Ματωμένες απεργίες
Κυριακή, 01/05/2016 - 18:21
Σταύρος Μαλαγκονιάρης
Οι μεγάλες εργατικές απεργίες του 1923, τις οποίες η τότε κυβέρνηση Πλαστήρα-Γονατά επιχείρησε να καταστείλει με πυρά εναντίον εργατών, αφήνοντας πίσω της 11 νεκρούς, τιμώνται κάθε Πρωτομαγιά στον Πειραιά.
Αλλωστε, η αρχή του εργατικού ξεσηκωμού με βασικά αιτήματα την εφαρμογή του 8ωρου για την αντιμετώπιση της ανεργίας, την καταπολέμηση της αισχροκέρδειας και την αύξηση των ημερομίσθιων είχε γίνει την Πρωτομαγιά εκείνης της χρονιάς.
Η συγκέντρωση των Εργατικών Κέντρων Αθήνας και Πειραιά έγινε στον Αγιο Ιωάννη Ρέντη και όπως διαβάζουμε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (φ. 2/5/1923) «αντιπροσωπεύθησαν περί τα 40 σωματεία του Ε.Κ. Πειραιώς και περί τα 20 του Ε.Κ. Αθηνών».
Εναν μήνα αργότερα η υποτίμηση της λίρας Αγγλίας, που αποτελούσε διεθνώς το βασικό συναλλακτικό νόμισμα, οδηγεί πολλές βιομηχανίες να προχωρήσουν σε μειώσεις παραγωγής, απολύσεις ή και μειώσεις μισθών, ενώ η ακρίβεια «καλπάζει» (άρθρο στην ημερήσια πειραϊκή εφημερίδα «Σημαία», 11/6/1923).
Ετσι, σε εργοστάσια και πλοία δημιουργούνται επιτροπές διεκδικώντας να επαναπροσληφθούν οι απολυμένοι και να μη μειωθούν οι μισθοί τουλάχιστον μέχρι να ελεγχθεί η ακρίβεια.
Στην ημερήσια πειραϊκή εφημερίδα «Σφαίρα» της 9/6/1923 διαβάζουμε ότι «οι εν αργία διατελούντες εργάται βιομηχανικών και ναυτιλιακών επιχειρήσεων ανέρχονται εις 15.000 περίπου. Εκ τούτων οι εργάται κλωστοϋφαντουργείων ανέρχονται εις 615, οι μυλεργάται 160, οι σαπωνοποιοί 100, λιπασμάτων 700, οινοπνευματοποιοί 60, διαφόρων μικροεπιχειρήσεων 4.500, λιγνιτωρύχοι 4.000 και ναυτεργάτες 2.000» και ότι για την αντιμετώπιση της ανεργίας εξετάζεται η εκ περιτροπής εργασία, με αρκετά εργοστάσια να αναφέρεται ότι ήδη λειτουργούσαν 4 ή 5 μέρες την εβδομάδα.
Ταυτόχρονα, οι τιμές σε βασικά είδη διατροφής «καλπάζουν».
Μια μεταγενέστερη στατιστική του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας έδειχνε ότι το 1923 ο δείκτης ακρίβειας είχε ανέλθει στις 1.181 μονάδες (από 341 το 1920), ενώ ο δείκτης μισθού ήταν μόλις στο 778,77 (πηγή: πειραϊκή εφημερίδα «Θάρρος», φ. 2/1/1935).
Με αυτή την κατάσταση η «έκρηξη» ήταν θέμα χρόνου. Πραγματικά, με αφορμή την απεργία των μυλεργατών, που ξεκίνησε στις 11 Αυγούστου, δημιουργήθηκε μεγάλο «κύμα» εργατικών κινητοποιήσεων καθώς καθημερινά ξεκινούσαν απεργία εργαζόμενοι και άλλων κλάδων.
Στο επίκεντρο βρέθηκε η εργατούπολη του Πειραιά, όπου υπήρχαν πολλά από τα εργοστάσια της εποχής και οι εργάτες -με στοιχεία του 1917- έφταναν τους 30.746 (σε συνολικό πληθυσμό περίπου 130.000 κατοίκων), στους οποίους προστέθηκαν 44.035 πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία (πηγή: Στατιστική Υπηρεσία, Απογραφές 1917 και 1923).
Ομως, η κυβέρνηση Πλαστήρα-Γονατά επιλέγει την εκτροπή.
Ο πρώτος, ως «αρχηγός της Επαναστάσεως», δηλώνει μάλιστα ότι «ουδεμίαν συζήτησιν θα στέρξωμεν με τους εργάτας, εφόσον δεν κηρύξουν την λήξιν της απεργίας» («Εθνος», 19/8/1923).
Από την ίδια μέρα, εκτός από την «άγαρμπη» λογοκρισία που έχει επιβληθεί στις εφημερίδες και κυκλοφορούν με εμφανώς «κομμένα» κείμενα, η κυβέρνηση προχωράει σε επιστράτευση απεργών σε ορισμένες εταιρείες όπως του φωταερίου, συλλήψεις και διάλυση των σωματείων, κατάσχοντας τα αρχεία και τις καταθέσεις τους.
Το τελευταίο μέτρο είχε μεγάλη σημασία, καθώς τα σωματεία ενίσχυαν οικονομικά τους απεργούς που έχαναν το μεροκάματο.
«Χθες εις διάφορα καφενεία του Πειραιώς διενεμήθησαν χρήματα εις τους απεργούς από τα σωματεία των. Χθες ειδοποιήθησαν αι Τράπεζαι παρά της Κυβερνήσεως να μην αποδώσουν καταθέσεις σωματείων», έγραφε, στις 22 Αυγούστου 1923, η εφημερίδα «Εθνος».
Την ίδια ώρα εργοδοτικοί φορείς τάσσονταν υπέρ της «επαναστατικής κυβέρνησης» και δημιουργούσαν σε εργοστάσια και πλοία απεργοσπαστικούς μηχανισμούς από τους χιλιάδες ανέργους, με αποτέλεσμα να προκαλούνται συχνά επεισόδια και η κατάσταση να φορτίζεται επικίνδυνα.
Η ΓΣΕΕ και τα Εργατικά Κέντρα κηρύσσουν πανεργατική απεργία και καλούν, στις 22 Αυγούστου, σε συλλαλητήριο.
Εξαιτίας της λογοκρισίας τα ρεπορτάζ των εφημερίδων ήταν πανομοιότυπα, βασισμένα στις ανακοινώσεις του Φρουραρχείου και αναφέρονταν σε τρεις νεκρούς.
Με τη συμπλήρωση ενός χρόνου, ο «Ριζοσπάστης» (φ. της 24/8/1924) θα έχει αναλυτικό ρεπορτάζ και εκεί πλέον γίνεται γνωστό ότι οι νεκροί ήταν 11 και υπήρχαν δεκάδες τραυματίες από τα στρατιωτικά πυρά.
Από τα πρώτα στοιχεία που είχαν δημοσιευτεί και από το παραπάνω αφιέρωμα γνωρίζουμε πλέον ότι:
Αρχικά, η συγκέντρωση της 22ας Αυγούστου προγραμματιζόταν να γίνει στην πλατεία Δημοτικού Θεάτρου. Ωστόσο, από το πρωί εκείνης της μέρας η πλατεία είχε καταληφθεί από ισχυρή στρατιωτική δύναμη.
«Εις όλας τας άκρας της πλατείας είχον στηθή πολυβόλα, ενώ πυκνώταται ίλαι ιππικού, των οποίων οι ιππείς εκράδαιναν γεγυμνωμένας σπάθας, περιήρχοντο τας γύρω παρόδους» («Ριζοσπάστης», 24/8/1924).
Ακόμα, στην Καστέλλα είχαν εμφανιστεί τανκς, ενώ υπήρχαν παντού αστυνομικές και ένοπλες στρατιωτικές περίπολοι.
Παρ' όλα τα μέτρα οι εργάτες δεν πτοήθηκαν και περνώντας ανάμεσα ή κρυφά από τα στρατιωτικά περίπολα άρχισαν να συγκεντρώνονται στην πλατεία, στο Πασαλιμάνι, ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα των σωματείων.
Οι λογοκριμένες εφημερίδες αναφέρονται σε περίπου 500 άτομα. Αρκετά χρόνια αργότερα σε ένα αφιέρωμα της εφημερίδας «Μακεδονία», σε περιγραφή τού εκ των πρωταγωνιστών Σεραφείμ Μάξιμου, διαβάζουμε ότι:
«Οι απεργοί αρχίσανε να προσέρχονται από νωρίς. Κατά εκατοντάδες. Και όπως συναντούσαν οι μεν τους δε, γινότανε χιλιάδες. Σχηματίζανε μεγάλες ουρές, που γεμίζανε δρόμους και παρόδους, από του λιμανιού το μέρος προς το Πασαλιμάνι»(«Μακεδονία», 30/3/1958).
Τότε εμφανίστηκε μια ένοπλη στρατιωτική περίπολος.
«Οι απεργοί εξαγριωθέντες ώρμησαν κατά της περιπόλου και αφώπλισαν αυτήν»(«Ριζοσπάστης», ό.π), άδειασαν τα όπλα και τα έσπασαν χωρίς να χτυπήσουν κανένα στρατιώτη.
Ομως, άλλοι περίπολοι, που βρίσκονταν στην παραλία, άρχισαν να πυροβολούν εναντίον του πλήθους.
Τότε, οι απεργοί ξεκίνησαν πορεία τραγουδώντας τη «Διεθνή» και κατευθύνονταν προς το Φρουραρχείο για να διαμαρτυρηθούν.
Οπως φαίνεται, οι διαδηλωτές κινήθηκαν από την οδό Σωτήρος για να φτάσουν στην πλατεία του Δημοτικού Θεάτρου, όπου βρισκόταν το Φρουραρχείο και το Εργατικό Κέντρο.
«Οι απεργοί συνηντήθησαν με τας περιπόλους εις την διασταύρωσιν των οδών Σωτήρος και Καραΐσκου, όπου εγένετο και η πρώτη αιματηρά σύρραξις» («Εθνος», 23/8/1923).
Οι πολυάριθμοι διαδηλωτές ξεχύθηκαν και σε άλλους κεντρικούς δρόμους (τις σημερινές λεωφόρο Β. Γεωργίου και οδό Τσαμαδού), ενώ τα πολυβόλα «θέριζαν» από διάφορα δημόσια κτίρια στο κέντρο του Πειραιά.
Στους δρόμους άρχισαν να πέφτουν δεκάδες τραυματίες. Στον Πειραιά, ακόμα και οι λογοκριμένες εφημερίδες έγραψαν ότι στην πόλη προκλήθηκε πανικός, ενώ οι απεργοί άρχισαν να διαλύονται και την επομένη η ΓΣΕΕ σταμάτησε την απεργία.
Κάποιοι από τους τραυματίες, ανάμεσά τους ένας 12χρονος μαθητής, υπέκυψαν αργότερα στο νοσοκομείο, ανεβάζοντας τον αριθμό των θυμάτων σε 11.
Μόνο εκείνη την ημέρα, οι συλληφθέντες ξεπέρασαν τους 60 και οδηγήθηκαν σε στρατιωτικές φυλακές, ενώ πολλές συλλήψεις είχαν γίνει και τις προηγούμενες μέρες.
πηγή efsyn
Οι μεγάλες εργατικές απεργίες του 1923, τις οποίες η τότε κυβέρνηση Πλαστήρα-Γονατά επιχείρησε να καταστείλει με πυρά εναντίον εργατών, αφήνοντας πίσω της 11 νεκρούς, τιμώνται κάθε Πρωτομαγιά στον Πειραιά.
Αλλωστε, η αρχή του εργατικού ξεσηκωμού με βασικά αιτήματα την εφαρμογή του 8ωρου για την αντιμετώπιση της ανεργίας, την καταπολέμηση της αισχροκέρδειας και την αύξηση των ημερομίσθιων είχε γίνει την Πρωτομαγιά εκείνης της χρονιάς.
Η συγκέντρωση των Εργατικών Κέντρων Αθήνας και Πειραιά έγινε στον Αγιο Ιωάννη Ρέντη και όπως διαβάζουμε στην εφημερίδα «Καθημερινή» (φ. 2/5/1923) «αντιπροσωπεύθησαν περί τα 40 σωματεία του Ε.Κ. Πειραιώς και περί τα 20 του Ε.Κ. Αθηνών».
Εναν μήνα αργότερα η υποτίμηση της λίρας Αγγλίας, που αποτελούσε διεθνώς το βασικό συναλλακτικό νόμισμα, οδηγεί πολλές βιομηχανίες να προχωρήσουν σε μειώσεις παραγωγής, απολύσεις ή και μειώσεις μισθών, ενώ η ακρίβεια «καλπάζει» (άρθρο στην ημερήσια πειραϊκή εφημερίδα «Σημαία», 11/6/1923).
Ετσι, σε εργοστάσια και πλοία δημιουργούνται επιτροπές διεκδικώντας να επαναπροσληφθούν οι απολυμένοι και να μη μειωθούν οι μισθοί τουλάχιστον μέχρι να ελεγχθεί η ακρίβεια.
Στην ημερήσια πειραϊκή εφημερίδα «Σφαίρα» της 9/6/1923 διαβάζουμε ότι «οι εν αργία διατελούντες εργάται βιομηχανικών και ναυτιλιακών επιχειρήσεων ανέρχονται εις 15.000 περίπου. Εκ τούτων οι εργάται κλωστοϋφαντουργείων ανέρχονται εις 615, οι μυλεργάται 160, οι σαπωνοποιοί 100, λιπασμάτων 700, οινοπνευματοποιοί 60, διαφόρων μικροεπιχειρήσεων 4.500, λιγνιτωρύχοι 4.000 και ναυτεργάτες 2.000» και ότι για την αντιμετώπιση της ανεργίας εξετάζεται η εκ περιτροπής εργασία, με αρκετά εργοστάσια να αναφέρεται ότι ήδη λειτουργούσαν 4 ή 5 μέρες την εβδομάδα.
Ταυτόχρονα, οι τιμές σε βασικά είδη διατροφής «καλπάζουν».
Μια μεταγενέστερη στατιστική του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας έδειχνε ότι το 1923 ο δείκτης ακρίβειας είχε ανέλθει στις 1.181 μονάδες (από 341 το 1920), ενώ ο δείκτης μισθού ήταν μόλις στο 778,77 (πηγή: πειραϊκή εφημερίδα «Θάρρος», φ. 2/1/1935).
Με αυτή την κατάσταση η «έκρηξη» ήταν θέμα χρόνου. Πραγματικά, με αφορμή την απεργία των μυλεργατών, που ξεκίνησε στις 11 Αυγούστου, δημιουργήθηκε μεγάλο «κύμα» εργατικών κινητοποιήσεων καθώς καθημερινά ξεκινούσαν απεργία εργαζόμενοι και άλλων κλάδων.
Στο επίκεντρο βρέθηκε η εργατούπολη του Πειραιά, όπου υπήρχαν πολλά από τα εργοστάσια της εποχής και οι εργάτες -με στοιχεία του 1917- έφταναν τους 30.746 (σε συνολικό πληθυσμό περίπου 130.000 κατοίκων), στους οποίους προστέθηκαν 44.035 πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία (πηγή: Στατιστική Υπηρεσία, Απογραφές 1917 και 1923).
Ομως, η κυβέρνηση Πλαστήρα-Γονατά επιλέγει την εκτροπή.
Ο πρώτος, ως «αρχηγός της Επαναστάσεως», δηλώνει μάλιστα ότι «ουδεμίαν συζήτησιν θα στέρξωμεν με τους εργάτας, εφόσον δεν κηρύξουν την λήξιν της απεργίας» («Εθνος», 19/8/1923).
Από την ίδια μέρα, εκτός από την «άγαρμπη» λογοκρισία που έχει επιβληθεί στις εφημερίδες και κυκλοφορούν με εμφανώς «κομμένα» κείμενα, η κυβέρνηση προχωράει σε επιστράτευση απεργών σε ορισμένες εταιρείες όπως του φωταερίου, συλλήψεις και διάλυση των σωματείων, κατάσχοντας τα αρχεία και τις καταθέσεις τους.
Το τελευταίο μέτρο είχε μεγάλη σημασία, καθώς τα σωματεία ενίσχυαν οικονομικά τους απεργούς που έχαναν το μεροκάματο.
«Χθες εις διάφορα καφενεία του Πειραιώς διενεμήθησαν χρήματα εις τους απεργούς από τα σωματεία των. Χθες ειδοποιήθησαν αι Τράπεζαι παρά της Κυβερνήσεως να μην αποδώσουν καταθέσεις σωματείων», έγραφε, στις 22 Αυγούστου 1923, η εφημερίδα «Εθνος».
Την ίδια ώρα εργοδοτικοί φορείς τάσσονταν υπέρ της «επαναστατικής κυβέρνησης» και δημιουργούσαν σε εργοστάσια και πλοία απεργοσπαστικούς μηχανισμούς από τους χιλιάδες ανέργους, με αποτέλεσμα να προκαλούνται συχνά επεισόδια και η κατάσταση να φορτίζεται επικίνδυνα.
Η ΓΣΕΕ και τα Εργατικά Κέντρα κηρύσσουν πανεργατική απεργία και καλούν, στις 22 Αυγούστου, σε συλλαλητήριο.
Εξαιτίας της λογοκρισίας τα ρεπορτάζ των εφημερίδων ήταν πανομοιότυπα, βασισμένα στις ανακοινώσεις του Φρουραρχείου και αναφέρονταν σε τρεις νεκρούς.
Με τη συμπλήρωση ενός χρόνου, ο «Ριζοσπάστης» (φ. της 24/8/1924) θα έχει αναλυτικό ρεπορτάζ και εκεί πλέον γίνεται γνωστό ότι οι νεκροί ήταν 11 και υπήρχαν δεκάδες τραυματίες από τα στρατιωτικά πυρά.
Από τα πρώτα στοιχεία που είχαν δημοσιευτεί και από το παραπάνω αφιέρωμα γνωρίζουμε πλέον ότι:
Αρχικά, η συγκέντρωση της 22ας Αυγούστου προγραμματιζόταν να γίνει στην πλατεία Δημοτικού Θεάτρου. Ωστόσο, από το πρωί εκείνης της μέρας η πλατεία είχε καταληφθεί από ισχυρή στρατιωτική δύναμη.
«Εις όλας τας άκρας της πλατείας είχον στηθή πολυβόλα, ενώ πυκνώταται ίλαι ιππικού, των οποίων οι ιππείς εκράδαιναν γεγυμνωμένας σπάθας, περιήρχοντο τας γύρω παρόδους» («Ριζοσπάστης», 24/8/1924).
Ακόμα, στην Καστέλλα είχαν εμφανιστεί τανκς, ενώ υπήρχαν παντού αστυνομικές και ένοπλες στρατιωτικές περίπολοι.
Παρ' όλα τα μέτρα οι εργάτες δεν πτοήθηκαν και περνώντας ανάμεσα ή κρυφά από τα στρατιωτικά περίπολα άρχισαν να συγκεντρώνονται στην πλατεία, στο Πασαλιμάνι, ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα των σωματείων.
Οι λογοκριμένες εφημερίδες αναφέρονται σε περίπου 500 άτομα. Αρκετά χρόνια αργότερα σε ένα αφιέρωμα της εφημερίδας «Μακεδονία», σε περιγραφή τού εκ των πρωταγωνιστών Σεραφείμ Μάξιμου, διαβάζουμε ότι:
«Οι απεργοί αρχίσανε να προσέρχονται από νωρίς. Κατά εκατοντάδες. Και όπως συναντούσαν οι μεν τους δε, γινότανε χιλιάδες. Σχηματίζανε μεγάλες ουρές, που γεμίζανε δρόμους και παρόδους, από του λιμανιού το μέρος προς το Πασαλιμάνι»(«Μακεδονία», 30/3/1958).
Τότε εμφανίστηκε μια ένοπλη στρατιωτική περίπολος.
«Οι απεργοί εξαγριωθέντες ώρμησαν κατά της περιπόλου και αφώπλισαν αυτήν»(«Ριζοσπάστης», ό.π), άδειασαν τα όπλα και τα έσπασαν χωρίς να χτυπήσουν κανένα στρατιώτη.
Ομως, άλλοι περίπολοι, που βρίσκονταν στην παραλία, άρχισαν να πυροβολούν εναντίον του πλήθους.
Τότε, οι απεργοί ξεκίνησαν πορεία τραγουδώντας τη «Διεθνή» και κατευθύνονταν προς το Φρουραρχείο για να διαμαρτυρηθούν.
Οπως φαίνεται, οι διαδηλωτές κινήθηκαν από την οδό Σωτήρος για να φτάσουν στην πλατεία του Δημοτικού Θεάτρου, όπου βρισκόταν το Φρουραρχείο και το Εργατικό Κέντρο.
«Οι απεργοί συνηντήθησαν με τας περιπόλους εις την διασταύρωσιν των οδών Σωτήρος και Καραΐσκου, όπου εγένετο και η πρώτη αιματηρά σύρραξις» («Εθνος», 23/8/1923).
Οι πολυάριθμοι διαδηλωτές ξεχύθηκαν και σε άλλους κεντρικούς δρόμους (τις σημερινές λεωφόρο Β. Γεωργίου και οδό Τσαμαδού), ενώ τα πολυβόλα «θέριζαν» από διάφορα δημόσια κτίρια στο κέντρο του Πειραιά.
Στους δρόμους άρχισαν να πέφτουν δεκάδες τραυματίες. Στον Πειραιά, ακόμα και οι λογοκριμένες εφημερίδες έγραψαν ότι στην πόλη προκλήθηκε πανικός, ενώ οι απεργοί άρχισαν να διαλύονται και την επομένη η ΓΣΕΕ σταμάτησε την απεργία.
Κάποιοι από τους τραυματίες, ανάμεσά τους ένας 12χρονος μαθητής, υπέκυψαν αργότερα στο νοσοκομείο, ανεβάζοντας τον αριθμό των θυμάτων σε 11.
Μόνο εκείνη την ημέρα, οι συλληφθέντες ξεπέρασαν τους 60 και οδηγήθηκαν σε στρατιωτικές φυλακές, ενώ πολλές συλλήψεις είχαν γίνει και τις προηγούμενες μέρες.
πηγή efsyn