Νόμπελ Λογοτεχνίας: Στη Hang Kang το βραβείο 2024
Πέμπτη, 10/10/2024 - 17:14Η Hang Kang κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το έργο της.
Η Βασιλική Σουηδική Ακαδημία Επιστημών αποφάσισε να απονείμει το 2024 το βραβείο στη Νοτιοκορεάτισσα συγγραφέα «για την έντονη ποιητική της πρόζα με την οποία αντιμετωπίζει ιστορικά τραύματα και εκθέτει την ευθραυστότητα της ανθρώπινης ζωής».
Η νοτιοκορεάτισσα συγγραφέας Χαν Γκανγκ τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 2024 «για την έντονη ποιητική πρόζα της που πραγματεύεται ιστορικά τραύματα και εκθέτει τον εύθραυστο χαρακτήρα της ανθρώπινης ζωής», ανακοίνωσε η Σουηδική Ακαδημία που απονέμει το βραβείο, το οποίο συνοδεύεται από χρηματικό έπαθλο 11 εκατομμυρίων κορωνών Σουηδίας (1,1 εκατ. δολάρια).
Η πλέον εμβληματική και επιδραστική συγγραφέας της χώρας της σήμερα, αλλά κι εδώ και λίγες ώρες νικήτρια του Νόμπελ Λογοτεχνίας, η Χαν Γκανγκ γεννήθηκε το 1970 στη ΓκουάνγκΤζου της Νότιας Κορέας και σε ηλικία 10 ετών μετακόμισε στη Σεούλ. Σπούδασε Κορεατική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο ΓιόνΣε και η πορεία της στον δαιδαλώδη κόσμο των γραμμάτων μοιάζει νομοτελειακή.
Κόρη του μυθιστοριογράφου Χαν Σουνγκ-γουόν, και αδελφή του επίσης συγγραφέα Χαν Ντονγκ Ριμ, η Γκανγκ σπούδασε κορεατική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Γιονσέι.
Ξεκίνησε την καριέρα της δημοσιεύοντας πέντε ποιήματα, συμπεριλαμβανομένου του «Χειμώνας στη Σεούλ», στη λογοτεχνική επιθεώρηση Λογοτεχνία και Κοινωνία το 1993.
Ένα χρόνο αργότερα ακολουθεί το μυθιστορηματικό της ντεμπούτο τον επόμενο χρόνο με τη νουβέλα «Το Κόκκινο Άγκιστρο» που την ανέδειξε και νικήτρια στον Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Άνοιξης της Σεούλ.
Η Γκανγκ έχει διδάξει δημιουργική γραφή στο Ινστιτούτο Τεχνών της Σεούλ και αυτή τη στιγμή εργάζεται στο έκτο μυθιστόρημά της.
Πριν το Νόμπελ, πολλά
Πολυβραβευμένη και αναγνωρισμένη, η Γκανγκ που θεωρείται η πλέον επιδραστική συγγραφέας της χώρας της σήμερα, έχει ανάμεσα στα τρόπαια της το Βραβείο Λογοτεχνίας Yi Sang (2005), το Βραβείο Νέου Καλλιτέχνη του Σήμερα και το Βραβείο Λογοτεχνίας της Κορέας.
Η βραβευμένη ήδη από το 2016 με το Διεθνές Βραβείο Booker για μυθοπλασία με το βιβλίο της «Η Χορτοφάγος» -ένα μυθιστόρημα για την κατάπτωση μιας γυναίκας σε ψυχική ασθένεια και την αμέλεια από την οικογένειά της που είναι πλέον εξαντλημένο στα ελληνικά- η Γκανγκ αναδείχθηκε σε νικήτρια με Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2024 για «την έντονη ποιητική πρόζα της που εκθέτει ιστορικά τραύματα και αποκαλύπτει την ευθραυστότητα της ανθρώπινης ζωής».
Με τη βράβευση της από τη Σουηδική Ακαδημία, η Γκανγκ έγινε η πρώτη Ασιάτισσα γυναίκα που βραβεύεται με Νόμπελ Λογοτεχνίας και η δεύτερη Κορεάτισσα βραβευμένη με Νόμπελ.
Το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά της, «I Do Not Bid Farewell (Δεν Αποχαιρετώ)», βραβεύτηκε με το βραβείο Medicis στη Γαλλία το 2023 και το βραβείο Émile Guimet το 2024.
Ημικρανίες και έμπνευση
Η Γκανγκ έχει δηλώσει ότι πάσχει περιοδικά από ημικρανίες, και πιστώνει σε αυτές την «ταπεινότητα» της ενώ έχει αποκαλύψει ότι έγραψε δύο από τα βιβλία της («Η Χορτοφάγος» και «Μογγολικό Σημάδι»), στο χέρι, καθώς η υπερβολική χρήση του πληκτρολογίου της είχε προκαλέσει βλάβη στον καρπό της.
Δεινή αναγνώστρια η ίδια, η Γκανγκ έχει εξομολογηθεί ότι κατά τη διάρκεια των φοιτητικών της χρόνων, είχε εμμονή με ένα στίχο από το ποιητικό έργο του Κορεάτη μοντερνιστή ποιητή Yi Sang. «Πιστεύω ότι οι άνθρωποι θα έπρεπε να είναι φυτά» έγραφε.
Για τη Γκανγκ αυτές οι λέξεις υπονοούσαν μια αμυντική στάση απέναντι στη βία της αποικιακής ιστορίας της Κορέας υπό την ιαπωνική κατοχή. Ήταν και οι λέξεις που την ενέπνευσαν για να γράψει το πιο επιτυχημένο και αναγνωρίσιμο έργο της μέχρι σήμερα.
Αντιπαράθεση και αναγνώριση
Βιβλιπωλείο στην πατρία της γιορτάζει το λογοτεχνικό της προτφόλιο / REUTERS
Το «Η Χορτοφάγος» ήταν το πρώτο μυθιστόρημα της Γκανγκ που μεταφράστηκε στα αγγλικά, αν και η απόδοση του στα αγγλικά από την Ντέμπορα Σμιθ είχε προκαλέσει αντιπαραθέσεις -μελετητές είχαν εντοπίσει λάθη σε αυτήν ενώ μεταξύ άλλων θεμάτων υπήρξαν προβληματισμοί ότι η Σμιθ μπορεί να είχε αποδώσει διάλογο σε λάθος χαρακτήρες.
Το βιβλίο έγινε αφορμή για να της απονεμηθεί το Διεθνές Βραβείο Μan Booker 2016, τόσο στην ίδια όσο και στην αμφιλεγόμενη από κάποιους μεταφράστρια της. Η Γκανγκ είναι μέχρι και σήμερα η πρώτη Κορεάτισσα που προτάθηκε για το βραβείο. Επιπλέον το μυθιστόρημα επιλέχθηκε ως ένα από «Τα 10 Καλύτερα Βιβλία του 2016» για τους New York Times.
Συνεχίζοντας το νικηφόρο μοτίβο της η Γκανγκ ήταν ξανά υποψήφια για το Booker το 2018 με το τρίτο μυθιστόρημα της «Το Λευκό Βιβλίο».
Πολυσχιδής και μητέρα
Πέρα από ευλογημένη ενορχηστρωτής λέξεων και σημείων στίξης η Γκανγκ είναι επίσης μουσικός και ζωγράφος –η έκδοση της συλλογής δοκιμίων της «Ήσυχα Τραγουδισμένα Τραγούδια» (2007), συνοδεύτηκε από ένα CD με δέκα τραγούδια που συνέθεσε, έγραψε στίχους και ηχογράφησε η ίδια.
Όταν της ανακοινώθηκε η βράβευση της από τη Σουηδική Ακαδημία με το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2924 η Γκανγκ δήλωσε έκπληκτη. «Κατάφερα να επικοινωνήσω μαζί της στο τηλέφωνο. Ήταν μια συνηθισμένη μέρα για εκείνη, μόλις είχε τελειώσει το δείπνο της με τον γιο της» είπε το μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας Ματς Μάλμ.
«Το έργο της χαρακτηρίζεται από αυτή τη διπλή έκθεση του πόνου, μια αντιστοιχία μεταξύ ψυχικών και σωματικών βασάνων που είναι έμφυτη στην ανατολική σκέψη. Στο διήγημα της ‘Εuropa’ (2012), ο άνδρας αφηγητής, ο ίδιος μεταμφιεσμένος σε γυναίκα, έλκεται από μια αινιγματική γυναίκα που έχει ξεφύγει από έναν γάμο που διαλύεται. Ο αφηγητής εαυτός παραμένει σιωπηλός όταν η αγαπημένη του τον ρωτάει: ‘Αν μπορούσες να ζήσεις όπως επιθυμείς, τι θα έκανες στη ζωή σου;’. Εδώ δεν υπάρχει χώρος ούτε για εκπλήρωση ούτε για εξιλέωση» σημειώνει η Σουηδική Ακαδημία.
Το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά της, «Δεν Αποχαιρετώ», βραβεύτηκε με το βραβείο Medicis στη Γαλλία το 2023 και το βραβείο Émile Guimet το 2024.
Η Γκανγκ με δικά της λόγια
Μιλώντας στον The Guardian τo 2023 η Γκανγκ άνοιξε ένα παράθυρο στην ιδιωτικότητα της.
«Όταν ήμουν παιδί, ο πατέρας μου, ένας νέος και φτωχός μυθιστοριογράφος, κρατούσε το άδειο σπίτι μας γεμάτο βιβλία. Μια πλημμύρα ξεχύνονταν από τα ράφια, καλύπτοντας άτακτα το πάτωμα σαν ένα βιβλιοπωλείο με μεταχειρισμένα βιβλία, η αρχειοθέτηση είχε αναβληθεί για πάντα. Για μένα, τα βιβλία ήταν μισοζωντανά όντα που συνεχώς πολλαπλασιάζονταν και διεύρυναν τα όριά τους. Παρά τις συχνές μετακομίσεις, ένιωθα άνετα χάρη σε όλα αυτά τα βιβλία που με προστάτευαν. Πριν κάνω φίλους σε μια ξένη γειτονιά, είχα τα βιβλία μου μαζί μου κάθε απόγευμα» λέει.
Η παιδική λογοτεχνία της χώρας της τη μάγεψε, η ρωσική λογοτεχνία που ερωτεύθηκε στην εφηβεία της τη σμίλεψε. «Στα τέλη της εφηβείας μου, απορροφήθηκα στην ανάγνωση ρωσικής λογοτεχνίας, ειδικά στα μακρά, επίμονα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι. Το ‘Θάνατος ενός Ποιητή’ του Παστερνάκ ήταν επίσης ένα αγαπημένο που διάβασα πολλές φορές» προσθέτει.
«Πριν από περίπου 10 χρόνια, διάβασα το ‘Αούστερλιτς’ του Τζ. Γ. Ζέμπαλντ και άρχισα να σκέφτομαι τον τρόπο που διείσδυε βαθιά στον εσωτερικό κόσμο για να αγκαλιάσει τις συλλογικές μνήμες. Από τότε, έχω διαβάσει τα περισσότερα από τα βιβλία του· ‘Οι Ξενιτεμένοι’ είναι αυτό που εκτιμώ περισσότερο» θα πει.
«Υπήρξε μια χρονιά που δεν μπορούσα ούτε να γράψω ούτε να διαβάσω μυθοπλασία. Μπορούσα μόνο να παρακολουθώ ντοκιμαντέρ, γιατί οι ταινίες μυθοπλασίας ήταν ανυπόφορες. Περνούσα τον χρόνο μου διαβάζοντας κυρίως βιβλία αστροφυσικής. Αλλά κάπως ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες ήταν μια εξαίρεση» προσθέτει.
Ανάμεσα στα βιβλία και τους συγγραφείς που μνημονεύει η Γκανγκ αποτίνει φόρο τιμής στους σπουδαίους Ιταλούς Πρίμο Λέβι και Ίταλο Καλβίνο, αλλά και τους Τζέιμς Τζόϊς, Αρούντατι Ρόϊ και Άνν Κάρσον.
Το βιβλίο της «Μάθημα Ελληνικών» σε μετάφραση Αμαλία Τζιώτη κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη.