμησης, δεν είναι οριστικές προβλέψεις και δεν τις εγγυάται το BCG». Χάντρες και καθρεφτάκια για Βαλκάνιους ιθαγενείς, δηλαδή.
Οπως διαβάζουμε άλλωστε στη σύμβαση του 2009 (σ. 5.947), η υπογραφή της έγινε από τους μεν υπουργούς στην Αθήνα, για λογαριασμό δε του Ιδρύματος από τους Φίλιππο και Σπύρο Νιάρχο στο Σεντ Μόριτς της Ελβετίας.
Τα μυστικά του «δανεισμού»
Η κάρπωση των εσόδων από την εκμετάλλευση της Εθνικής Βιβλιοθήκης είναι η μια πλευρά του νομίσματος.
Υπάρχει και η άλλη: η διακηρυγμένη πρόθεση αλλαγής πελατείας, μέσω της αλλοίωσης της λειτουργίας ενός θεσμού που μέχρι σήμερα κάλυπτε τις πνευματικές ανάγκες όσων δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα αγοράς των βιβλίων που χρειάζονται για τη δουλειά τους.
Για τα σχέδια αυτά, αποκαλυπτικό είναι το φυλλάδιο «
Μελέτη Επιδράσεων ΚΠΙΣΝ» που συνέταξε το BCG κι έχει αναρτηθεί στον ιστότοπο του Κέντρου.
Η «
Μελέτη» επιμένει στη μετατροπή της Εθνικής Βιβλιοθήκης σε δανειστική (σ. 21, 23 & 25), απαιτώντας μάλιστα ρητά την «προσαρμογή του τρέχοντος νομοθετικού πλαισίου» προς αυτή την κατεύθυνση (σ. 70).
Η αλλαγή αυτή δεν ισοδυναμεί μόνο με κατάργηση της Εθνικής Βιβλιοθήκης ως τέτοιας, ως χώρου δηλαδή όπου οποιοσδήποτε μπορεί να διαβάσει όποιον τίτλο αναζητά δίχως να περιμένει πότε θα τον επιστρέψει ο προηγούμενος πελάτης.
Αφήνουμε κατά μέρος τα προβλήματα ασφάλειας που δημιουργεί μια τέτοια μετάλλαξη για το μοναδικό σε έκταση και σημασία υλικό ενός κρατικού θεσμού που υφίσταται από το 1829. Υπάρχουν επίσης σοβαρές ενδείξεις για την πρόθεση οικονομικής εκμετάλλευσης αυτού του «
δανεισμού».
Τον περασμένο Οκτώβριο πραγματοποιήθηκε λ.χ. ειδική έρευνα (τηλεφωνική και διά ζώσης), με κομβικό ερώτημα αν οι χρήστες είναι διατεθειμένοι να πληρώνουν εισιτήριο σε περίπτωση «
αναβάθμισης των παροχών» της Βιβλιοθήκης.
Το ενδεχόμενο επιβολής αντιτίμου διαφαίνεται και από την ταυτόχρονη προαναγγελία «
ψηφιακού δανεισμούβιβλίων» (σ. 70) – και όχι απλής ανάρτησης των ψηφιακών αντιγράφων τους στο Διαδίκτυο, όπως κάνουν οι εθνικές και λοιπές δημόσιες βιβλιοθήκες όλου του κόσμου.